Ο πρώην δημοσιογράφος και νυν σεναριογράφος και σκηνοθέτης μίλησε στο
«Βήμα» για τον «Νυχτερινό ανταποκριτή», την υποψήφια εφέτος για το Οσκαρ
σεναρίου ταινία του, που εισχωρεί στα άδυτα της κίτρινης δημοσιογραφίας
και φωτίζει μια πολύ σκοτεινή αλλά πραγματική πτυχή του κόσμου μας
Σημαντική ταινία, πολύ σκληρή, ωμά ειλικρινής - λόγος που ενδεχομένως να την οδήγησε ως τις υποψηφιότητες των Οσκαρ όπου εφέτος διεκδίκησε το καλύτερου σεναρίου γραμμένου κατευθείαν για την οθόνη. Αποτέλεσε επίσης το ντεμπούτο στη σκηνοθεσία του Νταν Γκίλροϊ, ο οποίος είναι αδελφός του σεναριογράφου - σκηνοθέτη Τόνι Γκίλροϊ («Μάικλ Κλέιτον») που εδώ κρατά χρέη συμπαραγωγού, αδελφός του μοντέρ Τζον Γκίλροϊ (είναι δίδυμος του Νταν και έκανε το μοντάζ του «Νυχτερινού ανταποκριτή») και γιος του επίσης σκηνοθέτη - σεναριογράφου Φρανκ Τζ. Γκίλροϊ.
«Αυτοί οι λεγόμενοι δημοσιογράφοι ξεπερνούν το κίτρινο» μας είπε γελώντας πικρά στο τηλέφωνο ο Νταν Γκίλροϊ από το Λος Αντζελες. Και ξέρει τι λέει. Ο ίδιος υπήρξε στο παρελθόν δημοσιογράφος του «Variety». Ως δημοσιογράφος άλλωστε ανακάλυψε το θέμα της ταινίας του. Οταν ο Γκίλροϊ νέος ακόμη μετακόμισε στο Λος Αντζελες, άκουσε «για αυτούς τους ανθρώπους που βιντεοσκοπούσαν σκηνές εγκλημάτων και εν συνεχεία τις πουλούσαν σε τοπικούς σταθμούς». Αποφάσισε να κάνει μια έρευνα για αυτούς, εξετάζοντας συγχρόνως την πολιτική των καναλιών που αγοράζουν για να μεταδώσουν αυτό το υλικό. «Ημουν ένας δημοσιογράφος που παρακολουθούσε άλλους δημοσιογράφους προκειμένου να βρει την ιστορία του. Ετσι αντιλήφθηκα τι συμβαίνει μέσα στην αίθουσα σύνταξης».
Ο Λου Μπλουμ του «Νυχτερινού ανταποκριτή» μοιάζει με σύγχρονη εκδοχή του Τσακ Τέιτουμ, του ρεπόρτερ που υποδύθηκε ο Κερκ Ντάγκλας στο θρυλικό «Μεγάλου ατού» («Ace in the hole», 1951) του Μπίλι Γουάιλντερ. Ο Τέιτουμ ήταν ο άσος ρεπόρτερ μιας κίτρινης φυλλάδας και η τελευταία «αποστολή» του ήταν να εκμαιεύσει την ιστορία ενός ανθρώπου ο οποίος βρισκόταν εγκλωβισμένος σε μια σπηλιά στο Κεντάκι και είχε καταντήσει τουριστική ατραξιόν. «Φοβερή ταινία, παρεξηγημένη στην εποχή της» μου είπε ο Γκίλροϊ όταν του ανέφερα την παρατήρησή μου. «Και αν στις μέρες μας θεωρείται κλασική, είναι επειδή ο κόσμος αντιλαμβάνεται πόσο αληθινή ήταν τότε και πόσο αληθινή παραμένει σήμερα. Ο ρεπόρτερ εκμεταλλεύεται τόσο πολύ τον φουκαρά στην τρύπα που τελικά προκαλεί τον θάνατό του. Αυτό συμβαίνει στον κόσμο μας σήμερα. Κοιτάζω γύρω μου και το μόνο που βλέπω είναι μια ζούγκλα οικονομικής επιβίωσης».
Υστερα από μια κρίση, ο Γουίλ Μακ Αβόι (Τζεφ Ντάνιελς), κεντρικός ήρωας της τηλεοπτικής σειράς «The Newsroom», επιστρέφει αποφασισμένος να προσφέρει ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα ειδήσεων όπου η αλήθεια θα είναι πάντοτε το ζητούμενο, τα ψέματα θα ξεσκεπάζονται και όλες οι απόψεις θα εκφράζονται. Με άλλα λόγια, αποφασίζει ότι ήρθε η ώρα να γίνει ξανά... δημοσιογράφος.
Ωστόσο η αρνητική πλευρά του δημοσιογράφου ασκούσε πάντοτε τη δική της γοητεία, όπως φαίνεται στον «Νυχτερινό ανταποκριτή» ή στο «Μεγάλου ατού». «Είσαι πεθαμένος, αγόρι μου, απλώς δεν είσαι θαμμένος...». Η φράση δεν αποτελεί παρά ένα απλό δείγμα της τραχύτητας και του δολοφονικού ενστίκτου που διακρίνουν τον Τζ. Τζ. Χάνσακερ, τον ήρωα που υποδύεται ο Μπαρτ Λάνκαστερ στους «Σκοτεινούς δολοφόνους» (1955) του Αλεξάντερ Μακέντρικ. Πανίσχυρος δημοσιογράφος κίτρινης φυλλάδας, όχι μόνο ζει από τον πόνο των συνανθρώπων του αλλά δείχνει να το ευχαριστιέται κιόλας, ενώ καταστρατηγεί κάθε κανόνα δεοντολογίας και ηθικής συμπεριφοράς.
Εμβληματική θέση ανάμεσά τους κατέχει και ο «Πολίτης Κέιν» (1941), μεταφορά στον κινηματογράφο της θυελλώδους ζωής και καριέρας ενός αδίστακτου μεγιστάνα του Τύπου, του Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ. Ο Ορσον Γουέλς έφτιαξε μιαν ανεξίτηλη στον χρόνο αλληγορία για την πλουτοκρατία, η οποία αρχίζει από μιαν αόριστη ιδεολογία, για να καταλήξει στο υλικό τίποτε.
πότε & πού:
Η ταινία «Νυχτερινός ανταποκριτής» θα προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 5 Μαρτίου σε διανομή Tanweer, την οποία ευχαριστούμε για τη συνέντευξη του Νταν Γκίλροϊ
Ζει από το αίμα. Το αίμα των άλλων. Κατά μία έννοια μοιάζει με
σύγχρονο βρικόλακα έτσι όπως με τα μάτια γουρλωμένα αναζητεί κόκκινους
λεκέδες στους δρόμους, στα σπίτια και στα σώματα κατοίκων του Λος
Αντζελες. Γιατί θέλει να τους βιντεοσκοπήσει φυσικά, όσο πιο γλαφυρά
μπορεί, και εν συνεχεία να τους πουλήσει σε κανάλια της τηλεόρασης, που
διψούν για αίμα. Γιατί το κοινό διψά κι αυτό για αίμα. Οσο πιο κίτρινη ή
καλύτερα όσο πιο κόκκινη η είδηση, τόσο το καλύτερο για τον Λου Μπλουμ (Τζέικ Τζίλενχααλ), τον κεντρικό ήρωα της ταινίας «Νυχτερινός ανταποκριτής» («Nightcrawler») του Νταν Γκίλροϊ που από την ερχόμενη εβδομάδα θα προβάλλεται στις αίθουσες.
Σημαντική ταινία, πολύ σκληρή, ωμά ειλικρινής - λόγος που ενδεχομένως να την οδήγησε ως τις υποψηφιότητες των Οσκαρ όπου εφέτος διεκδίκησε το καλύτερου σεναρίου γραμμένου κατευθείαν για την οθόνη. Αποτέλεσε επίσης το ντεμπούτο στη σκηνοθεσία του Νταν Γκίλροϊ, ο οποίος είναι αδελφός του σεναριογράφου - σκηνοθέτη Τόνι Γκίλροϊ («Μάικλ Κλέιτον») που εδώ κρατά χρέη συμπαραγωγού, αδελφός του μοντέρ Τζον Γκίλροϊ (είναι δίδυμος του Νταν και έκανε το μοντάζ του «Νυχτερινού ανταποκριτή») και γιος του επίσης σκηνοθέτη - σεναριογράφου Φρανκ Τζ. Γκίλροϊ.
«Αυτοί οι λεγόμενοι δημοσιογράφοι ξεπερνούν το κίτρινο» μας είπε γελώντας πικρά στο τηλέφωνο ο Νταν Γκίλροϊ από το Λος Αντζελες. Και ξέρει τι λέει. Ο ίδιος υπήρξε στο παρελθόν δημοσιογράφος του «Variety». Ως δημοσιογράφος άλλωστε ανακάλυψε το θέμα της ταινίας του. Οταν ο Γκίλροϊ νέος ακόμη μετακόμισε στο Λος Αντζελες, άκουσε «για αυτούς τους ανθρώπους που βιντεοσκοπούσαν σκηνές εγκλημάτων και εν συνεχεία τις πουλούσαν σε τοπικούς σταθμούς». Αποφάσισε να κάνει μια έρευνα για αυτούς, εξετάζοντας συγχρόνως την πολιτική των καναλιών που αγοράζουν για να μεταδώσουν αυτό το υλικό. «Ημουν ένας δημοσιογράφος που παρακολουθούσε άλλους δημοσιογράφους προκειμένου να βρει την ιστορία του. Ετσι αντιλήφθηκα τι συμβαίνει μέσα στην αίθουσα σύνταξης».
Το φωτορεπορτάζ και το έγκλημα
Ο Νταν Γκίλροϊ όμως είχε υποσυνείδητα αρχίσει να συγκεντρώνει το
υλικό για τον «Νυχτερινό ανταποκριτή» πολύ προτού συνειδητοποιήσει ότι
έχει μια ταινία στα χέρια του, προτού καν σκεφθεί την ιδέα μιας ταινίας. «Πριν από πολλά χρόνια διάβασα για πρώτη φορά για τον φωτογράφο εγκλημάτων στη Νέα Υόρκη ονόματι Γουίτζι» είπε ο Γκίλροϊ, γέννημα θρέμμα ο ίδιος της Νέας Υόρκης. Ο Γουίτζι, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Ασερ Φέλιγκ (η ζωή του ήταν πηγή έμπνευσης της ταινίας «Το μάτι του ρεπόρτερ» με τον Τζο Πέσι),
ήταν ο πρώτος φωτογράφος που έβαλε αστυνομικό σκάνερ στο αυτοκίνητό
του, έτσι ώστε να λαμβάνει τις κλήσεις της αστυνομίας για εγκλήματα
μαζί με τους αστυνομικούς αλλά να προλαβαίνει να πηγαίνει πρώτος στους
χώρους και να τους φωτογραφίζει (αυτό ακριβώς είναι το σύστημα του Λου
Μπλουμ στον «Νυχτερινό ανταποκριτή»). Διαβάζοντας για τον Γουίτζι ο
Γκίλροϊ ενδιαφέρθηκε για πρώτη φορά για το φωτορεπορτάζ εγκλημάτων. Δεν
ένιωσε ποτέ φθόνο για την οικονομική επιτυχία αυτού του επαγγέλματος,
μπόρεσε όμως να αντιληφθεί το μέγεθος του ενθουσιασμού ώστε κάποιος να
κάνει μια τέτοια δουλειά. «Και έχω την εντύπωση ότι όσοι κάνουν αυτή τη δουλειά δεν την κάνουν για τα χρήματα» είπε. «Είναι
σαν να εργάζεσαι σε ζώνη πολέμου. Οδηγείς όλη νύχτα, τρέχεις
επικίνδυνα, οι κεραίες σου πρέπει να είναι διαρκώς τεντωμένες, η
αδρεναλίνη σου πιάνει κόκκινο».
Ο Λου Μπλουμ του «Νυχτερινού ανταποκριτή» μοιάζει με σύγχρονη εκδοχή του Τσακ Τέιτουμ, του ρεπόρτερ που υποδύθηκε ο Κερκ Ντάγκλας στο θρυλικό «Μεγάλου ατού» («Ace in the hole», 1951) του Μπίλι Γουάιλντερ. Ο Τέιτουμ ήταν ο άσος ρεπόρτερ μιας κίτρινης φυλλάδας και η τελευταία «αποστολή» του ήταν να εκμαιεύσει την ιστορία ενός ανθρώπου ο οποίος βρισκόταν εγκλωβισμένος σε μια σπηλιά στο Κεντάκι και είχε καταντήσει τουριστική ατραξιόν. «Φοβερή ταινία, παρεξηγημένη στην εποχή της» μου είπε ο Γκίλροϊ όταν του ανέφερα την παρατήρησή μου. «Και αν στις μέρες μας θεωρείται κλασική, είναι επειδή ο κόσμος αντιλαμβάνεται πόσο αληθινή ήταν τότε και πόσο αληθινή παραμένει σήμερα. Ο ρεπόρτερ εκμεταλλεύεται τόσο πολύ τον φουκαρά στην τρύπα που τελικά προκαλεί τον θάνατό του. Αυτό συμβαίνει στον κόσμο μας σήμερα. Κοιτάζω γύρω μου και το μόνο που βλέπω είναι μια ζούγκλα οικονομικής επιβίωσης».
Μια βαθιά αντικαπιταλιστική ταινία
Ο Νταν Γκίλροϊ θεωρεί ότι ο «Νυχτερινός ανταποκριτής» αντανακλά με απόλυτη ακρίβεια τη ματιά του για τη σημερινή κοινωνία. «Υπάρχει μια επιφανειακή πραγματικότητα στον κόσμο μας» είπε. «Ο
κόσμος αυτός είναι μια κατασκευή, τον έχουμε δημιουργήσει γιατί τον
έχουμε ανάγκη για να επιβιώνουμε, είναι ο λαμπερός κόσμος που μας βοηθά
να σηκωνόμαστε κάθε πρωί από το κρεβάτι μας. Εμένα ωστόσο με ενδιαφέρει
ό,τι κρύβεται πίσω από αυτόν τον κόσμο. Με ενδιαφέρουν τα πραγματικά
ένστικτά μας, αυτά που ενδεχομένως προσπαθούμε να κρύψουμε». Για
τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη ο Λου Μπλουμ δεν διαφέρει ιδιαίτερα από
τον οποιονδήποτε μεγαλοεπιχειρηματία που θα έφθανε στο σημείο να
απολύσει χίλιους ανθρώπους για να αγοράσει ένα γιοτ. «Η εκμετάλλευση γίνεται από πολλούς ανθρώπους που κυκλοφορούν δίπλα μας χωρίς απαραιτήτως να έχουν στιγματιστεί "κακοί"» είπε ο Γκίλροϊ. «Δεν
γνωρίζω κάποιο σύστημα καλύτερο από τον καπιταλισμό, όμως στ' αλήθεια
πιστεύω ότι ο "Νυχτερινός ανταποκριτής" είναι μια βαθιά
αντικαπιταλιστική ταινία. Γιατί επισημαίνει ότι ζούμε στην εποχή του
υπερκαπιταλισμού, που για μένα ισοδυναμεί με τη ζούγκλα, όπου τα θηρία
τρώνε πάντα τα αδύναμα ζώα». Πραγματικά, ο Λου Μπλουμ πετυχαίνει
επειδή ακριβώς ζει μέσα σε αυτό το κλίμα και έχει την ικανότητα να
πλουτίσει εκμεταλλευόμενους τους αδύναμους. Για τον Γκίλροϊ σε 10 χρόνια
από σήμερα ο Λου Μπλουμ θα μπορούσε να είναι ο ιδιοκτήτης μιας δικής
του, επιτυχημένης εταιρείας. «Γιατί είναι ο τύπος του ανθρώπου που
έχει την ικανότητα να πει ότι θα πάρει όλα τα λεφτά των συντάξεων και θα
κλείσει την εταιρεία του».
Καλοί και κίτρινοι ρεπόρτερ
Στις ωραιότερες αμερικανικές ταινίες περασμένων εποχών και μεγαλείων ο δημοσιογράφος έπαιζε πάντοτε σημαντικό ρόλο και κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας υπήρξαν φορές που κινηματογράφος και τηλεόραση μας θύμισαν ότι μια φορά κι έναν καιρό το να είσαι δημοσιογράφος είχε νόημα. Οτι οι εποχές του Καρλ Μπέρνστιν και του Μπομπ Γούντγουορντ, των δημοσιογράφων της «Washington Post» που ξεσκέπασαν το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, ίσως να μην έχουν περάσει ανεπιστρεπτί (όπως και οι ταινίες σαν το «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου», 1976). Αν και στη δεκαετία του 1980 υπήρξε ένα μεγάλο ξέσπασμα ταινιών με ηρωικούς πολεμικούς ανταποκριτές («Κραυγές στη σιωπή», «Αποστολή στη Νικαράγουα», «Σαλβαδόρ», «Επικίνδυνα χρόνια»), στη συνέχεια ο δημοσιογράφος άρχισε να χάνει την ηρωική του εικόνα, με λαμπρές εξαιρέσεις το «Insider» του Μάικλ Μαν. Το «Καληνύχτα και καλή τύχη» του Τζορτζ Κλούνεϊ είναι ένα καλό παράδειγμα προβολής της θετικής πλευρά της δημοσιογραφίας: επανέρχεται στην ιστορία του δημοσιογράφου-αστέρα του CBS Εντουαρντ Μάροου (Ντέιβιντ Στράδερν), ο οποίος εν έτει 1954 εξέθεσε μέσω της εκπομπής του «See it now» τον γερουσιαστή του Γουισκόνσιν Τζο Μακ Κάρθι, ηγέτη της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών.
Στις ωραιότερες αμερικανικές ταινίες περασμένων εποχών και μεγαλείων ο δημοσιογράφος έπαιζε πάντοτε σημαντικό ρόλο και κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας υπήρξαν φορές που κινηματογράφος και τηλεόραση μας θύμισαν ότι μια φορά κι έναν καιρό το να είσαι δημοσιογράφος είχε νόημα. Οτι οι εποχές του Καρλ Μπέρνστιν και του Μπομπ Γούντγουορντ, των δημοσιογράφων της «Washington Post» που ξεσκέπασαν το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, ίσως να μην έχουν περάσει ανεπιστρεπτί (όπως και οι ταινίες σαν το «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου», 1976). Αν και στη δεκαετία του 1980 υπήρξε ένα μεγάλο ξέσπασμα ταινιών με ηρωικούς πολεμικούς ανταποκριτές («Κραυγές στη σιωπή», «Αποστολή στη Νικαράγουα», «Σαλβαδόρ», «Επικίνδυνα χρόνια»), στη συνέχεια ο δημοσιογράφος άρχισε να χάνει την ηρωική του εικόνα, με λαμπρές εξαιρέσεις το «Insider» του Μάικλ Μαν. Το «Καληνύχτα και καλή τύχη» του Τζορτζ Κλούνεϊ είναι ένα καλό παράδειγμα προβολής της θετικής πλευρά της δημοσιογραφίας: επανέρχεται στην ιστορία του δημοσιογράφου-αστέρα του CBS Εντουαρντ Μάροου (Ντέιβιντ Στράδερν), ο οποίος εν έτει 1954 εξέθεσε μέσω της εκπομπής του «See it now» τον γερουσιαστή του Γουισκόνσιν Τζο Μακ Κάρθι, ηγέτη της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών.
Υστερα από μια κρίση, ο Γουίλ Μακ Αβόι (Τζεφ Ντάνιελς), κεντρικός ήρωας της τηλεοπτικής σειράς «The Newsroom», επιστρέφει αποφασισμένος να προσφέρει ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα ειδήσεων όπου η αλήθεια θα είναι πάντοτε το ζητούμενο, τα ψέματα θα ξεσκεπάζονται και όλες οι απόψεις θα εκφράζονται. Με άλλα λόγια, αποφασίζει ότι ήρθε η ώρα να γίνει ξανά... δημοσιογράφος.
Ωστόσο η αρνητική πλευρά του δημοσιογράφου ασκούσε πάντοτε τη δική της γοητεία, όπως φαίνεται στον «Νυχτερινό ανταποκριτή» ή στο «Μεγάλου ατού». «Είσαι πεθαμένος, αγόρι μου, απλώς δεν είσαι θαμμένος...». Η φράση δεν αποτελεί παρά ένα απλό δείγμα της τραχύτητας και του δολοφονικού ενστίκτου που διακρίνουν τον Τζ. Τζ. Χάνσακερ, τον ήρωα που υποδύεται ο Μπαρτ Λάνκαστερ στους «Σκοτεινούς δολοφόνους» (1955) του Αλεξάντερ Μακέντρικ. Πανίσχυρος δημοσιογράφος κίτρινης φυλλάδας, όχι μόνο ζει από τον πόνο των συνανθρώπων του αλλά δείχνει να το ευχαριστιέται κιόλας, ενώ καταστρατηγεί κάθε κανόνα δεοντολογίας και ηθικής συμπεριφοράς.
Εμβληματική θέση ανάμεσά τους κατέχει και ο «Πολίτης Κέιν» (1941), μεταφορά στον κινηματογράφο της θυελλώδους ζωής και καριέρας ενός αδίστακτου μεγιστάνα του Τύπου, του Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ. Ο Ορσον Γουέλς έφτιαξε μιαν ανεξίτηλη στον χρόνο αλληγορία για την πλουτοκρατία, η οποία αρχίζει από μιαν αόριστη ιδεολογία, για να καταλήξει στο υλικό τίποτε.
πότε & πού:
Η ταινία «Νυχτερινός ανταποκριτής» θα προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 5 Μαρτίου σε διανομή Tanweer, την οποία ευχαριστούμε για τη συνέντευξη του Νταν Γκίλροϊ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου