Ενας άλλος, διαφορετικός Μαρκ Τουέιν ετοιμάζεται να αναδυθεί μέσα από την αυτοβιογραφία του, που θα δει για πρώτη φορά το φως εκατό χρόνια μετά τον θάνατό του.
Και δεν θα αρέσει σε πολλούς. Με πρώτους πρώτους τους ίδιους τους Αμερικανούς, που τον θεωρούν από τους μεγαλύτερους και χαρακτηριστικότερους λογοτέχνες της ιστορίας τους.
Ο Μαρκ Τουέιν πέθανε τον Απρίλιο του 1910, έχοντας ολοκληρώσει τέσσερα χρόνια πριν -και γύρω στα 70 του- μια αυτοβιογραφία μισού εκατομμυρίου λέξεων, στην οποία περιέγραφε κάθε λεπτομέρεια και πτυχή της ζωής του. Αφησε όμως ρητή εντολή να τηρηθεί εμπάργκο και να μη δημοσιευθεί ούτε λέξη της πριν περάσει ένας αιώνας, γνωρίζοντας πως κάθε άλλο παρά καλό θα έκανε στην υστεροφημία του. Εγραφε στους εντολοδόχους του: «Από τις πρώτες τέσσερις εκδόσεις της αυτοβιογραφίας μου πρέπει να αφαιρεθεί κάθε έκφραση άποψης και κριτικής. Θα υπάρξει αγορά για αυτά σε έναν αιώνα από τώρα. Δεν υπάρχει βιασύνη. Περιμένετε και θα δείτε».
Το πλήρωμα του χρόνου ήρθε και έτσι τον ερχόμενο Νοέμβριο θα δούμε τους πρώτους τρεις τυπωμένους τόμους από τη University of California Press. Το χειρόγραφο, που είναι ιδιοκτησία του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ, ο Τουέιν το είχε υπαγορεύσει σε μια στενογράφο γιατί ήθελε το κείμενό του ζωντανό και ειλικρινές.
Κομμάτια της αυτοβιογραφίας του είχαν κατά καιρούς κυκλοφορήσει, αλλά ήταν όλα προσεκτικά επιμελημένα ώστε να μην αφήνουν να δυσαρεστηθεί ο κόσμος που είχε την πεποίθηση πως ο συγγραφέας ήταν ένας καλοκάγαθος γέροντας που έγραφε υπέροχα παραμύθια.
«Ενστολοι δολοφόνοι»
Ε, λοιπόν, με την αυτοβιογραφία του ο Τουέιν έρχεται να... ρεφάρει, με πένα εριστική, πολιτικοποιημένη, καυστική και συχνά πικραμένη. Ο συγγραφέας του «Χόκλμπερι Φιν», που διδάσκεται στα αμερικανικά σχολεία, τα χώνει στην πατρίδα του για το Ιράκ και το Αφγανιστάν της εποχής του, δηλαδή την αμερικανική στρατιωτική «παρέμβαση» στην Κούβα και τις Φιλιππίνες. Αποκαλεί τους Αμερικανούς φαντάρους «ένστολους δολοφόνους», που «σκοτώνουν εκατοντάδες ιθαγενείς σε ένα χαρούμενο πικνίκ, στο οποίο κάθονται άνετα και πυροβολούν τους άοπλους αντιπάλους τους και γράφουν φανταστικά ηρωικά γράμματα στους δικούς τους, στοιβάζοντας ντάνες ηρωισμών».
Τα χώνει στους πλουτοκράτες καταδικάζοντας τον τρόπο με τον οποίο «σοφοί της Γουόλ Στριτ κατέστρεψαν τη φυσική γενναιοδωρία των Αμερικανών αντικαθιστώντας τη με εγωισμό και απληστία». Και καρφώνει τον γέρο Ροκφέλερ, «που ο κόσμος ξέρει πως έχει δισεκατομμύρια, αλλά πληρώνει φόρο μόνο για δυόμισι εκατομμύρια».
Χολή για ερωμένη του
Ο Τουέιν δεν διστάζει να πάρει και εκδίκηση σε βάρος όσων τον αδίκησαν, από έναν εκδότη του που του έφαγε λεφτά, μέχρι μια Ιταλίδα κόμισσα που του νοίκιασε μια βίλα στη Φλωρεντία, την οποία περνάει γενιές δεκατέσσερις. Υποτιμά και τους περισσότερους κριτικούς, «των οποίων το επάγγελμα είναι το ποταπότερο και δεν έχει καμιά χρησιμότητα. Αλλά ας το αφήσουμε να υπάρχει γιατί είναι θέλημα Θεού να έχουμε κριτικούς, ιεραπόστολους, γερουσιαστές, και ευθυμογράφους, και να τους υπομένουμε». Αφιερώνει στη σχέση που είχε με τη γραμματέα του Ιζαμπέλ Βαν Κλικ Λιόν τα τελευταία χρόνια της ζωής του 400 σελίδες, στις οποίες τη βρίζει επειδή χώρισαν. Ο κριτικός της «Independent» τις χαρακτηρίζει «400 σελίδες πραγματικής χολής».
Αλλά έχει και χιούμορ. Ο Τουέιν θυμάται τις πλάκες της ζωής του, όπως τότε που τον κάλεσαν για δείπνο στον Λευκό Οίκο. Η γυναίκα του, που θα έμενε σπίτι, του είπε να μην πάει με τις γαλότσες. Αυτός πήγε και έβαλε την πρώτη κυρία να του υπογράψει σε μια άδεια κάρτα της, στην οποία μετά συμπλήρωσε «δεν τις έβαλε» και την έδωσε στη σύζυγο.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΒΑΓΓΕΛΑΤΟΣ
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=10/08/2010&id=191769
Εἰρήνη Σκούρα: Ἀναποφάσιστη
Πριν από 4 ημέρες
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου