http://sarantakos.wordpress.com/
Στο σημερινό μας κυριακάτικο φιλολογικό ραντεβού, θα σας παρουσιάσω ένα αθησαύριστο ταξιδιωτικό χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη, που δημοσιεύτηκε σαν αύριο πριν από 87 χρόνια, δηλαδή στις 17 Ιουνίου 1926, στην εφημερίδα “Πρόοδος”, με την οποία συνεργάστηκε ο Βάρναλης από την αρχή της έκδοσής της και για τρεις περίπου μήνες. Ο Βάρναλης πήγε ως απεσταλμένος της Προόδου στο Παρίσι, και αν μετράω σωστά αυτή πρέπει να ήταν η τέταρτη επίσκεψή του στη Γαλλία, ύστερα από τις δύο μακρόχρονες περιόδους διαμονής του με υποτροφία (1918-20 και 1923-24) και μια σύντομη επίσκεψη το καλοκαίρι του 1925.
Ο Βάρναλης αγάπησε πολύ το Παρίσι, που ήταν τότε η παγκόσμια πρωτεύουσα της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, και αργότερα έλεγε σε συνεντεύξεις ότι μόνο στη Γαλλία πέρασε ευτυχισμένα χρόνια. Άλλωστε εκεί έγραψε ή σχεδίασε τα πιο σημαντικά του έργα. Η παραμονή στο Παρίσι ήταν και περίοδος έντονης μελέτης, όπως δείχνουν και τα σημειωματάρια που απόκεινται στο αρχείο του, μελέτης που οδήγησε και στη στροφή του Βάρναλη προς τον μαρξισμό και την αριστερά.
Το καλοκαίρι του 1926 ο Βάρναλης είναι απολυμένος πια (από την αρχή του χρόνου) από τη δημόσια εκπαίδευση ύστερα από την υπόθεση των “Μαρασλειακών”, ενώ έχει απορριφθεί η αίτησή του να του χορηγηθεί σύνταξη έναντι της σχεδόν εικοσαετούς προϋπηρεσίας του στην εκπαίδευση: είναι λοιπόν αναγκασμένος να βιοποριστεί από την πένα του. Καθώς το ιδιότυπο δικτατορικό καθεστώς του Πάγκαλου ασκούσε όχι ασφυκτικό αλλά ασφαλώς οχληρό έλεγχο στα πνευματικά πράγματα, υποθέτω ότι θα καλοδέχτηκε τη θέση του απεσταλμένου στο Παρίσι. Ίσως είναι τυχαίο, αλλά διέκοψε την εκεί διαμονή του, και επέστρεψε στην Ελλάδα, αμέσως μόλις ανατράπηκε ο Πάγκαλος.
Το χρονογράφημα του Βάρναλη έχει τίτλο Πανάμ, που είναι το παρατσούκλι του Παρισιού στην αργκό της εποχής (Panam’), λέξη αμφίβολης ετυμολογίας που έχει πια ξεχαστεί.
ΠΑΝΑΜ!
Παρίσιοι, Ιούνιος. –Πανάμ, είναι το χαϊδευτικό όνομα του Παρισιού, γεμάτο τρυφερότητα, έρωτα κι εγωισμό. Πολύ πρωί, (η ώρα εννιάμιση σε μια βορεινή πόλη με βροχερόν καιρό είναι πολύ πρωί), το rapide της Μασσαλίας μας ξεμπαρκάρει στην Gare de Lyon. Με λαχτάρα Τούρκου εφέδρου, που αποστρατεύεται ύστερα από εφτάχρονη θητεία, πεταγόμαστε έξω.
Μόλις πατάς το πόδι σου στη στέρεη γης και νιώθεις τον εαυτό σου ψηλότερο, ελαφρότερο, νεότερο. Δεν κυβερνάς τα βήματά σου. Τα πόδια σου περπατάνε πιο γρήγορα από τη θέλησή σου, η φαντασία σου τρέχει πιο μπροστά από τα πόδια σου. Από το σταθμό ώς το ξενοδοχείο το διάστημα σου φαίνεται μεγαλύτερο απ’ όσο η απόσταση Αθηνών – Παρισιού.
Βρέχει. Είναι η ίδια λεπτή, μεταξένια, αέρινη βροχή, χωρίς να φυσά καθόλου. Ύστερα από την κάψα και την ξεραΐλα του φετινού ελληνικού καλοκαιριού δέχεσαι στο πρόσωπο και στα χέρια αυτή τη δροσιά σαν ουράνια ευλογία. Όμοια τα χελιδόνια, αραδιασμένα και φουσκωμένα απάνω στα σύρματα, την χαίρονται σαν πιασμένα μέσα στην υδάτινη αράχνη. Μέσα στην ελαφρή ομίχλη, που σηκώνει πιο ψηλά τα καμπαναριά της Νοτρ Νταμ, το Παρίσι βρίσκει την έκφρασή του. Είναι η ομίχλη των πορτραίτων του Καρριέρ, που την μιμήθηκε στα τελευταία γλυπτά του κι ο Ροντέν.
Ξαναβρίσκουμε τις ανθισμένες ακακίες, τα μικρά και ήρεμα σπουργίτια, που κατεβαίνουν μαλακός μαύρος σωρός απάνου στην πράσινη χλόη γύρω από τον άνθρωπο, που τους ρίχνει ψίχουλα. Ξαναβρίσκουμε τ’ αγκαλιασμένα ζεύγη που φιλιούνται, μέσα στο δρόμο. Ξαναβρίσκουμε τους παλιούς φίλους στη Ροτόντα να προσεύχονται: Saint-Médard, aie pitié de nous! Γιατί σήμερα είναι η γιορτή του. Κι άμα βρέχει σήμερα, θα βαστάξει το νερό άλλες σαράντα μέρες! Κι εμείς στην Αίγινα τελευταία παρακολουθήσαμε ασκεπείς και συντετριμμένοι μια λιτανεία για να βρέξει!…
Το Παρίσι είναι μια θάλασσα, που κάθε τόσο εκβράζει διάφορα ναυάγια. Μένουνε λίγο και χάνονται, για να πάρουν τη θέση τους άλλα περιεργότερα. Αντέχουν περισσότερο, όσοι έχουν λιγότερη θέληση. Η Μαργκό άσπρισε εντελώς, μα τα φρύδια και τα τσίνορά της είναι κατάμαυρα. Η Σιμόνη έχει δυο χρόνια (δυο χρόνια!) που φρονίμεψε. Η Σόνια εισβάλλει τρικλίζοντας, αιώνια μεθυσμένη από το βράδυ ως το πρωί.
Τρέχουμε στους δρόμους σαν παλαβοί. Σε μια μέρα πρέπει να ξαναδέσουμε τους δεσμούς με όλα τα πράγματα, όλες τις γωνιές που αγαπούσαμε. Κοιτάμε τις βιτρίνες: βιβλία, ταμπλό, εμπορικές κομψότητες. Οι Φραντσέζοι είναι μοναδικοί στο να ξέρουν να εμφανίσουν ένα πράγμα. Αλλ’ εάν δεν μπορείς να ικανοποιήσεις την ανάγκη σου, μπορείς να ικανοποιήσεις την περιέργειά σου. Ρωτάς, πληροφορείσαι και απέρχεσαι άπρακτος, συνοδευόμενος από υποκλίσεις. Έπειτα, άμα ξαναβλέπεις κάθε μέρα τα ίδια πράγματα, που σου αρέσουν, στην ίδια θέση, είναι σαν να τα έχεις βάλει εσύ, σαν να ’ναι δικά σου, σαν να τα ’χεις στο σπίτι σου. Έτσι η μποεμία, που ζει μονάχα με επιθυμίες, συνδυάζει την άκρα στέρηση με την άκρα ψυχολογία εκατομμυριούχου.
Τη νύχτα πάμε στο Jockey, το γνωστό κι αλλόκοτο ντάνσιγκ του Μπουλβάρ Μονπαρνάς. Ο κυριότερος χαραχτήρας του είναι η μικρότητά του. Ο χώρος που μένει για τους χορευτάς είναι τόσο λίγος, που αναγκαστικά σε λίγο όλοι γίνονται μια σαλάτα κι αυτό ανεβάζει το κέφι και την τρέλα στη διαπασών. Όλοι οι διεθνείς τύποι και typesses, κυρίως καλλιτέχνες, σωριάζονται εδώ μέσα ο ένας απάνου στον άλλον. Οι ονομαστότεροι ζωγράφοι του Μονπαρνάς έχουν γεμίσει τους τοίχους με καρικατούρες και affiches κάθε παραδοξότητος κι εξωφρενισμού. Διαβάζουμε μιαν ειδοποίηση με χοντρά γράμματα, καρφωμένην απέναντί μας: «Απαγορεύεται οι πελάτες να κορτεζάρουν τη φιλενάδα του πατρόνου», η οποία (αναμεταξύ μας!) είναι ένα αριστούργημα λυγεράδας, κομψότητας κι ομορφιάς. Κι η καλύτερη χορεύτρα.
Κοιτάμε τα κεφάλια των γυναικών. Γιατί από το λαιμό και κάτου όλοι έχουν εξαφανισθεί στο γενικό στρίμωγμα. Όλη η κλίμακα από το κεφάλι της Μεδούσης ως το κεφάλι της αδελφής του Θεοτοκόπουλου, είναι εδώ. Γυναίκες με μονόκλ, γυναίκες με σμόκιν, γυναίκες με πίπα στα δόντια, γυναίκες με το βραχιόλι το χρυσό πάνω από το μαύρο μανίκι, γυναίκες με την καλτσοδέτα κάτου από το γόνατο –και το γόνατο εκτεθειμένο στο γενικό θαυμασμό, άσπρο και κέρινο σαν μανόλια.
Αρχίζει η τζαζ-μπαντ. Αυτό δεν είναι χορός, είναι φουσκοθαλασσιά. Ένας όγκος, που δεν μετατοπίζεται, αλλά ανεβοκατεβαίνει επί τόπου, σαν γυναικείο στήθος, που ανασαίνει συγκινημένο. Η Νενέτ κλωτσά, η Γκαμπό πέφτει απάνου μας, το γκαρσόνι με το δίσκο χορεύει κι αυτό, η τζαζ-μπαντ μαίνεται, οι γυναίκες όλες ξεφωνίζουν σαν σε λουτρό, ο αράπης (ποίος Άδης τον εξήμεσε!) βρυχάται σαν λιοντάρι, -μελαγχολία μας πιάνει σιγά-σιγά, όταν συλλογιζόμαστε το μποεμικό μας πορτοφόλι.
Κατηφοράμε, μεσάνυχτα, το Μπουλ-Μις. Μία μικρούλα αποσπάται από την παρέα της και τρέχει να συναντήσει με θέρμη ένα νέο, που ανεβαίνει.
- Μα φίλα με, επί τέλους! ξεφωνίζει κι αυτή χτυπώντας το ποδαράκι στις πλάκες του πεζοδρομίου.
Στο σημερινό μας κυριακάτικο φιλολογικό ραντεβού, θα σας παρουσιάσω ένα αθησαύριστο ταξιδιωτικό χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη, που δημοσιεύτηκε σαν αύριο πριν από 87 χρόνια, δηλαδή στις 17 Ιουνίου 1926, στην εφημερίδα “Πρόοδος”, με την οποία συνεργάστηκε ο Βάρναλης από την αρχή της έκδοσής της και για τρεις περίπου μήνες. Ο Βάρναλης πήγε ως απεσταλμένος της Προόδου στο Παρίσι, και αν μετράω σωστά αυτή πρέπει να ήταν η τέταρτη επίσκεψή του στη Γαλλία, ύστερα από τις δύο μακρόχρονες περιόδους διαμονής του με υποτροφία (1918-20 και 1923-24) και μια σύντομη επίσκεψη το καλοκαίρι του 1925.
Ο Βάρναλης αγάπησε πολύ το Παρίσι, που ήταν τότε η παγκόσμια πρωτεύουσα της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, και αργότερα έλεγε σε συνεντεύξεις ότι μόνο στη Γαλλία πέρασε ευτυχισμένα χρόνια. Άλλωστε εκεί έγραψε ή σχεδίασε τα πιο σημαντικά του έργα. Η παραμονή στο Παρίσι ήταν και περίοδος έντονης μελέτης, όπως δείχνουν και τα σημειωματάρια που απόκεινται στο αρχείο του, μελέτης που οδήγησε και στη στροφή του Βάρναλη προς τον μαρξισμό και την αριστερά.
Το καλοκαίρι του 1926 ο Βάρναλης είναι απολυμένος πια (από την αρχή του χρόνου) από τη δημόσια εκπαίδευση ύστερα από την υπόθεση των “Μαρασλειακών”, ενώ έχει απορριφθεί η αίτησή του να του χορηγηθεί σύνταξη έναντι της σχεδόν εικοσαετούς προϋπηρεσίας του στην εκπαίδευση: είναι λοιπόν αναγκασμένος να βιοποριστεί από την πένα του. Καθώς το ιδιότυπο δικτατορικό καθεστώς του Πάγκαλου ασκούσε όχι ασφυκτικό αλλά ασφαλώς οχληρό έλεγχο στα πνευματικά πράγματα, υποθέτω ότι θα καλοδέχτηκε τη θέση του απεσταλμένου στο Παρίσι. Ίσως είναι τυχαίο, αλλά διέκοψε την εκεί διαμονή του, και επέστρεψε στην Ελλάδα, αμέσως μόλις ανατράπηκε ο Πάγκαλος.
Το χρονογράφημα του Βάρναλη έχει τίτλο Πανάμ, που είναι το παρατσούκλι του Παρισιού στην αργκό της εποχής (Panam’), λέξη αμφίβολης ετυμολογίας που έχει πια ξεχαστεί.
ΠΑΝΑΜ!
Παρίσιοι, Ιούνιος. –Πανάμ, είναι το χαϊδευτικό όνομα του Παρισιού, γεμάτο τρυφερότητα, έρωτα κι εγωισμό. Πολύ πρωί, (η ώρα εννιάμιση σε μια βορεινή πόλη με βροχερόν καιρό είναι πολύ πρωί), το rapide της Μασσαλίας μας ξεμπαρκάρει στην Gare de Lyon. Με λαχτάρα Τούρκου εφέδρου, που αποστρατεύεται ύστερα από εφτάχρονη θητεία, πεταγόμαστε έξω.
Μόλις πατάς το πόδι σου στη στέρεη γης και νιώθεις τον εαυτό σου ψηλότερο, ελαφρότερο, νεότερο. Δεν κυβερνάς τα βήματά σου. Τα πόδια σου περπατάνε πιο γρήγορα από τη θέλησή σου, η φαντασία σου τρέχει πιο μπροστά από τα πόδια σου. Από το σταθμό ώς το ξενοδοχείο το διάστημα σου φαίνεται μεγαλύτερο απ’ όσο η απόσταση Αθηνών – Παρισιού.
Βρέχει. Είναι η ίδια λεπτή, μεταξένια, αέρινη βροχή, χωρίς να φυσά καθόλου. Ύστερα από την κάψα και την ξεραΐλα του φετινού ελληνικού καλοκαιριού δέχεσαι στο πρόσωπο και στα χέρια αυτή τη δροσιά σαν ουράνια ευλογία. Όμοια τα χελιδόνια, αραδιασμένα και φουσκωμένα απάνω στα σύρματα, την χαίρονται σαν πιασμένα μέσα στην υδάτινη αράχνη. Μέσα στην ελαφρή ομίχλη, που σηκώνει πιο ψηλά τα καμπαναριά της Νοτρ Νταμ, το Παρίσι βρίσκει την έκφρασή του. Είναι η ομίχλη των πορτραίτων του Καρριέρ, που την μιμήθηκε στα τελευταία γλυπτά του κι ο Ροντέν.
Ξαναβρίσκουμε τις ανθισμένες ακακίες, τα μικρά και ήρεμα σπουργίτια, που κατεβαίνουν μαλακός μαύρος σωρός απάνου στην πράσινη χλόη γύρω από τον άνθρωπο, που τους ρίχνει ψίχουλα. Ξαναβρίσκουμε τ’ αγκαλιασμένα ζεύγη που φιλιούνται, μέσα στο δρόμο. Ξαναβρίσκουμε τους παλιούς φίλους στη Ροτόντα να προσεύχονται: Saint-Médard, aie pitié de nous! Γιατί σήμερα είναι η γιορτή του. Κι άμα βρέχει σήμερα, θα βαστάξει το νερό άλλες σαράντα μέρες! Κι εμείς στην Αίγινα τελευταία παρακολουθήσαμε ασκεπείς και συντετριμμένοι μια λιτανεία για να βρέξει!…
Το Παρίσι είναι μια θάλασσα, που κάθε τόσο εκβράζει διάφορα ναυάγια. Μένουνε λίγο και χάνονται, για να πάρουν τη θέση τους άλλα περιεργότερα. Αντέχουν περισσότερο, όσοι έχουν λιγότερη θέληση. Η Μαργκό άσπρισε εντελώς, μα τα φρύδια και τα τσίνορά της είναι κατάμαυρα. Η Σιμόνη έχει δυο χρόνια (δυο χρόνια!) που φρονίμεψε. Η Σόνια εισβάλλει τρικλίζοντας, αιώνια μεθυσμένη από το βράδυ ως το πρωί.
Τρέχουμε στους δρόμους σαν παλαβοί. Σε μια μέρα πρέπει να ξαναδέσουμε τους δεσμούς με όλα τα πράγματα, όλες τις γωνιές που αγαπούσαμε. Κοιτάμε τις βιτρίνες: βιβλία, ταμπλό, εμπορικές κομψότητες. Οι Φραντσέζοι είναι μοναδικοί στο να ξέρουν να εμφανίσουν ένα πράγμα. Αλλ’ εάν δεν μπορείς να ικανοποιήσεις την ανάγκη σου, μπορείς να ικανοποιήσεις την περιέργειά σου. Ρωτάς, πληροφορείσαι και απέρχεσαι άπρακτος, συνοδευόμενος από υποκλίσεις. Έπειτα, άμα ξαναβλέπεις κάθε μέρα τα ίδια πράγματα, που σου αρέσουν, στην ίδια θέση, είναι σαν να τα έχεις βάλει εσύ, σαν να ’ναι δικά σου, σαν να τα ’χεις στο σπίτι σου. Έτσι η μποεμία, που ζει μονάχα με επιθυμίες, συνδυάζει την άκρα στέρηση με την άκρα ψυχολογία εκατομμυριούχου.
Τη νύχτα πάμε στο Jockey, το γνωστό κι αλλόκοτο ντάνσιγκ του Μπουλβάρ Μονπαρνάς. Ο κυριότερος χαραχτήρας του είναι η μικρότητά του. Ο χώρος που μένει για τους χορευτάς είναι τόσο λίγος, που αναγκαστικά σε λίγο όλοι γίνονται μια σαλάτα κι αυτό ανεβάζει το κέφι και την τρέλα στη διαπασών. Όλοι οι διεθνείς τύποι και typesses, κυρίως καλλιτέχνες, σωριάζονται εδώ μέσα ο ένας απάνου στον άλλον. Οι ονομαστότεροι ζωγράφοι του Μονπαρνάς έχουν γεμίσει τους τοίχους με καρικατούρες και affiches κάθε παραδοξότητος κι εξωφρενισμού. Διαβάζουμε μιαν ειδοποίηση με χοντρά γράμματα, καρφωμένην απέναντί μας: «Απαγορεύεται οι πελάτες να κορτεζάρουν τη φιλενάδα του πατρόνου», η οποία (αναμεταξύ μας!) είναι ένα αριστούργημα λυγεράδας, κομψότητας κι ομορφιάς. Κι η καλύτερη χορεύτρα.
Κοιτάμε τα κεφάλια των γυναικών. Γιατί από το λαιμό και κάτου όλοι έχουν εξαφανισθεί στο γενικό στρίμωγμα. Όλη η κλίμακα από το κεφάλι της Μεδούσης ως το κεφάλι της αδελφής του Θεοτοκόπουλου, είναι εδώ. Γυναίκες με μονόκλ, γυναίκες με σμόκιν, γυναίκες με πίπα στα δόντια, γυναίκες με το βραχιόλι το χρυσό πάνω από το μαύρο μανίκι, γυναίκες με την καλτσοδέτα κάτου από το γόνατο –και το γόνατο εκτεθειμένο στο γενικό θαυμασμό, άσπρο και κέρινο σαν μανόλια.
Αρχίζει η τζαζ-μπαντ. Αυτό δεν είναι χορός, είναι φουσκοθαλασσιά. Ένας όγκος, που δεν μετατοπίζεται, αλλά ανεβοκατεβαίνει επί τόπου, σαν γυναικείο στήθος, που ανασαίνει συγκινημένο. Η Νενέτ κλωτσά, η Γκαμπό πέφτει απάνου μας, το γκαρσόνι με το δίσκο χορεύει κι αυτό, η τζαζ-μπαντ μαίνεται, οι γυναίκες όλες ξεφωνίζουν σαν σε λουτρό, ο αράπης (ποίος Άδης τον εξήμεσε!) βρυχάται σαν λιοντάρι, -μελαγχολία μας πιάνει σιγά-σιγά, όταν συλλογιζόμαστε το μποεμικό μας πορτοφόλι.
Κατηφοράμε, μεσάνυχτα, το Μπουλ-Μις. Μία μικρούλα αποσπάται από την παρέα της και τρέχει να συναντήσει με θέρμη ένα νέο, που ανεβαίνει.
- Μα φίλα με, επί τέλους! ξεφωνίζει κι αυτή χτυπώντας το ποδαράκι στις πλάκες του πεζοδρομίου.
Μερικές από τις πολλές πραγματολογικές παρατηρήσεις που μπορεί να γίνουν:
* Ο άγιος Μεντάρ έχει συνδεδεμένη με το όνομά του την εξής
μετεωρολογική παροιμία: Quand il pleut pour la Saint Médard, il pleut
quarante jours plus tard (με διάφορους πλατειασμούς).
* Το καμπαρέ Jockey είχε ανοίξει το 1923 στον αρ. 146 της Λεωφόρου
Μονπαρνάς. Ο Βάρναλης θα το είχε γνωρίσει από τις προηγούμενες
επισκέψεις του.
* Ο Βάρναλης αποφεύγει να εξελληνίσει το typesse, που δεν είναι το
αντίστοιχο του σημερινού ‘τύπισσα’, αλλά και το affiche. Αντίθετα, στη
φράση Απαγορεύεται οι πελάτες να κορτεζάρουν τη φιλενάδα του πατρόνου νομίζω ότι εσκεμμένα χρησιμοποιεί γαλλοπρεπείς τύπους (κορτεζάρω αντί έστω κορτάρω ή φλερτάρω, πατρόνος αντί αφεντικό).
* Στην κλίμακα της ομορφιάς αναφέρεται ως το άριστο η αδελφή του
Θεοτοκόπουλου -αν ξέρετε σε ποιον πίνακα αναφέρεται, παρακαλώ να μου το
πείτε.
* Η φράση “ποίος Άδης τον εξήμεσε” για τον “Αράπη” τραγουδιστή
είναι μοτίβο από εκκλησιαστική φράση (π.χ. «ποίος Άδης ηρεύξατο» στον
Χρυσόστομο και «Ποίος Άδης την τοσαύτην βλασφημίαν εξήμεσε» στον
Θεωριανό), που πρέπει βέβαια να κριθεί με τα κριτήρια της εποχής.
* Μπουλ-Μίς είναι βέβαια η λαϊκή ονομασία του Μπουλβάρ Σεν Μισέλ
(Boulevard Saint-Michel), ιστορικής λεωφόρου που αποτελεί τον έναν από
τους δύο άξονες του Καρτιέ Λατέν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου