Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Oθωμανικό παζάρι, μια πόλη μέσα στην πόλη

4:59 π.μ.


Ηταν τόπος μεταποίησης σε κοινή θέα, ενώ τμήμα της ήταν στεγασμένο

Του Σπυρου Ι. Ασδραχα*

Ο,τι αποκαλούμε οθωμανική πόλη είναι ένα πολύπλεγμα σχέσεων. Ισως ο χαρακτηρισμός «οθωμανική» να ευσταθεί μόνο σε ένα υπερκείμενο θεσμικό επίπεδο και όχι στις καθέκαστα πραγματικότητές της που εμφανίζονται από το ιστορικό και πολιτισμικό τους απόβαρο. Μια οθωμανική πόλη έχει βέβαια τη σημειολογία της που αποτυπώνει μια οθωμανικότητα υποκείμενη κι αυτή σε μια οικουμενικότητα, στο Ισλάμ: χαρακτηριστικό και διακριτικό σημάδι, ο ευκτήριος οίκος, το τζαμί, με την κορύφωσή του, τον μιναρέ με ισοδύναμο στις δυτικές κτήσεις το καμπαναριό. Στο καμπαναριό δεν ανεβαίνει κάποιος ομόλογος του μουεζίνη να αναπέμψει στον ουρανό την προσευχή του: ο ήχος του καμπαναριού είναι μεταλλικός, όχι ανθρώπινος. Ωστόσο, οι κατακτημένοι δεν είχαν το δικαίωμα να ηχούν εκκωφαντικά, τους έφτανε το σήμαντρο με τους ρυθμούς του. Αλλά ο λόγος εδώ δεν είναι για τη σημειολογία των πόλεων και για τις επιμέρους εδαφικότητές τους, κοινές τοπογραφικώς και στις δύο κοινωνίες, την κατακτημένη και την κατακτητική. Θα ακροθίξουμε μια από τις οικονομικές τους λειτουργίες, το παζάρι.

Η λέξη δεν είναι μονοσήμαντη και δεν είναι ταυτόσημη με τον όρο αγορά, έστω κι αν τον αναγάγουμε αποκλειστικά στην πόλη. Δηλώνει, ανάμεσα στα άλλα, την προσφορά και ζήτηση και συγχρόνως τον τόπο όπου πραγματοποιούνται η μία και η άλλη. Το παζάρι έχει την τοπογραφία του και τις κατατμήσεις του. Συμβαίνει να είναι και ο τόπος μεταποίησης και κατασκευής, όχι εν παραβύστω αλλά σε κοινή θέα και συνεπώς σε έλεγχο. Ο Κανέτι έδωσε ωραίες εικόνες αυτής της πρακτικής, εικόνες με οικονομικό και ανθρωπολογικό βάθος. Ως τις μέρες μας έχει επιβιώσει αυτή η «διαφάνεια», μάλιστα στη μαγειρική, ιδίως την υπαίθρια, από το γιαπωνέζικο ψαρομενού ως τα κάστανα, τα ψητά καλαμπόκια, το μαλλί της γριάς, τη διατροφή με άλλα λόγια και τα τερψιλαρύγγια.

Ενα είδος της αγοράς της πόλης είναι στεγασμένο: έχει επιβιώσει και συγχρονιστεί κι αυτό. Στην οθωμανική πόλη ήταν το «μπεζεστένι» με τις εσωτερικές του κατανομές: μια πόλη μέσα στην πόλη, έκλεινε τη νύχτα τις πύλες του. Αυτή η αγορά της πόλης υπάκουε σε νόρμες και σε έλεγχο. Κάποτε η λογοτεχνία μεταρσίωνε την αγορά της πόλης, τις οικουμενικές λειτουργίες της αγοράς της πόλης αναγόμενη στην ανάδειξη των ατομικών παθών, τόσο συνδεδεμένων με τα γενικά, χωρίς να χάσει την οικονομική δομή από την οποία αναδύονταν. Εκκρεμές παράδειγμα ο Εμίλ Ζολά, όταν περιγράφοντας την «κοιλιά» του Παρισιού συμπλέκει τον νατουραλισμό με την ανθρωπολογία και την ιστορική συγκυρία με την ιστορική μεγάλη διάρκεια. Ανάγκη, ωστόσο, στήναι.

Η αγορά της οθωμανικής πόλης υπακούει σε κανονισμούς, ανάμεσα στους οποίους εκείνοι που ρυθμίζουν τις τιμές: στον καθορισμό των τιμών συμμετέχουν κρατικοί λειτουργοί και επαγγελματικοί: «καδήδες», δηλαδή δικαστές, και εκπρόσωποι των συντεχνιών, των επαγγελμάτων αλλιώς. Η διατίμηση ονομάζεται «ναρχ», «νάρκια» ή «ταρίφα» στα τρέχοντα ελληνικά. Οι διατιμήσεις κωδικοποιούνται βάσει μιας λεπτομερούς ταξινόμησης εμπορευμάτων και υπηρεσιών: εκατοντάδες αγαθών, δίπλα σε ορισμένες υπηρεσίες, ταξινομούνται λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλία και την προέλευση των εμπορευμάτων: εμπορεύματα που θα λέγαμε ότι ανήκουν στο κύκλωμα της «εσωτερικής», αλλά τόσο πολυκυτταρικής αγοράς και της εξωτερικής, δηλαδή τα εισαγόμενα (τα «φράγκικα») προϊόντα. Προφανώς οι τιμές είναι οι ανώτερες.

Το μέτρο των τιμών είναι το νόμισμα: δεν είναι αμετάβλητο ούτε μοναδικό, γιατί στην οθωμανική Αυτοκρατορία κυκλοφορούν όλα σχεδόν τα νομίσματα του Κόσμου που έρχεται σε συναλλαγή. Το νόμισμα είναι μεταλλικό: η βάση του το ασήμι, μολονότι κόβονται και χρυσά, προορισμένα όμως στα μεγάλα μεγέθη της εμπορίας. Το εθνικό οθωμανικό νόμισμα, όπως το χαρακτήριζε ένας παλιός Γάλλος ανατολιστής, ήταν το ασημένιο και από νωρίς, το μικρότερο, ανάμιχτο με χαλκό το «μανγκίρ», λέξη που ίσως σημαίνει «κακό» νόμισμα. Η νομισματική βάση, το άσπρο ή «ακτσέ» (οι λέξεις είναι ομόσημες) ήταν συγχρόνως το νόμισμα των καθημερινών συναλλαγών και αμοιβών αλλά και δημοσιονομική νομισματική μονάδα. Το άσπρο ήταν τμήμα του «ντιρχέμ», του δραμιού, του τετρακοσιοστού δηλαδή της οκάς. Υπήρχαν δύο οκάδες στο οθωμανικό μετρικό σύστημα, αλλά και οι δύο είχαν τετρακόσια δράμια, δύο οκάδες με λιγοστή απόκλιση. Η οκά, λοιπόν, τα ’χει τετρακόσια, γι’ αυτό ως σήμερα λέμε για τον ορθολογικό άνθρωπο ότι τα έχει τετρακόσια.

Ωστόσο με την πάροδο του χρόνου από ένα δράμι ασημιού κόβονταν περισσότερα από πριν άσπρα, μεταβαλλόταν συνεπώς η εσωτερική τους αξία. Κάποια στιγμή το άσπρο κατάντησε ως πραγματικό νόμισμα σε ένα απειροελάχιστο κλάσμα του μεγαλύτερου νομίσματος, του γροσιού, που κόβεται κατά μίμηση του αντίστοιχου ευρωπαϊκού στα τέλη (μάλλον) του 17ου αιώνα. Κατάντησε η βασική νομισματική μονάδα να μετριέται με ένα είδος σταγονόμετρου, σταλιά-σταλιά από ένα μεγάλο απόθεμα. Ετσι από βασική μονάδα το άσπρο κατέληξε να είναι κλασματική. Το τριπλάσιό του και όχι το ίδιο έγινε συνώνυμο του χρήματος και του πλούτου: παράς το χρήμα, παραλής ο πλούσιος.

Υπήρχαν βέβαια, οι αναπροσαρμογές, με σκοπό την ενίσχυση της εσωτερικής αξίας του βασικού νομίσματος, του άσπρου, με το οποίο γίνονταν οι καθημερινές συναλλαγές και η αμοιβή της εργασίας: από ένα δράμι ασημιού κόβονταν λιγότερο από πριν άσπρα. Συνέβαινε τα παλιά υποτιμημένα άσπρα να συγκεντρώνονται για να ξαναχυθούν και να προκύψει το νέο ενισχυμένο νόμισμα. Ο χρόνος που μεσολαβούσε ανάμεσα στις δύο νομισματικές πράξεις επέφερε σπάνι του καθημερινού νομίσματος και υποτίμηση του ισχυρού. Τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά: σταματούσαν οι δουλειές, κάποιοι απελπίζονταν, κάπου αλληλοσκοτώνονταν ή πνίγονταν στο ποτάμι. Ακραίο παράδειγμα;

Το μοντέλο

Προφανώς ναι, αλλά ενδεικτικό της λογικής ενός συνολικού οικονομικού συστήματος. Μιλούσαμε για ρύθμιση, μάλιστα λεπτόλογη, των τιμών στην αγορά της πόλης. Το μοντέλο μοιάζει συνεκτικό και υποβάλλει την εικόνα μιας στατικής και χωρίς αντιφάσεις οικονομίας καταδικασμένης, εκ των πραγμάτων, στην «εξωτερική» της διαλεκτική, δηλαδή στην κυριαρχία των κατακτητικών -προκαπιταλιστικών στην περίπτωση- οικονομικών με τις οποίες ερχόταν σε επαφή μέσω του μηχανισμού της άνισης ανταλλαγής: εξαγωγή, κατά κύριο λόγο, πρώτων υλών έναντι εισαγωγής μεταποιημένων εμπορευμάτων. Τα δεύτερα, για να θυμηθούμε τον Σράφα, ήταν εμπορεύματα που είχαν παραχθεί μέσω εμπορευμάτων. Αλλά μήπως τυπολογικώς δεν συνέβαινε το ίδιο στις κυριαρχούμενες οικονομικώς κοινωνίες; Γιατί κατέληξαν οι κυριαρχούμενες να εξάγουν πρωτίστως πρώτες ύλες και σε ελάχιστο βαθμό βιοτεχνικά προϊόντα; Η απάντηση μοιάζει αυτονόητη: υψηλό συγκριτικά κόστος, τεχνολογική καθυστέρηση. Δεν θέλω να πω ότι η απάντηση δεν είναι σωστή, από την άποψη των νικητών: θέλω απλώς να υπενθυμίσω, αναδύοντας του Γκέρσενκρομ την ιστορικοκρατούμενη ερμηνεία, το πρόβλημα της οικονομικής καθυστέρησης. Ισως άλλοτε: όσο για τώρα ας μείνουμε στην υπόμνηση των ιστορικών όρων που επέβαλαν την απενεργοποίηση των αντιφάσεων των ανισορροπιών που ενείχε ένα μακραίωνο οικονομικό σύστημα, του οποίου είμαστε εμείς και πολλοί άλλοι ακόμη υπόφοροι.

* Ο Σπ. Ι. Ασδραχάς είναι ιστορικός.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_23/01/2011_429590

Written by

We are Creative Blogger Theme Wavers which provides user friendly, effective and easy to use themes. Each support has free and providing HD support screen casting.

 

© 2013 "στο... Επτά". All rights resevered. Designed by Templateism

Back To Top