Σαν σήμερα, 6 Φεβρουαρίου του 1932, γεννιέται ο Φρανσουά Τρυφώ, ο σπουδαίος Γάλλος κριτικός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου, ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του γαλλικού νέου κύματος. Του Γιώργου Ρούσσου TVXS
«Το Σινεμά του αύριο δε θα γίνει από υπαλλήλους της κάμερας, αλλά από
καλλιτέχνες για τους οποίους το γύρισμα θα είναι μια περιπέτεια
εκπληκτική και παθιασμένη... Το σινεμά του αύριο, θα είναι μία ερωτική
πράξη» Φρανσουά Τρυφώ
Ο Φρανσουά Τρυφώ από νωρίς εκδηλώνει την αγάπη του για την 7η Τέχνη. Με
τη βοήθεια του θεωρητικού του κινηματογράφου Αντρέ Μπαζέν, άρχισε να
γράφει κριτικές στο θρυλικό περιοδικό Cahiers du cinema.
Εκεί και μαζί με άλλους συναδέλφους του άνοιξαν τον δρόμο για το νέο
κύμα και το μη εμπορικό κινηματογράφο. Με την μικρού μήκους ταινία του
Les Mistons (1958) και θέμα την σεξουαλική αφύπνιση μιας ομάδας νεαρών,
έθεσε στην πράξη τις θεωρίες του, τις οποίες συνέχισε στην
ημιαυτοβιογραφική, μεγάλου μήκους ταινία του, "Τα 400 χτυπήματα" (Les
Quatres Cents Coups, 1959).
Μία γεμάτη ειλικρίνεια αλλά και ποίηση ταινία, που κέρδισε το βραβείο
Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών, κάτι που τον καθιέρωσε ως έναν από
τους πλέον σημαντικούς εκφραστές του πρωτοεμφανιζόμενου νέου κύματος
(nouvelle vague).
Ακολούθησαν οι ταινίες "Πυροβολείτε τον Πιανίστα" (Tirez sur le
pianiste, 1960), αναφορά αλλά και ανατροπή των γκανγκστερικών ταινιών,
"Απολαύστε το κορμί μου" (Jules et Jim, 1961) γύρω από τις ιδιόμορφες
σχέσεις ενός ερωτικού τριγώνου, "Φαρενάιτ 451" (Fahrenheit 451, 1966),
εξαιρετική μεταφορά στην οθόνη του βιβλίου επιστημονικής φαντασίας του
Ρέι Μπράντμπερι, που ο Τρυφώ γύρισε στην Αγγλία, "Η νύφη φορούσε μαύρα"
(La mariée etait en noir, 1967), μία παραλλαγή του αμερικανικού φιλμ
νουάρ. Ταινίες που επέβαλαν τον Τρυφώ ως έναν ξεχωριστό και εντελώς
πρωτότυπο δημιουργό.
H θητεία του στο περιοδικό στο Cahiers Du Cinema, του προσέφερε το πιο
σημαντικό στοιχείο, την κινηματογραφοφιλία. Όχι τόσο ως ένας εκλεκτικός
θεατής ή ένας ψυχρός κριτής, αλλά κυρίως ως ένας εραστής ενός
κινηματογράφου χωρίς όρια και σύνορα.
Για τον Τρυφώ η κινηματογραφική αίθουσα είναι ο τόπος όπου τα προσωπικά φαντάσματα ενσαρκώνονται, όπου ασκείται μια παραμυθία για τις οδύνες και λύπες του βίου.
Ο Τρυφώ ως σκηνοθέτης επέλεξε έναν δρόμο που περισσότερο δοξάζει αυτές
τις τελετουργίες της κινηματογραφικής αίθουσας και λιγότερο τη
στοχαστική φύση του κινηματογράφου, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο
σινεμά του έτερου κορυφαίου του νέου κύματος, του Ζαν Λυκ Γκοντάρ.
Το ιδιαίτερο ύφος του Φρανσουά Τρυφώ δεν δυναστεύει την αφήγηση, δεν
της επιβάλλεται, αλλά αντίθετα αφήνει χώρο για να κινηθούν και να
αναπνεύσουν τα φιλμικά πρόσωπα. Καθώς η αφήγηση παραμένει ένας
ακρογωνιαίος λίθος της μυθοπλασίας, ο κινηματογραφικός φακός
παρακολουθεί τα πρόσωπα με καθαρό βλέμμα, απαλλαγμένο από τις όποιες
πολιτικές ή ψυχαναλυτικές παρεμβολές που ταλανίζουν το έργο άλλων
σκηνοθετών της εποχής.
Μαγεμένος από την τελετουργία της σκοτεινής αίθουσας ο Τρυφώ εμμένει πεισματικά προσκολλημένος, σ' όλες τις ταινίες του, στην απόλαυση της αφήγησης.
Αναζητά την γοητεία των προσώπων, επικεντρώνεται στις εντάσεις του
διαλόγου, προσαρμόζει το κινηματογραφικό κάδρο στις διαστάσεις του
ανθρώπινου προσώπου. Αυτά είναι και κάποια από τα στοιχεία που
προσδιορίζουν την μαγεία των κινηματογραφικών του εικόνων.
Βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας του ’50, όταν ο Φρανσουά Τρυφώ, μας
παραδίδει την πρώτη του ταινία, ο λόγος για τα αριστουργηματικά
«Τετρακόσια Χτυπήματα» (Les Quatre Cents Coups).
Η πρώτη αυτή ταινία του Francois Truffaut, διαθέτει αρκετά
αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ουσιαστικά στα «Τετρακόσια Χτυπήματα»
παρακολουθούμε ένα νεαρό αγόρι που μέσα από τις συνεχείς συγκρούσεις με
το περιβάλλον του, προσπαθεί να εισέλθει στον κόσμο των μεγάλων.
Εγκαινιάζεται λοιπόν εδώ ένας νέος ήρωας, ο Antoine Doinel, το
κινηματογραφικό alter ego του σκηνοθέτη, που μαζί του θα ταξιδέψουμε σε
ακόμα τέσσερις ταινίες του και που υποδύεται με επιτυχία, ο χαρισματικός
Jean Pierre Leaud.
Αναφερόμαστε βέβαια στις ταινίες: L’ Amour a Vingt Ans (Ο Έρωτας στα
Είκοσι, 1962), Baisers Voles (Κλεμμένα Φιλιά, 1968), Domicile Conjugal
(Παράνομο Κρεβάτι, 1970) και L’ Amour En Fuite (Η Αγάπη το Βάζει στα
Πόδια, 1979).
Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το κινηματογραφικό ρεύμα του νέου
κύματος, μπορείτε να βρείτε στα σχετικά μας αφιερώματα: Νουβέλ Βαγκ:
Όταν η 7η Τέχνη γύρισε σελίδα: Μέρος 1ο και Μέρος 2ο.
Τα 400 χτυπήματα / Les quatre cents coups (Γαλλία, 1959)
Ο Αντουάν Ντουανέλ είναι δεκατριών χρονών και ζει στο Παρίσι, με τους
γονείς του. Η αδιαφορία των γονιών απέναντί του και η αυταρχική
συμπεριφορά των καθηγητών του στο σχολείο, προκαλεί στον Αντουάν μια
μόνιμη τάση φυγής και απόδρασης από το καταπιεστικό σχολικό και
οικογενειακό περιβάλλον.
Έτσι, μετά από πολλές περιπέτειες, ανάμεσα στις οποίες και ο εγκλεισμός
του στο αναμορφωτήριο, κατορθώνει να φτάσει στην ελευθερία της
θάλασσας, που είναι και το κρυφό του όνειρο.
"Tα 400 χτυπήματα", είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Φρανσουά
Τρυφώ και μία από τις πρώτες της nouvelle vague. Αφηγείται την ιστορία
ενός ευαίσθητου και ευάλωτου παιδιού, που ζει και μεγαλώνει σε έναν
στενόμυαλο, μικρόψυχο και εν τέλει εχθρικό κόσμο.
Στο υπέδαφος της ταινίας υπάρχει έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο,
καθώς πολλές από τις περιπέτειες του μικρού Αντουάν (έξοχα ερμηνευμένος
από τον Ζαν Πιερ Λεό – alter ego του σκηνοθέτη) είναι προσωπικά βιώματα
του Τρυφώ, ο οποίος πράγματι, σε αυτήν την ηλικία κατέληξε στο
αναμορφωτήριο, από όπου τον έσωσε ο σπoυδαίος θεωρητικός και συνιδρυτής
των Cahiers du Cinéma, Αντρέ Μπαζέν, στη μνήμη του οποίου είναι
αφιερωμένη η ταινία.
Ο συνοδοιπόρος και για χρόνια φίλος, του Τρυφώ, ο Ζαν-Λυκ
Γκοντάρ είχε γράψει: «Τα 400 χτυπήματα είναι το πιο περήφανο, το πιο
πεισματάρικο, το πιο ξεροκέφαλο, με άλλα λόγια, το πιο ελεύθερο φιλμ του
κόσμου». Η ταινία, απέσπασε το Βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών το 1959.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου