(Το άρθρο αυτό το είχα ανεβάσει χτες κατά λάθος, και αμέσως το απέσυρα. Ζητώ συγνώμη από όσους το είδαν να περνάει φευγαλέα από τις οθόνες τους και να χάνεται σαν οπτασία!)
Προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες αυτή την εβδομάδα η γαλλογερμανική παραγωγή “Ο θρύλος του Michael Kohlhaas”, βασισμένη στη νουβέλα του Χάινριχ φον Κλάιστ “Μίχαελ Κόλχαας”. Οι διανομείς της ταινίας στην αφίσα που βλέπετε αριστερά προτίμησαν να αφήσουν αμετάγραπτο το όνομα, αλλά στο επίσημο τρέιλερ (μπορείτε να το δείτε εδώ) κάνουν λόγο για “Μάικλ Κόλχας” δηλαδή τον μεταγράφουν σαν να ήταν αγγλόφωνος. Γενικά η Seven δεν πρέπει να έχει και μεγάλη επιτυχία στις μεταγραφές ξένων ονομάτων, αν κρίνω από το όνομα του σκηνοθέτη (Arnaud des Pailleres), που τον έχουν μεταγράψει στη μεν αφίσα ως “ντε Παλιέρ” στο δε τρέιλερ ως “ντε Παλιέγ”, χωρίς να πετύχουν το σωστό, που είναι ντε Παγιέρ! Προκειμένου για το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας, αφού η ταινία είναι γαλλογερμανική και η κόπια που έχουμε είναι γαλλική, θα μπορούσε να αποδοθεί “Μισέλ Κολάς” (ή έστω Κολάζ), όπως ακούγεται και στο τρέιλερ της ταινίας (στο 1.29).
Επειδή όμως η ταινία είναι, όπως είπα, βασισμένη στη νουβέλα του φον Κλάιστ, θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί η γερμανότροπη εκφορά του ονόματος, Μίχαελ Κόλχαας, μια λύση που θα είχε το πλεονέκτημα ότι θα ακολουθούσε την ελληνική απόδοση του τίτλου της νουβέλας, όπως έχει εκδοθεί σε βιβλίο (βλ. παρακάτω) -αν και αντιλαμβάνομαι ότι αυτή η παράμετρος ελάχιστη σημασία έχει για τους διανομείς.
Από την άλλη, ένα επιχείρημα υπέρ της γαλλότροπης εκφοράς (Μισέλ Κολάς), πέρα από το προφανές ότι ανταποκρίνεται σε ό,τι θα ακούσουν όσοι παρακολουθήσουν την ταινία, είναι ότι το σενάριο της ταινίας, παρόλο που παρακολουθεί πιστά τη νουβέλα του φον Κλάιστ, ωστόσο μεταφέρει τη δράση στην κεντρική Γαλλία (αντί της Σαξονίας). Μάλιστα, ενώ στη νουβέλα εμφανίζεται ο Λούθηρος, στην ταινία τον αντικαθιστά κάποιος μη κατονομαζόμενος θεολόγος.
Πάντως, σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογείται η αγγλότροπη εκφορά του ονόματος. Όσο μπορούμε, όσοι μπορούμε, ας αντιπαραθέτουμε την πολυγλωσσική πολυμορφία στην κυριαρχία της μίας γλώσσας που φτωχαίνει το πολιτισμικό τοπίο.
Όπως έγραψα πιο πάνω, η νουβέλα του φον Κλάιστ έχει εκδοθεί στα ελληνικά, πριν από μερικά χρόνια, από τις εκδόσεις Ερατώ. Είχα γράψει μερικά πράγματα για το βιβλίο αυτό σε ένα παλιό μου άρθρο, οπότε δεν θα ήταν περιττό να τα επαναλάβω εδώ τώρα που η ιστορία του Κόλχαας ξανάρθε στην επικαιρότητα.
Το έργο γράφτηκε το 1810, ένα χρόνο πριν αυτοκτονήσει ο φον Κλάιστ, αλλά η υπόθεσή του εκτυλίσσεται τον 16ο αιώνα -άλλωστε έχει τον υπότιτλο “Από ένα παλιό χρονικό”.
Ο έμπορος αλόγων Μίχαελ Κόλχαας, νομοταγής και ευκατάστατος πολίτης, ξεκινάει από την πόλη του να πάει να πουλήσει τα άλογά του στη Λιψία. Στο δρόμο, περνάει από τον πύργο ενός νεαρού άρχοντα, ο οποίος του ζητάει άδεια διέλευσης από τα εδάφη του, οπότε ο έμπορος αφήνει αμανάτι τα δυο καλύτερα άλογά του ώσπου να βγάλει. Στη Λιψία, μαθαίνει πως τέτοια άδεια δεν υφίσταται, ήταν ένα αστείο των ανθρώπων του άρχοντα. Γυρίζοντας στον πύργο, βρίσκει τα άλογά του σε άθλια κατάσταση, ξεθεωμένα στη δουλειά και νηστικά. Πάει στα δικαστήρια να βρει το δίκιο του, αλλά μάταια, αφού ο άρχοντας έχει παντού γνωριμίες. Ο Κόλχαας επιμένει, γιατί ξέρει ότι έχει δίκιο. Καθώς η γυναίκα του προσπαθεί να δει τον πρίγκιπα-εκλέκτορα, τραυματίζεται και πεθαίνει.
Τότε ο Κόλχαας γίνεται αντάρτης -μόνος του, μαζί με τους λίγους έμπιστους δουλευτάδες του. Κυριεύουν τον πύργο του νεαρού άρχοντα και τον καίνε, όμως ο άρχοντας ξεφεύγει στη γειτονική πόλη, τη Βιτεμβέργη (Wittenberg). Ο αντάρτικος στρατός πληθαίνει καθώς όλο και περισσότεροι χωρικοί προσχωρούν στις γραμμές του. Βάζουν φωτιά σε γειτονιές της πόλης, ζητώντας να τους παραδοθεί ο άρχοντας. Το αίτημα του Κόλχαας είναι να υποχρεωθεί ο νεαρός άρχοντας να παχύνει ξανά τα δυο μαύρα άλογά του και να του τα παραδώσει σε άριστη κατάσταση όπως ήταν!
Τελικά, επεμβαίνει ο Λούθηρος και καταφέρνει να δοθεί αμνηστία στον Κόλχαας για να εξεταστεί η υπόθεσή του από τα δικαστήρια. Όπως θα καταλάβατε, τελικά ο Κόλχαας καταλήγει στο ικρίωμα, αν και δικαιώνεται στην υπόθεση με τα άλογα. Αυτή η μανιακή επιδίωξη της δικαιοσύνης είναι θέμα πολύ μοντέρνο, όπως πολύ μοντέρνο είναι και το στυλ του συγγραφέα, π.χ. δεν έχει καθόλου περιγραφές τοπίων.Το βιβλίο διαβάζεται μονορούφι και βοηθάει σ’ αυτό η έξοχη μετάφραση του Θόδωρου Παρασκευόπουλου.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Κόλχαας ήταν υπαρκτό πρόσωπο -αν και λεγόταν Κόλχαζε (Kohlhase) και πράγματι ήταν αλογέμπορος, που αδικήθηκε από έναν ευγενή για δυο άλογα, και πράγματι ξεκίνησε αντάρτικο, όλα αυτά γύρω στο 1534, και έκαψε σπίτια στη Βιτεμβέργη παρά τις παραινέσεις του Λούθηρου. Κατέληξε στον τροχό το 1540 -χωρίς να προηγηθεί αμνηστία όμως και συνεννόηση με τις αρχές του κράτους όπως στο μυθιστόρημα. Ο φιλέρευνος αναγνώστης θα βρει σε επίμετρο του βιβλίου όσα λένε οι πηγές για τον υπαρκτό Κόλχαζε.
Η νουβέλα του φον Κλάιστ έχει σημαντική θέση στη γερμανόφωνη λογοτεχνία. Το θέμα του νομοταγή πολίτη που βρίσκεται αντιμέτωπος με μια κατάφωρη αδικία και επαναστατεί είναι διαχρονικό και συναρπαστικό. Στο μυθιστόρημα Ragtime του Doctorow η ιστορία μεταφέρεται στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1920. Με πρόφαση ότι πρόκειται για ιδιωτική οδό οι εθελοντές πυροσβέστες ζητούν διόδια από τον μαύρο μουσικό Coalhouse Walker όταν περνάει από μπροστά τους με την απαστράπτουσα T-Ford του. Εκείνος αρνείται, φεύγει για να διαμαρτυρηθεί στις αρχές, επιστρέφει και βρίσκει κατεστραμμένο το αυτοκίνητο και η ιστορία εξελίσσεται με παρόμοιο τρόπο. Ο Ντόκτοροου, θέλοντας να δείξει ότι έχει εμπνευστεί από τον Κλάιστ, “εξαμερικάνισε” το όνομα του Κόλχαας. Όσο για τη νουβέλα, δεν είναι η πρώτη φορά που μεταφέρεται στον κινηματογράφο: είχε μεταφερθεί και το 1969 από τον Φόλκερ Σλέντορφ.
Μια λεπτομέρεια από το βιβλίο, που την είχαμε συζητήσει αρκετά στο αρχικό άρθρο. Σε κάποιο σημείο γίνεται λόγος για μια μολυβένια χτένα, και στην υποσημείωση ο μεταφραστής μάς πληροφορεί ότι χρησιμοποιούσαν χτένες από μολύβι για να σκουραίνουν τα μαλλιά. Αναφέρει μάλιστα και μια παροιμία της εποχής: Ein Bleikamm schwerzt die Haare, doch jüngt er nicht die Jahre, που θα πεί ότι “Η μολυβένια χτένα μαυρίζει τα μαλλιά, μα δεν μικραίνει τα χρόνια”. Στο βιβλίο τη χτένα τη χρησιμοποιεί άντρας, αλλά δεν ξέρω αν οι μολυβένιες χτένες ήταν σύνεργο αποκλειστικά αντρικού καλλωπισμού, ούτε βέβαια ξέρω αν στην ταινία εμφανίζεται η χτένα -όποιος την είδε, ας μας πει. Βέβαια, ο μόλυβδος δεν είναι ό,τι το υγιεινότερο, αλλά από παλιά οι άνθρωποι έβαζαν τα κάλλη πάνω από τον πόνο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου