Της Νέλλης Βουτσινά
H ηχηρή του σιωπή και η απουσία, όχι μόνο από τη σκηνή της αναγνωρισιμότητας και της διασημότητας, αλλά κι από την ίδια τη συγγραφική παλαίστρα, συνιστούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της μυθολογίας του Σάλιντζερ. Τέτοιο, που η απουσία να μετουσιώνεται σε αδιάλειπτη παρουσία στο γραπτό, σε μαύρη τρύπα που ρουφά και εκλύει ενέργεια, αφού δεν γίνεται να μη διαρρηγνύει τις αράδες, ειδικά καθώς υπογραμμίζεται συνεχώς και από την ίδια την υλική υπόσταση του κειμένου – ο απαράβατος για τους εντολοδόχους όρος: καμία εισαγωγή, τίποτα στο αφτί, τίποτα στο εξώφυλλο, ούτε για τον συγγραφέα. Τίποτα. Με όλους τους τρόπους να ειπωθεί ότι τα προϊδεασμένα μυαλά δεν αποτελούν τους ιδανικούς αναγνώστες του.
Και σίγουρα… εύκολα ευτελίζει κανείς τα πράγματα που αγαπάει. Συνηθέστερα, ενδίδοντας στον πειρασμό να μιλήσει γι' αυτά. Η ανθρώπινη φωνή συνωμοτεί προκειμένου να βεβηλώσει οτιδήποτε στον κόσμο, όπως σημειώνει ο Σίμορ Γκλας στο ημερολόγιό του, και ακόμα Θα τους έβαζα να ξεράσουν κάθε μπουκιά από το μήλο που οι γονείς τους και οι άλλοι τους είχαν αναγκάσει να δαγκώσουν, όπως διακηρύσσει ο δεκάχρονος χαρισματικός ή διαταραγμένος Τέντυ της ομώνυμης από τις Εννέα ιστορίες. Όμως, αλίμονο, τα προϊδεασμένα μυαλά και αναμασούν το μήλο –κακά τα ψέματα– και είναι εξ' ορισμού τα πιο ενδοτικά…
Έτσι κι αλλιώς, στη μετά το «μήλο» κατάσταση τοποθετείται αναγκαστικά και η οποιαδήποτε αφετηρία. Του συγγραφέα, εξυπακούεται και των αναγνωστών του, αλλά κυρίως των ηρώων του: δεν υπάρχει ούτε ένας απ' αυτούς που να μην το έχει δαγκώσει για τα καλά (πραγματικά πολύ μήλο, λαίμαργες, ζουμερές, χορταστικές μπουκιές), αλλά και κανένας που να μην παλεύει να το ξεράσει ή, τουλάχιστον, να μην το κατεβάσει αμάσητο.
Σαν γνώριμος παλιός, που επανακάμπτει μετά από χρόνια, προκλητικός απέναντι στο βλέμμα που ψάχνει για ρυτίδες ή ψάχνει να μετρήσει τη δική του απόσταση απ' αυτόν, οι δύο καινούργιες μεταφράσεις των εννέα συν δύο μικρών ή μεγαλύτερων ιστοριών. Μεταφράσεις που –να το πούμε εξαρχής– λαμβάνουν θέση τιμητική στο πάνθεο των ευτυχισμένων, σχεδόν καρμικών συναντήσεων του Σάλιντζερ με τα ελληνικά. Ενώ το βλέμμα, που ψάχνει τις ρυτίδες (σαφώς το υποψιάζεται: κυρίως τις δικές του αφού έχει το ίδιο μεγαλώσει) και νοιάζεται να δει πώς θα διαβάσει τώρα την γραφή που ενδύθηκε την αργκό -σωματική, ψυχική και γλωσσική- της εφηβείας και ταλαντεύτηκε στην οργισμένη και ιλιγγιώδη στιγμή μπρος στο κατώφλι της ενηλικίωσης, προκαλώντας συναισθηματική κυρίως ταύτιση (τότε, το βλέμμα αναπολεί), σταδιακά ανασκουμπώνεται, επαναδιαπραγματεύεται, αλλά πάντως -όσο επιτρέπεται- ησυχάζει: ο χρόνος δεν έχει περάσει και το ίδιο δεν έχει μεγαλώσει ίσως τόσο. Η ιλιγγιώδης στιγμή είναι ακόμα εδώ και πιθανώς να μην σταματήσει να είναι, καθόσον ανάγεται στη σχέση με το "μήλο".
Διαβάστε περισσότερα: http://www.bookpress.gr/diabasame/xeni-pezografia/salinger
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου