Ο Εμίρ Κουστουρίτσα περιγράφει τα παιδικά του χρόνια στο Σαράγεβο, τους
φίλους, το σχολείο, τη γειτονιά, τον οικογενειακό περίγυρο, αλλά και την
κυρίαρχη σχέση με τον πατέρα του Μουράτ, η προσωπικότητα του οποίου τον
σημάδεψε.
Ο Εμίρ Κουστουρίτσα δεν είναι ο μόνος σημαντικός κινηματογραφιστής
που αποφάσισε να αυτοβιογραφηθεί. Κλασική λ.χ. παραμένει η αυτοβιογραφία
του Αϊζενστάιν. Η ιδιαιτερότητα όμως του βιβλίου του Κι εγώ που είμαι σ' αυτή την ιστορία;
είναι πως δεν το έγραψε για να μας πει πώς έγινε κινηματογραφιστής αλλά
τι σημαίνει να διατηρεί κανείς τη συνείδηση Γιουγκοσλάβου όταν
Γιουγκοσλαβία εδώ και χρόνια δεν υπάρχει. Βέβαια, όσοι έχουν δει τις
ταινίες του θα επιβεβαιώσουν διαβάζοντάς το ότι ο Κουστουρίτσα είναι
βιωματικός δημιουργός, ότι όλες οι ιδέες του και τα εκπληκτικά ποιητικά
του ευρήματα τον ακολουθούν σχεδόν από την παιδική του ηλικία και πως οι
κινηματογραφικές τους μεταφορές είναι εικονιστικές αφηγήσεις που
αντλούνται από ένα εκτεταμένο βιωματικό κοίτασμα. Ο Κουστουρίτσα
συγκινεί γιατί παθιάζεται. Και το πάθος του δεν εκφράζεται μελοδραματικά
επειδή συνοδεύεται από το σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό συχνά χιούμορ
του, που ισορροπεί με τον αναπόφευκτο ναρκισσισμό ενός καλλιτέχνη ο
οποίος, αν και προερχόμενος από χώρα της περιφέρειας, δύο φορές τιμήθηκε
με τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ των Καννών.
Δαιμονικός και πηγαίος
Κάθε αυτοβιογραφία σχεδόν ξεκινά από τα παιδικά
χρόνια του συγγραφέα - το ίδιο συμβαίνει και εδώ. Ο Κουστουρίτσα ξεκινά
από τα παιδικά του χρόνια στο Σαράγεβο, τους φίλους, το σχολείο, τη
γειτονιά, τον οικογενειακό περίγυρο. Κυρίαρχη βέβαια είναι η σχέση με
τον πατέρα του Μουράτ, η προσωπικότητα του οποίου τον σημάδεψε. Από
αυτόν, καταλαβαίνουμε, κληρονόμησε τον αντικομφορμισμό και την τάση του
να λέει συνήθως αυτό που σκέπτεται, ενώ το χιούμορ και η κριτική στάση
της μητέρας του όσον αφορά τα σημαντικά και τα ασήμαντα είναι η άλλη
πλευρά της προσωπικότητάς του. Η παρουσία τους από την αρχή ως το τέλος
του βιβλίου είναι καταλυτική. Ο Κουστουρίτσα όμως τη σχετίζει
αριστοτεχνικά με τον εαυτό του αλλά και με τον χαρακτήρα και το δράμα
της Γιουγκοσλαβίας, τον πραγματικό κόσμο, την ελπίδα, τον παραλογισμό
και τις φαντασιώσεις που τον περιβάλλουν. Ο ίδιος είναι και παραμένει
ο Βαλκάνιος που κατέκτησε τη Δύση, ο παθιασμένος, παρορμητικός και
αντιφατικός δημιουργός που ζει την κάθε στιγμή, που κάνει με μεγάλη
ευκολία εχθρούς αλλά και που κανείς δεν μπορεί να του αρνηθεί το πηγαίο
της έμπνευσης, τη φαντασία που φτάνει στα όρια του δαιμονικού, το δράμα
και την επιείκεια που αποπνέουν οι ταινίες του, οι οποίες άφησαν άφωνο
σχεδόν το κοινό: από την πρώτη του μεγάλη και σε πολλά αξεπέραστη Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές ως εκείνο το δαντικής σύλληψης Underground,
που μετέφερε τον εφιάλτη της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας σαν παρανοϊκή
αλληγορία αλλά και σαν δαιμονικό ξόρκι. Οι σελίδες όπου περιγράφει το
πώς τις συνέλαβε είναι από τις γοητευτικότερες του βιβλίου.
Σε κάθε αυτοβιογραφία ο κίνδυνος να πέσει ο συγγραφέας στο
επίπεδο του ναρκισσισμού είναι υπαρκτός - και ο Κουστουρίτσα δεν τον
αποφεύγει. Γιατί όμως εδώ δεν έχεις την αίσθηση της πόζας ή της
αφέλειας; Επειδή ο ίδιος είναι ειλικρινής ή - για να χρησιμοποιήσω ένα
οξύμωρο - ξέρει να ψεύδεται ειλικρινώς, όπως όταν μας εξιστορεί, για
παράδειγμα, πώς αποκοιμήθηκε κατά τη διάρκεια της προβολής μιας ταινίας
την οποία θαυμάζει απεριόριστα (το Αμαρκορντ του Φελίνι). Για να την ξαναδεί και να την απολαύσει αργότερα.
Ειρήνη με τον θάνατο
Ο Κουστουρίτσα έχει αναμφισβήτητες συγγραφικές αρετές, σαν τον Μπέργκμαν λ.χ. (με τον οποίο δεν παρουσιάζει βέβαια συγγένειες). Στις γοητευτικές αφηγηματικές του σεκάνς περνούν πόλεις και άνθρωποι ολοζώντανοι μπροστά μας: από το Σαράγεβο ως τη Βελιγράδι και την Πράγα και από τις συνοικίες ως τα σπίτια και τα μπαρ. Αν και έζησε στην Αμερική για μεγάλο διάστημα παρέμεινε Γιουγκοσλάβος. Δεν γράφει σχεδόν τίποτε ιδιαίτερο για την Αμερική, τη Νέα Υόρκη και το Χόλιγουντ. Η Δύση τον τίμησε αλλά δεν τον συγκίνησε ποτέ. Από την κουλτούρα της πήρε όσα του ήταν αναγκαία να ενσωματώσει στο δικό του έργο.
Ο Κουστουρίτσα έχει αναμφισβήτητες συγγραφικές αρετές, σαν τον Μπέργκμαν λ.χ. (με τον οποίο δεν παρουσιάζει βέβαια συγγένειες). Στις γοητευτικές αφηγηματικές του σεκάνς περνούν πόλεις και άνθρωποι ολοζώντανοι μπροστά μας: από το Σαράγεβο ως τη Βελιγράδι και την Πράγα και από τις συνοικίες ως τα σπίτια και τα μπαρ. Αν και έζησε στην Αμερική για μεγάλο διάστημα παρέμεινε Γιουγκοσλάβος. Δεν γράφει σχεδόν τίποτε ιδιαίτερο για την Αμερική, τη Νέα Υόρκη και το Χόλιγουντ. Η Δύση τον τίμησε αλλά δεν τον συγκίνησε ποτέ. Από την κουλτούρα της πήρε όσα του ήταν αναγκαία να ενσωματώσει στο δικό του έργο.
Στον πατέρα του αποδίδει τη φράση «ο θάνατος είναι µια ανεξακρίβωτη φήµη» με
την οποία κλείνει την αυτοβιογραφία του. Αυτή είναι και ο τίτλος στο
πρωτότυπο. Η ελληνική έκδοση ακολούθησε τη γαλλική και την ιταλική στις
οποίες προτιμήθηκε το Κι εγώ που είµαι σε αυτή την ιστορία;
Προσωπικά, θα προτιμούσα τον τίτλο του πρωτοτύπου. Στα Βαλκάνια - και
ειδικότερα στις δημοκρατίες της πρώην Γιουγκοσλαβίας - ο θάνατος
παρουσιάζεται συχνά ως μαύρη κωμωδία, που συνιστά, εκτός των άλλων, και
μια μορφή επιβίωσης. Αποκαλυπτική ωστόσο είναι η φράση που δανείζεται
από έναν ανατολίτη συγγραφέα τον οποίο δεν κατονομάζει: «Αυτός που έκανε ειρήνη µε τον θάνατο µιλάει µε την καρδιά».
Δεν έχει επομένως σημασία αν το βιβλίο αυτό είναι ή δεν είναι μια
εξομολόγηση εκ βαθέων του Κουστουρίτσα. Εχοντας ζήσει μια ζωή που
ξεπερνά τα όρια της μυθοπλασίας αισθάνθηκε την ανάγκη όχι τόσο να
απολογηθεί για τις πράξεις ή τις παραλείψεις του όσο να καταλάβει τον
εαυτό του μέσα από τις επιτυχίες και τα λάθη, τα κατακτημένα και τα
ακυρωμένα της ζωής του. Κι ακόμη: τη χώρα του, την πρόσφατη ιστορία και
το δράμα της, που θα τον συνοδεύουν σε όλη του τη ζωή, όπως και τους
συμπατριώτες του, ανεξάρτητα από την πλευρά όπου βρέθηκε ο καθένας.
Στην πρώην Γιουγκοσλαβία ο Κουστουρίτσα έχει ουκ ολίγες
αντιπάθειες. Αλλά - και χωρίς να κάνω αυθαίρετες συγκρίσεις - φαίνεται
πως για τον ίδιον ισχύει εκείνο που είπε ο Σέλεϊ: «Δεν είµαι από αυτούς που τους αγαπούν αλλά ανήκω σε όσους θα τους θυµούνται για πάντα». Νομίζω πως όσοι αγάπησαν τις ταινίες του θα αγαπήσουν και το βιβλίο του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου