Για παράδειγμα, στο πρόσφατο Πέμπτο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών (Θεσσαλονίκη, 2-5.10.2014) υπήρξαν δυο εργασίες με θέμα τα διηγήματα και τα πεζά ποιήματα του Λαπαθιώτη. Στο προηγούμενο ανάλογο συνέδριο (Γρανάδα, 2010) άλλες τρεις ανακοινώσεις είχαν θέμα τον Λαπαθιώτη, η μία από τις οποίες αποκλειστικά το πεζό του έργο. Σε ένα άλλο επίπεδο, μεγάλη επιτυχία γνώρισαν στο τέλος του 2013 οι παραστάσεις της διασκευής της νουβέλας Κάπου περνούσε μια φωνή, σε σκηνοθεσία του Ηλία Βογιατζηδάκη, και ερμηνεία από τον ίδιο, τη Μυρτώ Πανάγου και τη Νατάσα Παπανδρέου.
Η ολοκλήρωση της έκδοσης των διηγημάτων δεν εξαντλεί βέβαια το πεζό έργο του Λαπαθιώτη –υπάρχουν ακόμη στοχασμοί, πεζά ποιήματα, χρονογραφήματα και άλλα πεζογραφήματα που δεν έχουν ακόμα καταγραφεί και αναδημοσιευτεί. Ωστόσο, οι μεγαλύτερες φόρμες (αυτοβιογραφία, νουβέλες, διηγήματα) βρίσκονται πια στη διάθεση του αναγνωστικού κοινού, αλλά και των μελετητών, μια και, όπως ανέφερε στο πρόσφατο Συνέδριο της Θεσσαλονίκης η Maria Caracausi, τα διηγήματα του Λαπαθιώτη «αξίζουν … συστηματικότερη μελέτη». Έχοντας συμβάλει αρκετά σε αυτή τη δημοσιοποίηση με τις τέσσερις ως τώρα εκδόσεις λαπαθιωτικών πεζών που επιμελήθηκα, μόνο χαρά (και λίγη περηφάνια) νιώθω γι’ αυτό.
Τα περισσότερα από τα διηγήματα του τόμου αυτού δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Μπουκέτο, το ποιοτικό λαϊκό περιοδικό με το οποίο συνεργάστηκε ο Λαπαθιώτης από το πρώτο του τεύχος ως το τέλος της ζωής του (της ζωής του ποιητή, εννοώ, που αυτοκτόνησε τον Γενάρη του 1944· το περιοδικό φυτοζώησε ένα-δυο χρόνια ακόμα). Ο Λαπαθιώτης συνεργάστηκε βεβαίως με πάμπολλα έντυπα, τόσο σοβαρά όσο και λαϊκά, αλλά μόνο με το Μπουκέτο και με τη Νέα Εστία είχε τόσο μακρόχρονη συνεργασία. Το ιστολόγιο έχει αναφερθεί στο Μπουκέτο περιστασιακά -δείτε εδώ ένα άρθρο αφιερωμένο στο Ημερολόγιο του Μπουκέτου, ένα πανηγυρικό τεύχος που έβγαινε κάθε χρόνο κοντά στα Χριστούγεννα.
Συνολικά, ο Λαπαθιώτης εμπιστεύθηκε στο Μπουκέτο πολύ περισσότερο φιλολογικό υλικό του παρά σε οποιοδήποτε άλλο έντυπο, ανάμεσα στ’ άλλα και την αυτοβιογραφία του, τη νουβέλα «Το τάμα της Ανθούλας» (και τα δυο σε συνέχειες) αλλά και πολλές δεκάδες ποιήματά του, πεζοτράγουδα και διηγήματα. Η συνεργασία δεν ήταν συνεχής, υπήρχαν πολύχρονες διακοπές, και φαίνεται ότι κατά καιρούς οι σχέσεις του Λαπαθιώτη με τους ανθρώπους του Μπουκέτου ψυχράνθηκαν. Παρά τους καβγάδες όμως, ο Λαπαθιώτης τελικά πάντοτε επέστρεφε και ξανάδινε συνεργασία. Ίσως είχε βρει στο Μπουκέτο ένα εκφραστικό βήμα για να φτάνουν τα κείμενά του σε πλατύτερα στρώματα αλλά που διατηρούσε ένα ελάχιστο επίπεδο ποιότητας που άλλα λαϊκά περιοδικά, στα οποία ο Λαπαθιώτης είχε περιστασιακά δώσει συνεργασία, δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν.
Ο τρίτος τόμος των διηγημάτων του Λαπαθιώτη βλέπει το φως και χάρη στη βοήθεια αρκετών φίλων του ιστολογίου που ευγενικά ανταποκρίθηκαν στην έκκλησή μου και πληκτρολόγησαν διηγήματα, διότι αλλιώς θα έπρεπε να σταματήσω για κανένα δεκαήμερο τα άρθρα εδώ. Τα ονόματά τους αναφέρονται στον πρόλογο και θα συνεννοηθώ με τον εκδότη να περάσουν να πάρουν από ένα αντίτυπο.
Ένα από τα διηγήματα του τόμου, και μάλιστα εκείνο που έδωσε και τον τίτλο, Τα δεκατρία ντόμινα, έχει ήδη δημοσιευτεί στο ιστολόγιο πριν από λίγους μήνες. Θα κλείσω το σημερινό άρθρο δημοσιεύοντας ένα άλλο διήγημα του τόμου, που παρουσιάζει μιαν άλλη πτυχή του διηγηματογράφου Λαπαθιώτη, καθώς περιέχει πολλά στοιχεία φανταστικού, εξαιτίας των οποίων άλλωστε έχει συμπεριληφθεί σε ανθολογία ελληνικού φανταστικού διηγήματος. (Μάλιστα, δεν είναι το μοναδικό: αρκετά διηγήματα του τρίτου τόμου έχουν στοιχεία φανταστικού ή υπερφυσικού). Πρόκειται για το διήγημα «Μια πολύ παράδοξη περίπτωση».
ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΠΑΡΑΔΟΞΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ
Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν απόρησα καθόλου, όταν, εδώ και λίγες μέρες, έμαθα το θάνατο του φίλου μου Ν.Δ. Το ήξερα πως αυτός ο άνθρωπος δε μπορούσε παρά να σκοτωθεί μια μέρα. Είχ’ αρχίσει, μάλιστα, ν’ ανησυχώ, για την αργοπορία του σκοτωμού αυτού. Είχα δεχτεί την εξομολόγησή του, κι απορούσα, μ’ όλη την καρδιά μου, πώς τα κατάφερνε ακόμα να υπάρχει, έπειτ’ απ’ την αλλόκοτη αρρώστια που κατατυραννούσε τη ζωή του… Η αλλόκοτη αυτή αρρώστια – μια απ’ τις παράδοξες αρρώστιες, που ’τυχε ν’ ακούσω στη ζωή μου – ήταν μοιραίο να του κλείσει κάθε πόρτα, να του στερέψει κάθε πηγή χαράς! Ένας άλλος, πιθανόν, στη θέση του, θα ’βρισκε τρόπο να οικονομηθεί – ίσως μάλιστα, να προσπαθούσε να ’βγαζε και σχετικά προσωπικά οφέλη, απ’ την εξαιρετική κατάστασή του. Ο Νίκος, όμως, ήταν άνθρωπος ευαίσθητος, και δε μπορούσε να την εκμεταλλευθεί… Και το καταλαβαίνω μια χαρά, το απονενοημένο του διάβημα: Δεν του ήταν δυνατόν ν’ ανθέξει ως το τέλος…
Είχα δεχτεί την εξομολόγησή του, ένα βράδυ που γυρίζαμε οι δυο μας – μια φθινοπωρινή ζεστή βραδιά, πέρσι, αν καλοθυμάμαι. Είχαμε πάει στον κινηματογράφο, κι έπειτα, βγαίνοντας εκείθε, σ’ ένα κέντρο «διανυκτερεύον». Είχαμε πιει κρασί, κι είχαμ’ έρθει ελαφρά στο κέφι. Αυτό το κέφι μου’ δωσε το θάρρος να τον ρωτήσω εμπιστευτικά, για μια σημαντική μεταβολή, που είχα δει, από καιρό, στο χαρακτήρα του. Δεν ήταν πια ο άνθρωπος που ήξερα.
Αυτός ο αγαθός κι ο ανοιχτόκαρδος, ο στοργικός, χαριτωμένος φίλος, είχε δυο χρόνια, τώρα – και πιο συγκεκριμένα μετά την έξοδό του απ’ το νοσοκομείο, που έμεινε δεν ξέρω πόσους μήνες, έπειτ’ από το τραύμα στο κεφάλι, κληρονομιά του φριχτού πολέμου – είχε ριζικά μεταβληθεί. Είχε γίνει σκυθρωπός, φιλύποπτος, απόφευγε τις σχέσεις με τους φίλους του – είχε γίνει ένας τέλειος μισάνθρωπος… Κι όμως ήταν εντελώς καλά – οι γιατροί μάς το είχαν βεβαιώσει – παρ’ όλο τον κίνδυνο που πέρασε. Το παλιό εκείνο τραύμα του κρανίου του, δεν είχε θίξει κανένα λεπτό όργανο, η πληγή ήταν επουλωμένη. Το μυαλό του λειτουργούσε όπως πάντα. Είχε γίνει εντελώς καλά κι απ’ τη νευρική εκείνη κρίση, που επακολούθησε την περιπέτειά του, και που ήταν φυσικό ν’ αποδοθεί στον κλονισμό που υπέστη απ’ τον πόλεμο, καθώς συνέβη μ’ ένα πλήθος άλλους. Απ’ αυτά όλα, ήταν γιατρεμένος. Κι όμως, απ’ την εποχή εκείνη, εχρονολογείτο κι η μεταβολή του. Είχε κλειστεί στο σπίτι του, και δεν ήθελε να δει κανένα. Πολλές φήμες, σχετικές με την κατάστασή του, κυκλοφορούσαν, από τότε, μεταξύ μας. Κι αυτό το βράδυ, θέλησα να τις εξακριβώσω.
Ταράχτηκε με την ερώτησή μου. Καθώς βάδιζε με βήματα μικρά, και με το χέρι περασμένο στο δικό μου, κατάλαβα το χέρι του να τρέμει. Μετάνιωσα για την ανάκρισή μου, και προσπάθησα να της αλλάξω τόνο. Εκείνος, όμως δεν έβγαζε μιλιά. Ήξερε καλά πόσο τον αγαπούσα – το ήξερε πάρα πολύ καλά, πιο πολύ κι απ’ όσο φανταζόμουν – και δεν έπρεπε, θαρρώ, να πειραχτεί. Αλλά και κάτι άλλο: πρόσεξα πως προτού να τον ρωτήσω, η μορφή του είχε σκοτεινιάσει σα να περίμενε τα λόγια που θα του ’λεγα…
Όλ’ αυτά, τα εξήγησα αργότερα, όταν μου φανέρωσε το μυστικό του πάθος. Πρώτη φορά το εκμυστηρευόταν. Η φωνή του έτρεμε, κι εκείνη. Μου κρατούσε πιο σφιχτά το χέρι, τα μάτια του κοιτούσαν απλανή. Στην αρχή, δε μίλησε καθόλου. Φάνηκε πως δίσταζε να μου το φανερώσει – ή πως έψαχνε να βρει τα λόγια τα κατάλληλα. Αλλά, συγχρόνως, ένιωθε τη φοβερήν ανάγκη, την ανάγκη που τον τυραννούσε, κάπου να τα πει, να ξαλαφρώσει… Ένιωθα πως το μυστικό αυτό, που, όταν τ’ άκουσα, έμεινα κατάπληκτος, καραδοκούσε κάποιαν ευκαιρία, για να μπορέσει να φανερωθεί… Και πιο μεγάλη, πιο ωραία ευκαιρία, απ’ αυτή που του δινόταν τώρα, δε μπορούσε να παρουσιαστεί. Ήμουν ο πιο αγαπημένος φίλος του. Είκοσι χρόνια ανυπόκριτης φιλίας, δεν ήταν προηγούμενο ασήμαντο. Κι εξ άλλου ήξερε πόσο τον αγαπούσα και πόσο, η ερώτηση εκείνη, έκρυβε φιλικό ενδιαφέρον, βαθύ, ειλικρινές κι ανυστερόβουλο…
Άρχισε, τότε, να μου εκμυστηρεύεται, με φωνή βαθιά, δισταχτική, λίγο φοβισμένη στην αρχή – φοβόταν τόσο πως δε θα τον πιστέψω, ή πως θα τον πάρω για τρελό – έπειτα, όμως, έντονη, παλλόμενη, πυρετώδη, γιομάτη αγωνία!
– Πρώτ’ απ’ όλα υποσχέσου μου, μου λέει, ότι δε θα με πάρεις για τρελό. Είναι το μόνο που δε θ’ ανεχτώ εκ μέρους σου, το μόνο που μπορεί να με πληγώσει! Προτιμώ να πεις πως λέω ψέματα! Αλλά κι αν με πάρεις για τρελό, κι αν, ακόμα, σκεφτείς πως λέω ψέματα, έχω τρόπο να σε βγάλω απ’ την πλάνη… Έχω την απόδειξη μαζί μου! Τότε κι ο ίδιος θα πεισθείς αμέσως, πως διατηρώ το λογικό μου! Πώς ακόμα το κρατώ, κι εγώ δεν ξέρω… Ίσως απ’ την κακία της ίδιας μου της μοίρας, για να τυραννιέμαι πιο πολύ…
…Πριν από το τραύμα εκείνο του πολέμου, ποτέ μου δε θα το φανταζόμουν! Ήμουν, κι εγώ, σαν όλους τους ανθρώπους! Πίστευα στη στοργή, στην καλοσύνη, έπλαθα όνειρα, ζούσα μες στην πλάνη… Από τότε, δεν πιστεύω πια σε τίποτε…
…Τι μου συνέβη, δε μπορώ να εξηγήσω: ποιες αλλοιώσεις έγιναν μες στον εγκέφαλό μου, ποια κύτταρα δυνάμωσαν απρόοπτα, ώστε να αποκτήσω αυτή την ιδιότητα, δεν είμαι σε θέση να σου πω… Είμαι, τώρα, το απίστευτο φαινόμενο – μοναδικό φαινόμενο στον κόσμο – κι αντί να γίνω, απ’ αυτό το γεγονός, ο πιο ευτυχισμένος των ανθρώπων, έχω γίνει ο πιο δυστυχισμένος…
…Πρώτη φορά που κατάλαβα το πράμα, ήταν απάνω στην ανάρρωσή μου. Μια μέρα που κουβέντιαζα με κάποια νοσοκόμα, διαπίστωσα αυτό το γεγονός: ότι πριν ακόμα μου μιλήσει, διάβαζα κατακάθαρα τη σκέψη της· πριν ακόμα τα χείλη της σαλέψουν, ήξερα τι θέλει να μου πει! Αυτό μου κίνησε μεγάλη περιέργεια… Έκανα πειράματα και σ’ άλλους. Έκανα πειράματα απάνω στο γιατρό μου, στους φίλους που μου παραστέκανε, στην αδερφή μου που ερχόταν κάθε μέρα και μου κρατούσε λίγες ώρες συντροφιά…. Σε σένα τον ίδιο, έκανα το πείραμα, κάθε φορά που ερχόσουν να με δεις!
….Είχα μείνει αποσβολωμένος! Διάβαζα τη σκέψη των ανθρώπων, όπως διαβάζεις μέσα στο βιβλίο! Αυτό το πράμα, στην αρχή μου’ δωσ’ έναν τρόμο, που δεν έχω λόγια, δυστυχώς, να σ’ τον κάνω να τον καταλάβεις…Ένιωθα πως είχα αποκτήσει μια μυστηριώδη ιδιότητα, που ξεπερνούσε κάθε φαντασία! Ήξερα για τη νοομαντεία, για την περίεργη εκείνη ιδιότητα, που κάνει ώστε ορισμένοι άνθρωποι να μαντεύουν, με μια μικρή προσπάθεια, τη σκέψη των άλλων ανθρώπων. Εγώ, όμως, χωρίς καμιά προσπάθεια, έβλεπα τη σκέψη να σαλεύει, σα να ήταν το μέτωπό τους γυάλινο…Έβλεπα την αρχή της, την πορεία της, τις παραμικρότερες κινήσεις της, μ’ έναν τρόπο καταπληκτικό…Δεν υπήρχε τίποτε που να μου διαφεύγει….
…Όταν βγήκα απ’ το νοσοκομείο, αυτό το πράμα εξακολουθούσε. Με κυνηγούσε σαν ένας εφιάλτης. Καταλάβαινα πως θα τρελαθώ… Έφευγα μακριά απ’ τους ανθρώπους, δεν τολμούσα να μιλήσω σε κανένα! Έβρισκα παρηγοριά στη συντροφιά των ζώων – γιατί, αν και διάβαζα τη σκέψη τους, κι εκείνων, αυτή η σκέψη ήταν τόσο στοιχειώδης, τόσο απονήρευτη και τόσο φυσική, που δεν ήταν ικανή να με πειράξει! Δεν είχαν ούτε τη θηριωδία, ούτε την απίστευτη κρυψίνοια, την τερατώδη υστεροβουλία των κρυμμένων ανθρωπίνων λογισμών… Δεν ανεχόμουν παρά την αδερφή μου, γιατί σ’ εκείνη διάβαζα κάποια στοργή για μένα, και κάποια ίχνη καλοσύνης για τους άλλους. Για να μη διαβάσω τίποτα δυσάρεστο, καμία σκέψη φοβερή, για μένα, είχα ξεκόψει απ’ όλους μου τους φίλους….
…Είχα κλείσει την πόρτα μου στον κόσμο. Η σκέψη του με κατατυραννούσε! Την ένιωθα, γλοιώδη, απερίγραπτη, να κυκλοφορεί μες στον αέρα, και να μου καταστρέφει τις ελπίδες μου, σαν ένα φίδι πονηρό κι αχόρταγο, που γυρεύει να σε περιτυλίξει… Ήξερα τι σκέπτονται για μένα, ήξερα τι αισθάνονται για μένα, τις κακίες τους και τις υποκρισίες τους, τη φοβερή κι απίστευτη απόσταση που υπάρχει, κάθε δευτερόλεπτο, ανάμεσα στα λόγια και τις σκέψεις τους – κι αυτό το πράμα μου ήταν ανυπόφορο…
…Δε μπορούσα ούτε ν’ αγαπήσω, ούτε να συνδεθώ πια με κανένα. Δε μπορούσα ν’ ανεχθώ, κοντά μου, κανέναν άνθρωπο, ούτε καμιά γυναίκα – γιατί κανένας τους δεν κλείνει καλοσύνη – κι εγώ δεν πίστευα παρά στην καλοσύνη, δε ζητούσα παρά καλοσύνη, δε λαχταρούσα παρά καλοσύνη…
….Το μυστικό μου δεν το είπα σε κανένα. Το ’θαψα βαθιά μες στην ψυχή μου, κι έζησα μαζί του, τόσα χρόνια…Δεν τολμούσα, εξ άλλου, να το πω: γιατί ή θα με περνούσαν για τρελό ή θα με πίστευαν και θ’ απομακρυνόντουσαν, θα ’φευγαν με τρόμο από δίπλα μου, μήπως μάθω τα κρυφά διανοήματά τους, μήπως ανακαλύψω τις κακίες τους, τις οπισθοβουλίες τους, όλα τα μυστικά τους…. Κι έτσι, κι αλλιώς, θα ’μενα πάλι μόνος…
…Σιγά-σιγά, όμως, συνήθισα να τ’ αντικρίζω κι όλ’ αυτά. Το θέαμά τους δε μου κάνει πια εντύπωση, ούτε μου δίνει τον αποτροπιασμό, που μου ’δινε τόσο, στην αρχή… Μόνο που τροποποίησα τις σχέσεις μου, ώστε να μην έχω, στο πλευρό μου, παρά μόνον αυτούς που μ’ αγαπούν… Και τα κακά, που διαβάζω και σ’ αυτούς, τ’ αβυσσαλέα και κρυμμένα πάθη, όλες τις ηθικές διαστροφές και τις τρομαχτικές επιθυμίες, έμαθα, τώρα, να τα συγχωρώ –μου φτάνει μόνο το να μ’ αγαπούν – πολύ ή λίγο, δε μ’ ενδιαφέρει – και να μη θέλουν, μονάχα, το κακό μου…
Σταμάτησε για μια στιγμή κι έφερε το χέρι του μπροστά στο μέτωπό του.
Πήγα να του μιλήσω να τον παρηγορήσω.
Άπλωσε τ’ άλλο χέρι του, και μ’ έσφιξε στον ώμο:
– Σώπα, σώπα, ξέρω τι θα πεις! Σ’ ευχαριστώ… Ξέρω πως μ’ αγαπάς, γι’ αυτό το λόγο, ακριβώς, και σου φανέρωσα το καταπληκτικό μου μυστικό… Ήξερα πως ζητούσες να το μάθεις… Κι αυτή η πράξη, να σ’ το φανερώσω, ήταν, για μένα, ανακούφιση μεγάλη…
Κι έπειτα στυλώθηκε μπροστά μου, ξαφνικά, και πιάνοντας σπασμωδικά τα χέρια μου, μ’ έναν τρόπο τρελό κι απελπισμένο, μου φώναξε με γοερή φωνή:
– Και τώρα, πώς να ζήσω, ΠΩΣ ΝΑ ΖΗΣΩ; Με τι τόλμη ν’ αντικρίσω τους ανθρώπους, με τι καρδιά να συνδεθώ μαζί τους, με τι μάτια να τους πλησιάσω; Κάθε τους σκέψη που δε λένε, με πληγώνει, κάθε ψέμα που λένε, πιο πολύ… Με τρομάζουν ή μ’ αηδιάζουν… Έκοψα κάθε μου κοινωνικό δεσμό, κάθε δοσοληψία μου μ’ αυτούς! Ζω μονάχος, σαν ένας ερημίτης, περικυκλωμένος απ’ τις γάτες μου, κι απ’ τις αθώες, τις πρωτόγονές τους σκέψεις, που αυτές, τουλάχιστον, τις έχω συνηθίσει, και δεν τις τρέμω ούτε μ’ ενοχλούν… Δε θα ’ταν καλύτερα, για μένα, να πέθαινα μες στο νοσοκομείο, ή να είχα σκοτωθεί στον πόλεμο, παρά να ζω μ’ αυτή την αγωνία, μ’ αυτό τον τερατώδη εφιάλτη, που μου θανατώνει την ελπίδα και μου απαγορεύει την αγάπη – που με κλείνει μες στην κάμαρά μου, σαν ένα πλάσμα καταδικασμένο που δεν είναι δυνατόν να λυτρωθεί;…
……………………………………………………………………………………………
Από τη νύχτα αυτή, δεν τον ξαναείδα πια. Κι όταν έμαθα, προχτές, το σκοτωμό του, για μια στιγμή λυπήθηκα, σα φίλος – αλλά παρηγορήθηκα αμέσως, με την ιδέα πως είχε λυτρωθεί…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου