Η Πολωνή αριστοκράτισσα, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου,
αλώνισε τον κόσμο και τον κατέκτησε πότε ζωγραφίζοντας, πότε οδηγώντας
μια Μπουγκάτι. Η γκλαμ εικόνα της επηρέασε μέχρι τον Γουόρχολ
Της Παρής Σπίνου
Η Ταμάρα ντε Λεμπίτσκα για πολλούς υπήρξε η πρώτη ζωγράφος-σταρ, που εκμεταλλεύτηκε όσο το δυνατόν καλύτερα την εικόνα της, δημιουργώντας ένα προσωπικό λαϊφστάιλ πριν ακόμα εφευρεθεί ο όρος. Ανεξάρτητη και ελεύθερη, μια καλλονή με έντονη σεξουαλικότητα, αντιπροσώπευσε τη μοντέρνα γυναίκα των αρχών του 20ού αιώνα. Το έργο της εξέφρασε δυναμικά το ρεύμα της Αρ Ντεκό και ανέδειξε την ξέφρενη εποχή του Μεσοπολέμου στο Παρίσι.
Οχι τυχαία, η Πινακοθήκη του Παρισιού την ανακηρύσσει «Βασίλισσα της Αρ Ντεκό» με μια ομότιτλη έκθεση που περιλαμβάνει τα ωραιότερα έργα της, γνωστά αλλά και πιο σπάνια της περιόδου 1925-1935. Μάλιστα, η παρισινή πινακοθήκη συνοδεύει την έκθεση με ένα ξεχωριστό, μεγάλο αφιέρωμα στην Αρ Νουβό από την ίδια συλλογή, θέλοντας να δείξει το πέρασμα από το «διακοσμητικό» στο «γεωμετρικό» ύφος.
Η ζωή της Ταμάρα ήταν συναρπαστική. Αριστοκρατικής καταγωγής, γεννήθηκε στην Πολωνία, πιθανότατα το 1898, και μεγάλωσε στη Ρωσία, όπου παντρεύτηκε τον πλούσιο δικηγόρο Ταντέους Λεμπίτσκι. Μετά τη Ρωσική Επανάσταση ο άντρας της φυλακίστηκε με την κατηγορία ότι ήταν κατάσκοπος του τσάρου, όμως το ζευγάρι κατάφερε να διαφύγει στο Παρίσι. Εκεί, η χυμώδης καλλονή μπορεί να μην έγινε δεκτή ως μοντέλο στους μεγάλους οίκους, όπως επιθυμούσε, ακολούθησε όμως τη συμβουλή της αδελφής της να σπουδάσει τέχνη.
Γρήγορα υιοθέτησε ένα μοναδικό, θεατρικό στιλ στον τρόπο που ντυνόταν, ενώ ανέπτυξε έντονη κοινωνική ζωή στα κοσμικά σαλόνια, τα μοδάτα κλαμπ, τα θέατρα, την όπερα και τα καμπαρέ. Ζωγράφιζε πυρετωδώς την ημέρα, φλερτάριζε λαίμαργα τα βράδια. Χωρίς διάκριση στα φύλα. Η φιλάρεσκη ντε Λεμπίτσκα με τα κοντά κυματιστά μαλλιά και τα κατακόκκινα χείλη καλλιέργησε ταυτόχρονα την εικόνα της ντίβας και του αγοροκόριτσου.
Παρότι παντρεύτηκε δύο φορές, δεν έκρυψε την ομοφυλοφιλία της. Θαύμαζε τη Λουίζ Μπρουκς και τη Ζοζεφίνα Μπέικερ και ακολούθησε το πρότυπό τους, ενσάρκωσε τη γυναίκα της οποίας το status ήταν ισοδύναμο των ανδρών. Μάλιστα, για τη Ζοζεφίνα έλεγε, σύμφωνα με τη βιογράφο της Λόρα Κλάριτζ («Α Life of Deco and Decadence»): «Εκανε τους θεατές της να λιώνουν από πόθο για το κορμί της. Εμοιαζε ήδη με τις φιγούρες στους πίνακές μου, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να μην της ζητήσω να μου ποζάρει».
Η εκκεντρική δημιουργός αναδύθηκε στην εποχή που ακολούθησε τον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η οικονομία ανέκαμψε, οι πόλεις άρχισαν να ξαναχτίζονται, απίστευτες επιστημονικές ανακαλύψεις έγιναν, ενώ κινήματα πρωτοπορίας, όπως ο φωβισμός και ο κυβισμός, οδηγούσαν τις τέχνες. Ο ζωγραφικός κόσμος της είναι εξίσου δυναμικός, γεωμετρικός, μεταλλικός αλλά και λαμπερός, φιλήδονος, ερωτικός.
Απεικονίζει τη χειραφετημένη γυναίκα, που καπνίζει, οδηγεί αυτοκίνητο, εργάζεται, είναι μποέμ. Οι πίνακές της παραπέμπουν στα εξώφυλλα περιοδικών μόδας, αλλά και στις ταινίες με τις σιωπηλές χειρονομίες, στις πρωταγωνίστριες με τα ονειροπόλα μάτια σαν της Γκρέτα Γκάρμπο, στη μυστηριώδη γοητεία της Μάρλεν Ντίτριχ.
Οπως επισημαίνει η Gioia Mori, επιμελήτρια της La Pinacotheque de Paris, η Ταμάρα είναι η αδιαφιλονίκητη βασίλισσα της Αρ Ντεκό, καθώς η εικαστική δουλειά της εμπεριέχει όλα τα χαρακτηριστικά του καλλιτεχνικού κινήματος που άρχισε να αναπτύσσεται τη δεκαετία του ’20. «Διακοσμητική, διεθνής, μοντέρνα, εμπνέεται από τις καινοτόμες γλώσσες που αναπτύχθηκαν τότε, από τη φωτογραφία, τη γραφιστική, τη διακόσμηση, τον κινηματογράφο, τη μόδα. Ενσαρκώνει την εποχή της ψευδαίσθησης της ευδαιμονίας, που άρχισε να καταρρέει μπροστά στη σκληρή πραγματικότητα του οικονομικού κραχ του 1929 και του Β” Παγκοσμίου Πολέμου».
Η φήμη της εξαπλώθηκε στην Ευρώπη όταν ένα γερμανικό γυναικείο περιοδικό δημοσίευσε στο εξώφυλλό του τον πίνακά της «Αυτοπροσωπογραφία (Η Ταμάρα στην πράσινη Μπουγκάτι)». Ποζάρει σε μια σπορ, ανοιχτή Μπουγκάτι –από τα ισχυρά ανδρικά σύμβολα της εποχής– φορώντας αγωνιστικό κράνος και γάντια οδήγησης. «Ηταν υπερβολικά φιλάρεσκη και αυτό συμβάδιζε με το σεξουαλικό της ένστικτο. Στην πραγματικότητα δεν την αφορούσε η ανθρώπινη επαφή και η ερωτική αίσθηση, αλλά το να ερωτοτροπεί με τον εαυτό της», σημειώνει η βιογράφος της.
Πολύγλωσση και πολυταξιδεμένη, έζησε κατά διαστήματα στη Γερμανία, την Πολωνία, την Ιταλία. Μάλιστα εκεί κατάφερε να σκανδαλίσει και πάλι με ένα ειδύλλιο με τον Γκαμπριέλε ντ” Ανούντσιο, τον εκκεντρικό ποιητή, δημοσιογράφο, μετρ του στιλ, κατακτητή πόλεων και γυναικών. Με τον δεύτερο σύζυγό της, βαρόνο Ραούλ Κάφνερ, έμεινε στην Αβάνα και στη συνέχεια στις ΗΠΑ, όπου πήρε την αμερικανική υπηκοότητα, ενώ μετά το 1940 όταν εγκαταστάθηκαν στο Χόλιγουντ κατέκτησε τους κινηματογραφικούς αστέρες της εποχής. Οι σημερινοί την ανακάλυψαν και αγοράζουν μετά μανίας τους πίνακές της σε υψηλές τιμές. Πέθανε στο Μεξικό το 1980, αφού χόρτασε τον έρωτα και την κοσμική ζωή, το χρήμα και την αναγνώριση.
Πιθανότατα η πορεία της επηρέασε έναν νεότερό της ζωγράφο-σταρ, τον Αντι Γουόρχολ, όπως εκτιμούν οι επιμελητές της έκθεσης. Με ευρωπαϊκές ρίζες (οι γονείς του κατάγονταν από ένα χωριό κοντά στην Πολωνία), ο πάπας της ποπ αρτ συναναστράφηκε και απεικόνισε τους VIP, έχτισε την γκλαμ εικόνα του και εκμηδένισε την απόσταση μεταξύ υψηλής και χαμηλής τέχνης. Αλλωστε, από τα αγαπημένα του έργα ήταν το «A l’ opera», που φιλοτέχνησε η Ταμάρα το 1941.
p.spinou@efsyn.gr
Της Παρής Σπίνου
Η Ταμάρα ντε Λεμπίτσκα για πολλούς υπήρξε η πρώτη ζωγράφος-σταρ, που εκμεταλλεύτηκε όσο το δυνατόν καλύτερα την εικόνα της, δημιουργώντας ένα προσωπικό λαϊφστάιλ πριν ακόμα εφευρεθεί ο όρος. Ανεξάρτητη και ελεύθερη, μια καλλονή με έντονη σεξουαλικότητα, αντιπροσώπευσε τη μοντέρνα γυναίκα των αρχών του 20ού αιώνα. Το έργο της εξέφρασε δυναμικά το ρεύμα της Αρ Ντεκό και ανέδειξε την ξέφρενη εποχή του Μεσοπολέμου στο Παρίσι.
Οχι τυχαία, η Πινακοθήκη του Παρισιού την ανακηρύσσει «Βασίλισσα της Αρ Ντεκό» με μια ομότιτλη έκθεση που περιλαμβάνει τα ωραιότερα έργα της, γνωστά αλλά και πιο σπάνια της περιόδου 1925-1935. Μάλιστα, η παρισινή πινακοθήκη συνοδεύει την έκθεση με ένα ξεχωριστό, μεγάλο αφιέρωμα στην Αρ Νουβό από την ίδια συλλογή, θέλοντας να δείξει το πέρασμα από το «διακοσμητικό» στο «γεωμετρικό» ύφος.
Η ζωή της Ταμάρα ήταν συναρπαστική. Αριστοκρατικής καταγωγής, γεννήθηκε στην Πολωνία, πιθανότατα το 1898, και μεγάλωσε στη Ρωσία, όπου παντρεύτηκε τον πλούσιο δικηγόρο Ταντέους Λεμπίτσκι. Μετά τη Ρωσική Επανάσταση ο άντρας της φυλακίστηκε με την κατηγορία ότι ήταν κατάσκοπος του τσάρου, όμως το ζευγάρι κατάφερε να διαφύγει στο Παρίσι. Εκεί, η χυμώδης καλλονή μπορεί να μην έγινε δεκτή ως μοντέλο στους μεγάλους οίκους, όπως επιθυμούσε, ακολούθησε όμως τη συμβουλή της αδελφής της να σπουδάσει τέχνη.
Γρήγορα υιοθέτησε ένα μοναδικό, θεατρικό στιλ στον τρόπο που ντυνόταν, ενώ ανέπτυξε έντονη κοινωνική ζωή στα κοσμικά σαλόνια, τα μοδάτα κλαμπ, τα θέατρα, την όπερα και τα καμπαρέ. Ζωγράφιζε πυρετωδώς την ημέρα, φλερτάριζε λαίμαργα τα βράδια. Χωρίς διάκριση στα φύλα. Η φιλάρεσκη ντε Λεμπίτσκα με τα κοντά κυματιστά μαλλιά και τα κατακόκκινα χείλη καλλιέργησε ταυτόχρονα την εικόνα της ντίβας και του αγοροκόριτσου.
Παρότι παντρεύτηκε δύο φορές, δεν έκρυψε την ομοφυλοφιλία της. Θαύμαζε τη Λουίζ Μπρουκς και τη Ζοζεφίνα Μπέικερ και ακολούθησε το πρότυπό τους, ενσάρκωσε τη γυναίκα της οποίας το status ήταν ισοδύναμο των ανδρών. Μάλιστα, για τη Ζοζεφίνα έλεγε, σύμφωνα με τη βιογράφο της Λόρα Κλάριτζ («Α Life of Deco and Decadence»): «Εκανε τους θεατές της να λιώνουν από πόθο για το κορμί της. Εμοιαζε ήδη με τις φιγούρες στους πίνακές μου, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να μην της ζητήσω να μου ποζάρει».
Η εκκεντρική δημιουργός αναδύθηκε στην εποχή που ακολούθησε τον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η οικονομία ανέκαμψε, οι πόλεις άρχισαν να ξαναχτίζονται, απίστευτες επιστημονικές ανακαλύψεις έγιναν, ενώ κινήματα πρωτοπορίας, όπως ο φωβισμός και ο κυβισμός, οδηγούσαν τις τέχνες. Ο ζωγραφικός κόσμος της είναι εξίσου δυναμικός, γεωμετρικός, μεταλλικός αλλά και λαμπερός, φιλήδονος, ερωτικός.
Απεικονίζει τη χειραφετημένη γυναίκα, που καπνίζει, οδηγεί αυτοκίνητο, εργάζεται, είναι μποέμ. Οι πίνακές της παραπέμπουν στα εξώφυλλα περιοδικών μόδας, αλλά και στις ταινίες με τις σιωπηλές χειρονομίες, στις πρωταγωνίστριες με τα ονειροπόλα μάτια σαν της Γκρέτα Γκάρμπο, στη μυστηριώδη γοητεία της Μάρλεν Ντίτριχ.
Οπως επισημαίνει η Gioia Mori, επιμελήτρια της La Pinacotheque de Paris, η Ταμάρα είναι η αδιαφιλονίκητη βασίλισσα της Αρ Ντεκό, καθώς η εικαστική δουλειά της εμπεριέχει όλα τα χαρακτηριστικά του καλλιτεχνικού κινήματος που άρχισε να αναπτύσσεται τη δεκαετία του ’20. «Διακοσμητική, διεθνής, μοντέρνα, εμπνέεται από τις καινοτόμες γλώσσες που αναπτύχθηκαν τότε, από τη φωτογραφία, τη γραφιστική, τη διακόσμηση, τον κινηματογράφο, τη μόδα. Ενσαρκώνει την εποχή της ψευδαίσθησης της ευδαιμονίας, που άρχισε να καταρρέει μπροστά στη σκληρή πραγματικότητα του οικονομικού κραχ του 1929 και του Β” Παγκοσμίου Πολέμου».
Η φήμη της εξαπλώθηκε στην Ευρώπη όταν ένα γερμανικό γυναικείο περιοδικό δημοσίευσε στο εξώφυλλό του τον πίνακά της «Αυτοπροσωπογραφία (Η Ταμάρα στην πράσινη Μπουγκάτι)». Ποζάρει σε μια σπορ, ανοιχτή Μπουγκάτι –από τα ισχυρά ανδρικά σύμβολα της εποχής– φορώντας αγωνιστικό κράνος και γάντια οδήγησης. «Ηταν υπερβολικά φιλάρεσκη και αυτό συμβάδιζε με το σεξουαλικό της ένστικτο. Στην πραγματικότητα δεν την αφορούσε η ανθρώπινη επαφή και η ερωτική αίσθηση, αλλά το να ερωτοτροπεί με τον εαυτό της», σημειώνει η βιογράφος της.
Πολύγλωσση και πολυταξιδεμένη, έζησε κατά διαστήματα στη Γερμανία, την Πολωνία, την Ιταλία. Μάλιστα εκεί κατάφερε να σκανδαλίσει και πάλι με ένα ειδύλλιο με τον Γκαμπριέλε ντ” Ανούντσιο, τον εκκεντρικό ποιητή, δημοσιογράφο, μετρ του στιλ, κατακτητή πόλεων και γυναικών. Με τον δεύτερο σύζυγό της, βαρόνο Ραούλ Κάφνερ, έμεινε στην Αβάνα και στη συνέχεια στις ΗΠΑ, όπου πήρε την αμερικανική υπηκοότητα, ενώ μετά το 1940 όταν εγκαταστάθηκαν στο Χόλιγουντ κατέκτησε τους κινηματογραφικούς αστέρες της εποχής. Οι σημερινοί την ανακάλυψαν και αγοράζουν μετά μανίας τους πίνακές της σε υψηλές τιμές. Πέθανε στο Μεξικό το 1980, αφού χόρτασε τον έρωτα και την κοσμική ζωή, το χρήμα και την αναγνώριση.
Πιθανότατα η πορεία της επηρέασε έναν νεότερό της ζωγράφο-σταρ, τον Αντι Γουόρχολ, όπως εκτιμούν οι επιμελητές της έκθεσης. Με ευρωπαϊκές ρίζες (οι γονείς του κατάγονταν από ένα χωριό κοντά στην Πολωνία), ο πάπας της ποπ αρτ συναναστράφηκε και απεικόνισε τους VIP, έχτισε την γκλαμ εικόνα του και εκμηδένισε την απόσταση μεταξύ υψηλής και χαμηλής τέχνης. Αλλωστε, από τα αγαπημένα του έργα ήταν το «A l’ opera», που φιλοτέχνησε η Ταμάρα το 1941.
p.spinou@efsyn.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου