Τιμήθηκε με το Βραβείο Γαλλικής Γλώσσας 2012. Μιλώντας στο ΒΗmagazino,
αναλύει τη μελαγχολία, τους παιδικούς ήρωες και τους «Αγανακτισμένους»
Το σπίτι του Βασίλη Αλεξάκη αποτελείται από τρία ενοποιημένα δωμάτια στο υπόγειο μιας παλιάς πολυκατοικίας του κέντρου που βλέπουν σε έναν ακάλυπτο με λεμονιές. Το εσωτερικό του σπιτιού μοιάζει με έναν ακαθόριστο λαβύρινθο: δεν υπάρχουν πόρτες, ενώ τα κρεβάτια είναι κουκέτες. Το πάτωμα είναι βαμμένο μουσταρδί και στη μέση του δωματίου δεσπόζει ένα τραπέζι του πινγκ-πονγκ. Πίσω μου, σε ένα συρτάρι, βρίσκεται το «Grande Robert de la Langue Française», ένα μεγάλο πολύτομο λεξικό της γαλλικής γλώσσας. Αυτή η αγάπη για τη γλώσσα – την ελληνική, αλλά και τη γαλλική – έχει σημαδέψει το έργο του Αλεξάκη, ο οποίος μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Παρισιού και Αθήνας για πάνω από 40 χρόνια. Στα βιβλία του γράφει σε πρώτο πρόσωπο για το ταξίδι Παρίσι - Αθήνα (ένα από τα πιο γνωστά βιβλία του), τη γλώσσα, τα ταξίδια, μέσα και έξω από αυτήν. Η Γαλλία έχει σταθεί καλή μαζί του όλα αυτά τα χρόνια. Εχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις: με το Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας, το Βραβείο Αλμπέρ Καμύ, ενώ εφέτος κέρδισε και το Βραβείο Γαλλικής Γλώσσας. Κι όμως, το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Ο μικρός Ελληνας», που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εξάντας, είναι το πιο μελαγχολικό απ’ όλα τα προηγούμενα. Ο αφηγητής βρίσκεται στο νοσοκομείο για μια ξαφνική και επικίνδυνη εγχείρηση στο πόδι και μετά, μη μπορώντας να ανέβει τις σκάλες του διαμερίσματός του, βρίσκεται ξαφνικά να μένει σε ένα ξενοδοχείο δίπλα στον Κήπο του Λουξεμβούργου. Oι Κήποι γίνονται η πηγή της έμπνευσής του. Ξαφνικά εμφανίζονται όλοι οι ήρωες των παιδικών του χρόνων: Από τον Γιάννη Αγιάννη, τον Μάριο και την Τιτίκα των «Αθλίων» μέχρι τον Ροβινσώνα Κρούσο και τον Γιώργο Θαλάσση. Οπως ο αφηγητής, έτσι και ο Αλεξάκης έκανε αυτήν ακριβώς την εγχείρηση και έμεινε δύο μήνες σε ξενοδοχείο μέχρι να συνέλθει.
Πώς αποφασίσατε να επιστρέψετε στους ήρωες των παιδικών σας χρόνων; «Είναι ένα σχέδιο που είχα από παλιά, γιατί αισθανόμουν ότι τους το χρωστούσα. Αυτοί οι ήρωες των παιδικών μου χρόνων είναι που με έκαναν να αγαπήσω τη λογοτεχνία και να διαλέξω αυτό το επάγγελμα. Κάποτε έπρεπε να τους πω ένα ευχαριστώ. Τους νοσταλγούσα κιόλας, αναρωτιόμουν τι εντύπωση θα μου έκαναν όλα αυτά τα βιβλία τώρα που μεγάλωσα. Την ιδέα του μυθιστορήματος μου την έδωσε αυτή η αναπηρία που είχα για δύο μήνες, όταν έκανα μια σημαντική εγχείρηση σε μια αρτηρία στο πόδι και κυκλοφορούσα με πατερίτσες. Δεν μπορούσα να πάω σπίτι μου, έμενα σε ξενοδοχείο και πήγαινα στον Κήπο του Λουξεμβούργου».
Κάπου δηλώσατε ότι ο Κήπος σάς θύμισε διάφορα μυθιστορήματα. «Ναι, τους “Αθλιους” του Ουγκό, τις “Χαμένες ψευδαισθήσεις” του Μπαλζάκ, τον Μποντλέρ. Τον Ανατόλ Φρανς, που είχε δουλέψει εκεί μέσα. Πολύς κόσμος είχε δουλέψει στον Κήπο του Λουξεμβούργου, γιατί είναι ένα παλιό παλάτι όπου εγκαταστάθηκε η Γερουσία επί Ναπολέοντος. Το πρόσθετο στοιχείο είναι ότι στους Κήπους υπάρχει ένα κουκλοθέατρο στο οποίο πρωταγωνιστεί ο Γκινιόλ, ο γάλλος Καραγκιόζης, και αυτό το κουκλοθέατρο, που είναι παλιό, έχει ανεβάσει όλα τα κλασικά εικονογραφημένα της παιδικής μου ηλικίας. Μέσα σε αυτό το θεατράκι, που έχει μια αποθήκη με κούκλες, όλοι αυτοί οι ήρωες που εγώ ήθελα να αναβιώσω με περίμεναν εκεί στοιβαγμένοι, κρεμασμένοι από δοκάρια».
Η εγχείρηση ουσιαστικά σάς έδωσε την αφορμή να γράψετε αυτό το βιβλίο. Ηταν θέμα περιστάσεων; «Οχι, είναι πιο ουσιαστικό το θέμα, γιατί μια τέτοια εγχείρηση σημαίνει φόβο θανάτου. Ο φόβος του θανάτου μοιραία σε οδηγεί στην παιδική σου ηλικία. Θες να πιάσεις τα πράγματα από την αρχή, για να κερδίσεις χρόνο. Μέσα στο βιβλίο, το οποίο είναι παιχνιδιάρικο, περιπετειώδες, κάπου στο πίσω μέρος υπάρχει ένας ανάπηρος που φοβήθηκε. Εγώ δεν το είχα συνειδητοποιήσει, αλλά προφανώς φοβήθηκα πάρα πολύ. Κατά διαβολική σύμπτωση, ανάμεσα σε όλες αυτές τις μαριονέτες που σας αναφέρω υπάρχει μια μαριονέτα του θανάτου εφιαλτική. Τα είχα όλα εκεί, και το παιχνίδι, και την παιδική ηλικία, και το τέλος της ζωής, και τα πάντα».
Ο αφηγητής είναι πιο τρωτός από κάθε άλλη φορά σε αυτό το βιβλίο σας; «Ναι, είναι λίγο κακομοιρούλης, τι να κάνουμε...».
Γενικά οι άνδρες δεν είναι και οι καλύτεροι ασθενείς. «Ναι, είμαστε λίγο χέστηδες. Να σας πω, εγώ δεν έχω επίγνωση ότι φοβήθηκα, αλλά γράφοντας το βιβλίο είπα ότι εδώ υπάρχει κάτι: όλο μαζί το βιβλίο κουβαλάει μια μελαγχολία. Δεν είναι το πρώτο επίπεδο αυτό, αλλά στην ουσία αυτό είναι, και μια μοναξιά. Είναι μόνος του».
Υπάρχει μια σκηνή στην οποία ο αφηγητής θέλει απεγνωσμένα να μιλήσει για την αρρώστια του και καταλήγει να την περιγράφει αναλυτικά σε μια κυρία που προσέχει τις τουαλέτες στον Κήπο του Λουξεμβούργου. «Κι εγώ γέλασα, γιατί όλα αυτά δεν είναι πραγματικά. Υπήρξε, βέβαια, στις τουαλέτες μια κυρία που ήταν συμπαθής. Αν εξαιρέσεις τα παιδιά μου και το άτομό μου που αναφέρω, από εκεί και πέρα αρχίζει η λειτουργία του μυθιστορήματος».
Ναι, αλλά εσείς κάνατε αυτή την εγχείρηση και ήσασταν και στον Κήπο του Λουξεμβούργου. Θεωρείτε ότι αυτό δεν έχει σημασία; «Οχι, δεν έχει σημασία. Θα μπορούσα να το έχω επινοήσει. Υπάρχουν πολύ ισχυρά βιογραφικά στοιχεία, αλλά τίποτε δεν λειτουργεί χωρίς τη φαντασία. Είναι δύσκολο θέμα αυτό, λεπτό. Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία λειτουργούν κάπως καθησυχαστικά από τον αναγνώστη. Ο αναγνώστης δεν θέλει να τον θεωρήσουμε παιδί. Θέλει αλήθειες. Σε ρωτούν συνέχεια “Είναι αλήθεια αυτό; Είναι αλήθεια το άλλο; ” κι εγώ αναρωτιέμαι: “Τι σε νοιάζει, βρε χρυσό μου, αν εγώ έκανα το ένα ή το άλλο;”. Σημασία έχει αν το βιβλίο είναι καλό. Δεν θέλει ο αναγνώστης να του λες διάφορα παραμύθια. Καθησυχάζει και λέει: “Α, εντάξει, αυτός είναι αυτός”».
Δηλαδή ο αναγνώστης θέλει να νιώσει ότι εσείς έχετε βγάλει την ψυχή σας φόρα παρτίδα και του λέτε τον πόνο σας; «Ναι, έτσι. Ο αναγνώστης θέλει να πιστέψει ότι το μυθιστόρημα είναι τηλεφώνημα, ότι είμαστε φίλοι και του τα λέω, ότι είναι ο άνθρωπός μου. Αυτό θέλει να πιστέψει ο αναγνώστης, ότι είναι ο άνθρωπός μου».
Από όλους τους Ελληνες έχετε κρατήσει μόνο τον Γιώργο Θαλάσση στο βιβλίο; «Αν εξαιρέσετε την Πηνελόπη Δέλτα, που οι ήρωές της είναι αστοί και παιδιά μεγάλων αστικών οικογενειών – ο Τρελαντώνης, η ζωή στο Φάληρο κτλ. –, δεν έχουμε και πολλές άλλες φιγούρες. Μόνο ο Γιώργος Θαλάσσης είναι ήρωας, και ο Ζορμπάς. Στο βιβλίο μου, τα πρόσωπα τα μυθιστορηματικά, αυτά που φαντάζεται ο αφηγητής μου, τον οδηγούν σε άλλα μέρη. Ο ήρωάς μου, που μοιάζει με τον Ροβινσώνα Κρούσο, θα οδηγήσει τον αφηγητή σε μια συνάντηση αστέγων, ο Λυσιέν ντε Ρυμπαμπρέ, από τις “Χαμένες ψευδαισθήσεις” του Μπαλζάκ, οδηγεί τον αφηγητή σε έναν ποιητή που θέλει να εκδώσει μια ποιητική συλλογή κτλ., ο Γιώργος Θαλάσσης τον οδηγεί στους “Αγανακτισμένους”».
Οι μυθιστορηματικοί ήρωες οδηγούν και την πλοκή; «Ετσι είναι κατασκευασμένο το βιβλίο. Δεν θα με ενδιέφερε αν οι μυθιστορηματικοί ήρωες με απομάκρυναν από την πραγματικότητα. Εγώ ισχυρίζομαι ότι ένα μυθιστόρημα είναι ένα έργο φαντασίας. Ακόμη κι αν ήθελα να γράψω τη ζωή μου, χωρίς φαντασία δεν θα γινόταν βιβλίο. Παρ’ όλα αυτά, όταν μιλάω για πραγματικά γεγονότα, για την ελληνική κρίση, τους υπονόμους, για τα ορυχεία, όλα αυτά είναι ακριβέστατα, κάνω μια έρευνα».
Με τους «Αγανακτισμένους» πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε; «Με οδήγησε ο Γιώργος Θαλάσσης. Ποιος είναι σήμερα; Εχει γεράσει, ζει με μια συνταξούλα χάλια. Μοιραία ο Γιώργος Θαλάσσης, η Αντίσταση, η Κατοχή, η πείνα με οδήγησαν εκεί».
Είχατε πάει στους «Αγανακτισμένους»; «Ναι, βέβαια, το είχα προλάβει. Και έχω πάει και στην Ισπανία».
Είπατε κάπου ότι αυτό το βιβλίο είναι τέλος εποχής για εσάς; «Πολλοί φεύγουν, αλλά για μένα νομίζω πως ήρθε η ώρα να γυρίσω. Αφενός, δεν θέλω πάντα σε δύσκολες περιόδους να απουσιάζω. Αφετέρου, πιστεύω ότι υπάρχουν περισσότερα θέματα στην Αθήνα για μυθιστόρημα πια παρά στο Παρίσι. Δυστυχώς, αλλά έτσι είναι. Επίσης, έχω μείνει στο Παρίσι 40 χρόνια. Ολες οι πόλεις, ακόμη και οι ωραιότερες, ύστερα από 40 χρόνια σε κουράζουν».
Νομίζω ότι ίσως είναι και μια δύσκολη πόλη για μεγάλους ανθρώπους. «Δεν έχω πια τον ενθουσιασμό που είχα παλιά και συνέβησαν και διάφορα περιστατικά που σου θυμίζουν το πέρασμα του χρόνου. Ο γάλλος εκδότης μου, που ήμασταν μαζί 39 χρόνια, πέθανε πριν από δύο μήνες, η δική μου εγχείρηση, όλα αυτά με έκαναν να αισθανθώ ότι κλείνει ένας κύκλος. Ισως ο μόνος τρόπος για να ξαναβρώ τον χαμένο μου ενθουσιασμό για το Παρίσι είναι να φύγω».
Αυτό βγαίνει και στα βιβλία σας καμιά φορά. Πολλά είναι πολύ ελληνικά. Σε αυτό το βιβλίο, όμως, είναι σαν να υπερασπίζεστε την Ελλάδα. «Υπάρχει ένα είδος τρυφερότητας για την Ελλάδα – αν δεν δείξουμε τώρα, πότε θα δείξουμε σε αυτή τη χώρα ότι τελοσπάντων κάπως την αγαπάμε; Είναι δύσκολα, ξέρεις. Μη νομίζεις, δεν είναι ότι θα πουλήσω την γκαρσονιέρα μου εκεί και θα πω ότι δεν ξαναπατάω. Εχω εκδότη εκεί, έχω συμφέροντα, μια ζωή ολόκληρη φυσικά. Εχω κουραστεί να ακούω τους φίλους μου να με ρωτάνε, όταν έρχομαι στην Αθήνα: “Πότε θα φύγεις;”. Την ημέρα που φτάνω, με ρωτάνε πότε θα φύγω. Θέλω να πάψουν να με ρωτάνε πότε θα φύγω. Δεν έχω άλλη φιλοδοξία. Να σταματήσει αυτή η ερώτηση».
Θεωρείτε πως η αντίληψη του μέσου Γάλλου για την Ελλάδα έχει αλλάξει; «Υπάρχει ένα κύμα φιλελληνισμού από τον 19ο αιώνα, την Ελληνική Επανάσταση. Και η αγάπη για την αρχαία Ελλάδα και τη γλώσσα παραμένουν, έχουμε γερούς υποστηρικτές. Για το βιβλίο αυτό μού έδωσαν το Βραβείο Γαλλικής Γλώσσας, οπότε αναγκάστηκα να μιλήσω. Παρευρίσκονταν εκεί η υπουργός Πολιτισμού, η Ακαδημία, η πνευματική ηγεσία της Γαλλίας. Τους μίλησα για τις άπειρες ελληνικές λέξεις που χρησιμοποιεί η γαλλική γλώσσα. Τους είπα: “Να έχετε υπ’ όψιν σας ότι όλοι από μια ελληνική αρρώστια θα πεθάνετε. Ο καρκίνος, η καρδιοπάθεια, η αιμορραγία, η ηπατίτιδα είναι όλες ελληνικές λέξεις. Και το cimetière όπου θα σας θάψουν είναι ελληνική λέξη”. Γελούσαν, αλλά πάγωσαν. Μια ελληνική λέξη θα σας θάψει τους είπα, είναι μέσα στο λεξικό και σας περιμένει. Ηθελα να τους θυμίσω πως όλες οι λέξεις από εκεί προέρχονται, συντηρούνται με δάνεια».
Είπατε ότι δεν μιλάτε για πολιτική. «Δεν θέλω να επωφεληθώ από το γεγονός ότι είμαι γνωστός από τα βιβλία μου για να μιλάω και για άλλα θέματα. Δηλαδή, έναν υδραυλικό όταν τον παίρνεις σπίτι δεν περιμένεις να σου πει αν υπάρχει Θεός ή όχι».
Εχετε δίκιο, όμως ζούμε στην Ελλάδα. «Ναι, αλλά δεν είμαι ταξιτζής, οι ταξιτζήδες το κάνουν αυτό, να έχουν άποψη και βεβαιότητες για όλα τα ζητήματα. Εγώ έχω αμφιβολίες για όλα τα ζητήματα. Αν είχα βεβαιότητες, θα έκανα κηρύγματα, θα έβγαινα στην τηλεόραση να αγορεύω. Εγώ δεν έχω βεβαιότητες. Απόψεις έχω βέβαια, αλλά δεν θέλω να εκμεταλλευτώ το βιβλίο μου. Να μιλήσουμε για λογοτεχνία. Η λογοτεχνία εμπεριέχει την πολιτική, και δεν μιλάμε αρκετά για λογοτεχνία. Είναι σαν τον πλασιέ που έρχεται σπίτι σου και σου πίνει και έξι μπίρες. Ε, κάτσε λίγο».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Αυγούστου 2013
Το σπίτι του Βασίλη Αλεξάκη αποτελείται από τρία ενοποιημένα δωμάτια στο υπόγειο μιας παλιάς πολυκατοικίας του κέντρου που βλέπουν σε έναν ακάλυπτο με λεμονιές. Το εσωτερικό του σπιτιού μοιάζει με έναν ακαθόριστο λαβύρινθο: δεν υπάρχουν πόρτες, ενώ τα κρεβάτια είναι κουκέτες. Το πάτωμα είναι βαμμένο μουσταρδί και στη μέση του δωματίου δεσπόζει ένα τραπέζι του πινγκ-πονγκ. Πίσω μου, σε ένα συρτάρι, βρίσκεται το «Grande Robert de la Langue Française», ένα μεγάλο πολύτομο λεξικό της γαλλικής γλώσσας. Αυτή η αγάπη για τη γλώσσα – την ελληνική, αλλά και τη γαλλική – έχει σημαδέψει το έργο του Αλεξάκη, ο οποίος μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Παρισιού και Αθήνας για πάνω από 40 χρόνια. Στα βιβλία του γράφει σε πρώτο πρόσωπο για το ταξίδι Παρίσι - Αθήνα (ένα από τα πιο γνωστά βιβλία του), τη γλώσσα, τα ταξίδια, μέσα και έξω από αυτήν. Η Γαλλία έχει σταθεί καλή μαζί του όλα αυτά τα χρόνια. Εχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις: με το Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας, το Βραβείο Αλμπέρ Καμύ, ενώ εφέτος κέρδισε και το Βραβείο Γαλλικής Γλώσσας. Κι όμως, το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Ο μικρός Ελληνας», που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εξάντας, είναι το πιο μελαγχολικό απ’ όλα τα προηγούμενα. Ο αφηγητής βρίσκεται στο νοσοκομείο για μια ξαφνική και επικίνδυνη εγχείρηση στο πόδι και μετά, μη μπορώντας να ανέβει τις σκάλες του διαμερίσματός του, βρίσκεται ξαφνικά να μένει σε ένα ξενοδοχείο δίπλα στον Κήπο του Λουξεμβούργου. Oι Κήποι γίνονται η πηγή της έμπνευσής του. Ξαφνικά εμφανίζονται όλοι οι ήρωες των παιδικών του χρόνων: Από τον Γιάννη Αγιάννη, τον Μάριο και την Τιτίκα των «Αθλίων» μέχρι τον Ροβινσώνα Κρούσο και τον Γιώργο Θαλάσση. Οπως ο αφηγητής, έτσι και ο Αλεξάκης έκανε αυτήν ακριβώς την εγχείρηση και έμεινε δύο μήνες σε ξενοδοχείο μέχρι να συνέλθει.
Πώς αποφασίσατε να επιστρέψετε στους ήρωες των παιδικών σας χρόνων; «Είναι ένα σχέδιο που είχα από παλιά, γιατί αισθανόμουν ότι τους το χρωστούσα. Αυτοί οι ήρωες των παιδικών μου χρόνων είναι που με έκαναν να αγαπήσω τη λογοτεχνία και να διαλέξω αυτό το επάγγελμα. Κάποτε έπρεπε να τους πω ένα ευχαριστώ. Τους νοσταλγούσα κιόλας, αναρωτιόμουν τι εντύπωση θα μου έκαναν όλα αυτά τα βιβλία τώρα που μεγάλωσα. Την ιδέα του μυθιστορήματος μου την έδωσε αυτή η αναπηρία που είχα για δύο μήνες, όταν έκανα μια σημαντική εγχείρηση σε μια αρτηρία στο πόδι και κυκλοφορούσα με πατερίτσες. Δεν μπορούσα να πάω σπίτι μου, έμενα σε ξενοδοχείο και πήγαινα στον Κήπο του Λουξεμβούργου».
Κάπου δηλώσατε ότι ο Κήπος σάς θύμισε διάφορα μυθιστορήματα. «Ναι, τους “Αθλιους” του Ουγκό, τις “Χαμένες ψευδαισθήσεις” του Μπαλζάκ, τον Μποντλέρ. Τον Ανατόλ Φρανς, που είχε δουλέψει εκεί μέσα. Πολύς κόσμος είχε δουλέψει στον Κήπο του Λουξεμβούργου, γιατί είναι ένα παλιό παλάτι όπου εγκαταστάθηκε η Γερουσία επί Ναπολέοντος. Το πρόσθετο στοιχείο είναι ότι στους Κήπους υπάρχει ένα κουκλοθέατρο στο οποίο πρωταγωνιστεί ο Γκινιόλ, ο γάλλος Καραγκιόζης, και αυτό το κουκλοθέατρο, που είναι παλιό, έχει ανεβάσει όλα τα κλασικά εικονογραφημένα της παιδικής μου ηλικίας. Μέσα σε αυτό το θεατράκι, που έχει μια αποθήκη με κούκλες, όλοι αυτοί οι ήρωες που εγώ ήθελα να αναβιώσω με περίμεναν εκεί στοιβαγμένοι, κρεμασμένοι από δοκάρια».
Η εγχείρηση ουσιαστικά σάς έδωσε την αφορμή να γράψετε αυτό το βιβλίο. Ηταν θέμα περιστάσεων; «Οχι, είναι πιο ουσιαστικό το θέμα, γιατί μια τέτοια εγχείρηση σημαίνει φόβο θανάτου. Ο φόβος του θανάτου μοιραία σε οδηγεί στην παιδική σου ηλικία. Θες να πιάσεις τα πράγματα από την αρχή, για να κερδίσεις χρόνο. Μέσα στο βιβλίο, το οποίο είναι παιχνιδιάρικο, περιπετειώδες, κάπου στο πίσω μέρος υπάρχει ένας ανάπηρος που φοβήθηκε. Εγώ δεν το είχα συνειδητοποιήσει, αλλά προφανώς φοβήθηκα πάρα πολύ. Κατά διαβολική σύμπτωση, ανάμεσα σε όλες αυτές τις μαριονέτες που σας αναφέρω υπάρχει μια μαριονέτα του θανάτου εφιαλτική. Τα είχα όλα εκεί, και το παιχνίδι, και την παιδική ηλικία, και το τέλος της ζωής, και τα πάντα».
Ο αφηγητής είναι πιο τρωτός από κάθε άλλη φορά σε αυτό το βιβλίο σας; «Ναι, είναι λίγο κακομοιρούλης, τι να κάνουμε...».
Γενικά οι άνδρες δεν είναι και οι καλύτεροι ασθενείς. «Ναι, είμαστε λίγο χέστηδες. Να σας πω, εγώ δεν έχω επίγνωση ότι φοβήθηκα, αλλά γράφοντας το βιβλίο είπα ότι εδώ υπάρχει κάτι: όλο μαζί το βιβλίο κουβαλάει μια μελαγχολία. Δεν είναι το πρώτο επίπεδο αυτό, αλλά στην ουσία αυτό είναι, και μια μοναξιά. Είναι μόνος του».
Υπάρχει μια σκηνή στην οποία ο αφηγητής θέλει απεγνωσμένα να μιλήσει για την αρρώστια του και καταλήγει να την περιγράφει αναλυτικά σε μια κυρία που προσέχει τις τουαλέτες στον Κήπο του Λουξεμβούργου. «Κι εγώ γέλασα, γιατί όλα αυτά δεν είναι πραγματικά. Υπήρξε, βέβαια, στις τουαλέτες μια κυρία που ήταν συμπαθής. Αν εξαιρέσεις τα παιδιά μου και το άτομό μου που αναφέρω, από εκεί και πέρα αρχίζει η λειτουργία του μυθιστορήματος».
Ναι, αλλά εσείς κάνατε αυτή την εγχείρηση και ήσασταν και στον Κήπο του Λουξεμβούργου. Θεωρείτε ότι αυτό δεν έχει σημασία; «Οχι, δεν έχει σημασία. Θα μπορούσα να το έχω επινοήσει. Υπάρχουν πολύ ισχυρά βιογραφικά στοιχεία, αλλά τίποτε δεν λειτουργεί χωρίς τη φαντασία. Είναι δύσκολο θέμα αυτό, λεπτό. Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία λειτουργούν κάπως καθησυχαστικά από τον αναγνώστη. Ο αναγνώστης δεν θέλει να τον θεωρήσουμε παιδί. Θέλει αλήθειες. Σε ρωτούν συνέχεια “Είναι αλήθεια αυτό; Είναι αλήθεια το άλλο; ” κι εγώ αναρωτιέμαι: “Τι σε νοιάζει, βρε χρυσό μου, αν εγώ έκανα το ένα ή το άλλο;”. Σημασία έχει αν το βιβλίο είναι καλό. Δεν θέλει ο αναγνώστης να του λες διάφορα παραμύθια. Καθησυχάζει και λέει: “Α, εντάξει, αυτός είναι αυτός”».
Δηλαδή ο αναγνώστης θέλει να νιώσει ότι εσείς έχετε βγάλει την ψυχή σας φόρα παρτίδα και του λέτε τον πόνο σας; «Ναι, έτσι. Ο αναγνώστης θέλει να πιστέψει ότι το μυθιστόρημα είναι τηλεφώνημα, ότι είμαστε φίλοι και του τα λέω, ότι είναι ο άνθρωπός μου. Αυτό θέλει να πιστέψει ο αναγνώστης, ότι είναι ο άνθρωπός μου».
Από όλους τους Ελληνες έχετε κρατήσει μόνο τον Γιώργο Θαλάσση στο βιβλίο; «Αν εξαιρέσετε την Πηνελόπη Δέλτα, που οι ήρωές της είναι αστοί και παιδιά μεγάλων αστικών οικογενειών – ο Τρελαντώνης, η ζωή στο Φάληρο κτλ. –, δεν έχουμε και πολλές άλλες φιγούρες. Μόνο ο Γιώργος Θαλάσσης είναι ήρωας, και ο Ζορμπάς. Στο βιβλίο μου, τα πρόσωπα τα μυθιστορηματικά, αυτά που φαντάζεται ο αφηγητής μου, τον οδηγούν σε άλλα μέρη. Ο ήρωάς μου, που μοιάζει με τον Ροβινσώνα Κρούσο, θα οδηγήσει τον αφηγητή σε μια συνάντηση αστέγων, ο Λυσιέν ντε Ρυμπαμπρέ, από τις “Χαμένες ψευδαισθήσεις” του Μπαλζάκ, οδηγεί τον αφηγητή σε έναν ποιητή που θέλει να εκδώσει μια ποιητική συλλογή κτλ., ο Γιώργος Θαλάσσης τον οδηγεί στους “Αγανακτισμένους”».
Οι μυθιστορηματικοί ήρωες οδηγούν και την πλοκή; «Ετσι είναι κατασκευασμένο το βιβλίο. Δεν θα με ενδιέφερε αν οι μυθιστορηματικοί ήρωες με απομάκρυναν από την πραγματικότητα. Εγώ ισχυρίζομαι ότι ένα μυθιστόρημα είναι ένα έργο φαντασίας. Ακόμη κι αν ήθελα να γράψω τη ζωή μου, χωρίς φαντασία δεν θα γινόταν βιβλίο. Παρ’ όλα αυτά, όταν μιλάω για πραγματικά γεγονότα, για την ελληνική κρίση, τους υπονόμους, για τα ορυχεία, όλα αυτά είναι ακριβέστατα, κάνω μια έρευνα».
Με τους «Αγανακτισμένους» πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε; «Με οδήγησε ο Γιώργος Θαλάσσης. Ποιος είναι σήμερα; Εχει γεράσει, ζει με μια συνταξούλα χάλια. Μοιραία ο Γιώργος Θαλάσσης, η Αντίσταση, η Κατοχή, η πείνα με οδήγησαν εκεί».
Είχατε πάει στους «Αγανακτισμένους»; «Ναι, βέβαια, το είχα προλάβει. Και έχω πάει και στην Ισπανία».
Είπατε κάπου ότι αυτό το βιβλίο είναι τέλος εποχής για εσάς; «Πολλοί φεύγουν, αλλά για μένα νομίζω πως ήρθε η ώρα να γυρίσω. Αφενός, δεν θέλω πάντα σε δύσκολες περιόδους να απουσιάζω. Αφετέρου, πιστεύω ότι υπάρχουν περισσότερα θέματα στην Αθήνα για μυθιστόρημα πια παρά στο Παρίσι. Δυστυχώς, αλλά έτσι είναι. Επίσης, έχω μείνει στο Παρίσι 40 χρόνια. Ολες οι πόλεις, ακόμη και οι ωραιότερες, ύστερα από 40 χρόνια σε κουράζουν».
Νομίζω ότι ίσως είναι και μια δύσκολη πόλη για μεγάλους ανθρώπους. «Δεν έχω πια τον ενθουσιασμό που είχα παλιά και συνέβησαν και διάφορα περιστατικά που σου θυμίζουν το πέρασμα του χρόνου. Ο γάλλος εκδότης μου, που ήμασταν μαζί 39 χρόνια, πέθανε πριν από δύο μήνες, η δική μου εγχείρηση, όλα αυτά με έκαναν να αισθανθώ ότι κλείνει ένας κύκλος. Ισως ο μόνος τρόπος για να ξαναβρώ τον χαμένο μου ενθουσιασμό για το Παρίσι είναι να φύγω».
Αυτό βγαίνει και στα βιβλία σας καμιά φορά. Πολλά είναι πολύ ελληνικά. Σε αυτό το βιβλίο, όμως, είναι σαν να υπερασπίζεστε την Ελλάδα. «Υπάρχει ένα είδος τρυφερότητας για την Ελλάδα – αν δεν δείξουμε τώρα, πότε θα δείξουμε σε αυτή τη χώρα ότι τελοσπάντων κάπως την αγαπάμε; Είναι δύσκολα, ξέρεις. Μη νομίζεις, δεν είναι ότι θα πουλήσω την γκαρσονιέρα μου εκεί και θα πω ότι δεν ξαναπατάω. Εχω εκδότη εκεί, έχω συμφέροντα, μια ζωή ολόκληρη φυσικά. Εχω κουραστεί να ακούω τους φίλους μου να με ρωτάνε, όταν έρχομαι στην Αθήνα: “Πότε θα φύγεις;”. Την ημέρα που φτάνω, με ρωτάνε πότε θα φύγω. Θέλω να πάψουν να με ρωτάνε πότε θα φύγω. Δεν έχω άλλη φιλοδοξία. Να σταματήσει αυτή η ερώτηση».
Θεωρείτε πως η αντίληψη του μέσου Γάλλου για την Ελλάδα έχει αλλάξει; «Υπάρχει ένα κύμα φιλελληνισμού από τον 19ο αιώνα, την Ελληνική Επανάσταση. Και η αγάπη για την αρχαία Ελλάδα και τη γλώσσα παραμένουν, έχουμε γερούς υποστηρικτές. Για το βιβλίο αυτό μού έδωσαν το Βραβείο Γαλλικής Γλώσσας, οπότε αναγκάστηκα να μιλήσω. Παρευρίσκονταν εκεί η υπουργός Πολιτισμού, η Ακαδημία, η πνευματική ηγεσία της Γαλλίας. Τους μίλησα για τις άπειρες ελληνικές λέξεις που χρησιμοποιεί η γαλλική γλώσσα. Τους είπα: “Να έχετε υπ’ όψιν σας ότι όλοι από μια ελληνική αρρώστια θα πεθάνετε. Ο καρκίνος, η καρδιοπάθεια, η αιμορραγία, η ηπατίτιδα είναι όλες ελληνικές λέξεις. Και το cimetière όπου θα σας θάψουν είναι ελληνική λέξη”. Γελούσαν, αλλά πάγωσαν. Μια ελληνική λέξη θα σας θάψει τους είπα, είναι μέσα στο λεξικό και σας περιμένει. Ηθελα να τους θυμίσω πως όλες οι λέξεις από εκεί προέρχονται, συντηρούνται με δάνεια».
Είπατε ότι δεν μιλάτε για πολιτική. «Δεν θέλω να επωφεληθώ από το γεγονός ότι είμαι γνωστός από τα βιβλία μου για να μιλάω και για άλλα θέματα. Δηλαδή, έναν υδραυλικό όταν τον παίρνεις σπίτι δεν περιμένεις να σου πει αν υπάρχει Θεός ή όχι».
Εχετε δίκιο, όμως ζούμε στην Ελλάδα. «Ναι, αλλά δεν είμαι ταξιτζής, οι ταξιτζήδες το κάνουν αυτό, να έχουν άποψη και βεβαιότητες για όλα τα ζητήματα. Εγώ έχω αμφιβολίες για όλα τα ζητήματα. Αν είχα βεβαιότητες, θα έκανα κηρύγματα, θα έβγαινα στην τηλεόραση να αγορεύω. Εγώ δεν έχω βεβαιότητες. Απόψεις έχω βέβαια, αλλά δεν θέλω να εκμεταλλευτώ το βιβλίο μου. Να μιλήσουμε για λογοτεχνία. Η λογοτεχνία εμπεριέχει την πολιτική, και δεν μιλάμε αρκετά για λογοτεχνία. Είναι σαν τον πλασιέ που έρχεται σπίτι σου και σου πίνει και έξι μπίρες. Ε, κάτσε λίγο».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Αυγούστου 2013
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου