Παθιασμένη
αλλά και δυστυχισμένη, ταυτόχρονα αυταρχική και υποταγμένη, έξυπνη αλλά
κι όλο σάρκα, τόσο στυλάτη παρά την παράξενη κόμμωσή της, γυναίκα που
καταβροχθίζει τους εραστές της κι ωστόσο δεμένη για πάντα με έναν μόνο
άντρα -για ποιαν να πρόκειται άραγε; Την Μπρίτνεϊ Σπίαρς, τη Ρασίντα
Ντάτι, [1] την Κάρλα Μπρούνι;
Όχι, αυτό ακριβώς είναι το πορτρέτο που συναντάμε στον «Nouvel Observateur» [2] για μια γυναίκα η οποία υπήρξε φιλόσοφος, στρατευμένη διανοούμενη και μαχητική αγωνίστρια και η οποία για πολλούς, τόσο στη Γαλλία όσο και στο εξωτερικό, ενσαρκώνει τον φεμινισμό: πρόκειται για τη Σιμόν ντε Μποβουάρ. Χρησιμοποιήθηκαν δε, όλοι οι μηχανισμοί του πορτρέτου «people», συμπεριλαμβανομένης και της «προκλητικής φωτογραφίας» -στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια γυμνή φωτογραφία στο εξώφυλλο.
Το αφιέρωμα του μεγάλου γαλλικού περιοδικού που δημοσιεύθηκε με την ευκαιρία της εκατοστής επετείου της γέννησης της Σιμόν ντε Μποβουάρ, είναι αποκαλυπτικό των όρων που οφείλει να πληροί μια γυναίκα (ακόμα κι αυτή) για να εισχωρήσει, στις μέρες μας, στη Γαλλία, στο πάνθεον των μεγάλων ανδρών.
Ο πρώτος όρος είναι να... συνοδεύεται από έναν άντρα! Πράγμα που συμβαίνει σε ολόκληρο το αφιέρωμα: αρχίζει με την εξιστόρηση της σχέσης της με τον Κλοντ Λανζμάν, συνεχίζεται με τον Ζαν-Πολ Σαρτρ και τελειώνει με τον αμερικανό εραστή της, Νέλσον Όλγκριν. Δείχνει μια γυναίκα που ζει μια έντονη και συζυγική σχέση -υπογράφει τις επιστολές της στον Λανζμάν ως «η γυναίκα σου»- μια γυναίκα γεμάτη ευγνωμοσύνη γι’ αυτόν τον ανέλπιστο έρωτα-«εκείνη που πίστευε ότι τώρα πλέον ήταν υπερβολικά γριά για τον έρωτα, τώρα κλαίει από ευτυχία» γράφουν οι δημοσιογράφοι που επιμελήθηκαν το αφιέρωμα, μιλώντας για μια γυναίκα... 44 ετών!). Ή, όπως έλεγε κι ο Λανζμάν, «μια πραγματική γυναίκα, ολοκληρωμένη». Στ’ αλήθεια, ο Λανζμάν -κι οι δημοσιογράφοι- μιλάνε όντως για τη Σιμόν ντε Μποβουάρ; Τη συγγραφέα του «Δεν γεννιέσαι γυναίκα, γίνεσαι», εκείνη που απέδειξε ότι το να είσαι γυναίκα δεν εξαρτάται από καμία «φύση» η οποία υποτίθεται ότι προκαθορίζει αυτήν την ιδιότητα;
Απ’ ό,τι φαίνεται ναι, κι ο τόνος που κυριαρχεί είναι ο εξής: η πραγματική γυναίκα δεν είναι η φεμινίστρια κι η αγωνίστρια, είναι η «μεγάλη ερωτευμένη», όπως μας εξηγεί κι η Αριέλ Ντομπάλ, της οποίας ζήτησε τη συμβολή ο «Nouvel Observateur» -ίσως επειδή είναι, κι αυτή, αυτό που ήταν πάνω απ’ όλα η Μποβουάρ στα μάτια τους: μια «σύζυγος φιλοσόφου». [3]
Έτσι, όλα παρουσιάζονται σάμπως η ερωτική ζωή μιας γυναίκας η οποία δεν παντρεύτηκε, δεν απέκτησε παιδιά, κι απ’ ό,τι φαίνεται γνώρισε αρκετούς εραστές ή ερωμένες, να εκτυλίχθηκε μόνο κάτω από την κηδεμονία αντρών -οι ομοφυλοφιλικές της σχέσεις αναφέρονται απλώς ως μια εκδήλωση της προσωπικότητάς της «που ήθελε να χειραγωγεί τα πάντα»- στο μοτίβο του τραγικού πάθους και με υπόβαθρο την καθυστερημένη συμφιλίωσή της με τη μονογαμική συζυγική ζωή -θάφτηκε «έχοντας στο δάχτυλό της το ασημένιο δαχτυλίδι-βέρα που της είχε χαρίσει ο Όλγκριν».
Η φωτογραφία που δημοσιεύθηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού είναι -όπως κι η επιμονή στην ερωτική ζωή της Μποβουάρ- αρκούντως σοκαριστική. Σάμπως η φιλόσοφος να όφειλε -προτού αξιωθεί να την τιμήσουν τα περιοδικά και να εορταστεί η επέτειος της γέννησής της από το γαλλικό έθνος- όχι μόνο να δώσει εχέγγυα του έρωτά της για τους άντρες, αλλά και να... γδυθεί. Μια γυναίκα είναι «πραγματική» γυναίκα μόνο όταν είναι ένα σώμα, και μάλιστα ένα σώμα το οποίο δεν αρνείται να εγκαταλειφθεί στο βλέμμα των αντρών... αλλά ούτε και σε εκείνο των διαφημιστών. [4]
Όμως, η γυμνή φωτογραφία αποκτά το πραγματικό νόημά της μόνο σε συνδυασμό με το αφιέρωμα, που επιμελήθηκαν η Αγκάτ Λοζάρ και η Οντ Λανσελέν, και στη ριζική, μανιχαϊστική αντίθεση στην οποία στηρίζεται, ανάμεσα στη σεξουαλική και αισθηματική ζωή της Σιμόν ντε Μποβουάρ και στην πνευματική ζωή και τη στράτευσή της. Όπως μας εξηγούν στην εισαγωγή, «η σύντροφος του Σαρτρ κήρυξε τον πόλεμο στην πατριαρχία, αλλά υπήρξε επίσης θύμα του πάθους».
Από τη μια πλευρά, η Σιμόν ντε Μποβουάρ, κάτοχος του υψηλότερου πανεπιστημιακού διπλώματος στη φιλοσοφία, συγγραφέας του «Δεύτερου Φύλου», βραβευμένη με το βραβείο Γκονκούρ, [5] στρατευμένη στην υπόθεση του φεμινισμού και της αριστεράς. Κι από την άλλη, η Μποβουάρ γυναίκα κι ερωμένη, παρασυρμένη από την επιθυμία κι από τα πάθη: αυτές οι δύο πραγματικότητες θεωρούνται ανταγωνιστικές. Σάμπως η ερωτική της ζωή, η πνευματική της μαθητεία και το πολυγαμικό ζευγάρι που είχε δημιουργήσει με τον Σαρτρ να μην είχαν καμία σχέση με τον προβληματισμό της για τις συζυγικές κι οικογενειακές νόρμες.
Τίποτα από όσα ανήκουν στην «ιδιωτική» ζωή της Σιμόν ντε Μποβουάρ δεν αντιμετωπίζεται ποτέ ως «πολιτικό» : αρκούνται στην τόσο «παραδοσιακή» -και αντιδραστική- αντίθεση ανάμεσα στο συναίσθημα και στη νόηση, στο σώμα και στο πνεύμα. [6] Χωρίς αμφιβολία, αυτή η αντίθεση είναι ένα δημοσιογραφικό κόλπο. Ωστόσο, επιτρέπει να διακηρυχθεί εκ νέου η διάκριση ανάμεσα στα πεδία τα οποία υποτίθεται ότι προορίζονται «από τη φύση τους» για τους άντρες και για τις γυναίκες: για τους πρώτους η αφαίρεση, για τις δεύτερες το πάθος. Εξάλλου, η απόπειρα της Μποβουάρ να αποδομήσει μέσα στα βιβλία της, αλλά και να ξεπεράσει μέσα στη ζωή της, αυτόν τον «ιερό» διαχωριστικό φραγμό, παρουσιάζεται ως αδιαλλαξία, ως ψυχρότητα και, τελικά, ως δυστυχία.
Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο πάντα, η Μποβουάρ παρουσιάζεται «να κάνει διαρκώς κήρυγμα, άκαμπτη και περιχαρακωμένη μέσα στις βεβαιότητές της». Είναι «ειλικρινής» στη στράτευσή της, αλλά «τόσο ψυχρή», που καταλήγει να γίνει η «σαρτρική Σιδηρά Κυρία».
Η αντίθεση ενισχύεται κι από τα έμμεσα συμπεράσματα του αφιερώματος: η «φύση» πάντοτε υπερισχύει. Εξάλλου, δεν παρέμεινε «γκομενίτσα μέχρι την άκρη των βαμμένων νυχιών της» ; Κι ο συγγραφέας Φιλίπ Σολέρ [7] εξηγεί ότι «με τη διαπεραστική, δυσάρεστη, πεισματάρικη, διδακτική φωνή της, έμοιαζε να θέλει να αρνηθεί την ωραία εικόνα της».
Αντίθετα με τον έναρθρο λόγο, ο τομέας όπου η Μποβουάρ αποδεικνύεται πιο γοητευτική είναι η εμφάνισή της. Όπως βεβαιώνει η Ντομπάλ, αν και «κρυβόταν πίσω από άχαρα ταγέρ και αυστηρά τουρμπάνια», ήταν μια «γοητευτική γυναίκα». Θα ήταν ανάρμοστο, εξάλλου, μια διάσημη Γαλλίδα να είναι ασουλούπωτη και κακάσχημη.
Η διανοούμενη και στρατευμένη Σιμόν ντε Μποβουάρ θάβεται με το γνωστό θράσος του Φιλίπ Σολέρ: «Θα μείνει στην ιστορία ως μεγάλη επιστολογράφος». Αποφασίζοντας όλο στόμφο ότι οι αριστουργηματικές ερωτικές επιστολές της είναι ανώτερες από το θεωρητικό της έργο, μας καλεί να «(ξανα)διαβάσουμε την επιστολογράφο Μποβουάρ», την Μποβουάρ του μυστικού και του ιδιωτικού, των αισθημάτων και της διαχυτικότητας, «επιτέλους αισθησιακή, αστεία».
Έτσι, το αφιέρωμα έρχεται να τροφοδοτήσει την αγαπημένη θεματική του αντιφεμινιστικού backlash. [8] ο αγώνας των γυναικών τις κάνει ψυχρές, τις απομονώνει, τις κάνει δυστυχισμένες. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει σταδιακά από την ιδέα ότι ο αγώνας της Μποβουάρ είναι βίαιος. Ο «πόλεμος» που διεξάγει περιορίζεται σε μερικές διεκδικήσεις που αναφέρονται με συνοπτικό τρόπο: άρνηση του «αρσενικού μέλλοντος», απόρριψη του μεικτού χαρακτήρα των φεμινιστικών ομάδων, υπεράσπιση του δικαιώματος των γυναικών στη βία, κατάργηση της οικογένειας προς όφελος της κοινότητας...
Θα μπορούσε να περιμένει κανείς ορισμένες εξηγήσεις. Πρέπει να αρκεστεί σε μια απλή απαρίθμηση, η οποία ακολουθείται αμέσως από το εξωφρενικό ερώτημα : « Τη διάβαζαν και την τιμούσαν σε ολόκληρο τον κόσμο, η γνώμη της μετρούσε• ήταν όμως ευτυχισμένη;» Η πολυπόθητη απάντηση μας δίνεται μερικές σελίδες παρακάτω από την Ντομπάλ, η οποία φθάνει μέχρι το σημείο να πανηγυρίσει για την αποτυχία της αναζήτησης από την Μποβουάρ μιας «ελευθερίας υπεράνω των δυνάμεών της». Κι η ηθοποιός-τραγουδίστρια καταλήγει σε μια συγκλονιστική εικόνα της Μποβουάρ, «η οποία πήγαινε να καθίσει σε ένα παγκάκι, μόνη, δίπλα στον τάφο του Σαρτρ (...), κλαίγοντας τον έρωτα μιας ζωής».
Αυτό, ακριβώς, το τραγικό πεπρωμένο υποτίθεται ότι μετέτρεψε τη Σιμόν ντε Μποβουάρ σε μια εξαιρετική γυναίκα κι όχι το έργο ή η δράση της. Ο τίτλος του αφιερώματος, «Η σκανδαλώδης», είναι αποκαλυπτικός. Γιατί, αν οι δύο συντάκτριές του παραθέτουν τις αγανακτισμένες αντιδράσεις του Αλμπέρ Καμί και του Φρανσουά Μοριάκ μετά την έκδοση του «Δεύτερου Φύλου», το 1949, [9] δεν κρίνουν σκόπιμο να διευκρινίσουν ποιες θέσεις της συγγραφέως προκάλεσαν την αγανάκτηση των αρσενικών!
Κατά κάποιον τρόπο, η Μποβουάρ περνάει στην εθνική κληρονομιά όπως ακριβώς ο Γκι Μοκέ [10] στο πάνθεον του σαρκοζισμού: σαν μια μυθοποιημένη κι αποπολιτικοποιημένη προσωπικότητα, αποσυνδεδεμένη από το κοινωνικό της πλαίσιο και από κάθε σχέση κυριαρχίας. [11] Οι συγκρούσεις απαλείφονται προς όφελος του εορτασμού της εθνικής μας μεγαλοφυΐας, στον οποίο καλούμαστε να συμμετάσχουμε.
Μάλιστα, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι στο άρθρο που αφιερώνεται στην Μποβουάρ παρατίθενται μαρτυρίες προσωπικοτήτων του σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος, οι οποίες παρουσιάζονται ως ατομικότητες και ποτέ ως πρωταγωνίστριες συλλογικών αγώνων. Αντίθετα, στα ένθετα κείμενα που παρεμβάλλονται, γίνεται μεγάλη προσπάθεια για την προβολή του Σολέρ ή της Ντομπάλ, δύο διασημοτήτων που διαλέγονται ως ίσος προς ίσον με την Μποβουάρ, παρά το γεγονός ότι δεν φημίζονται διόλου για το φιλοσοφικό τους έργο ή τη φεμινιστική τους στράτευση.
Ο Ρολάν Μπαρτ έδειξε με ποιον τρόπο η περιγραφή των διακοπών των συγγραφέων συνέβαλε στην ενίσχυση της εικόνας τους ως «ξεχωριστών» προσωπικοτήτων, τις οποίες τιμάμε γι’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητά τους κι όχι για τη λογοτεχνική παραγωγή τους. [12] Το αφιέρωμα στη Σιμόν ντε Μποβουάρ κλείνει με την απότιση φόρου τιμής στον απλό λαό που εκδήλωσε τον σεβασμό του κατά τη διάρκεια της κηδείας της: αυτούς τους σερβιτόρους της «La Coupole», οι οποίοι «σχημάτισαν μια τιμητική φρουρά γύρω από το φέρετρό της κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης πομπής»...
Σημειώσεις
[1] (ΣτΜ) : Η γαλλίδα υπουργός Δικαιοσύνης, αραβικής καταγωγής, προσωπική επιλογή του προέδρου Σαρκοζί. Συγκεντρώνει τακτικά τους προβολείς της δημοσιότητας, αλλά της ασκείται και σφοδρή κριτική για τις επιλογές της.
[2] « Simone de Beauvoir. La scandaleuse », « Le Nouvel Observateur », Παρίσι, 3-9 Ιανουαρίου 2008.
[3] (ΣτΜ) : Η Αριέλ Ντομπάλ είναι η (στυλ Μπάρμπι ηθοποιός) σύζυγος του εξαιρετικά -κι ίσως υπερβολικά- προβεβλημένου από τα μέσα ενημέρωσης φιλόσοφου και συγγραφέα Μπερνάρ Ανρί Λεβί.
[4] Υπαινιγμός στο άρθρο του γνωστού για την αιχμηρή πένα του δημοσιογράφου της « Libération » Daniel Schneidermann, ο οποίος εξαπέλυσε, στις 19/11/08, δριμύτατη επίθεση κατά του « Nouvel Observateur », κατηγορώντας τον ότι η γυμνή φωτογραφία στο εξώφυλλο -και μάλιστα ρετουσαρισμένη έτσι ώστε ο πισινός της Μποβουάρ που κυριαρχεί στο πλάνο να χάσει αρκετά κιλά και να ταιριάζει στις σημερινές αισθητικές νόρμες- χρησιμοποιήθηκε για να αυξήσει τις πωλήσεις, να ενθουσιάσει τις επιχειρήσεις προϊόντων πολυτελείας που διαφημίζονται στις σελίδες του περιοδικού, και να κάνει πιο. Για τους αναγνώστες του περιοδικού, τους οποίους πολλοί εντάσσουν στην κατηγορία « αριστερά του χαβιαριού » ενδιαφέρον, το αφιέρωμα στον « δεινόσαυρο » της φιλοσοφίας. Στον απόηχο του θορύβου που δημιούργησε το άρθρο του, οι Chiennes de Garde, η φεμινιστική οργάνωση που μάχεται ενάντια στον σεξισμό, ζήτησε να δημοσιεύσει το περιοδικό γυμνές φωτογραφίες ανδρών φιλοσόφων ή φωτογραφίες με τον πισινό του Ζαν Ντανιέλ, του εκδότη του περιοδικού.
[5] Το βραβείο Γκονκούρ είναι το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο στη Γαλλία.
[6] Michelle Le Duff, « Le sexe du savoir », Aubier-Montaigne, Παρίσι, 1998.
[7] (ΣτΜ) : (1936) Γάλλος συγγραφέας. Ξεκίνησε από μαοϊκός για να καταλήξει θαυμαστής του πάπα Ιωάννη Παύλου Β’. Κοσμικός, ευφυολόγος, παραδοξολόγος, διασκεδαστικός. Μάλιστα, το συχνά σκανδαλοθηρικό περιοδικό « Paris Match », το οποίο σίγουρα δεν απευθύνεται σε διανοούμενο κοινό, στην παρουσίαση των απομνημονευμάτων του, τον αποκάλεσε « ελαφρύ » και « αυτολιβανιζόμενο, σε βαθμό που έχει παραφουσκώσει από λογοτεχνικό μπότοξ » (8-14/11/07, nΦ 3051).
[8] Susan Faludi, « Backlash : la guerre froide contre les femmes », « Des femmes », Παρίσι, 1993 :
[9] Βλέπε Sylvie Chaperon, « "Le Deuxième Sexe" en héritage », « Le Monde diplomatique », Ιανουάριος 1999.
[10] (ΣτΜ) : Τον περασμένο Οκτώβριο, ο Νικολά Σαρκοζί, για να τονώσει το πατριωτικό φρόνημα των μαθητών και να δώσει έμφαση στην ιδέα της θυσίας, διέταξε -υποκαθιστώντας τον αρμόδιο υπουργό Παιδείας- να διαβαστεί σε όλα τα σχολεία της χώρας η εξαιρετικά συγκινητική επιστολή που έστειλε στην οικογένειά του ο νεαρός αντιστασιακός Γκι Μοκέ, λίγο πριν τουφεκιστεί από τους Γερμανούς. Αυτή η πρωτοβουλία ξεσήκωσε σφοδρές αντιδράσεις, καθώς επιχειρήθηκε να αποσιωπηθεί η πολιτική ένταξή του (ΚΚΓ), καθώς και το γεγονός της σύλληψής του από την αστυνομία του καθεστώτος του δοσίλογου Πετέν, η οποία μάλιστα ήταν εκείνη που υποδείκνυε στους Γερμανούς ποιους από τους ομήρους έπρεπε να εκτελέσουν (κατά προτεραιότητα τους κομμουνιστές).
[11] Laurence De Cock-Pierrepoint, « Des usages étatiques de la lettre de Guy Moquet ».
[12] Roland Barthes, « Mythologies », (1957), « Seuil », Παρίσι, 1992.
Πηγή: monde diplomatique.gr
Αναδημοσίευση από το Red Notebook.
Όχι, αυτό ακριβώς είναι το πορτρέτο που συναντάμε στον «Nouvel Observateur» [2] για μια γυναίκα η οποία υπήρξε φιλόσοφος, στρατευμένη διανοούμενη και μαχητική αγωνίστρια και η οποία για πολλούς, τόσο στη Γαλλία όσο και στο εξωτερικό, ενσαρκώνει τον φεμινισμό: πρόκειται για τη Σιμόν ντε Μποβουάρ. Χρησιμοποιήθηκαν δε, όλοι οι μηχανισμοί του πορτρέτου «people», συμπεριλαμβανομένης και της «προκλητικής φωτογραφίας» -στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια γυμνή φωτογραφία στο εξώφυλλο.
Το αφιέρωμα του μεγάλου γαλλικού περιοδικού που δημοσιεύθηκε με την ευκαιρία της εκατοστής επετείου της γέννησης της Σιμόν ντε Μποβουάρ, είναι αποκαλυπτικό των όρων που οφείλει να πληροί μια γυναίκα (ακόμα κι αυτή) για να εισχωρήσει, στις μέρες μας, στη Γαλλία, στο πάνθεον των μεγάλων ανδρών.
Ο πρώτος όρος είναι να... συνοδεύεται από έναν άντρα! Πράγμα που συμβαίνει σε ολόκληρο το αφιέρωμα: αρχίζει με την εξιστόρηση της σχέσης της με τον Κλοντ Λανζμάν, συνεχίζεται με τον Ζαν-Πολ Σαρτρ και τελειώνει με τον αμερικανό εραστή της, Νέλσον Όλγκριν. Δείχνει μια γυναίκα που ζει μια έντονη και συζυγική σχέση -υπογράφει τις επιστολές της στον Λανζμάν ως «η γυναίκα σου»- μια γυναίκα γεμάτη ευγνωμοσύνη γι’ αυτόν τον ανέλπιστο έρωτα-«εκείνη που πίστευε ότι τώρα πλέον ήταν υπερβολικά γριά για τον έρωτα, τώρα κλαίει από ευτυχία» γράφουν οι δημοσιογράφοι που επιμελήθηκαν το αφιέρωμα, μιλώντας για μια γυναίκα... 44 ετών!). Ή, όπως έλεγε κι ο Λανζμάν, «μια πραγματική γυναίκα, ολοκληρωμένη». Στ’ αλήθεια, ο Λανζμάν -κι οι δημοσιογράφοι- μιλάνε όντως για τη Σιμόν ντε Μποβουάρ; Τη συγγραφέα του «Δεν γεννιέσαι γυναίκα, γίνεσαι», εκείνη που απέδειξε ότι το να είσαι γυναίκα δεν εξαρτάται από καμία «φύση» η οποία υποτίθεται ότι προκαθορίζει αυτήν την ιδιότητα;
Απ’ ό,τι φαίνεται ναι, κι ο τόνος που κυριαρχεί είναι ο εξής: η πραγματική γυναίκα δεν είναι η φεμινίστρια κι η αγωνίστρια, είναι η «μεγάλη ερωτευμένη», όπως μας εξηγεί κι η Αριέλ Ντομπάλ, της οποίας ζήτησε τη συμβολή ο «Nouvel Observateur» -ίσως επειδή είναι, κι αυτή, αυτό που ήταν πάνω απ’ όλα η Μποβουάρ στα μάτια τους: μια «σύζυγος φιλοσόφου». [3]
Έτσι, όλα παρουσιάζονται σάμπως η ερωτική ζωή μιας γυναίκας η οποία δεν παντρεύτηκε, δεν απέκτησε παιδιά, κι απ’ ό,τι φαίνεται γνώρισε αρκετούς εραστές ή ερωμένες, να εκτυλίχθηκε μόνο κάτω από την κηδεμονία αντρών -οι ομοφυλοφιλικές της σχέσεις αναφέρονται απλώς ως μια εκδήλωση της προσωπικότητάς της «που ήθελε να χειραγωγεί τα πάντα»- στο μοτίβο του τραγικού πάθους και με υπόβαθρο την καθυστερημένη συμφιλίωσή της με τη μονογαμική συζυγική ζωή -θάφτηκε «έχοντας στο δάχτυλό της το ασημένιο δαχτυλίδι-βέρα που της είχε χαρίσει ο Όλγκριν».
Η φωτογραφία που δημοσιεύθηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού είναι -όπως κι η επιμονή στην ερωτική ζωή της Μποβουάρ- αρκούντως σοκαριστική. Σάμπως η φιλόσοφος να όφειλε -προτού αξιωθεί να την τιμήσουν τα περιοδικά και να εορταστεί η επέτειος της γέννησής της από το γαλλικό έθνος- όχι μόνο να δώσει εχέγγυα του έρωτά της για τους άντρες, αλλά και να... γδυθεί. Μια γυναίκα είναι «πραγματική» γυναίκα μόνο όταν είναι ένα σώμα, και μάλιστα ένα σώμα το οποίο δεν αρνείται να εγκαταλειφθεί στο βλέμμα των αντρών... αλλά ούτε και σε εκείνο των διαφημιστών. [4]
Όμως, η γυμνή φωτογραφία αποκτά το πραγματικό νόημά της μόνο σε συνδυασμό με το αφιέρωμα, που επιμελήθηκαν η Αγκάτ Λοζάρ και η Οντ Λανσελέν, και στη ριζική, μανιχαϊστική αντίθεση στην οποία στηρίζεται, ανάμεσα στη σεξουαλική και αισθηματική ζωή της Σιμόν ντε Μποβουάρ και στην πνευματική ζωή και τη στράτευσή της. Όπως μας εξηγούν στην εισαγωγή, «η σύντροφος του Σαρτρ κήρυξε τον πόλεμο στην πατριαρχία, αλλά υπήρξε επίσης θύμα του πάθους».
Από τη μια πλευρά, η Σιμόν ντε Μποβουάρ, κάτοχος του υψηλότερου πανεπιστημιακού διπλώματος στη φιλοσοφία, συγγραφέας του «Δεύτερου Φύλου», βραβευμένη με το βραβείο Γκονκούρ, [5] στρατευμένη στην υπόθεση του φεμινισμού και της αριστεράς. Κι από την άλλη, η Μποβουάρ γυναίκα κι ερωμένη, παρασυρμένη από την επιθυμία κι από τα πάθη: αυτές οι δύο πραγματικότητες θεωρούνται ανταγωνιστικές. Σάμπως η ερωτική της ζωή, η πνευματική της μαθητεία και το πολυγαμικό ζευγάρι που είχε δημιουργήσει με τον Σαρτρ να μην είχαν καμία σχέση με τον προβληματισμό της για τις συζυγικές κι οικογενειακές νόρμες.
Τίποτα από όσα ανήκουν στην «ιδιωτική» ζωή της Σιμόν ντε Μποβουάρ δεν αντιμετωπίζεται ποτέ ως «πολιτικό» : αρκούνται στην τόσο «παραδοσιακή» -και αντιδραστική- αντίθεση ανάμεσα στο συναίσθημα και στη νόηση, στο σώμα και στο πνεύμα. [6] Χωρίς αμφιβολία, αυτή η αντίθεση είναι ένα δημοσιογραφικό κόλπο. Ωστόσο, επιτρέπει να διακηρυχθεί εκ νέου η διάκριση ανάμεσα στα πεδία τα οποία υποτίθεται ότι προορίζονται «από τη φύση τους» για τους άντρες και για τις γυναίκες: για τους πρώτους η αφαίρεση, για τις δεύτερες το πάθος. Εξάλλου, η απόπειρα της Μποβουάρ να αποδομήσει μέσα στα βιβλία της, αλλά και να ξεπεράσει μέσα στη ζωή της, αυτόν τον «ιερό» διαχωριστικό φραγμό, παρουσιάζεται ως αδιαλλαξία, ως ψυχρότητα και, τελικά, ως δυστυχία.
Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο πάντα, η Μποβουάρ παρουσιάζεται «να κάνει διαρκώς κήρυγμα, άκαμπτη και περιχαρακωμένη μέσα στις βεβαιότητές της». Είναι «ειλικρινής» στη στράτευσή της, αλλά «τόσο ψυχρή», που καταλήγει να γίνει η «σαρτρική Σιδηρά Κυρία».
Η αντίθεση ενισχύεται κι από τα έμμεσα συμπεράσματα του αφιερώματος: η «φύση» πάντοτε υπερισχύει. Εξάλλου, δεν παρέμεινε «γκομενίτσα μέχρι την άκρη των βαμμένων νυχιών της» ; Κι ο συγγραφέας Φιλίπ Σολέρ [7] εξηγεί ότι «με τη διαπεραστική, δυσάρεστη, πεισματάρικη, διδακτική φωνή της, έμοιαζε να θέλει να αρνηθεί την ωραία εικόνα της».
Αντίθετα με τον έναρθρο λόγο, ο τομέας όπου η Μποβουάρ αποδεικνύεται πιο γοητευτική είναι η εμφάνισή της. Όπως βεβαιώνει η Ντομπάλ, αν και «κρυβόταν πίσω από άχαρα ταγέρ και αυστηρά τουρμπάνια», ήταν μια «γοητευτική γυναίκα». Θα ήταν ανάρμοστο, εξάλλου, μια διάσημη Γαλλίδα να είναι ασουλούπωτη και κακάσχημη.
Η διανοούμενη και στρατευμένη Σιμόν ντε Μποβουάρ θάβεται με το γνωστό θράσος του Φιλίπ Σολέρ: «Θα μείνει στην ιστορία ως μεγάλη επιστολογράφος». Αποφασίζοντας όλο στόμφο ότι οι αριστουργηματικές ερωτικές επιστολές της είναι ανώτερες από το θεωρητικό της έργο, μας καλεί να «(ξανα)διαβάσουμε την επιστολογράφο Μποβουάρ», την Μποβουάρ του μυστικού και του ιδιωτικού, των αισθημάτων και της διαχυτικότητας, «επιτέλους αισθησιακή, αστεία».
Έτσι, το αφιέρωμα έρχεται να τροφοδοτήσει την αγαπημένη θεματική του αντιφεμινιστικού backlash. [8] ο αγώνας των γυναικών τις κάνει ψυχρές, τις απομονώνει, τις κάνει δυστυχισμένες. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει σταδιακά από την ιδέα ότι ο αγώνας της Μποβουάρ είναι βίαιος. Ο «πόλεμος» που διεξάγει περιορίζεται σε μερικές διεκδικήσεις που αναφέρονται με συνοπτικό τρόπο: άρνηση του «αρσενικού μέλλοντος», απόρριψη του μεικτού χαρακτήρα των φεμινιστικών ομάδων, υπεράσπιση του δικαιώματος των γυναικών στη βία, κατάργηση της οικογένειας προς όφελος της κοινότητας...
Θα μπορούσε να περιμένει κανείς ορισμένες εξηγήσεις. Πρέπει να αρκεστεί σε μια απλή απαρίθμηση, η οποία ακολουθείται αμέσως από το εξωφρενικό ερώτημα : « Τη διάβαζαν και την τιμούσαν σε ολόκληρο τον κόσμο, η γνώμη της μετρούσε• ήταν όμως ευτυχισμένη;» Η πολυπόθητη απάντηση μας δίνεται μερικές σελίδες παρακάτω από την Ντομπάλ, η οποία φθάνει μέχρι το σημείο να πανηγυρίσει για την αποτυχία της αναζήτησης από την Μποβουάρ μιας «ελευθερίας υπεράνω των δυνάμεών της». Κι η ηθοποιός-τραγουδίστρια καταλήγει σε μια συγκλονιστική εικόνα της Μποβουάρ, «η οποία πήγαινε να καθίσει σε ένα παγκάκι, μόνη, δίπλα στον τάφο του Σαρτρ (...), κλαίγοντας τον έρωτα μιας ζωής».
Αυτό, ακριβώς, το τραγικό πεπρωμένο υποτίθεται ότι μετέτρεψε τη Σιμόν ντε Μποβουάρ σε μια εξαιρετική γυναίκα κι όχι το έργο ή η δράση της. Ο τίτλος του αφιερώματος, «Η σκανδαλώδης», είναι αποκαλυπτικός. Γιατί, αν οι δύο συντάκτριές του παραθέτουν τις αγανακτισμένες αντιδράσεις του Αλμπέρ Καμί και του Φρανσουά Μοριάκ μετά την έκδοση του «Δεύτερου Φύλου», το 1949, [9] δεν κρίνουν σκόπιμο να διευκρινίσουν ποιες θέσεις της συγγραφέως προκάλεσαν την αγανάκτηση των αρσενικών!
Κατά κάποιον τρόπο, η Μποβουάρ περνάει στην εθνική κληρονομιά όπως ακριβώς ο Γκι Μοκέ [10] στο πάνθεον του σαρκοζισμού: σαν μια μυθοποιημένη κι αποπολιτικοποιημένη προσωπικότητα, αποσυνδεδεμένη από το κοινωνικό της πλαίσιο και από κάθε σχέση κυριαρχίας. [11] Οι συγκρούσεις απαλείφονται προς όφελος του εορτασμού της εθνικής μας μεγαλοφυΐας, στον οποίο καλούμαστε να συμμετάσχουμε.
Μάλιστα, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι στο άρθρο που αφιερώνεται στην Μποβουάρ παρατίθενται μαρτυρίες προσωπικοτήτων του σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος, οι οποίες παρουσιάζονται ως ατομικότητες και ποτέ ως πρωταγωνίστριες συλλογικών αγώνων. Αντίθετα, στα ένθετα κείμενα που παρεμβάλλονται, γίνεται μεγάλη προσπάθεια για την προβολή του Σολέρ ή της Ντομπάλ, δύο διασημοτήτων που διαλέγονται ως ίσος προς ίσον με την Μποβουάρ, παρά το γεγονός ότι δεν φημίζονται διόλου για το φιλοσοφικό τους έργο ή τη φεμινιστική τους στράτευση.
Ο Ρολάν Μπαρτ έδειξε με ποιον τρόπο η περιγραφή των διακοπών των συγγραφέων συνέβαλε στην ενίσχυση της εικόνας τους ως «ξεχωριστών» προσωπικοτήτων, τις οποίες τιμάμε γι’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητά τους κι όχι για τη λογοτεχνική παραγωγή τους. [12] Το αφιέρωμα στη Σιμόν ντε Μποβουάρ κλείνει με την απότιση φόρου τιμής στον απλό λαό που εκδήλωσε τον σεβασμό του κατά τη διάρκεια της κηδείας της: αυτούς τους σερβιτόρους της «La Coupole», οι οποίοι «σχημάτισαν μια τιμητική φρουρά γύρω από το φέρετρό της κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης πομπής»...
Σημειώσεις
[1] (ΣτΜ) : Η γαλλίδα υπουργός Δικαιοσύνης, αραβικής καταγωγής, προσωπική επιλογή του προέδρου Σαρκοζί. Συγκεντρώνει τακτικά τους προβολείς της δημοσιότητας, αλλά της ασκείται και σφοδρή κριτική για τις επιλογές της.
[2] « Simone de Beauvoir. La scandaleuse », « Le Nouvel Observateur », Παρίσι, 3-9 Ιανουαρίου 2008.
[3] (ΣτΜ) : Η Αριέλ Ντομπάλ είναι η (στυλ Μπάρμπι ηθοποιός) σύζυγος του εξαιρετικά -κι ίσως υπερβολικά- προβεβλημένου από τα μέσα ενημέρωσης φιλόσοφου και συγγραφέα Μπερνάρ Ανρί Λεβί.
[4] Υπαινιγμός στο άρθρο του γνωστού για την αιχμηρή πένα του δημοσιογράφου της « Libération » Daniel Schneidermann, ο οποίος εξαπέλυσε, στις 19/11/08, δριμύτατη επίθεση κατά του « Nouvel Observateur », κατηγορώντας τον ότι η γυμνή φωτογραφία στο εξώφυλλο -και μάλιστα ρετουσαρισμένη έτσι ώστε ο πισινός της Μποβουάρ που κυριαρχεί στο πλάνο να χάσει αρκετά κιλά και να ταιριάζει στις σημερινές αισθητικές νόρμες- χρησιμοποιήθηκε για να αυξήσει τις πωλήσεις, να ενθουσιάσει τις επιχειρήσεις προϊόντων πολυτελείας που διαφημίζονται στις σελίδες του περιοδικού, και να κάνει πιο. Για τους αναγνώστες του περιοδικού, τους οποίους πολλοί εντάσσουν στην κατηγορία « αριστερά του χαβιαριού » ενδιαφέρον, το αφιέρωμα στον « δεινόσαυρο » της φιλοσοφίας. Στον απόηχο του θορύβου που δημιούργησε το άρθρο του, οι Chiennes de Garde, η φεμινιστική οργάνωση που μάχεται ενάντια στον σεξισμό, ζήτησε να δημοσιεύσει το περιοδικό γυμνές φωτογραφίες ανδρών φιλοσόφων ή φωτογραφίες με τον πισινό του Ζαν Ντανιέλ, του εκδότη του περιοδικού.
[5] Το βραβείο Γκονκούρ είναι το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο στη Γαλλία.
[6] Michelle Le Duff, « Le sexe du savoir », Aubier-Montaigne, Παρίσι, 1998.
[7] (ΣτΜ) : (1936) Γάλλος συγγραφέας. Ξεκίνησε από μαοϊκός για να καταλήξει θαυμαστής του πάπα Ιωάννη Παύλου Β’. Κοσμικός, ευφυολόγος, παραδοξολόγος, διασκεδαστικός. Μάλιστα, το συχνά σκανδαλοθηρικό περιοδικό « Paris Match », το οποίο σίγουρα δεν απευθύνεται σε διανοούμενο κοινό, στην παρουσίαση των απομνημονευμάτων του, τον αποκάλεσε « ελαφρύ » και « αυτολιβανιζόμενο, σε βαθμό που έχει παραφουσκώσει από λογοτεχνικό μπότοξ » (8-14/11/07, nΦ 3051).
[8] Susan Faludi, « Backlash : la guerre froide contre les femmes », « Des femmes », Παρίσι, 1993 :
[9] Βλέπε Sylvie Chaperon, « "Le Deuxième Sexe" en héritage », « Le Monde diplomatique », Ιανουάριος 1999.
[10] (ΣτΜ) : Τον περασμένο Οκτώβριο, ο Νικολά Σαρκοζί, για να τονώσει το πατριωτικό φρόνημα των μαθητών και να δώσει έμφαση στην ιδέα της θυσίας, διέταξε -υποκαθιστώντας τον αρμόδιο υπουργό Παιδείας- να διαβαστεί σε όλα τα σχολεία της χώρας η εξαιρετικά συγκινητική επιστολή που έστειλε στην οικογένειά του ο νεαρός αντιστασιακός Γκι Μοκέ, λίγο πριν τουφεκιστεί από τους Γερμανούς. Αυτή η πρωτοβουλία ξεσήκωσε σφοδρές αντιδράσεις, καθώς επιχειρήθηκε να αποσιωπηθεί η πολιτική ένταξή του (ΚΚΓ), καθώς και το γεγονός της σύλληψής του από την αστυνομία του καθεστώτος του δοσίλογου Πετέν, η οποία μάλιστα ήταν εκείνη που υποδείκνυε στους Γερμανούς ποιους από τους ομήρους έπρεπε να εκτελέσουν (κατά προτεραιότητα τους κομμουνιστές).
[11] Laurence De Cock-Pierrepoint, « Des usages étatiques de la lettre de Guy Moquet ».
[12] Roland Barthes, « Mythologies », (1957), « Seuil », Παρίσι, 1992.
Πηγή: monde diplomatique.gr
Αναδημοσίευση από το Red Notebook.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου