Του Γιώργου Μπλάνα*
«Δεν μπορώ να πω ακριβώς πώς και γιατί εγώ, που από κλίση και προτίμηση, εργάστηκα σε πολύστιχα συνθετικά ποιήματα, ασχολήθηκα με ιδιαίτερη επιμονή και αγάπη, τόσα χρόνια συνέχεια, και εξακολουθώ ώς τώρα, παράλληλα με όποια άλλη εργασία, να ασχολούμαι με τις Μαρτυρίες, αποδίδοντας μάλιστα ξεχωριστή σημασία σ' αυτές, και συνεχίζω να γράφω αυτά τα λακωνικά και συχνά επιγραμματικά ποιήματα. Ίσως γιατί από καταγωγή είμαι Λάκων (κι αυτό δεν είναι απλώς ένα λογοπαίγνιο) ίσως από μια τάση να αποδείξω στους άλλους, και στον εαυτό μου, την ικανότητα να εκφραστώ σε έναν κρουστό και περιεκτικό λόγο ίσως από μια διάθεση ξεκούρασης, μετά την άγρυπνη υπερένταση μακρών δημιουργικών περιόδων ίσως από ανάγκη καθημερινής άσκησης για αρτίωση και ετοιμότητα της τεχνικής, ώστε να μπορεί, άμεσα και αλάθευτα, να αξιοποιεί την τέχνη, τα διαρκώς ανανεούμενα βιώματα ίσως από προσπάθεια πύκνωσης της έκφρασης και αντίδρασης προς τον κίνδυνο του πλατειασμού και ρητορισμού, που συχνά ενεδρεύει πίσω από τα μεγάλα ποιήματα ίσως από την ανάγκη αστραπιαίας ανταπόκρισης σε καίρια και επείγοντα προβλήματα της εποχής μας ίσως ακόμη από τη θέληση απόσπασης και καθήλωσης μιας στιγμής, που θα επέτρεπε τη διά μικροσκοπίου κατά βάθος εξέτασή της και την ανακάλυψη όλων των στοιχείων του χρόνου, που πιθανόν να εξανεμίζονταν μέσα σε ένα απεριόριστο πλάτος - δηλαδή τη διά της διαιρέσεως σύλληψη του αδιαίρετου, διά της ακινητοποιήσεως σύλληψη της αέναης κίνησης».
Αυτά έλεγε ο Ρίτσος το 1962, στην Πράγα, προλογίζοντας τη ραδιοφωνική μετάδοση της πρώτης σειράς των Μαρτυριών. Επειδή ο Ρίτσος δεν συνήθιζε να προλογίζει (καν να σχολιάζει) τα έργα του -αφήνοντάς μας έτσι ελάχιστα πράγματα για την ποιητική του-, έχει μεγάλη σημασία το γεγονός πως αφιέρωσε έστω και τις λίγες αυτές λέξεις σε μια σειρά ολιγόστιχων ποιημάτων, «χαμένων» κάπου στις χιλιάδες σελίδες του έργου του.
Θεωρούσε, λοιπόν, τόσο σημαντικές τις Μαρτυρίες; Αυτός, ένας ποιητής ταυτισμένος με τα μεγαλόπνοα έργα, ένας ποιητής που, όταν δεν τον καθύβριζαν οι καθεστωτικοί κριτικοί για τις πολιτικές διαστάσεις των στίχων του, τον επιτιμούσαν οι αντικαθεστωτικοί για την πληθώρα τους;
Είναι προφανές πως τις θεωρούσε σημαντικές. Αυτό άλλωστε δείχνει το γεγονός πως τον απασχόλησαν επί δέκα ολόκληρα χρόνια (1957-1967) έστω και στα μεσοδιαστήματα της συγγραφής άλλων έργων. Εξάλλου, στο ερώτημα που θέτει στην αρχή του ως άνω «προλόγου» του απαντά ο ίδιος. Αυτό που ήθελε να πετύχει ήταν η «διά της διαιρέσεως σύλληψη του αδιαίρετου, διά της ακινητοποιήσεως σύλληψη της αέναης κίνησης». Μπορεί η πρόταση αυτή να μοιάζει βγαλμένη από κάποιο έργο του Μαρξ ή ακόμα - ακόμα του Χέγκελ, αλλά διατυπώνει με ακρίβεια την ποιητική οπτική των Μαρτυριών, μια οπτική την οποία ο μελετητής του Peter Bien περιγράφει ως μια διαδικασία «...σκόπιμης σύντηξης του παρελθόντος και του παρόντος, όπου η φαινομενική απλότητα και η φαινομενική διαύγεια συνυπάρχουν με την μυθοποίηση, την πολυπλοκότητα, ακόμη και τον εφιάλτη» (Yannis Ritsos: Selected Poems, translated by Stangos, with an introduction by Peter Bien, Penguin, 1974).
Πρόκειται για μια στάση απέναντι στην πραγματικότητα, που μπαίνει στον πειρασμό κανείς να την εξετάσει στο φως της «ταυτοχρονίας» του Mikhail Bakhtin: όλος ο χρόνος είναι πάντα εδώ, κάθε ον δεν είναι παρά μια στιγμή της Ιστορίας των σχέσεων που αναπτύσσει με τα άλλα όντα.
Ωστόσο, οι κριτικοί -με πρώτον τον Bien- τη στάση αυτή τη θεωρούν ως πιστή εφαρμογή του ορισμού που έδωσε Shelley στη μεταφορά: «Η γλώσσα των ποιητών είναι ζώσα μεταφορά επισημαίνει τις μέχρι πριν ακατανόητες σχέσεις των πραγμάτων, τις καθιστά αιώνιες». Ο κριτικός των "Los Angeles Times" David L. Ulin προτρέπει τους αναγνώστες «να διαβάσουν τον Γιάννη Ρίτσο ως ενσάρκωση εκείνου του ιδανικού ποιητή που ο Shelley χαρακτήριζε ανεπίσημο νομοθέτη του κόσμου.
Όπως και να 'χει, οι Μαρτυρίες αποτελούν σήμερα την αιχμή της παγκόσμιας πρόσληψης του Ρίτσου. Ίσως γιατί οι αναγνώστες -ιδίως οι Αμερικανοί- βρίσκουν σε αυτά τα σύντομα, «κινηματογραφικά» ποιήματα μια ανακουφιστική οπτική της ιστορικότητας του ανθρώπου. Σ' έναν κόσμο όπου για πρώτη φορά η Ιστορία έχει καθηλωθεί ανάμεσα σ' ένα εξοβελισμένο παρελθόν και σ' ένα αποτρόπαιο μέλλον, είναι πραγματικά αναζωογονητικό να στρέφει την προσοχή του ο ποιητής σε λεπτομέρειες που θεωρούσαμε ασήμαντες, αλλά αποκαλύπτουν μιαν άλλη, ταπεινότερη, πιο ζεστή, πιο ανθρώπινη ιστορικότητα.
Αυτή είναι ίσως η σημαντικότερη διάσταση των Μαρτυριών -πέρα από την καθαρά εκφραστική πρωτοτυπία τους- και ίσως στο παρακάτω ποίημα να είναι πραγματικά ανάγλυφη:
ΑΝΑΒΙΩΣΗ
Όταν έπεσε η νύχτα κι άναψαν το φως, πήρε το μάτι τους
να σέρνεται στον τοίχο της τραπεζαρίας το πανάρχαιο φίδι
εκείνου του μεγάλου ξεχασμένου κήπου. Κι άξαφνα, η μηλιά
πολύφυλλη, πολύκαρπη, έγειρε στους ώμους τους, φούντωνε
γέμιζε ολόκληρη την κάμαρα, τόσο που πια δεν είχαν
πού να σταθούν και πώς να κινηθούν. Και τότε στριμωγμένοι,
πήραν απ' το τραπέζι δυο μαχαίρια, δυο χαρτοπετσέτες
κι αρχίσανε κι οι δυο τους να παστρεύουν και να τρώνε
κείνα τα κόκκινα μεγάλα μήλα, όχι για τίποτε άλλο,
απλώς για ν' αραιώσει λίγο ο χώρος. Όταν μπήκε ο υπηρέτης
εξαφανίστηκε η μηλιά μεμιάς. Μόνο στο πάτωμα και στις καρέκλες
μέναν σωρός τα φλούδια, κι ένα φύλλο μέσα στο ποτήρι.
Έσκυψε ο υπηρέτης, μάζεψε τα φλούδια, βγήκε πάλι.
Ο χρόνος και ο χώρος σ' αυτό το ποίημα δεν έχουν καμία σχέση με την αίσθηση του χρόνου και του χώρου στην ποίηση της εποχής που γράφτηκε. Απαιτούν κάποιου είδους μετα-στρουκτουραλιστικής αντίληψης για την ιστορικότητα. Γι' αυτό, η έκδοσή τους σε έναν τόμο είναι εκτός από απαίτηση της ενότητάς τους και μια ευκαιρία να αναζητήσουμε στον Ρίτσο όλα αυτά που του στερήσαμε, περιορίζοντάς τον στον ρόλο του βάρδου.
* Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής
«Δεν μπορώ να πω ακριβώς πώς και γιατί εγώ, που από κλίση και προτίμηση, εργάστηκα σε πολύστιχα συνθετικά ποιήματα, ασχολήθηκα με ιδιαίτερη επιμονή και αγάπη, τόσα χρόνια συνέχεια, και εξακολουθώ ώς τώρα, παράλληλα με όποια άλλη εργασία, να ασχολούμαι με τις Μαρτυρίες, αποδίδοντας μάλιστα ξεχωριστή σημασία σ' αυτές, και συνεχίζω να γράφω αυτά τα λακωνικά και συχνά επιγραμματικά ποιήματα. Ίσως γιατί από καταγωγή είμαι Λάκων (κι αυτό δεν είναι απλώς ένα λογοπαίγνιο) ίσως από μια τάση να αποδείξω στους άλλους, και στον εαυτό μου, την ικανότητα να εκφραστώ σε έναν κρουστό και περιεκτικό λόγο ίσως από μια διάθεση ξεκούρασης, μετά την άγρυπνη υπερένταση μακρών δημιουργικών περιόδων ίσως από ανάγκη καθημερινής άσκησης για αρτίωση και ετοιμότητα της τεχνικής, ώστε να μπορεί, άμεσα και αλάθευτα, να αξιοποιεί την τέχνη, τα διαρκώς ανανεούμενα βιώματα ίσως από προσπάθεια πύκνωσης της έκφρασης και αντίδρασης προς τον κίνδυνο του πλατειασμού και ρητορισμού, που συχνά ενεδρεύει πίσω από τα μεγάλα ποιήματα ίσως από την ανάγκη αστραπιαίας ανταπόκρισης σε καίρια και επείγοντα προβλήματα της εποχής μας ίσως ακόμη από τη θέληση απόσπασης και καθήλωσης μιας στιγμής, που θα επέτρεπε τη διά μικροσκοπίου κατά βάθος εξέτασή της και την ανακάλυψη όλων των στοιχείων του χρόνου, που πιθανόν να εξανεμίζονταν μέσα σε ένα απεριόριστο πλάτος - δηλαδή τη διά της διαιρέσεως σύλληψη του αδιαίρετου, διά της ακινητοποιήσεως σύλληψη της αέναης κίνησης».
Αυτά έλεγε ο Ρίτσος το 1962, στην Πράγα, προλογίζοντας τη ραδιοφωνική μετάδοση της πρώτης σειράς των Μαρτυριών. Επειδή ο Ρίτσος δεν συνήθιζε να προλογίζει (καν να σχολιάζει) τα έργα του -αφήνοντάς μας έτσι ελάχιστα πράγματα για την ποιητική του-, έχει μεγάλη σημασία το γεγονός πως αφιέρωσε έστω και τις λίγες αυτές λέξεις σε μια σειρά ολιγόστιχων ποιημάτων, «χαμένων» κάπου στις χιλιάδες σελίδες του έργου του.
Θεωρούσε, λοιπόν, τόσο σημαντικές τις Μαρτυρίες; Αυτός, ένας ποιητής ταυτισμένος με τα μεγαλόπνοα έργα, ένας ποιητής που, όταν δεν τον καθύβριζαν οι καθεστωτικοί κριτικοί για τις πολιτικές διαστάσεις των στίχων του, τον επιτιμούσαν οι αντικαθεστωτικοί για την πληθώρα τους;
Είναι προφανές πως τις θεωρούσε σημαντικές. Αυτό άλλωστε δείχνει το γεγονός πως τον απασχόλησαν επί δέκα ολόκληρα χρόνια (1957-1967) έστω και στα μεσοδιαστήματα της συγγραφής άλλων έργων. Εξάλλου, στο ερώτημα που θέτει στην αρχή του ως άνω «προλόγου» του απαντά ο ίδιος. Αυτό που ήθελε να πετύχει ήταν η «διά της διαιρέσεως σύλληψη του αδιαίρετου, διά της ακινητοποιήσεως σύλληψη της αέναης κίνησης». Μπορεί η πρόταση αυτή να μοιάζει βγαλμένη από κάποιο έργο του Μαρξ ή ακόμα - ακόμα του Χέγκελ, αλλά διατυπώνει με ακρίβεια την ποιητική οπτική των Μαρτυριών, μια οπτική την οποία ο μελετητής του Peter Bien περιγράφει ως μια διαδικασία «...σκόπιμης σύντηξης του παρελθόντος και του παρόντος, όπου η φαινομενική απλότητα και η φαινομενική διαύγεια συνυπάρχουν με την μυθοποίηση, την πολυπλοκότητα, ακόμη και τον εφιάλτη» (Yannis Ritsos: Selected Poems, translated by Stangos, with an introduction by Peter Bien, Penguin, 1974).
Πρόκειται για μια στάση απέναντι στην πραγματικότητα, που μπαίνει στον πειρασμό κανείς να την εξετάσει στο φως της «ταυτοχρονίας» του Mikhail Bakhtin: όλος ο χρόνος είναι πάντα εδώ, κάθε ον δεν είναι παρά μια στιγμή της Ιστορίας των σχέσεων που αναπτύσσει με τα άλλα όντα.
Ωστόσο, οι κριτικοί -με πρώτον τον Bien- τη στάση αυτή τη θεωρούν ως πιστή εφαρμογή του ορισμού που έδωσε Shelley στη μεταφορά: «Η γλώσσα των ποιητών είναι ζώσα μεταφορά επισημαίνει τις μέχρι πριν ακατανόητες σχέσεις των πραγμάτων, τις καθιστά αιώνιες». Ο κριτικός των "Los Angeles Times" David L. Ulin προτρέπει τους αναγνώστες «να διαβάσουν τον Γιάννη Ρίτσο ως ενσάρκωση εκείνου του ιδανικού ποιητή που ο Shelley χαρακτήριζε ανεπίσημο νομοθέτη του κόσμου.
Όπως και να 'χει, οι Μαρτυρίες αποτελούν σήμερα την αιχμή της παγκόσμιας πρόσληψης του Ρίτσου. Ίσως γιατί οι αναγνώστες -ιδίως οι Αμερικανοί- βρίσκουν σε αυτά τα σύντομα, «κινηματογραφικά» ποιήματα μια ανακουφιστική οπτική της ιστορικότητας του ανθρώπου. Σ' έναν κόσμο όπου για πρώτη φορά η Ιστορία έχει καθηλωθεί ανάμεσα σ' ένα εξοβελισμένο παρελθόν και σ' ένα αποτρόπαιο μέλλον, είναι πραγματικά αναζωογονητικό να στρέφει την προσοχή του ο ποιητής σε λεπτομέρειες που θεωρούσαμε ασήμαντες, αλλά αποκαλύπτουν μιαν άλλη, ταπεινότερη, πιο ζεστή, πιο ανθρώπινη ιστορικότητα.
Αυτή είναι ίσως η σημαντικότερη διάσταση των Μαρτυριών -πέρα από την καθαρά εκφραστική πρωτοτυπία τους- και ίσως στο παρακάτω ποίημα να είναι πραγματικά ανάγλυφη:
ΑΝΑΒΙΩΣΗ
Όταν έπεσε η νύχτα κι άναψαν το φως, πήρε το μάτι τους
να σέρνεται στον τοίχο της τραπεζαρίας το πανάρχαιο φίδι
εκείνου του μεγάλου ξεχασμένου κήπου. Κι άξαφνα, η μηλιά
πολύφυλλη, πολύκαρπη, έγειρε στους ώμους τους, φούντωνε
γέμιζε ολόκληρη την κάμαρα, τόσο που πια δεν είχαν
πού να σταθούν και πώς να κινηθούν. Και τότε στριμωγμένοι,
πήραν απ' το τραπέζι δυο μαχαίρια, δυο χαρτοπετσέτες
κι αρχίσανε κι οι δυο τους να παστρεύουν και να τρώνε
κείνα τα κόκκινα μεγάλα μήλα, όχι για τίποτε άλλο,
απλώς για ν' αραιώσει λίγο ο χώρος. Όταν μπήκε ο υπηρέτης
εξαφανίστηκε η μηλιά μεμιάς. Μόνο στο πάτωμα και στις καρέκλες
μέναν σωρός τα φλούδια, κι ένα φύλλο μέσα στο ποτήρι.
Έσκυψε ο υπηρέτης, μάζεψε τα φλούδια, βγήκε πάλι.
Ο χρόνος και ο χώρος σ' αυτό το ποίημα δεν έχουν καμία σχέση με την αίσθηση του χρόνου και του χώρου στην ποίηση της εποχής που γράφτηκε. Απαιτούν κάποιου είδους μετα-στρουκτουραλιστικής αντίληψης για την ιστορικότητα. Γι' αυτό, η έκδοσή τους σε έναν τόμο είναι εκτός από απαίτηση της ενότητάς τους και μια ευκαιρία να αναζητήσουμε στον Ρίτσο όλα αυτά που του στερήσαμε, περιορίζοντάς τον στον ρόλο του βάρδου.
* Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου