Της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Από τα πολύ νεανικά μου χρόνια με
απασχόλησε η λέξη/όρος Δομή, κυρίως όταν αναφερόταν σ’ ένα λογοτεχνικό
κείμενο, ιδιαίτερα σε μυθιστόρημα – εξαιτίας της έκτασής του, υποθέτω.
Η πρώτη επαφή της γενιάς μου με τη
λογοτεχνία, απ’ όσο θυμάμαι, ήταν κατά σειρά με τη γαλλική, τη ρωσική κι
αργότερα την αμερικανική, και ίσως επειδή υπήρξε ο πόλεμος και η
Γερμανική Κατοχή, η γερμανική λογοτεχνία να ήρθε αργότερα, εκτός για
όσους είχαν σπουδάσει στα πανεπιστήμια εκείνης της χώρας τα χρόνια του
μεσοπολέμου.
Βέβαια, ήταν γνωστοί ο Νίτσε, ο Φρόιντ, και ο Σόπενχάρουερ, μάλλον και άλλοι.
Η λέξη δομή επανέρχεται στη σκέψη μου,
συμπληρωμένη με το πρόθεμα, οίκο, εξ αιτίας των συζητήσεων που
ακούγονται αυτούς τους δύσκολους καιρούς, που βιώνουμε λόγω της
οικοδομικής στασιμότητας.
Όμως, αυτή η στασιμότητα κουβαλάει πίσω
της μια σειρά επαγγέλματα και εργατικές απασχολήσεις, που ίσως δεν είχα
σκεφτεί ποτέ πριν, γιατί αυτό που βλέπεις είναι το τελειωμένο έργο.
Γράφοντας, αρκετά νέα,το πρώτο μου
μυθιστόρημα, «Επιπλωμένα Δωμάτια»,νόμιζα ότι το μόνο που χρειαζόμουν
ήταν χαρτί και στυλό. Δεν σκεφτόμουν ότι το χαρτί που κρατούσα στα χέρια
μου ήταν παράγωγο ενός δέντρου, ή μιας μονάδας από ένα δάσος, και μέχρι
να φτάσει σ’ εμένα είχε περάσει μέσα από άλλα εργατικά χέρια.
Ακολούθησε η γραφομηχανή, που η χρήση
της, από έρευνες που έχουν γίνει από ειδικούς, είναι τόσο κουραστική όσο
το σκάψιμο με αξίνα. Το κορμί υποφέρει από τα πέλματα μέχρι το κεφάλι.
Η ηλεκτρική γραφομηχανή έδωσε μια
ψευδαίσθηση βελτίωσης, αλλά και πάλι το σώμα στην καρέκλα και τα δάχτυλα
των χεριών έκαναν τις ίδιες κινήσεις, πιο ελαφριά. Αλλά και πάλι δεν
σκέφτηκα αυτούς που εργάστηκαν για την τελειοποίηση τους, ηλεκτρική ή
μη. Ούτε ότι τα υλικά βρίσκονταν μέσα στη γη.
Δεν αναφέρομαι στον ηλεκτρονικό
υπολογιστή γιατί μας είναι πλέον πιο πλατιά οικείος απ’ όσο το
χειρόγραφο, που ανήκει στο παρελθόν.
Γράφοντας ένα μυθιστόρημα, ένιωθα από
την αρχή ότι ή είχα γκρεμίσει έναν κόσμο και μου είχε παραδοθεί μια
γόνιμη γαία να την κατοικήσω με τους δικούς μου χαρακτήρες ή ότι όλα
προϋπήρχαν και αυθαίρετα τα παραποιούσα, βελτιώνοντάς τα , εξωραϊζοντάς
τα, εξιδανικεύοντάς τα ή ασχημίζοντάς τα. Όμως πόσο συνειδητά τα έκανα
αυτά, πόσο έλεγχο είχα πάνω στη γλώσσα και τη δομή του κειμένου καθώς το
έχτιζα, μέχρι την ολοκλήρωσή του;
Με τα χρόνια, μετατρέποντας τις ιδέες σε
ύλη, άρχισα να σκέφτομαι ότι αυτό το χτίσιμο είναι σαν του μουσουργού,
του εικαστικού, του αεροναυπηγού, του ναυπηγού, του οικοδόμου, του
ζαχαροπλάστη, του ελαιοπαραγωγού, του μάγειρα, του υποδηματοποιού, όμοιο
τελικά με κάθε τελειωμένο αγαθό που παράγεται από μια ακολουθία πρώτων
υλών και τη μεταποίησή τους από ανθρώπινα χέρια.
Πήρα ένα άγραφο χαρτί, ακούμπησα πάνω
του ένα ποτήρι και με το στυλό, περιστρεφόμενο στον πάτο του,
ιχνογράφησα έναν κύκλο και τον εποίκησα μ’ έναν μικρόκοσμο. Τον
υποδιαίρεσα σε όσα επαγγέλματα μπορούσα να επικαλεστώ στη μνήμη μου,
έδωσα κάποιο χώρο στον πολιτισμό και μέσα σε αυτό το κουτάκι έβαλα τη
λογοτεχνία. Όλα χωρούσαν μέσα στον κύκλο.
Για τις Τέχνες και τα Γράμματα έδωσα πιο
έντονα το χαρακτήρα του εποικοδομήματος. Αυτό που στέκεται πιο ψηλά από
τη βάση μιας κοινωνίας. Ένα διαχρονικό αγαθό που εξελίσσεται,
αναπτύσσεται και ανυψούται.
Αυτό που χρωστάω στο γράψιμο δεν
μετριέται με κανένα από τα μέτρα και σταθμά που γνωρίζω, κι είναι ότι μ’
έκανε να πηγαίνω από γράμμα σε γράμμα, δίνοντας στη λέξη υπόσταση, από
παράγραφο σε παράγραφο, από σελίδα σε σελίδα και να νιώθω πως ακολουθώ
μια προοδευτική διαδικασία που θα μ’ έφερνε σ’ ένα τέλος.
Όλο και πιο πέρα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου