Το ανέκδοτο, ημιτελές μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου
Μολονότι ανολοκλήρωτο, το ανέκδοτο επί πολλά χρόνια μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου Τα παιδιά του Σπάρτακου,
που βλέπει τώρα το φως της δημοσιότητας χάρη στη φιλολογική φροντίδα
της Ερης Σταυροπούλου, παρουσιάζεται ευθύς εξαρχής με μία γρήγορη,
στακάτη αφήγηση, που φτιάχνει έναν ολοζώντανο, γεμάτο αντιφάσεις και
συγκρούσεις κόσμο.
Πρόκειται για έναν κόσμο έτοιμο να προσφέρει όλα όσα χρειάζονται
για να ατσαλωθεί η ιδεολογία που ασπάζεται η συγγραφέας: ένα ζευγάρι
οργανωμένων αριστερών που θα πληρώσουν πανάκριβα κατά τη διάρκεια της
δεκαετίας του 1950 τον αγώνα τους, μία αγροτική οικογένεια στη Θράκη των
πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, που ασχολείται με τον μεταξοσκώληκα
και βιώνει στο πετσί της την πάλη των τάξεων (σε μία τέτοια κατεύθυνση, η
μάνα δεν θα αργήσει να βρεθεί στις επάλξεις του Κομμουνιστικού
Κόμματος), ένα σύμβολο της εξέγερσης των δούλων εναντίον της Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας (ο Θρακιώτης Σπάρτακος), ένας ευγενής και καλοβαλμένος
αστός που δεν μπορεί να ξεχάσει το επαναστατικό του παρελθόν, μία
γοητευτική κυρία της υψηλής κοινωνίας μπλεγμένη με ξένους κατασκόπους
και ένας πανάγαθος δάσκαλος της μέσης εκπαίδευσης που απεχθάνεται
οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής αδικίας.
Το αξιοθαύμαστο είναι πως, με όλο το βάρος της ιδεολογικής τους εξάρτυσης, τα Παιδιά του Σπάρτακου (ξεκινούν
το 1961 και συνεχίζονται επί μία τριακονταετία) δεν εντάσσονται στην
παράδοση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού ούτε καλούνται να υπηρετήσουν καθ'
οιονδήποτε τρόπο τις επιταγές της στρατευμένης λογοτεχνίας. Το ξέρουμε
και από άλλα έργα της Σωτηρίου (Οι νεκροί περιμένουν, 1959, Ματωμένα χώματα, 1962, Εντολή, 1976, Κατεδαφιζόμεθα,
1982), τα οποία επικοινωνούν υπογείως με το ανά χείρας μυθιστόρημα: η
γραφή της επιτρέπει στις ιδέες να κάνουν τη δουλειά τους μόνο υπό την
προϋπόθεση ότι έχει καλύψει τα καλλιτεχνικά της νώτα.
Η συγγραφέας εργάζεται στα Παιδιά του Σπάρτακου με
ποικίλες μεθόδους: παίρνει ως αφετηρία τις διηγήσεις γυναικών πολιτικών
κρατουμένων από τη Θράκη, που άκουγε όταν επισκεπτόταν την αδελφή της
Ελλη Παππά στις φυλακές, επιστρατεύοντας εκ παραλλήλου ένα σοβαρό
πληροφοριακό υλικό για τη σηροτροφία της προπολεμικής εποχής (βλ. και
τις παρατηρήσεις της επιμελήτριας στον πρόλογο), δίνει πνοή λογοτεχνικού
χαρακτήρα σε πολιτικούς πρωταγωνιστές της μετεμφυλιακής περιόδου
(εύκολα αναγνωρίζουμε τους Μπελογιάννη - Παππά στο ζευγάρι των
μαρτυρικών αγωνιστών), ανακατεύει τη λόγια, αστική γλώσσα με το λαϊκό
(θρακιώτικο) ιδίωμα, χρησιμοποιεί περίπλοκους χρωματισμούς προκειμένου
να τονίσει την αντίθεση ανάμεσα στους ανθρώπους της Αριστεράς και τη
νικητήρια παράταξη του Εμφυλίου και καταφέρνει να επεξεργαστεί σε βάθος
την ψυχολογία των ηρώων παρά το γεγονός της ιδεοτυπικής τους σύλληψης.
Ιδού λοιπόν πώς μπορεί να γραφτεί ένα roman à thèse (ιδεολογικό
μυθιστόρημα) χωρίς να στραμπουλίξει τα εκφραστικά του μέσα και χωρίς να
εκβιάσει την πλοκή και τις καταστάσεις του. Τα Παιδιά του Σπάρτακου διαθέτουν
και ένα επιπλέον προσόν. Παραμένοντας αποσπασματικά και ανολοκλήρωτα,
υποβάλλουν στον σύγχρονο αναγνώστη, που είναι εξοικειωμένος με τα
ελλειπτικά σχήματα, μια ατμόσφαιρα με πολλαπλές διαστάσεις και πλήθος
παράξενες τροπές, ανατροπές ή διακοπές της δράσης.
Πηγή ΤΟ ΒΗΜΑ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου