Απέναντι στο φλέγον πολιτικό ζήτημα της χώρας του, που ο
Τσερνιτσέφσκι συνοψίζει ερωτηματικά σε τρεις μόνο λέξεις: "Τι να
κάνουμε;", ο Τσέχωφ δεν μοιάζει πολύ πρόθυμος να δώσει μια απάντηση.
Ίσως επειδή θεωρεί ότι για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει να
λύσουμε πρώτα ένα άλλο, δυσεπίλυτο αίνιγμα: τι είναι ο άνθρωπος;
Ως γιατρός ο Τσέχωφ ξέρει ότι ο άνθρωπος είναι ένας φυσικός οργανισμός που αποτελείται από στοιχεία, και ένα οργανικό σύστημα που αποτελείται από υποσυστήματα. Ως ποιητής δεν υποκύπτει στον μηχανιστικό θετικισμό της εποχής του, ώστε να πει ότι ο άνθρωπος είναι μόνο στοιχειακός οργανισμός και σύνολο υποσυστημάτων, τίποτε περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Ξέρει πολύ καλά ότι ένα σύνολο είναι πάντα κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μερών που το αποτελούν: είναι η λειτουργία του. Ο άνθρωπος, έτσι δεν είναι το άθροισμα των ανόργανων στοιχείων που τον αποτελούν, τόσο νάτριο, τόσο κάλιο. Μια κοινωνία δεν είναι το απλό άθροισμα των ατόμων που την αποτελούν, η ανθρωπότητα δεν είναι το άθροισμα των ανθρώπινων μονάδων της. Επειδή κάθε άνθρωπος, από μόνος του, είναι ένας ολόκληρος, ανεπανάληπτος και μοναδικός κόσμος. Αυτή είναι η αντίληψη του Τσέχωφ για τον άνθρωπο, που τον εμποδίζει να μπει στο ψεύτικο, θα το έλεγα σήμερα "μεταμοντέρνο", δίλημμα των οπαδών του στρατευμένου, μηχανιστικού θετικισμού, το οποίο διατύπωναν ως εξής για να αποκρούσουν τον, ύποπτο για αυτούς, "ανθρωπισμό" της Δύσης: "τι είναι πολυτιμότερο για την ανθρωπότητα; Η δημιουργία του Σαίξπηρ ολόκληρη ή ένα μόνο ζευγάρι πέτσινες μπότες;". Επισημαίνω τα πιο πάνω, επειδή ο Τσέχωφ εξακολουθεί να ανήκει ολοκληρωτικά στο κίνημα του "μοντέρνου", μάλιστα στη Βυρωνική του εκδοχή που ξεφεύγει από την αντίληψη μιας προκαθορισμένης, νομοτελειακής, δοσμένης πορείας της Ιστορίας, θέτοντας, αντίθετα την ελεύθερη βούληση του ατόμου, στο κέντρο κάθε εξέλιξης. Με αυτήν την έννοια απομακρύνεται τόσο από τη βεβαρημένη από τη μοίρα και την πρόνοια ρώσικη αντίληψη του ανθρώπου ως άνωθεν προορισμένου στη σωτηρία ή στην καταδίκη, όσο και από τη δυτική κυρίαρχη σκέψη μιας απεριόριστης "θέλησης για δύναμη", που είναι η νιτσεϊκή, γερμανική μετεξέλιξη του οικουμενικού ρομαντικού, εξεγερμένου ενάντια στην τυραννία ενός αφέντη - πατέρα - θεού, βυρωνικού Κάιν. Αυτή την πάλη ιδεών βλέπουμε να διαδραματίζεται στο πρώτο εκτεταμένο θεατρικό έργο του Τσέχωφ, των πρωτεϊκό Πλατόνοφ που είναι μια ρωσική εκδοχή του Δον Ζουάν. Ωστόσο ο Τσέχωφ θα ξεπεράσει γρήγορα τις ατέλειες αυτού του έργου, στις επόμενες θεατρικές γραφές του, όπου οι ήρωες είναι πια αληθινοί χαρακτήρες και όχι αντανακλάσεις αφηρημένων ιδεών.
Όπως και στην πεζογραφία του, ο κοινωνικός Τσέχωφ προβάλλει μέσω των ζωντανών ηρώων του, μια την ίδια πάντα προτροπή: "πάρτε τη μοίρα στα χέρια σας, γίνετε άτομα ελεύθερα, κύριοι του εαυτού σας, διεκδικείτε τα ανθρώπινα δικαιώματά σας, μην υποκύπτετε ούτε σε 'αφέντες' ούτε στη δύναμη της ανώνυμης μάζας, ούτε σε ύποπτες επαγγελίες για ψεύτικους 'παραδείσους'. Ο άνθρωπος είναι κάθε φορά αυτό που γίνεται και δεν υπάρχει για εκείνον άλλος παράδεισος, εκτός από αυτόν που ο ίδιος κατακτά με την ασταμάτητη δουλειά του". Τι είναι, όμως δουλειά για τον Τσέχωφ; Επάνω σε αυτό, δύο ή τρεις παρατηρήσεις.
Ο Τσέχωφ είχε φοιτήσει αρχικά στο ελληνικό σχολείο του Ταγκανρόκ. Η πόλη διέθετε μια πολύ καλή βιβλιοθήκη όπου περνούσε ώρες ολόκληρες προσπαθώντας να διαβάσει όπως λένε, τραγωδίες στο πρωτότυπο.
Κάνουμε μια απλή υπόθεση εργασίας, ότι ξεφυλλίζοντας κάποτε ο Τσέχωφ και την "Εκάβη" του Ευριπίδη, έπεσε στη σκηνή της θυσίας της Πολυξένης που επιλέγει να πεθάνει γενναία για να εξασφαλίσει τη θέση της βασίλισσας, που της αξίζει στον κάτω κόσμο. Ο χορός την αποχαιρετά με τα λόγια "Εσύ πηγαίνεις βασίλισσα στον κάτω κόσμο κι εμείς θα ζήσουμε, σκλάβες, μέσα στο φως" (Στο πρωτότυπο "...ημείς δε εν φάει δουλεύσομεν"). Αυτό το δίσημο στη νεοελληνική δουλεύσομεν όπου ένας τόνος μόνο χωρίζει τη δουλειά από τη δουλειά, μέσα στο φως, είναι για τον Τσέχωφ η στρατευμένη μοίρα του ανθρώπου, η ασταμάτητη κοινωνική δουλειά του και δουλειά στον άλλον, πάντα μέσα στο φως, χωρίς ένθεν και ένθεν συσκοτίσεις ή μυστικισμούς. Ως γιατρός, ο Τσέχωφ έζησε τη δουλειά στον άλλον, πέρα ως πέρα. Και ως συγγραφέας δοσμένος, όχι στην τέχνη για την τέχνη αλλά πάντοτε στον άλλον. Η μόνη δυνατή στράτευση.
Κάτι ακόμη. Υπενθυμίζω τα λόγια του γιατρού Ντορν, στον "Γλάρο", άλλη μια προσωποποίηση του Τσέχωφ. Τον ρωτάνε ποια πόλη της Ευρώπης αγαπά πιο πολύ, και αδίστακτα απαντά: "Τη Γένοβα!" Γιατί; "Εκεί πέρα το πλήθος μέσα στους δρόμους είναι κάτι το καταπληκτικό. Όταν βγαίνεις από το ξενοδοχείο σου το βράδυ, όλοι οι δρόμοι είναι πλημμυρισμένοι από κόσμο. Κινείσαι και εσύ ανάμεσα στον κόσμο, σμίγεις με αυτούς ψυχικά και αρχίζεις να πιστεύεις ότι πραγματικά υπάρχει μια παγκόσμια ψυχή...". Ένας λόγος του Τσέχωφ προφητικός!
Κάτι, τέλος, στον "Βυσσινόκηπο" ο Τσέχωφ "πετάει", δήθεν τυχαία, με ειρωνική διάθεση το όνομα ενός ξεχασμένου, σήμερα ελάσσονος Άγγλου ιστορικού ονομαζομένου "Μπακλ", που όπως γράφει ο Τσερνιτσέφσκι σε ένα του μελέτημα, ήταν του συρμού τότε στη Ρωσία και επηρέαζε βαθιά τη σκέψη της καλλιεργημένης "ανώτερης" ρωσικής τάξης. Κεντρική ιδέα που εξέφραζε ο Μπακλ, ήταν ότι την ιστορία την κινούν οι απρόσωπες, τυφλές μάζες, και ότι τα άτομα δεν παίζουν κανένα ρόλο στο ιστορικό προτσές. Το Τσέχωφ αναφέρει το όνομά του, αφού μας έχει μιλήσει πρώτα... κατσαρίδες. Εδώ, σταματάμε.
Ως γιατρός ο Τσέχωφ ξέρει ότι ο άνθρωπος είναι ένας φυσικός οργανισμός που αποτελείται από στοιχεία, και ένα οργανικό σύστημα που αποτελείται από υποσυστήματα. Ως ποιητής δεν υποκύπτει στον μηχανιστικό θετικισμό της εποχής του, ώστε να πει ότι ο άνθρωπος είναι μόνο στοιχειακός οργανισμός και σύνολο υποσυστημάτων, τίποτε περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Ξέρει πολύ καλά ότι ένα σύνολο είναι πάντα κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μερών που το αποτελούν: είναι η λειτουργία του. Ο άνθρωπος, έτσι δεν είναι το άθροισμα των ανόργανων στοιχείων που τον αποτελούν, τόσο νάτριο, τόσο κάλιο. Μια κοινωνία δεν είναι το απλό άθροισμα των ατόμων που την αποτελούν, η ανθρωπότητα δεν είναι το άθροισμα των ανθρώπινων μονάδων της. Επειδή κάθε άνθρωπος, από μόνος του, είναι ένας ολόκληρος, ανεπανάληπτος και μοναδικός κόσμος. Αυτή είναι η αντίληψη του Τσέχωφ για τον άνθρωπο, που τον εμποδίζει να μπει στο ψεύτικο, θα το έλεγα σήμερα "μεταμοντέρνο", δίλημμα των οπαδών του στρατευμένου, μηχανιστικού θετικισμού, το οποίο διατύπωναν ως εξής για να αποκρούσουν τον, ύποπτο για αυτούς, "ανθρωπισμό" της Δύσης: "τι είναι πολυτιμότερο για την ανθρωπότητα; Η δημιουργία του Σαίξπηρ ολόκληρη ή ένα μόνο ζευγάρι πέτσινες μπότες;". Επισημαίνω τα πιο πάνω, επειδή ο Τσέχωφ εξακολουθεί να ανήκει ολοκληρωτικά στο κίνημα του "μοντέρνου", μάλιστα στη Βυρωνική του εκδοχή που ξεφεύγει από την αντίληψη μιας προκαθορισμένης, νομοτελειακής, δοσμένης πορείας της Ιστορίας, θέτοντας, αντίθετα την ελεύθερη βούληση του ατόμου, στο κέντρο κάθε εξέλιξης. Με αυτήν την έννοια απομακρύνεται τόσο από τη βεβαρημένη από τη μοίρα και την πρόνοια ρώσικη αντίληψη του ανθρώπου ως άνωθεν προορισμένου στη σωτηρία ή στην καταδίκη, όσο και από τη δυτική κυρίαρχη σκέψη μιας απεριόριστης "θέλησης για δύναμη", που είναι η νιτσεϊκή, γερμανική μετεξέλιξη του οικουμενικού ρομαντικού, εξεγερμένου ενάντια στην τυραννία ενός αφέντη - πατέρα - θεού, βυρωνικού Κάιν. Αυτή την πάλη ιδεών βλέπουμε να διαδραματίζεται στο πρώτο εκτεταμένο θεατρικό έργο του Τσέχωφ, των πρωτεϊκό Πλατόνοφ που είναι μια ρωσική εκδοχή του Δον Ζουάν. Ωστόσο ο Τσέχωφ θα ξεπεράσει γρήγορα τις ατέλειες αυτού του έργου, στις επόμενες θεατρικές γραφές του, όπου οι ήρωες είναι πια αληθινοί χαρακτήρες και όχι αντανακλάσεις αφηρημένων ιδεών.
Όπως και στην πεζογραφία του, ο κοινωνικός Τσέχωφ προβάλλει μέσω των ζωντανών ηρώων του, μια την ίδια πάντα προτροπή: "πάρτε τη μοίρα στα χέρια σας, γίνετε άτομα ελεύθερα, κύριοι του εαυτού σας, διεκδικείτε τα ανθρώπινα δικαιώματά σας, μην υποκύπτετε ούτε σε 'αφέντες' ούτε στη δύναμη της ανώνυμης μάζας, ούτε σε ύποπτες επαγγελίες για ψεύτικους 'παραδείσους'. Ο άνθρωπος είναι κάθε φορά αυτό που γίνεται και δεν υπάρχει για εκείνον άλλος παράδεισος, εκτός από αυτόν που ο ίδιος κατακτά με την ασταμάτητη δουλειά του". Τι είναι, όμως δουλειά για τον Τσέχωφ; Επάνω σε αυτό, δύο ή τρεις παρατηρήσεις.
Ο Τσέχωφ είχε φοιτήσει αρχικά στο ελληνικό σχολείο του Ταγκανρόκ. Η πόλη διέθετε μια πολύ καλή βιβλιοθήκη όπου περνούσε ώρες ολόκληρες προσπαθώντας να διαβάσει όπως λένε, τραγωδίες στο πρωτότυπο.
Κάνουμε μια απλή υπόθεση εργασίας, ότι ξεφυλλίζοντας κάποτε ο Τσέχωφ και την "Εκάβη" του Ευριπίδη, έπεσε στη σκηνή της θυσίας της Πολυξένης που επιλέγει να πεθάνει γενναία για να εξασφαλίσει τη θέση της βασίλισσας, που της αξίζει στον κάτω κόσμο. Ο χορός την αποχαιρετά με τα λόγια "Εσύ πηγαίνεις βασίλισσα στον κάτω κόσμο κι εμείς θα ζήσουμε, σκλάβες, μέσα στο φως" (Στο πρωτότυπο "...ημείς δε εν φάει δουλεύσομεν"). Αυτό το δίσημο στη νεοελληνική δουλεύσομεν όπου ένας τόνος μόνο χωρίζει τη δουλειά από τη δουλειά, μέσα στο φως, είναι για τον Τσέχωφ η στρατευμένη μοίρα του ανθρώπου, η ασταμάτητη κοινωνική δουλειά του και δουλειά στον άλλον, πάντα μέσα στο φως, χωρίς ένθεν και ένθεν συσκοτίσεις ή μυστικισμούς. Ως γιατρός, ο Τσέχωφ έζησε τη δουλειά στον άλλον, πέρα ως πέρα. Και ως συγγραφέας δοσμένος, όχι στην τέχνη για την τέχνη αλλά πάντοτε στον άλλον. Η μόνη δυνατή στράτευση.
Κάτι ακόμη. Υπενθυμίζω τα λόγια του γιατρού Ντορν, στον "Γλάρο", άλλη μια προσωποποίηση του Τσέχωφ. Τον ρωτάνε ποια πόλη της Ευρώπης αγαπά πιο πολύ, και αδίστακτα απαντά: "Τη Γένοβα!" Γιατί; "Εκεί πέρα το πλήθος μέσα στους δρόμους είναι κάτι το καταπληκτικό. Όταν βγαίνεις από το ξενοδοχείο σου το βράδυ, όλοι οι δρόμοι είναι πλημμυρισμένοι από κόσμο. Κινείσαι και εσύ ανάμεσα στον κόσμο, σμίγεις με αυτούς ψυχικά και αρχίζεις να πιστεύεις ότι πραγματικά υπάρχει μια παγκόσμια ψυχή...". Ένας λόγος του Τσέχωφ προφητικός!
Κάτι, τέλος, στον "Βυσσινόκηπο" ο Τσέχωφ "πετάει", δήθεν τυχαία, με ειρωνική διάθεση το όνομα ενός ξεχασμένου, σήμερα ελάσσονος Άγγλου ιστορικού ονομαζομένου "Μπακλ", που όπως γράφει ο Τσερνιτσέφσκι σε ένα του μελέτημα, ήταν του συρμού τότε στη Ρωσία και επηρέαζε βαθιά τη σκέψη της καλλιεργημένης "ανώτερης" ρωσικής τάξης. Κεντρική ιδέα που εξέφραζε ο Μπακλ, ήταν ότι την ιστορία την κινούν οι απρόσωπες, τυφλές μάζες, και ότι τα άτομα δεν παίζουν κανένα ρόλο στο ιστορικό προτσές. Το Τσέχωφ αναφέρει το όνομά του, αφού μας έχει μιλήσει πρώτα... κατσαρίδες. Εδώ, σταματάμε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου