Επειδή η ζωή γέμισε παραισθήσεις, ο κινηματογράφος είναι απαραίτητος
γιατί μας επιστρέφει στην εσωτερική ζωή και αποτελεί τον απόηχό της. Ο
κόσμος είναι ντυμένος με εικόνες από τα γεννοφάσκια μας και ανάμεσα σε
εμάς και την πραγματικότητα ξετυλίγεται μια αόρατη ταινία, μέσα στην
οποία καλούμαστε να ζήσουμε ως φαντάσματα.
Οι μεγάλες ταινίες παραμερίζουν αυτή την ταινία της ζωής μας, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στους εαυτούς μας και στην πραγματικότητα. Τότε εμφανίζονται τα πράγματα “ως έχουν” κι εμείς απέναντί τους. Αυτή είναι η πραγματικότητα των ταινιών του Ρενουάρ, του Ντράγιερ, του Νίκολας Ραίη, του Μπρεσσόν, του Ταρκόφσκι, του Χίτσκοκ, του Αλέξη Δαμιανού, του Κέντζι Μιζοκούσι, του Τζών Κασσαβέτη, του Ερίκ Ρομέρ, του Ρομπέρτο Ροσσελίνι.
Ο πραγματικός κινηματογράφος ξεπερνάει τις υπόλοιπες τέχνες όχι γιατί τις συνθέτει, όπως υποστηρίζουν αόμματοι δημοσιογράφοι, αλλά γιατί εκπληρώνει μια βαθύτατη ανάγκη του ανθρώπου: να δει και ν’ ακούσει χωρίς ενδιάμεσους (κυβερνήσεις, πολιτικούς, εφημερίδες, τηλεοράσεις κτλ).
Να δούμε και ν΄ ακούσουμε: έναν άνθρωπο που κάνει μια γκριμάτσα απελπισίας, μια γυναίκα να αναλύεται σε λυγμούς ή ένα παιδί να κοροϊδεύει… Απλά πράγματα που το μάτι μας έχει μάθει να τα αποφεύγει. Μερικές ταινίες τα επαναφέρουν στην ημερήσια διάταξη και έτσι μας ενώνουν με τη ζωή μ’ ένα δεσμό σχεδόν αόρατο.
Οι εφευρέτες του κινηματογράφου τον προόριζαν για τη βιομηχανία. Όμως ο κινηματογράφος τους διέψευσε κι έγινε η τέχνη χάρη στην οποία επικοινώνησαν οι αναλφάβητοι στις αρχές του αιώνα. Η δύναμή του ήταν η αδυναμία του, το ότι παρασύρθηκε από τις φαινομενικά άναρχες εκδηλώσεις της ζωής και τις ακολούθησε.
Ο κινηματογράφος αποτέλεσε εδώ και εκατό χρόνια περίπου τη μεγαλύτερη βουτιά μέσα στην πραγματικότητα ενώ κατηγορήθηκε συχνά για το αντίθετο. Η προσφορά του είναι ανυπολόγιστη: εξοικείωσε την ανθρωπότητα με το δέος της ζωής και των πραγμάτων, έδωσε εικόνα ακόμα και στον φόβο του θανάτου.
Ο κινηματογράφος δεν περνάει καμιά κρίση όπως υποστηρίζουν (και πάλι οι δημοσιογράφοι) κι αυτό συμβαίνει γιατί δεν αφορά τεχνικές, μηχανήματα ή εργαστήρια αλλά υπάρχει μέσα στα ίδια τα πράγματα. Η ίδια η ανάγκη μας να συνδέσουμε τα πράγματα βλέποντας και ακούγοντας μας οδηγεί να κάνουμε κινηματογράφο καθημερινά χωρίς να το ξέρουμε. Τις περισσότερες φορές βέβαια υποκύπτουμε σε σκηνοθεσίες άλλων, μιλάμε επίσημα, για παράδειγμα, ή ντρεπόμαστε να κοιτάξουμε κάτι. Όταν όμως η ανάγκη μας σπρώξει υψωνουμε το βλέμμα και στήνουμε αυτί. Τότε ο κόσμος αποκαλύπτεται στην εσωτερική αλήθεια του.
Είμαστε όλοι κινηματογραφιστές κι επειδή φοβόμαστε δεν κάνουμε όλοι ταινίες. Αυτός ο φόβος όμως απαιτεί και σεβασμό για τις ταινίες αυτών που τόλμησαν, εκείνων που έγιναν τα μάτια μας και τα αυτιά μας. Αυτοί ρίχνουν τις γέφυρες με τη δημιουργία, τη ζωή, τον θάνατο, τους ανθρώπους, τον κόσμο. Ας κυκλοφορήσουμε λοιπόν άφοβα από ταινία σε ταινία.
(δημοσιεύτηκε στον “Φωνογράφο” της Τρίπολης, τ.2, 1988)
http://bibliotheque.gr/?p=15228
Οι μεγάλες ταινίες παραμερίζουν αυτή την ταινία της ζωής μας, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στους εαυτούς μας και στην πραγματικότητα. Τότε εμφανίζονται τα πράγματα “ως έχουν” κι εμείς απέναντί τους. Αυτή είναι η πραγματικότητα των ταινιών του Ρενουάρ, του Ντράγιερ, του Νίκολας Ραίη, του Μπρεσσόν, του Ταρκόφσκι, του Χίτσκοκ, του Αλέξη Δαμιανού, του Κέντζι Μιζοκούσι, του Τζών Κασσαβέτη, του Ερίκ Ρομέρ, του Ρομπέρτο Ροσσελίνι.
Ο πραγματικός κινηματογράφος ξεπερνάει τις υπόλοιπες τέχνες όχι γιατί τις συνθέτει, όπως υποστηρίζουν αόμματοι δημοσιογράφοι, αλλά γιατί εκπληρώνει μια βαθύτατη ανάγκη του ανθρώπου: να δει και ν’ ακούσει χωρίς ενδιάμεσους (κυβερνήσεις, πολιτικούς, εφημερίδες, τηλεοράσεις κτλ).
Να δούμε και ν΄ ακούσουμε: έναν άνθρωπο που κάνει μια γκριμάτσα απελπισίας, μια γυναίκα να αναλύεται σε λυγμούς ή ένα παιδί να κοροϊδεύει… Απλά πράγματα που το μάτι μας έχει μάθει να τα αποφεύγει. Μερικές ταινίες τα επαναφέρουν στην ημερήσια διάταξη και έτσι μας ενώνουν με τη ζωή μ’ ένα δεσμό σχεδόν αόρατο.
Οι εφευρέτες του κινηματογράφου τον προόριζαν για τη βιομηχανία. Όμως ο κινηματογράφος τους διέψευσε κι έγινε η τέχνη χάρη στην οποία επικοινώνησαν οι αναλφάβητοι στις αρχές του αιώνα. Η δύναμή του ήταν η αδυναμία του, το ότι παρασύρθηκε από τις φαινομενικά άναρχες εκδηλώσεις της ζωής και τις ακολούθησε.
Ο κινηματογράφος αποτέλεσε εδώ και εκατό χρόνια περίπου τη μεγαλύτερη βουτιά μέσα στην πραγματικότητα ενώ κατηγορήθηκε συχνά για το αντίθετο. Η προσφορά του είναι ανυπολόγιστη: εξοικείωσε την ανθρωπότητα με το δέος της ζωής και των πραγμάτων, έδωσε εικόνα ακόμα και στον φόβο του θανάτου.
Ο κινηματογράφος δεν περνάει καμιά κρίση όπως υποστηρίζουν (και πάλι οι δημοσιογράφοι) κι αυτό συμβαίνει γιατί δεν αφορά τεχνικές, μηχανήματα ή εργαστήρια αλλά υπάρχει μέσα στα ίδια τα πράγματα. Η ίδια η ανάγκη μας να συνδέσουμε τα πράγματα βλέποντας και ακούγοντας μας οδηγεί να κάνουμε κινηματογράφο καθημερινά χωρίς να το ξέρουμε. Τις περισσότερες φορές βέβαια υποκύπτουμε σε σκηνοθεσίες άλλων, μιλάμε επίσημα, για παράδειγμα, ή ντρεπόμαστε να κοιτάξουμε κάτι. Όταν όμως η ανάγκη μας σπρώξει υψωνουμε το βλέμμα και στήνουμε αυτί. Τότε ο κόσμος αποκαλύπτεται στην εσωτερική αλήθεια του.
Είμαστε όλοι κινηματογραφιστές κι επειδή φοβόμαστε δεν κάνουμε όλοι ταινίες. Αυτός ο φόβος όμως απαιτεί και σεβασμό για τις ταινίες αυτών που τόλμησαν, εκείνων που έγιναν τα μάτια μας και τα αυτιά μας. Αυτοί ρίχνουν τις γέφυρες με τη δημιουργία, τη ζωή, τον θάνατο, τους ανθρώπους, τον κόσμο. Ας κυκλοφορήσουμε λοιπόν άφοβα από ταινία σε ταινία.
(δημοσιεύτηκε στον “Φωνογράφο” της Τρίπολης, τ.2, 1988)
http://bibliotheque.gr/?p=15228
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου