Της Λαμπρινής Κουζέλη
Η πορεία του ιδρυτή της 20th Century Fox από το Σκουροχώρι Ηλείας ως τα μεγάλα στούντιο της Αμερικής, όπως παρουσιάζεται στα απομνημονεύματά του
PYROS P. SKOURAS
Memoirs (1893-1953)
Επιμέλεια Ilias Chrissochoidis
Εκδόσεις Brave World, Στάνφορντ, 2013,
σελ. 162, τιμή 10 δολάρια
Ζούσε κάποτε στο Σκουροχώρι της Ηλείας ένας καλόκαρδος χωρικός με τέσσερις γιους και τέσσερις θυγατέρες. Είχε χωράφια με ελιές, αμπέλια, γελάδια και μια εκατοστή πρόβατα και η οικογένειά του ευημερούσε.
Ωσπου το καλοκαίρι του 1907 μια πλημμύρα κατέστρεψε τη σοδειά στα χωράφια, η φυλλοξήρα τσάκισε τα αμπέλια του και η φτώχεια εγκαταστάθηκε στο σπιτικό του. Ενας-ένας οι τρεις μικρότεροι γιοι του έφυγαν μετανάστες αναζητώντας την τύχη τους στην Αμερική. Εκεί έγιναν μεγάλοι και τρανοί σε μια αναδυόμενη και πολλά υποσχόμενη βιομηχανία: στον κινηματογράφο. Την ιστορία τους αφηγείται ο μεσαίος αδελφός, ο Σπύρος Σκούρας (1893-1971), στα απομνημονεύματά του Spyros Ρ. Skouras, Memoirs, 1893-1953 (Στάνφορντ 2013), τα οποία κυκλοφόρησαν μόλις στα αγγλικά, για την επέτειο των 120 χρόνων από τη γέννησή του, με την επιμέλεια του ιστορικού ερευνητή του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ Ηλία Χρυσοχοΐδη.
Στους ιστορικούς του κινηματογράφου το όνομα του Σπύρου Σκούρα είναι πασίγνωστο.
Ηταν ο «εγκέφαλος» πίσω από τη συγχώνευση της 20th Century με τη Fox, επί 20 χρόνια πρόεδρος της εταιρείας, υπεύθυνος για τη χρήση του σινεμασκόπ και την παραγωγή εμβληματικών ταινιών του αμερικανικού κινηματογράφου, με τελευταία την επική «Κλεοπάτρα» (1963).
Για τους ιστορικούς της Ομογένειας είναι ο πιο διάσημος έλληνας μετανάστης στην Αμερική και εκείνος με τη μεγαλύτερη επιρροή.
«Ακουγα απ' τους γονείς μου ότι ο Οθωνας και η Αμαλία είχαν σταματήσει στο σπίτι του προπάππου μου πηγαίνοντας στην Αθήνα για να γίνουν βασιλιάδες της Ελλάδας, αλλά ποτέ δεν μου είχε περάσει από το μυαλό σ' εκείνα τα χρόνια της τρομερής φτώχειας ότι κάποτε θα καθόμουν στο ίδιο τραπέζι με βασιλιάδες» γράφει ο ίδιος. Κάθησε όμως στο ίδιο τραπέζι με ηγέτες κρατών, είχε πρόσβαση στον Λευκό Οίκο, ήταν προσωπικός φίλος του προέδρου Αϊζενχάουερ και έπαιξε αρκετές φορές τον ρόλο του πρέσβη πολιτισμού των ΗΠΑ. Στην ελλαδική ιστορία το όνομά του συνδέεται με την αμερικανική επισιτιστική βοήθεια στην Ελλάδα στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ιστορία του Σπύρου Σκούρα αρχίζει σαν λαϊκό παραμύθι, με κεντρικό ήρωα ένα αλαφροΐσκιωτο βοσκόπουλο που έβοσκε τα πρόβατά του γύρω από την Ολυμπία και τις νύχτες περνούσε τις πυγολαμπίδες για τις ψυχές των πεθαμένων. Βιβλικές καταστροφές πλήττουν την οικογένειά του και το μικρό βοσκόπουλο, αφού μάθει λίγα γράμματα σε μοναστήρι, μπαίνει στα δεκατρία του στη βιοπάλη.
«Μόνο στην Ελλάδα συνάντησα τόση περηφάνια για το παρελθόν και τόση φτώχεια στο παρόν» σχολιάζει στα απομνημονεύματά του. Πρώτα μαθητευόμενος τυπογράφος και έπειτα κλητήρας σε ναυτιλιακή εταιρεία στην Πάτρα. Εκεί βλέπει για πρώτη φορά ταινία στον κινηματογράφο και εντυπωσιάζεται από το νέο μέσο δραματικής έκφρασης.
Είναι μέλος της χριστιανικής οργάνωσης της Πάτρας, μαθαίνει λογιστικά και στην αρχή κάνει όνειρα να μείνει στην Ελλάδα και να καταπιαστεί με το εμπόριο. Σιγά-σιγά τα γράμματα του μεγαλύτερου αδελφού του Κωνσταντίνου (μετέπειτα γνωστού ως Τσαρλς), που βρισκόταν στην Αμερική από το 1908, τον κάνουν να αλλάξει σχέδια. Αποφασίζει να φύγει κι αυτός στην Αμερική, μαθαίνει αγγλικά και τον Ιούλιο του 1910 μπαρκάρει στον «Θεμιστοκλή» για τη Νέα Υόρκη, με τα ναύλα πληρωμένα από τον αδελφό του και με τελικό προορισμό το Σεντ Λούις.
Εργάζονται και οι δύο ως βοηθοί σερβιτόρου στα εστιατόρια και στα μπαρ μεγάλων ξενοδοχείων. Ο Σπύρος πιάνει δουλειά στις τέσσερις το πρωί και τρίβει πάγο για τα κοκτέιλ των δικηγόρων και των τραπεζιτών που συχνάζουν στο μπαρ του ξενοδοχείου «Planter». Τα δύο αδέρφια εργάζονται σκληρά, κάνουν γνωριμίες και αιματηρές οικονομίες. Μόνη τους διασκέδαση, ο κινηματογράφος κάθε Κυριακή. Εκεί αποφάσισαν να επενδύσουν και τις οικονομίες τους, 3.500 δολάρια μαζεμένα σε τρία χρόνια. Ανακαινίζουν ένα παλιό κτίριο σε μια πολυσύχναστη λαϊκή γειτονιά και ανοίγουν τον πρώτο του κινηματογράφο, το «Olympia», το 1914.
Ακολουθεί ο κινηματογράφος «Pantheon» - και αυτός με ελληνικό όνομα - και σύντομα τα τρία αδέρφια, με τον Γιώργο που είχε έρθει από την Ελλάδα στο μεταξύ, αποκτούν μια σειρά κινηματογράφων στο Σεντ Λούις, όχι μόνο στις λαϊκές γειτονιές των μεταναστών αλλά και στις προνομιούχες περιοχές της πόλης. Φτιάχνουν αίθουσες μοντέρνες και πολυτελείς, δίνουν έμφαση στην παροχή υπηρεσιών, προσλαμβάνουν πολυμελείς συμφωνικές ορχήστρες για να παίζουν στις αίθουσες - ήταν ακόμη η εποχή του βωβού κινηματογράφου - και καινοτομούν εισάγοντας στις αίθουσες την τζαζ μουσική.
Αποκτούν τη διαχείριση του κινηματογράφου «Missouri» της Paramount και αγοράζουν το επιβλητικό «Grand Central». Οταν ανοίγει και ο δεκαεπταώροφος κινηματογράφος «Ambassador» το 1925 και έχοντας στον έλεγχό τους τις περισσότερες αίθουσες στο Σεντ Λούις, τα τρία αδέρφια είναι πλέον υπολογίσιμο όνομα στη νεαρή βιομηχανία του κινηματογράφου. Κάνουν συμφωνίες με την Paramount και τη Warner Bros, μεσολαβούν σε μικρές και μεγάλες συγχωνεύσεις που καταλήγουν στη συγχώνευση της 20th Century με τη Fox το 1935 και τον Σπύρο Σκούρα πρόεδρο από το 1942 ως το 1962.
Δύο κεφάλαια των απομνημονευμάτων αφιερώνονται στον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Αθηναγόρα, μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη, τον οποίο γνωρίζει ο Σκούρας στη Νέα Υόρκη το 1931. Ο δυναμισμός και η μαγνητική προσωπικότητα του Αρχιεπισκόπου, η ευγένεια και η ταπεινότητά του, η σοφία και ο πραγματισμός του τον εντυπωσιάζουν. Χάρη στη δική του επίδραση αποφασίζει την παραγωγή ταινιών με θρησκευτικό περιεχόμενο όπως «Το τραγούδι της Μπερναντέτ» (1943) και «Ο χιτών» (1953) ή ταινιών για όλη την οικογένεια, όπως «Η μελωδία της ευτυχίας» (1965).
Με τη μεσολάβησή του στον πρόεδρο Ρούζβελτ και το δικό του αίτημα προς τον Τσόρτσιλ έγινε άρση του βρετανικού αποκλεισμού προκειμένου να φτάσει η επισιτιστική βοήθεια στη φασιστοκρατούμενη Ελλάδα. Το 1965 γράφει ότι ένας από τους δύο λόγους για τον οποίο θα ήθελε να τον θυμούνται είναι «για τις προσπάθειές μου προκειμένου οι ΗΠΑ να μεσολαβήσουν για την άρση του αποκλεισμού στην Ελλάδα προκειμένου να σωθούν από την πείνα τρία εκατομμύρια Ελληνες».
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο ήθελε να τον θυμούνται είναι «επειδή έφερα το σινεμασκόπ στη βιομηχανία του κινηματογράφου σε μια εποχή που ήταν απολύτως απαραίτητο». Οπως στα τέλη της δεκαετίας του '20 οι αδελφοί Σκούρα ήταν από τους πρώτους που πρόβαλλαν ταινίες του ομιλούντος στους κινηματογράφους τους, έτσι και το 1953, όταν ο κινηματογράφος απειλούνταν από την έλευση της τηλεόρασης, έδωσε το φιλί της ζωής στη βιομηχανία της μεγάλης οθόνης επενδύοντας στην ανάπτυξη της τεχνολογίας του σινεμασκόπ και υποστηρίζοντας την ευρεία εφαρμογή του.
Η αφήγηση, γλαφυρή στα πρώτα κεφάλαια, γίνεται στεγνή και τεχνοκρατική όταν ο Σκούρας περνά από την εμπειρία του μετανάστη στην αφήγηση της επιχειρηματικής του ανέλιξης. Γραμμένη στα αγγλικά, η αυτοβιογραφία είναι γραμμένη από έναν Αμερικανό - τέτοιον θεωρούσε τον εαυτό του ο Σκούρας με το που πήγε στην Αμερική - και απευθύνεται στο αμερικανικό κοινό που γνωρίζει τον κολοσσό του Χόλιγουντ Σκούρα αλλά όχι την ελληνική πραγματικότητα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, για την οποία δίνει πολλές πληροφορίες.
Στη φιλελεύθερη αμερικανική νοοτροπία του Σκούρα οφείλονται προφανώς και τα αντικομμουνιστικά του σχόλια κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Ελλάδα το 1949: «Δεν υπάρχουν καλοί Ελληνες στον αντάρτικο στρατό. Είναι φτιαγμένος από σκληρόπετσους κομμουνιστές, από άναρχα και εγκληματικά στοιχεία, από τα αποβράσματα της κοινωνίας».
Δεν έχουμε στα χέρια μας μια οριστική βιογραφία του Σκούρα, υποστηρίζει ο επιμελητής του τόμου Ηλίας Χρυσοχοΐδης, αλλά ένα κείμενο το οποίο έστω και λειψό (δεν συμπεριλαμβάνονται τα χρόνια από το 1954 ως το 1971) αποτελεί μαγιά για την ανάπτυξη της έρευνας τόσο για το έργο ενός εμβληματικού Ελληνα της Αμερικής όσο και για τη δράση της ελληνικής ομογένειας στις ΗΠΑ, η οποία έχει να δώσει πολλά αρχειακά ευρήματα.
Η πορεία του ιδρυτή της 20th Century Fox από το Σκουροχώρι Ηλείας ως τα μεγάλα στούντιο της Αμερικής, όπως παρουσιάζεται στα απομνημονεύματά του
PYROS P. SKOURAS
Memoirs (1893-1953)
Επιμέλεια Ilias Chrissochoidis
Εκδόσεις Brave World, Στάνφορντ, 2013,
σελ. 162, τιμή 10 δολάρια
Ζούσε κάποτε στο Σκουροχώρι της Ηλείας ένας καλόκαρδος χωρικός με τέσσερις γιους και τέσσερις θυγατέρες. Είχε χωράφια με ελιές, αμπέλια, γελάδια και μια εκατοστή πρόβατα και η οικογένειά του ευημερούσε.
Ωσπου το καλοκαίρι του 1907 μια πλημμύρα κατέστρεψε τη σοδειά στα χωράφια, η φυλλοξήρα τσάκισε τα αμπέλια του και η φτώχεια εγκαταστάθηκε στο σπιτικό του. Ενας-ένας οι τρεις μικρότεροι γιοι του έφυγαν μετανάστες αναζητώντας την τύχη τους στην Αμερική. Εκεί έγιναν μεγάλοι και τρανοί σε μια αναδυόμενη και πολλά υποσχόμενη βιομηχανία: στον κινηματογράφο. Την ιστορία τους αφηγείται ο μεσαίος αδελφός, ο Σπύρος Σκούρας (1893-1971), στα απομνημονεύματά του Spyros Ρ. Skouras, Memoirs, 1893-1953 (Στάνφορντ 2013), τα οποία κυκλοφόρησαν μόλις στα αγγλικά, για την επέτειο των 120 χρόνων από τη γέννησή του, με την επιμέλεια του ιστορικού ερευνητή του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ Ηλία Χρυσοχοΐδη.
Στους ιστορικούς του κινηματογράφου το όνομα του Σπύρου Σκούρα είναι πασίγνωστο.
Ηταν ο «εγκέφαλος» πίσω από τη συγχώνευση της 20th Century με τη Fox, επί 20 χρόνια πρόεδρος της εταιρείας, υπεύθυνος για τη χρήση του σινεμασκόπ και την παραγωγή εμβληματικών ταινιών του αμερικανικού κινηματογράφου, με τελευταία την επική «Κλεοπάτρα» (1963).
Για τους ιστορικούς της Ομογένειας είναι ο πιο διάσημος έλληνας μετανάστης στην Αμερική και εκείνος με τη μεγαλύτερη επιρροή.
«Ακουγα απ' τους γονείς μου ότι ο Οθωνας και η Αμαλία είχαν σταματήσει στο σπίτι του προπάππου μου πηγαίνοντας στην Αθήνα για να γίνουν βασιλιάδες της Ελλάδας, αλλά ποτέ δεν μου είχε περάσει από το μυαλό σ' εκείνα τα χρόνια της τρομερής φτώχειας ότι κάποτε θα καθόμουν στο ίδιο τραπέζι με βασιλιάδες» γράφει ο ίδιος. Κάθησε όμως στο ίδιο τραπέζι με ηγέτες κρατών, είχε πρόσβαση στον Λευκό Οίκο, ήταν προσωπικός φίλος του προέδρου Αϊζενχάουερ και έπαιξε αρκετές φορές τον ρόλο του πρέσβη πολιτισμού των ΗΠΑ. Στην ελλαδική ιστορία το όνομά του συνδέεται με την αμερικανική επισιτιστική βοήθεια στην Ελλάδα στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ιστορία του Σπύρου Σκούρα αρχίζει σαν λαϊκό παραμύθι, με κεντρικό ήρωα ένα αλαφροΐσκιωτο βοσκόπουλο που έβοσκε τα πρόβατά του γύρω από την Ολυμπία και τις νύχτες περνούσε τις πυγολαμπίδες για τις ψυχές των πεθαμένων. Βιβλικές καταστροφές πλήττουν την οικογένειά του και το μικρό βοσκόπουλο, αφού μάθει λίγα γράμματα σε μοναστήρι, μπαίνει στα δεκατρία του στη βιοπάλη.
«Μόνο στην Ελλάδα συνάντησα τόση περηφάνια για το παρελθόν και τόση φτώχεια στο παρόν» σχολιάζει στα απομνημονεύματά του. Πρώτα μαθητευόμενος τυπογράφος και έπειτα κλητήρας σε ναυτιλιακή εταιρεία στην Πάτρα. Εκεί βλέπει για πρώτη φορά ταινία στον κινηματογράφο και εντυπωσιάζεται από το νέο μέσο δραματικής έκφρασης.
Είναι μέλος της χριστιανικής οργάνωσης της Πάτρας, μαθαίνει λογιστικά και στην αρχή κάνει όνειρα να μείνει στην Ελλάδα και να καταπιαστεί με το εμπόριο. Σιγά-σιγά τα γράμματα του μεγαλύτερου αδελφού του Κωνσταντίνου (μετέπειτα γνωστού ως Τσαρλς), που βρισκόταν στην Αμερική από το 1908, τον κάνουν να αλλάξει σχέδια. Αποφασίζει να φύγει κι αυτός στην Αμερική, μαθαίνει αγγλικά και τον Ιούλιο του 1910 μπαρκάρει στον «Θεμιστοκλή» για τη Νέα Υόρκη, με τα ναύλα πληρωμένα από τον αδελφό του και με τελικό προορισμό το Σεντ Λούις.
Εργάζονται και οι δύο ως βοηθοί σερβιτόρου στα εστιατόρια και στα μπαρ μεγάλων ξενοδοχείων. Ο Σπύρος πιάνει δουλειά στις τέσσερις το πρωί και τρίβει πάγο για τα κοκτέιλ των δικηγόρων και των τραπεζιτών που συχνάζουν στο μπαρ του ξενοδοχείου «Planter». Τα δύο αδέρφια εργάζονται σκληρά, κάνουν γνωριμίες και αιματηρές οικονομίες. Μόνη τους διασκέδαση, ο κινηματογράφος κάθε Κυριακή. Εκεί αποφάσισαν να επενδύσουν και τις οικονομίες τους, 3.500 δολάρια μαζεμένα σε τρία χρόνια. Ανακαινίζουν ένα παλιό κτίριο σε μια πολυσύχναστη λαϊκή γειτονιά και ανοίγουν τον πρώτο του κινηματογράφο, το «Olympia», το 1914.
Ακολουθεί ο κινηματογράφος «Pantheon» - και αυτός με ελληνικό όνομα - και σύντομα τα τρία αδέρφια, με τον Γιώργο που είχε έρθει από την Ελλάδα στο μεταξύ, αποκτούν μια σειρά κινηματογράφων στο Σεντ Λούις, όχι μόνο στις λαϊκές γειτονιές των μεταναστών αλλά και στις προνομιούχες περιοχές της πόλης. Φτιάχνουν αίθουσες μοντέρνες και πολυτελείς, δίνουν έμφαση στην παροχή υπηρεσιών, προσλαμβάνουν πολυμελείς συμφωνικές ορχήστρες για να παίζουν στις αίθουσες - ήταν ακόμη η εποχή του βωβού κινηματογράφου - και καινοτομούν εισάγοντας στις αίθουσες την τζαζ μουσική.
Αποκτούν τη διαχείριση του κινηματογράφου «Missouri» της Paramount και αγοράζουν το επιβλητικό «Grand Central». Οταν ανοίγει και ο δεκαεπταώροφος κινηματογράφος «Ambassador» το 1925 και έχοντας στον έλεγχό τους τις περισσότερες αίθουσες στο Σεντ Λούις, τα τρία αδέρφια είναι πλέον υπολογίσιμο όνομα στη νεαρή βιομηχανία του κινηματογράφου. Κάνουν συμφωνίες με την Paramount και τη Warner Bros, μεσολαβούν σε μικρές και μεγάλες συγχωνεύσεις που καταλήγουν στη συγχώνευση της 20th Century με τη Fox το 1935 και τον Σπύρο Σκούρα πρόεδρο από το 1942 ως το 1962.
Δύο κεφάλαια των απομνημονευμάτων αφιερώνονται στον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Αθηναγόρα, μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη, τον οποίο γνωρίζει ο Σκούρας στη Νέα Υόρκη το 1931. Ο δυναμισμός και η μαγνητική προσωπικότητα του Αρχιεπισκόπου, η ευγένεια και η ταπεινότητά του, η σοφία και ο πραγματισμός του τον εντυπωσιάζουν. Χάρη στη δική του επίδραση αποφασίζει την παραγωγή ταινιών με θρησκευτικό περιεχόμενο όπως «Το τραγούδι της Μπερναντέτ» (1943) και «Ο χιτών» (1953) ή ταινιών για όλη την οικογένεια, όπως «Η μελωδία της ευτυχίας» (1965).
Ο Αθηναγόρας και το σινεμασκόπ
Με την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα το 1940 είναι, μαζί με τον
Αθηναγόρα, οι εμπνευστές της πρωτοβουλίας Greek War Relief Association.
Με την οργανωτική βοήθεια του Νόρμαν Ντέιβις, προέδρου του Ερυθρού
Σταυρού, και την υποστήριξη προσωπικοτήτων του επιχειρηματικού και
πολιτικού κόσμου, όπως ο Χάρολντ Βάντερμπιλτ και ο τραπεζίτης Γουίνθροπ
Ολντριτς, μετέπειτα πρέσβης των ΗΠΑ στη Βρετανία, κατάφεραν να
συγκεντρώσουν 40 εκατ. δολάρια σε μετρητά προκειμένου να αποσταλούν ως
χρηματική βοήθεια ή ως ανθρωπιστική βοήθεια στην Ελλάδα.
Με τη μεσολάβησή του στον πρόεδρο Ρούζβελτ και το δικό του αίτημα προς τον Τσόρτσιλ έγινε άρση του βρετανικού αποκλεισμού προκειμένου να φτάσει η επισιτιστική βοήθεια στη φασιστοκρατούμενη Ελλάδα. Το 1965 γράφει ότι ένας από τους δύο λόγους για τον οποίο θα ήθελε να τον θυμούνται είναι «για τις προσπάθειές μου προκειμένου οι ΗΠΑ να μεσολαβήσουν για την άρση του αποκλεισμού στην Ελλάδα προκειμένου να σωθούν από την πείνα τρία εκατομμύρια Ελληνες».
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο ήθελε να τον θυμούνται είναι «επειδή έφερα το σινεμασκόπ στη βιομηχανία του κινηματογράφου σε μια εποχή που ήταν απολύτως απαραίτητο». Οπως στα τέλη της δεκαετίας του '20 οι αδελφοί Σκούρα ήταν από τους πρώτους που πρόβαλλαν ταινίες του ομιλούντος στους κινηματογράφους τους, έτσι και το 1953, όταν ο κινηματογράφος απειλούνταν από την έλευση της τηλεόρασης, έδωσε το φιλί της ζωής στη βιομηχανία της μεγάλης οθόνης επενδύοντας στην ανάπτυξη της τεχνολογίας του σινεμασκόπ και υποστηρίζοντας την ευρεία εφαρμογή του.
Ο θησαυρός ενός αρχείου
Το Spyros Ρ. Skouras, Memoirs, 1893-1953 βασίστηκε σε
ιδιόγραφα και δακτυλόγραφα βιογραφικά σημειώματα και μαγνητοφωνημένες
αφηγήσεις του Σκούρα με σκοπό να συνταχθεί μια επίσημη βιογραφία του,
σχέδιο που ατύχησε όσο ζούσε. Το υλικό βρίσκεται στο Αρχείο Σπύρου Π.
Σκούρα, συνολικά 68 κούτες αρχείου, που δώρισε στο Πανεπιστήμιο
Στάνφορντ το 1988 ο εγγονός του. Οι αυτοβιογραφικές σημειώσεις του
Σκούρα αρχίζουν τον Απρίλιο του 1953 και πυκνώνουν μετά τον θάνατο των
αδελφών του, Τσαρλς (1889-1954) και Τζορτζ Σκούρα (1896-1964).
Η αφήγηση, γλαφυρή στα πρώτα κεφάλαια, γίνεται στεγνή και τεχνοκρατική όταν ο Σκούρας περνά από την εμπειρία του μετανάστη στην αφήγηση της επιχειρηματικής του ανέλιξης. Γραμμένη στα αγγλικά, η αυτοβιογραφία είναι γραμμένη από έναν Αμερικανό - τέτοιον θεωρούσε τον εαυτό του ο Σκούρας με το που πήγε στην Αμερική - και απευθύνεται στο αμερικανικό κοινό που γνωρίζει τον κολοσσό του Χόλιγουντ Σκούρα αλλά όχι την ελληνική πραγματικότητα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, για την οποία δίνει πολλές πληροφορίες.
Στη φιλελεύθερη αμερικανική νοοτροπία του Σκούρα οφείλονται προφανώς και τα αντικομμουνιστικά του σχόλια κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Ελλάδα το 1949: «Δεν υπάρχουν καλοί Ελληνες στον αντάρτικο στρατό. Είναι φτιαγμένος από σκληρόπετσους κομμουνιστές, από άναρχα και εγκληματικά στοιχεία, από τα αποβράσματα της κοινωνίας».
Δεν έχουμε στα χέρια μας μια οριστική βιογραφία του Σκούρα, υποστηρίζει ο επιμελητής του τόμου Ηλίας Χρυσοχοΐδης, αλλά ένα κείμενο το οποίο έστω και λειψό (δεν συμπεριλαμβάνονται τα χρόνια από το 1954 ως το 1971) αποτελεί μαγιά για την ανάπτυξη της έρευνας τόσο για το έργο ενός εμβληματικού Ελληνα της Αμερικής όσο και για τη δράση της ελληνικής ομογένειας στις ΗΠΑ, η οποία έχει να δώσει πολλά αρχειακά ευρήματα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου