Η εκδημία του Κωστή Παπαγιώργη κλείνει μιαν εποχή, την εποχή που και ο
ίδιος σφράγισε με την ακάματη σκέψη του και τη λαμπρή του πρόζα, με τις
έκκεντρες πλην μετωπικές προσεγγίσεις του της ανθρώπινης συνθήκης, με
τις οξυδερκείς περιγραφές του νεοελληνικού βίου.
Με το θάνατό του διαπιστώνουμε πόσο πολύ διαβάστηκε, πόσο βαθιά επηρέασε όλους όσοι διαμορφώνονταν πνευματικά από τη δεκαετία ’80 και εφεξής, σχεδόν δύο γενιές. Ο Παπαγιώργης εμύησε τους νεότερους στο κιαροσκούρο της μέθης, της αγοραφοβίας, της φιλίας, του αντινομικού Εικοσιένα, του Παπαδιαμάντη, του ευρωπαϊκού μηδενισμού, σε περιοχές όπου καμιά «σπουδασμένη πουλάδα» δεν πρόσφερε τίποτε ριψοκίνδυνο και εμπνευστικό, τίποτε άξιο να μοιραστεί. Ορισμένως, ξεδίψασε την αναγνωστική-στοχαστική δίψα των νεοτέρων του, λειτουργώντας παιδευτικά, σαν δάσκαλος που δεν ζητάει μίμηση και επανάληψη, αλλά σε ωθεί να βρεις τα όρια της δικής σου σκέψης, τη δική σου μοναξιά στον χρόνο και τον χώρο. [Το βιογραφικό στοιχείο που προέτασσε: Γεννήθηκε στην Υπάτη Φθιώτιδος, ο πατέρας του ήταν δάσκαλος. Σπούδασε νομικά και φιλοσοφία, χωρίς να ολοκληρώσει.]
Η εκδημία του μάς δείχνει προ πάντων πόσο αγαπήθηκε σαν συγγραφέας και πρόσωπο. Στο άκουσμα του θανάτου του, την εαρινή ισημερία, όλων τα λόγια ήταν λόγια αγάπης και τιμής, όλοι αποχαιρετούσαν έναν ακριβό φίλο· όλοι όσοι τον γνώριζαν από τα γραφτά του τον ένιωθαν δικό τους άνθρωπο, φίλο, δάσκαλο, οδηγό, συνομιλητή.
Είναι ο δημοφιλέστερος και πιο επιδραστικός συγγραφέας τα τελευταία τριάντα χρόνια, περισσότερο ίσως κι από ποιητές και πεζογράφους. Παράδοξο για έναν άνθρωπο που έγραφε για την αγοραφοβία και τη μισανθρωπία, που δεν εμφανιζόταν σε τηλεοράσεις και δημόσιους χώρους; Οχι, απεναντίας: πίσω από τον είρωνα συγγραφέα υπήρχε ο τρυφερός, ο ζεστός άνθρωπος, κι αυτό το μύριζαν οι χιλιάδες αναγνώστες του μέσα απ’ τις ραφές του κειμένου. Ενιωθαν ότι το γράψιμό του ήταν η ανάσα του, δεν ήταν πόζα και στυλ, δεν μετέδιδε στρογγυλά συμπεράσματα, δεν στρίμωχνε την πραγματικότητα σε ετοιματζίδικα σχήματα, δεν ήταν γκουρού, διδάχος, μεσσίας· ήταν οργανικός διανοούμενος με τον γκραμσιανό ορισμό, έκκεντρος και αυτόφωτος, αυθεντικός, θα προσθέταμε εμείς· ο ίδιος είχε φροντίσει από νωρίς να πει: «Τα κείμενα έρχονται απ’ εκεί που δεν τα περιμένουμε. Οχι από το πανεπιστήμιο, όχι από τις σπουδασμένες πουλάδες, αλλά από άσημα άτομα, ‘ψυχούλες’ που τα βρήκαν σκούρα και πήραν τη ζωή στα σοβαρά. Είναι εντυπωσιακή η δεινότητα στην έκφραση που δείχνει μια καρδιά με επείγουσες ανάγκες όταν στρώνεται στην δουλειά και αποφασίζει να τα μάθει όλα μόνη της.»
Ψυχούλα, καρδιά… Με τον τρόπο του Τσέχωφ, του Φλωμπέρ, του Μπαλζάκ, λιγότερο με τον τρόπο των φιλοσόφων, ο Παπαγιώργης έβαζε τον αναγνώστη του μέτοχο και υπεύθυνο στην ανθρώπινη κωμωδία. Γι’ αυτό ίσως οι αναγνώστες του τον λογάριαζαν σαν σύντροφο, δεκαετίες μετά τα διαβάσματα, και σαν φίλο τώρα τον αποχαιρετούν. Αυτοί οι χιλιάδες φίλοι, από εικοσάρηδες και τριαντάρηδες ώς τους συνομηλίκους του, του λένε από την Παρασκευή «γειά σου, Ασημάκη!», επαναλαμβάνοντας πολλαπλάσιο τον πένθιμο αποχαιρετισμό του Παπαγιώργη προς τον Χρήστο Βακαλόπουλο: «Ο νεκρός υπάρχει πλέον μονάχα στην καρδιά μας. Και ακόμα βαθύτερα. Είναι πια ο σιωπηλός των σιωπηλών.»
Με το θάνατό του διαπιστώνουμε πόσο πολύ διαβάστηκε, πόσο βαθιά επηρέασε όλους όσοι διαμορφώνονταν πνευματικά από τη δεκαετία ’80 και εφεξής, σχεδόν δύο γενιές. Ο Παπαγιώργης εμύησε τους νεότερους στο κιαροσκούρο της μέθης, της αγοραφοβίας, της φιλίας, του αντινομικού Εικοσιένα, του Παπαδιαμάντη, του ευρωπαϊκού μηδενισμού, σε περιοχές όπου καμιά «σπουδασμένη πουλάδα» δεν πρόσφερε τίποτε ριψοκίνδυνο και εμπνευστικό, τίποτε άξιο να μοιραστεί. Ορισμένως, ξεδίψασε την αναγνωστική-στοχαστική δίψα των νεοτέρων του, λειτουργώντας παιδευτικά, σαν δάσκαλος που δεν ζητάει μίμηση και επανάληψη, αλλά σε ωθεί να βρεις τα όρια της δικής σου σκέψης, τη δική σου μοναξιά στον χρόνο και τον χώρο. [Το βιογραφικό στοιχείο που προέτασσε: Γεννήθηκε στην Υπάτη Φθιώτιδος, ο πατέρας του ήταν δάσκαλος. Σπούδασε νομικά και φιλοσοφία, χωρίς να ολοκληρώσει.]
Η εκδημία του μάς δείχνει προ πάντων πόσο αγαπήθηκε σαν συγγραφέας και πρόσωπο. Στο άκουσμα του θανάτου του, την εαρινή ισημερία, όλων τα λόγια ήταν λόγια αγάπης και τιμής, όλοι αποχαιρετούσαν έναν ακριβό φίλο· όλοι όσοι τον γνώριζαν από τα γραφτά του τον ένιωθαν δικό τους άνθρωπο, φίλο, δάσκαλο, οδηγό, συνομιλητή.
Είναι ο δημοφιλέστερος και πιο επιδραστικός συγγραφέας τα τελευταία τριάντα χρόνια, περισσότερο ίσως κι από ποιητές και πεζογράφους. Παράδοξο για έναν άνθρωπο που έγραφε για την αγοραφοβία και τη μισανθρωπία, που δεν εμφανιζόταν σε τηλεοράσεις και δημόσιους χώρους; Οχι, απεναντίας: πίσω από τον είρωνα συγγραφέα υπήρχε ο τρυφερός, ο ζεστός άνθρωπος, κι αυτό το μύριζαν οι χιλιάδες αναγνώστες του μέσα απ’ τις ραφές του κειμένου. Ενιωθαν ότι το γράψιμό του ήταν η ανάσα του, δεν ήταν πόζα και στυλ, δεν μετέδιδε στρογγυλά συμπεράσματα, δεν στρίμωχνε την πραγματικότητα σε ετοιματζίδικα σχήματα, δεν ήταν γκουρού, διδάχος, μεσσίας· ήταν οργανικός διανοούμενος με τον γκραμσιανό ορισμό, έκκεντρος και αυτόφωτος, αυθεντικός, θα προσθέταμε εμείς· ο ίδιος είχε φροντίσει από νωρίς να πει: «Τα κείμενα έρχονται απ’ εκεί που δεν τα περιμένουμε. Οχι από το πανεπιστήμιο, όχι από τις σπουδασμένες πουλάδες, αλλά από άσημα άτομα, ‘ψυχούλες’ που τα βρήκαν σκούρα και πήραν τη ζωή στα σοβαρά. Είναι εντυπωσιακή η δεινότητα στην έκφραση που δείχνει μια καρδιά με επείγουσες ανάγκες όταν στρώνεται στην δουλειά και αποφασίζει να τα μάθει όλα μόνη της.»
Ψυχούλα, καρδιά… Με τον τρόπο του Τσέχωφ, του Φλωμπέρ, του Μπαλζάκ, λιγότερο με τον τρόπο των φιλοσόφων, ο Παπαγιώργης έβαζε τον αναγνώστη του μέτοχο και υπεύθυνο στην ανθρώπινη κωμωδία. Γι’ αυτό ίσως οι αναγνώστες του τον λογάριαζαν σαν σύντροφο, δεκαετίες μετά τα διαβάσματα, και σαν φίλο τώρα τον αποχαιρετούν. Αυτοί οι χιλιάδες φίλοι, από εικοσάρηδες και τριαντάρηδες ώς τους συνομηλίκους του, του λένε από την Παρασκευή «γειά σου, Ασημάκη!», επαναλαμβάνοντας πολλαπλάσιο τον πένθιμο αποχαιρετισμό του Παπαγιώργη προς τον Χρήστο Βακαλόπουλο: «Ο νεκρός υπάρχει πλέον μονάχα στην καρδιά μας. Και ακόμα βαθύτερα. Είναι πια ο σιωπηλός των σιωπηλών.»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου