Φτωχότερος είναι από σήμερα ο χώρος του κινηματογράφου, καθώς αποχαιρετά τον σπουδαίο Γάλλο κινηματογραφιστή Αλέν Ρενέ (Alain Resnais). Ένας πραγματικός δάσκαλος της τέχνης του σινεμά, που έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών το Σάββατο. Ο Αλέν Ρενέ, συνέδεσε τον όνομά του με το κινηματογραφικό ρεύμα του "Νέου Κύματος" (Nouvelle Vague) και μας χάρισε ανεξίτηλα στον χρόνο φιλμ, όπως το "Χιροσίμα Αγάπη μου" (1959) και το "Πέρυσι στο Μάριενμπαντ" (1961). Του Γιώργου Ρούσσου. TVXS
«Είμαι συνεχώς στο κατόπι της αναζήτησης μιας ειδικής μη αφηγηματικής γλώσσας, που θα εμπεριέχει μουσικότητα» Αλέν Ρενέ
Ο Αλέν Ρενέ γεννήθηκε το 1922, στη Βρετάνη. Αν και δεν
ήταν ποτέ «επίσημο» μέλος του Νέου Κύματος, ξεκίνησε τη καριέρα του στα
τέλη της δεκαετίας του ’50. Αντίθετα από τους υπόλοιπους σκηνοθέτες της
παρέας των «Cahiers du Cinema», που ασχολήθηκαν με την κάθαρση των
κινηματογραφικών ειδών, ο Ρενέ σημάδεψε με τον φακό του το τραυματικό
της μνήμης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και τις καταστροφικές
επιπτώσεις αυτού, στο ασυνείδητο του ανθρώπου με το κλασσικό πλέον
αριστούργημα, «Χιροσίμα Αγάπη μου».
Ο Ρενέ ξεκίνησε να φιλμάρει ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’40,
μόλις αποφοίτησε από την Ανωτάτη σχολή Κινηματογράφου στη Γαλλία, τη
θρυλική IDHEC. Γύρισε μια σειρά από μικρού μήκους με πιο ονομαστή την
«Γκουέρνικα» (1950) εμπνευσμένη φυσικά από τον πίνακα και τον
βομβαρδισμό της πόλης από την αεροπορία των ναζί. Ωστόσο, η προσοχή των
ανθρώπων του σινεμά στράφηκε στο πρόσωπό του, από την μεσαίου μήκους
ταινία «Night and fog» (1955). Ο νεαρός Ρενέ δείχνει τις δυνατότητές του
προσεγγίζοντας έμμεσα, υπαινικτικά και αντί-ηρωικά το Ολοκαύτωμα.
Τα χρόνια που έρχονται μελετά με εμβρίθεια το λεξιλόγιο του μοντάζ,
διαβάζει μανιωδώς ποίηση και εξελίσσει τεχνικές που ερευνούν την
υποκειμενικότητα της μνήμης σε σχέση με τη βία της Ιστορίας. Το
«Χιροσίμα Αγάπη μου» είναι αποτέλεσμα της μελέτης αυτής, σε σενάριο του
Μαργκερίτ Ντυράς.
Οι συνεργασίες του περιελάμβαναν λογοτέχνες και δοκιμιογράφους του
ανθισμένου γαλλικού πνεύματος του ’50, που μαζί με άλλους σκηνοθέτες
ανήκαν στο αριστερό ρεύμα, που ονομάζονταν χαρακτηριστικά: La rive
gauche. Έτσι ονομάζεται η νότια πλευρά του Σηκουάνα, όπου ήταν η
γειτονιά των διανοουμένων.
Η σκέψη του Ρενέ επηρεάζεται και εμπλουτίζεται από τη ζωγραφική και τις
επιστήμες του ανθρώπου. Το έργο του ριζοσπάστη ανθρωπολόγου Μαρσέλ
Ντετιέν, που στοχάζεται πάνω στη δημιουργία της γραμματικής της
μυθολογίας τον επηρεάζει βαθιά, όπως και οι πίνακες του Ματίς.
Ο σκηνοθέτης ανά περιόδους προκαλούσε τα όρια και τα συμπεράσματα, του
τι μπορεί να είναι κινηματογράφος. Ιδιοσυγκρασιακός και τολμηρός, δεν
παρέλειπε να κατεδαφίσει μοτίβα της κοινότοπης αναπαράστασης και να
εφεύρει καινούργια. Στο φιλμ «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ» αναδιατάσσει το χρόνο όπως ο Μαρσέλ Προυστ. Φτάνει στις αβύσσους της δισυπόστατης μνήμης και την εξακοντίζει σε σοκαριστικά μήκη.
Μια ασταθής πραγματικότητα διατρέχει την φιλμική επιφάνεια, που
μετασχηματίζεται ανάλογα με την εκάστοτε προοπτική των πρωταγωνιστών.
«Είμαι συνεχώς στο κατόπι της αναζήτησης μιας ειδικής μη αφηγηματικής
γλώσσας, που θα εμπεριέχει μουσικότητα». Λέει ο ίδιος ο Ρενέ για το μότο
της ζωής και της πολυτάραχης έμπνευσής του.
Ο Alain Resnais, αν και ηλικιακά συνδέεται με τους σκηνοθέτες, οι
οποίοι δέχθηκαν έντονη κριτική από τους αρθρογράφους των Cahiers du
Cinema, ωστόσο έρχεται σε ρήξη με το λεγόμενο cinema du papa (σινεμά του
μπαμπά) καθώς χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη μέθοδο κινηματογράφησης, με
αποτέλεσμα να συγκαλείται κι αυτός δικαίως στους δημιουργούς του "Νέου
Κύματος" (Nouvelle Vague).
Γεγονός το οποίο γίνεται εμφανές τόσο στην ταινία Hiroshima mon Amour
(Χιροσίμα Αγάπη μου, 1959), όπου μέσα από μια ερωτική ιστορία
διαπραγματεύεται την επιρροή που ασκεί η ιστορική μνήμη στη διαμόρφωση
της ατομικής και κοινωνικής ταυτότητας, όσο και στις υπόλοιπες ταινίες
της περιόδου αυτής όπως: L’ Annee Derniere a Marienbad (Πέρυσι, στο
Μαρίενμπαντ, 1961), Muriel (Ο Γυρισμός του Αγαπημένου, 1963), La Guerre
est Finie (Ο Πόλεμος Τελείωσε, 1966), Loin du Vietnam (Μακριά από το
Βιετνάμ, 1967) και Je t’ aime, je t’ aime (Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, 1968).
Χιροσίμα αγάπη μου / Hiroshima mon amour
Παραγωγή: Γαλλία - Ιαπωνία / 1959 / Ασπρόμαυρη, 90 λεπτά
Μια Γαλλίδα ηθοποιός φτάνει στη Χιροσίμα για τα γυρίσματα ενός
ντοκιμαντέρ με θέμα την ειρήνη. Περνά τη νύχτα της με έναν Γιαπωνέζο
αρχιτέκτονα και περιστασιακό εραστή. Οι μνήμες του πυρηνικού ολέθρου που
έπληξε την πόλη, συναντούν τις προσωπικές της αναμνήσεις από τον δικό
της γενέθλιο τόπο, το Νεβέρ, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και
του εφηβικού της έρωτα με έναν Γερμανό στρατιώτη που δολοφονήθηκε
μπροστά στα μάτια της.
Παρόν και παρελθόν εναλλάσσονται συνεχώς μέσα από την (αν)έφικτη
ερωτική επαφή και τη δύσκολη επικοινωνία (δεν μιλούν ο ένας την γλώσσα
του άλλου), καθώς και τις περιπλανήσεις τους σε διάφορες τοποθεσίες της
Χιροσίμα. Όλα συμβαίνουν στη διάρκεια ενός εικοσιτετραώρου, γιατί η
γυναίκα (που δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομά της, όπως ούτε και του Ιάπωνα
εραστή της), θα πρέπει να επιστρέψει στη Γαλλία. Θα γυρίσει όμως;
To 1959, με το "Χιροσίμα Αγάπη μου", σε σενάριο της Μαργκερίτ Ντυράς,
πραγματοποιείται το πέρασμα του Αλέν Ρενέ από το ντοκιμαντέρ στη
μυθοπλασία. Η ταινία βασίζεται εξ ολοκλήρου πάνω στην ανάκληση της
μνήμης, ακολουθώντας τα δαιδαλώδη μονοπάτια της και σε αυτό ακριβώς
οφείλεται η μορφική της ανακολουθία και οι αφηγηματικές της
παρεκκλίσεις.
Με κλειδί τη λέξη «θυμάμαι», η οποία ανοίγει τις πύλες της μνήμης και
του παρελθόντος χρόνου, η ταινία επαναφέρει στο παρόν, μέσα από τη
εφήμερη ερωτική συνάντηση της Γαλλίδας με τον Ιάπωνα, τραυματικές
αναμνήσεις από την εποχή του πολέμου: από τη δική της τραυματική
εμπειρία στο Νεβέρ και από το πυρηνικό ολοκαύτωμα της Χιροσίμα, με χρήση
επικαίρων της εποχής.
Η αφήγηση με λυρισμό μεγάλης έντασης και δραματική δύναμη, μετακινείται
διαρκώς από το ατομικό στο συλλογικό δράμα, σε μια συγκλονιστική
οπτικο-ακουστική σύνθεση. Ο έρωτας απελευθερώνει βαθιά κρυμμένες εικόνες και συναισθήματα, φέρνοντας κοντά τους δύο εραστές και ταυτόχρονα αναδεικνύοντας την υπαρξιακή και πολιτισμική απόσταση που τους χωρίζει.
Η ρευστότητα του χρόνου και η υποκειμενικότητα της μνήμης, αποτελούν τον δραματικό άξονα αυτής της αριστουργηματικής ταινίας,
καθιστώντας τη θέασή της, μία ανεπανάληπτη κινηματογραφική εμπειρία,
μαγνητίζοντας τον θεατή όσες φορές κι αν την παρακολουθήσει. Το φιλμ
κέρδισε το Βραβείο Fipresci στο Φεστιβάλ των Καννών το 1959.
Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ (Last Year at Marienbad / L'année dernière à Marienbad)
Παραγωγή: Γαλλία / 1961 / Ασπρόμαυρη, 94 λεπτά
Το βραβευμένο με Χρυσό Λιοντάρι στην Μπιενάλε της Βενετίας, το 1963,
«Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ» του Αλέν Ρενέ, αποτελεί το απόλυτο
κινηματογραφικό παζλ, για ευφυείς λύτες. Μία ταινία με μεθυστικά χρονικά
άλματα και αλλεπάλληλα φλάσμπακς, στον χρόνο αλλά και στο υποσυνείδητο.
Μία τέλεια εικονογράφηση της ψυχαναλυτικής διαδικασίας, μεταφερόμενη
ιδανικά στη μεγάλη οθόνη...
Σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στην εξοχή, ένας άντρας (Χ) χρησιμοποιεί
όλα τα θεμιτά μέσα για να πείσει μια παντρεμένη γυναίκα (Α) να φύγει
μαζί του. Η γυναίκα μόλις και μετά βίας μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη
της την ερωτική ιστορία που είχαν, ή μήπως δεν είχαν, τον προηγούμενο
χρόνο στο Μαρίενμπαντ.
Ο σύζυγος ή συνοδός (Μ), παραμένει σταθερά και διακριτικά στο πλευρό
της, ρωτώντας κάθε λίγο για την υγεία της, αδιαφορώντας για τα αισθήματά
της. Δυσοίωνοι οργανικοί ήχοι επαναλαμβάνονται καθώς το προοπτικό πεδίο
της κάμερας ανιχνεύει ανάμεσα στους απέραντους διαδρόμους, ενός μπαρόκ
ξενοδοχείου.
Σκορπισμένα πλήθη με βραδινές ενδυμασίες, εγκαταλειμμένα μέσα σε έναν
αντίλαλο. Ο άντρας προσπαθεί να πείσει την καχυποψία της γυναίκας, ότι
έχουν ξαναβρεθεί εδώ ή όχι. Η μνήμη ξεγλιστρά, η αμφισημία προτίθεται να
υποτάξει τον φιλμικό χώρο. Ο άντρας της γυναίκας (ή μήπως είναι κάτι
άλλο;) γυροφέρνει με ένα πένθιμο ύφος, ενώ παίζει ένα περίεργο παιχνίδι
κρουστών στις γωνίες των χώρων.
Ο Χ επαναλαμβάνει συνεχώς σαν σύνθημα τη λέξη «Πέρυσι», μαζί με κάθε
συνάντηση του με τη γυναίκα, που κάθε φορά λαμβάνει χώρα σε διαφορετική
τοποθεσία, μέσα σε διαφορετικά κουστούμια. Πλάνο το πλάνο. Η απορία
μένει μετέωρη... Αλήθεια η περυσινή τους επαφή υφίσταται κι αν ναι, ήταν
ξελόγιασμα ή κάτι άλλο;
Το θρυλικό φιλμ του Αλέν Ρενέ «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ», γυρισμένο στις
αρχές του αγαπημένου κινήματος της Νουβέλ Βαγκ, μας μεταφέρει σε ένα
δυστοπικό σύμπαν όπου οι ήρωες μας, Χ και Α, αποτελούν τις μεταβαλλόμενες σταθερές μιας διαφορικής, κινηματογραφικής εξίσωσης.
Μίας εξίσωσης, όπου το καλό και το κακό, η εξαπάτηση και η αλήθεια
παίζουν κρυφτό πίσω από την αυλαία των θαυμάτων του σπουδαίου Αλέν
Ρενέ...
Το φιλμ είναι προϊόν της σπουδαίας συνεργασίας του Ρενέ με έναν από
τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του νέου μυθιστορήματος, τον Αλέν-Ρομπ
Γκριγιέ. Στο καστ, συναντάμε τους: Ντελφίν Σιρίγκ, Τζιόρτζιο
Αλμπερτάτζι, Σασά Πιτέφ.
Αγέραστος και αεικίνητος ο Αλέν Ρενέ, θα συνεχίζει να μας χαρίζει
απλόχερα τις κινηματογραφικές του δημιουργίες, μένοντας πάντα σταθερός
στις αρχές και στα ιδανικά. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι πριν από λίγες
μόλις ημέρες η τελευταία του δημιουργία, το φιλμ «Να Αγαπάς, να Πίνεις
και να Τραγουδάς» (Life of Riley / Aimer, boire et chanter) βραβεύτηκε
στο 64ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, με το Βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών (FIPRESCI), για την καλύτερη ταινία του διαγωνιστικού τμήματος του Φεστιβάλ.
Η ταινία «Να Αγαπάς, να Πίνεις και να Τραγουδάς» (Life of Riley /
Aimer, boire et chanter), αποτελεί μεταφορά του θεατρικού έργου «Η ζωή
του Ράιλι» του Βρετανού συγγραφέα Αλαν Εϊκμπερν. Το σενάριο εξελίσσεται
γύρω από τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη τριών φιλικών ζευγαριών, με τους
άντρες να ανακαλύπτουν πως οι γυναίκες τους είχαν σχέση με ένα φίλο
τους...
Το βίντεο που ακολουθεί είναι από τη Συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε
την προβολή της ταινίας «Να Αγαπάς, να Πίνεις και να Τραγουδάς» (Life of
Riley / Aimer, boire et chanter) του Αλέν Ρενέ:
Ο Αλέν Ρενέ, ανήκει στους ελάχιστους εκείνους δημιουργούς, που μας
έμαθαν πως να βλέπουμε σινεμά. Χωρίς να μένουμε μόνο στο πρώτο εκείνο
λάγνο επίπεδο της εικόνας, αλλά εντρυφώντας βαθύτερα. Και είναι
σκηνοθέτες όπως ο Ρενέ, για τους οποίους αξίζει πραγματικά ο
Κινηματογράφος να λογίζεται ως η έβδομη Τέχνη.
Καλό ταξίδι και σε ευχαριστούμε...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου