Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Ελένη Καραΐνδρου: «Εν ονόματι της εξουσίας διαπράττονται οι φρικτότερες ύβρεις»!

8:15 π.μ.

του Θάνου Ματζάνα

Η πλέον πρόσφατη δισκογραφική δουλειά της Ελένης Καραϊνδρου που κυκλοφόρησε από την ECM στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς είναι το «Μήδεια» ή «Medea» για την διεθνή αγορά. Πρόκειται για την επένδυση που έγραψε για την παράσταση της ομώνυμης τραγωδίας του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα το 2011. Παρότι χρησιμοποιεί στην πλειοψηφία τους παραδοσιακά και μάλιστα ανατολικής προέλευσης όργανα (πολίτικη λύρα/λαούτο, νέι, σαντούρι, κλαρίνο και μπεντίρ μαζί όμως και με ένα μοναχικό βιολοντσέλο) που συντελούν στην δημιουργία ενός μυσταγωγικού, σχεδόν «εξώκοσμου» ανατολίτικου κλίματος η μουσική της αυτή διατηρεί με αριστοτεχνικό τρόπο το υποβλητικό ελεγειακό της ύφος το οποίο γνωρίζουμε από τις κλασικές ορχήστρες που τόσο αγαπάει και συνηθίζει να χρησιμοποιεί, αποτελώντας αναμφίβολα μία από τις κορυφαίες στιγμές του έργου της. 


Με αφορμή λοιπόν αυτό το CD επιχειρήσαμε να κάνουμε μία συνέντευξη μαζί της διαφορετική από όσες της έχουμε πάρει ως τώρα, μια «ανατομία» της συνθετικής και γενικότερα της μουσικής πρακτικής και μεθοδολογίας της με βασικούς άξονες την σχέση των τελευταίων με την μουσική, την γλώσσα αλλά και το περιεχόμενο και τα νοήματα των αρχαίων ελληνικών τραγωδιών. Οπως ήταν επόμενο όμως μια τέτοια συζήτηση δεν μπορούσε παρά να επεκταθεί και σε τοποθετήσεις της συνθέτιδας επί αρκετών άλλων – περισσότερο ή λιγότερο συναφών – εξίσου σημαντικών ζητημάτων οι οποίες νομίζουμε ότι δικαιώνουν και με το παραπάνω κάτι που έχει πει ο Παρασκευάς Καρασούλος για εκείνη, ότι είναι «μία Ελληνίδα δημιουργός που εκπροσωπεί ιδανικά την χώρα μας διεθνώς ακριβώς γιατί είναι υπερήφανη για την ελληνική της ταυτότητα και δεν θυσιάζει ποτέ τίποτα από αυτήν».

Συνέντευξη στον Θάνο Μαντζάνα

Πιστεύω ότι πολλοί μιλώντας μαζί σας για έργα σας όπως η μουσική σας για τη «Μήδεια» ή παλαιότερα τις «Τρωάδες» λησμονούν ή παραγνωρίζουν κάτι πολύ βασικό, ότι εκτός από την ιδιότητα της μουσικού έχετε και εκείνη της φιλολόγου,άρα μπορείτε πολύ άνετα να έρθετε σε επαφή και με τα πρωτότυπα κείμενα των τραγωδιών. 
Για να είμαστε ακριβείς είμαι απόφοιτος του ιστορικού και αρχαιολογικού τμήματος  της Φιλοσοφικής Σχολής αλλά ομολογουμένως τα αρχαία, ήδη από την εποχή του σχολείου, ήταν μεγάλη αδυναμία μου. Αγαπώ πάρα πολύ τα αρχαία ελληνικά και γι' αυτό τα γνωρίζω πολύ καλά σε βαθμό που μπορώ να απαγγείλω ολόκληρα αποσπάσματα από τον Θουκυδίδη και άλλους συγγραφείς!

Με εντυπωσιάζετε πραγματικά! Ακριβώς για αυτό λοιπόν θέλω να σας ρωτήσω μερικά πράγματα για την σχέση της μουσικής διάστασης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας με την μουσική που συνθέτετε για ένα κείμενο που είναι γραμμένο σε αυτήν....
Αυτό είναι ένα αρκετά πολύπλοκο θέμα. Ποια ακριβώς ήταν η προφορά της αρχαίας ελληνική γλώσσας, η ερασμειακή που έχει επικρατήσει και κυρίως χρησιμοποιούμε; Αμφίβολο....Επίσης καθένας μπορεί να διαβάσει ένα αρχαίο κείμενο με πολλούς διαφορετικούς τρόπους ή και ο ίδιος άνθρωπος να κάνει πολλές διαφορετικές αναγνώσεις του ανάλογα με την περίσταση. Από την άλλη είναι γεγονός ότι η αρχαία ελληνική γλώσσα έχει μια δική της, ιδιαίτερη μουσικότητα...Καθοριστικό στοιχεία της επίσης είναι ότι είναι καίρια και δίχως «τζιριτζάντζουλες», δεν πλατειάζει καθόλου.

Και όσον αφορά αντίστοιχα στην σχέση της μουσικής σας  με την αντίστοιχη αρχαία ελληνική; Υποθέτω ότι γνωρίζετε πως έχουν βρεθεί κάποια ψήγματα  της γραφής της σε παπύρους τα οποία μία ισπανική, αν δεν απατώμαι, οικογένεια οργανοποιών μετέγραψε στην γνωστή μας, δυτική σημειογραφία και μάλιστα, αφού κατασκεύασε όσο το δυνατόν πιστότερα ομοιώματα των αρχαίων ελληνικών μουσικών οργάνων, τα ηχογράφησε και τα κυκλοφόρησε σε δίσκο....
Τα γνωρίζω όλα αυτά αλλά κρατάω πολύ μικρό καλάθι, είμαι εξαιρετικά επιφυλακτική όσον αφορά την αυθεντικότητα των πηγών και την πιστότητα του αποτελέσματος. Πόσο σίγουροι είμαστε ότι αυτά τα αποσπάσματα είναι αληθινά αλλά, ακόμα και αν είναι, γνωρίζουμε τις αξίες και τα υπόλοιπα στοιχεία της αρχαίας ελληνικής μουσικής σημειογραφίας ή μήπως ακούσαμε ποτέ το πως ηχούσε αυτή η μουσική στην εποχή της; Εν οίδα ό,τι ουδέν οίδα...Υπάρχει όμως και μια άλλη προσέγγιση σε αυτό το ζήτημα, το να ξεκινήσουμε από το σήμερα και να πάμε προς τα πίσω. Με βοήθησε πολύ σε αυτήν η επαφή, όταν πήγα στο Παρίσι για μεταπτυχιακά το 1967, με μία νέα ακόμα τότε επιστήμη. Πηγαίνοντας εκεί για να κάνω ένα διδακτορικό και έχοντας παράλληλα να δουλεύω για να πληρώνω τις σπουδές μου κατέληξα να σπουδάσω και εθνομουσικολογία η οποία με έκανε να καταλάβω πόσο κοντά είμαστε σε εκείνη την εποχή. Οι αιώνες τελικά είναι πολύ λίγοι, μπορεί να απέχουμε δυόμισυ χιλιάδες χρόνια από την κλασική αρχαιότητα αλλά από την άλλη βρισκόμαστε πολύ κοντά σε αυτήν...Ας πάρουμε για παράδειγμα τα Αναστενάρια, μήπως η μουσική και όλη η παράδοση τους δεν ανακαλεί αρχαίες μυσταγωγίες; Ή την πολίτικη λύρα, τον κεμεντζέ, με τις «συμπαθητικές» χορδές της που πάλλονται από κοινού και τα τριημιτόνια της, αυτά που οι κλασικοί μουσικοί αποκαλούν «διαστήματα του διαβόλου» και τα ισοκρατήματα που παραπέμπουν στην βυζαντινή μουσική η οποία βέβαια με την σειρά της σε ένα βαθμό ανάγεται στην αρχαία ελληνική.

Εν κατακλείδι, λαβαίνετε καθόλου υπόψη σας την αρχαία ελληνική γλώσσα και μουσική όταν γράφετε την επένδυση ενός αρχαίου δράματος; 
Αγαπητέ μου φίλε όταν γράφεις μουσική πρέπει να ξεχνάς οτιδήποτε έχεις μάθει, στο ωδείο, στο πανεπιστήμιο και οπουδήποτε αλλού! Τουλάχιστον μουσική όπως η δική μου...Οταν γράφω είμαι εντελώς μόνη με τον εαυτό μου και κατ' αρχήν βυθίζομαι  στο κείμενο προσπαθώντας να επικοινωνήσω τόσο με την μουσικότητα της γλώσσας του όσο και με τα νοήματα. Πάρα πολλά εξαρτώνται από την απόδοση του, στην συγκεκριμένη περίπτωση, αν και φυσικά έχω διαβάσει και γνωρίζω το αρχαίο κείμενο της τραγωδίας, ήθελα και έπρεπε να έρθω σε επαφή με την απόδοση του Γιώργου Χειμωνά. Ο Χειμωνάς, εκτός από σπουδαίος μεταφραστής, ήταν και ένας αληθινός ποιητής, ήταν αναγκαίο λοιπόν να «ακούσω την μουσική του» ως προς τον λόγο πριν αρχίσω να γράφω την δική μου. Στη συνέχεια βέβαια έπρεπε να παρατηρήσω και να κατανοήσω το σκηνοθετικό όραμα του Αντώνη Αντύπα, τα σκηνικά, τα κοστούμια, την καθοδήγηση του στους ηθοποιούς, τις πρόβες....Ηταν η δική του «Μήδεια» για την οποία έγραψα μουσική γιατί φυσικά υπάρχουν πολλές και πολύ διαφορετικές αναγνώσεις αυτής της τραγωδίας.

Αν δηλαδή η παράσταση δεν ήταν σε απόδοση του Γ. Χειμωνά και σε σκηνοθεσία του Α. Αντύπα η μουσική που θα γράφατε θα ήταν εντελώς διαφορετική;
Προφανέστατα και ναι! Θα αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, όταν έκανα το «Ο Γλάρος» του Αντον Τσέχοφ με τον Ζιλ Ντασέν και μετά από λίγο καιρό το ίδιο έργο για μια ραδιοφωνική παραγωγή σε σκηνοθεσία Α. Αντύπα και με άλλους ηθοποιούς. Και στις δύο περιπτώσεις υπήρχε η «υγρασία» του τσεχοφικού κειμένου αλλά η μουσική που έγραψα ήταν διαφορετική, όπως διαφορετικά παρά τα κοινά στοιχεία τους  ήταν και τα δύο τραγούδια μου για το συγκεκριμένο έργο, ένα αντίστοιχα για κάθε μία εκδοχή του.


Υπάρχει καμία σχέση ως προς την σύλληψη όσο ίσως και σε κάποιους θεματικούς πυρήνες της μουσικής που γράψατε για την «Μήδεια» με εκείνη του «Τρωάδες»;
Καμία απολύτως. Οι «Τρωάδες» μάλιστα ήταν πολύ πιο εύκολη δουλειά γιατί το θέμα τους είναι πιο ξεκάθαρο, απλό και οικουμενικό μεν αλλά το οποίο ο λαός μας γνωρίζει πολύ καλά επί αιώνες, αυτές οι ξεριζωμένες, εξανδραποδισμένες γυναίκες...Η «Μήδεια» ήταν πολύ πιο δύσκολη γιατί είναι ένα πολύ πιο σύνθετο έργο. Και ευτυχώς στην συγκεκριμένη παράσταση ο Αντώνης δεν ακολούθησε την τυπική οπτική της «κακής και ζηλιάρας φόνισσας των παιδιών της» και την αντιμετώπισε ως κάτι τόσο σύνθετο.

Και με πολλά περισσότερα επίπεδα...
Πάρα πολλά, ο Ιάσονας ας πούμε προδίδει για να αποκτήσει εξουσία, έτσι δεν είναι; Η Μήδεια λοιπόν απλά τιμωρεί αυτή την ύβρη, την προδοσία του. Ας σκεφτούμε λίγο και το υπόβαθρο του χαρακτήρα της...Η γυναίκα αυτή θυσίασε τα πάντα, πατέρα και αδέλφια, για αυτό τον άνδρα, εγκατέλειψε την χώρα της για χάρη του και έκανε δύο παιδιά μαζί του. Και ξαφνικά, εξαιτίας του, πρόκειται να την εξορίσουν και να της πάρουν τα παιδιά της τα οποία πιθανά θα τα σκότωναν, έτσι και αλλιώς. Οπως επίσης το θέτει πολύ ωραία ο Ευριπίδης η Μήδεια ήταν κόρη του Ηλιου, δηλαδή ουσιαστικά μια θεά. Ο έρωτας λοιπόν εξανθρωπίζει, με όλα τα καλά μα και τα κακά που φέρνει αυτό. Η Μήδεια όμως μετά την πράξη της η οποία, όπως και να το κάνουμε, είναι κάτι ανατριχιαστικό και ταυτόχρονα σπαρακτικό, μια μάνα που σκοτώνει τα παιδιά της, δεν τιμωρείται αλλά ανεβαίνει στο άρμα του Ηλιου και φεύγει, αφού δηλαδή έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει ως άνθρωπος περνάει και πάλι στην προηγούμενη κατάσταση της, θεώνεται ξανά.  Συγκεντρώνοντας λοιπόν περισσότερους από έναν μύθους που προϋπήρχαν ο Ευριπίδης δημιουργεί μία αληθινή τραγωδία και σε αυτό το τραγικό στοιχείο επικεντρώθηκα και προσπάθησα κυρίως να δώσω με την μουσική μου. Η τραγικότητα αυτή βέβαια ενυπάρχει και στις «Τρωάδες» όμως εκεί υπάρχει έστω και μια μάχη, μια πάλη ενώ στην «Μήδεια» είναι πολύ βαθύτερη, πιο εσωτερική αλλά και πιο προσωπική ως προς την οντότητα του ανθρώπου.

Και πιο υπερβατική ίσως...
Σαφώς αλλά όπως προανέφερα δεν εκλογικεύω ποτέ την διαδικασία της σύνθεσης, όταν γράφω βυθίζομαι σε ένα είδος...trance! Δομικά τώρα το κυρίαρχο στοιχείο ήταν η πολυφωνία που υπήρχε μεν και στις «Τρωάδες» αλλά σε μία άλλη και πιο απλή μορφή, στην «Μήδεια» είναι πολύ πιο έντονη μα και πιο ιδιότυπη. Θυμάμαι όταν είχα φωνάξει τον διευθυντή της χορωδίας Αντώνη Κοντογεωργίου για να του παίξω στο πιάνο την μουσική με ρώτησε αν ήθελα να συμπληρώσει τις πολυφωνίες και του είπα όχι, τις ήθελα να μείνουν ημιτελείς και παράταιρες, αλλού διφωνίες και αλλού τριφωνίες και όχι δυτικού τύπου, δεν ταίριαζε η δυτική πολυφωνία στο συγκεκριμένο έργο μου. Γιατί πολυφωνίες στην χώρα μας υπάρχουν και αλλού εκτός από την Ήπειρο και όχι μόνον οι τυπικές πεντατονικές που συναντούμε εκεί...
Στην συγκεκριμένη περίπτωση πηγή έμπνευσης για αυτές τις πολυφωνίες ήταν τα τραγούδια που έλεγαν κάθε καλοκαίρι οι γυναίκες του χωριού μου, το οποίο τότε λεγόταν ακόμα Λυκοχώρι και σήμερα πλέον Τείχιο, του έδωσαν δηλαδή την αρχαία του ονομασία που αναφέρεται ήδη στον Θουκυδίδη (γέλια). Τα βράδια του καλοκαιριού μαζεύονταν όλες για να καθαρίσουν τα καλαμπόκια και εμείς τα παιδιά ξαπλώναμε επάνω στο παχύ στρώμα των βλαστών των καλαμποκιών κοιτάζοντας τα αστέρια, κάτι που μας γέμιζε δέος. Καθώς λοιπόν καθάριζαν τα καλαμπόκια – το ξεβούρτσισμα, όπως τα έλεγαν -  τραγουδούσαν πολυφωνικά με έναν συχνά αρκετά παράξενο τρόπο, μία πρώτη φωνή και οι άλλες σε μια ασυνήθιστη διφωνία. Αυτές λοιπόν οι πολυφωνίες των γυναικών του χωριού μου έμειναν για πάντα στην μνήμη μου και δεν είχα παρά να τις ανακαλέσω γράφοντας την μουσική για την «Μήδεια».
Και είναι ακριβώς τραγουδώντας για δυόμισυ μήνες αυτές τις πολυφωνίες, όχι όλες βέβαια η ίδια, που μάλλον έκανα κάποια ζημιά στον λαιμό μου, του δημιούργησα ένα κάλο ή κάτι τέτοιο (γέλια). Κάτι με τις «Τρωάδες» και ακόμα περισσότερο με την «Μήδεια» σχεδόν κατέστρεψα την φωνή μου, είχα μία πολύ ωραία ψηλή φωνή η οποία μάλιστα άρεσε πολύ στον Μάνο Χατζιδάκι. Του τραγουδούσα συχνά και του άρεσε τόσο ώστε ήθελε να κάνουμε και έναν δίσκο στον οποίο θα έλεγα αυτά ακριβώς τα δημοτικά τραγούδια του χωριού μου. Τώρα αυτή η φωνή μου σχεδόν δεν υπάρχει πια και δεν μπορώ να τραγουδήσω στα εγγόνια μου που τους άρεσε πολύ αλλά τι να κάνουμε, χαλάλι για την «Μήδεια»...

Είναι η δεύτερη μόλις φορά – η πρώτη, όχι συμπτωματικά, ήταν οι «Τρωάδες» - που αποχωρίζεστε, αν όχι την αγαπημένη σας κλασική ορχήστρα, τουλάχιστον ένα ευάριθμο σύνολο κλασικών μουσικών. Γιατί συνέβη αυτό; 
Γιατί πολύ απλά τα δυτικά όργανα δεν αρμόζουν στην αρχαία τραγωδία! Ήθελα ήχους ανατολικούς γιατί και η Ελλάδα, άρα και η τραγωδία, είναι Ανατολή και αυτά τα προαιώνια ηχοχρώματα είναι εντυπωμένα στο DNA μας. Ήθελα οπωσδήποτε την πολίτικη λύρα, ένα όργανο που σε διαφορετικές μορφές – μόνο στην Ελλάδα έχουμε τρία είδη της – το συναντάμε σε όλη την Μεσόγειο, ήθελα επίσης το νέι αλλά βέβαια και το σαντούρι δίπλα όμως στο τσέλο. Το ίδιο είχα κάνει και στις  «Τρωάδες» όπου εκτός από σαντούρι είχα επίσης και άρπα, θυμάμαι μάλιστα την Μαρία Μπιλντέα που την έπαιζε, μια καθαρά κλασική μουσικό φυσικά, να λέει ότι εκείνη ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής της, τόσο πολύ απολάμβανε να παίζει με αυτούς τους παραδοσιακούς μουσικούς που κάποιοι μάλιστα ήταν και αυτοδίδακτοι! Πάνω απ' όλα όμως θα ξεχώριζα την πολίτικη λύρα και τον εκτελεστή της, τον Σωκράτη Σινόπουλο, ένα παιδί το οποίο εκτίμησα και λάτρεψα το παίξιμο του από την πρώτη στιγμή που τον άκουσα και είμαι πολύ υπερήφανη για αυτόν τώρα που κάνει τον πρώτο του δίσκο με την ECM.

Τελικά το μόνο κλασικό όργανο στο οποίο μένετε πάντα πιστή είναι το κλαρινέτο...
Ναι αλλά αυτή τη φορά το χρησιμοποιώ με δύο διαφορετικούς τρόπους, το παίξιμο του Νίκου Γκίνου είναι πιο κλασικότροπο ενώ εκείνο του Αλέξανδρου Αρκαδόπουλου που είναι παραδοσιακός μουσικός έχει πολύ περισσότερο «λυγμό».

Παρ' ότι όμως απουσιάζουν τα κλασικά όργανα το άμεσα αναγνωρίσιμο ύφος σας είναι πάντα παρόν και ορατό. 
Προφανώς γιατί κάθε έργο μου, ήδη από το ξεκίνημα, χαρακτηρίζεται από επιμειξία πολλών διαφορετικών στοιχείων, τον συνδυασμό αρκετών μουσικών κόσμων που υπάρχουν μέσα μου. Γιατί κουβαλάω τόσο την αγάπη μου για την κλασική και την προκλασική μουσική (δέκα επτά χρόνια στο ωδείο δεν ξεχνιούνται!) αλλά και την παραδοσιακή μουσική, επίσης βέβαια και την βυζαντινή και σε πολύ μεγάλο βαθμό αλλά και το πάθος μου για την jazz και τον αυτοσχεδιασμό. Το τελευταίο ήταν για παράδειγμα ο μόνος λόγος που χρησιμοποίησα τον Jan Garbarek στο «Ο Μελισσοκόμος».

Βλέπετε – και αναπόφευκτα και ο Αντώνης Αντύπας αφού εκείνος σκηνοθέτησε την παράσταση – και μια πολιτική διάσταση στη «Μήδεια»;
Αναμφίβολα, δεν μίλησα πριν για το πάθος του Ιάσονα για εξουσία; Στο όνομα της εξουσίας έχουν διαπραχθεί οι φρικτότερες ύβρεις και τα μεγαλύτερα και χειρότερα εγκλήματα!

Πιστεύετε ότι ενισχύει αυτή την πολιτική διάσταση το γεγονός ότι η Μήδεια δεν είναι Ελληνίδα αλλά ξένη; Διακρίνετε σε αυτό κάποιους παραλληλισμούς με το σήμερα οι οποίοι κάνουν το έργο ακόμα πιο επίκαιρο;
Σαφώς και έχει σημασία ότι η Μήδεια είναι βάρβαρη αλλά ας μην ξεχνάμε ότι οι άνθρωποι της εποχής της την θεωρούσαν μια πολύ σοφή γυναίκα, κάτι πολύ λογικό αφού ήταν κόρη θεού. Και θα ήθελα με την ευκαιρία να πω ότι δεν δέχομαι καθόλου τον χαρακτηρισμό του Ευριπίδη ως μισογύνη, κάτι που αποδεικνύει για άλλη μια φορά στην «Μήδεια» εξυμνώντας στο πρώτο χορικό τις γυναίκες...Από την άλλη δεν χρειάζεται να δω στην συγκεκριμένη περίπτωση παραλληλισμούς με την αποχή μας γιατί η έννοια του μετανάστη, του πρόσφυγα είναι ζυμωμένη με τον λαό μας εδώ και αιώνες, είναι χαραγμένη στην συλλογική μνήμη του αλλά και ανέκαθεν ενυπήρχε στο δικό μου έργο. Θυμήσου μόνο το «Η Ελεγεία Του Ξεριζωμού»...

Θεωρείτε ότι και η Μήδεια διαπράττει μιαν ύβρη, αν και διαφορετικού είδους από αυτήν του Ιάσονα;
Καθόλου, στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου αξιακού κώδικα και μάλιστα με τα δεδομένα της αποχής η Μήδεια απλά κάνει μια πράξη τιμής!

Όπως είπαμε όμως ο Ιάσονας διαπράττει και με το παραπάνω και υποθέτω ότι συμφωνείτε πως ανάλογες και για τον ίδιο λόγο ύβρεις διαπράττονται στην χώρα μας και στην σύγχρονη εποχή και ειδικά τα τέσσερα τελευταία χρόνια. 
<Η πλέον πρόσφατη δισκογραφική δουλειά της Ελένης Καραϊνδρου που κυκλοφόρησε από την ECM στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς είναι το «Μήδεια» ή «Medea» για την διεθνή αγορά. Πρόκειται για την επένδυση που έγραψε για την παράσταση της ομώνυμης τραγωδίας του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα το 2011. p> Μόνον αυτά τα τέσσερα χρόνια; Από πολύ παλαιότερα, για να μην πω από καταβολής ελληνικού κράτους...Γιατί δεν έγινε ποτέ κανονικό κράτος καθώς θεμελιώθηκε επάνω στη νοοτροπία  της κλοπής, της ρεμούλας και της διαφθοράς.

Πιστεύετε ότι η ύβρις αυτή διαπράττεται ακόμα πιο έντονα εναντίον του πνεύματος και του πολιτισμού;
Φυσικά, εναντίον του πνεύματος, του πολιτισμού, της τέχνης, της επιστήμης...Γιατί, το κυριότερο και πιο καθοριστικό, πριν απ' όλα διαπράττεται εναντίον της παιδείας. Με τους εκπαιδευτικούς, τους δασκάλους όλων των βαθμίδων, υπό διωγμό, να απολύονται και τους εναπομείναντες υποπληρωμένους και στερημένους από την ίδια τους την αξιοπρέπεια ποια τέχνη και πολιτισμός μπορεί να υπάρξει και ποιο καλό γενικά μπορεί να συμβεί;

Έχετε ζήσει, σπουδάσει και εργαστεί για αρκετό διάστημα σε μιαν άλλη χώρα, την Γαλλία, γι' αυτό θα σας ρωτήσω αν, με την εμπειρία σας αυτή, συμμερίζεστε την άποψη πολλών ότι υπεύθυνοι για όλα τα δεινά μας είναι οι ξένοι. Ή μήπως ευθύνονται κάποιοι άλλοι που πούλησαν την χώρα μας στους ξένους, όπως υποστηρίζουν αρκετοί άλλοι;
Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω...Για το μόνο που είμαι σίγουρη είναι ότι όποιος υπονομεύει το μέλλον της Ελλάδας και των παιδιών μας στην πράξη ξεπουλάει τα πάντα!

Θεωρείτε ότι για αυτό το ξεπούλημα ευθύνεται μόνο το πολιτικό σύστημα, όσοι δηλαδή κυβέρνησαν ως τώρα ή και όσοι τους ανέχθηκαν ή και τους στήριξαν επειδή επωφελήθηκαν από αυτούς; Πιστεύετε ότι ένα άλλο είδος διακυβέρνησης, με διαφορετική ιδεολογία, θα μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα;
Κοίταξε, δεν θέλω να εισέλθω καθόλου στα κομματικά γιατί δεν νομίζω ότι αυτό πρέπει να μας απασχολεί την δεδομένη στιγμή καθώς το θέμα είναι πολύ βαθύτερο και ίσως τελικά και σοβαρότερο από το αν μιλάμε για το ένα ή το άλλο κόμμα. Προσωπικά, αν και εκ φύσεως είμαι αισιόδοξος άνθρωπος και προσπαθώ να είμαι έτσι, ανησυχώ πολύ και για πολλά πράγματα. Με ανησυχεί για παράδειγμα η άνοδος της Χρυσής Αυγής, ένα φαινόμενο σύνθετο και με πολλές αιτίες και για το οποίο δεν ευθύνονται μόνον τα ίδια τα μέλη της. Όταν ο κόσμος, πολύς κόσμος, δεν μπορεί καν να τραφεί και να ζεσταθεί δεν είναι αναμενόμενο ότι ένα μέρος του θα στραφεί προς τέτοιες ακραίες και βλαπτικές επιλογές; Γιατί η Ιστορία διδάσκει μεν αλλά ποιος αλήθεια προσέχει τα διδάγματα της; Δεν έχει ευθύνες δηλαδή συνολικά το πολιτικό σύστημα για το ότι δεν υπάρχει πρόβλεψη κόμματα με απροκάλυπτα φασιστικές θέσεις να μην μπορούν να μπουν στο κοινοβούλιο όπως συμβαίνει στην Γερμανία και στην Γαλλία;
Δυστυχώς εμείς οι Έλληνες είμαστε υπεραισόδοξοι, συχνά στις πιο ακατάλληλες συγκυρίες και αυτό πολλές φορές μας κάνει να υποτιμούμε ή και να αγνοούμε τον επερχόμενο κίνδυνο. Θυμάμαι ότι ελάχιστες ακόμα ημέρες πριν από την επιβολή της χούντας πολλοί πανηγύριζαν ότι τις εκλογές θα τις κέρδιζε η ΕΔΑ, έρχονταν καλύτερες ημέρες για τον λαό μας κ.λπ. Ήταν τόσο διαδεδομένη αυτή η άποψη ώστε όταν την ημέρα που έγινε το πραξικόπημα, είχα μάλιστα πάει στην Θήβα και στον τότε σύζυγο μου που ήταν έφορος αρχαιοτήτων εκεί, άκουσα ότι «έγινε επανάσταση» αναρωτήθηκα φωναχτά «ποια επανάσταση, του προλεταριάτου:» (πολλά γέλια). Είχαμε οράματα, πιστέψαμε και αγωνιστήκαμε για αυτά αλλά τι απέμεινε από εκείνους τους αγώνες μας; Όχι πολλά πράγματα φοβάμαι...Γιατί αν κάτι ζήλεψα από τους Γάλλους, έχοντας μάλιστα ζήσει και τον Μάη του '68, είναι η αλληλεγγύη και η ομοψυχία τους! Αυτά είναι δύο  χαρακτηριστικά που διαθέτουν άλλοι λαοί αλλά δυστυχώς όχι και οι Έλληνες και δεν κατόρθωσαν να τα αποκτήσουν ούτε τώρα, μετά από τέσσερα ολόκληρα χρόνια κρίσης. Και πώς να τα έχουν αλήθεια όταν επί τόσα χρόνια, ήδη από την γέννηση του ελληνικού κράτους, ζουν με ένα πολιτικό σύστημα αποκλειστικά πελατειακό και ρουσφετολογικό, δίχως ουσιαστικές αξίες και βέβαια διόλου αποτελεσματικό;

Για να επιστρέψουμε στην μουσική και στο έργο σας, ποιο θα λέγατε ότι είναι το κυρίαρχο συναίσθημα της «Μήδειας» και, κατά συνέπεια, εκείνο που είναι πιο έντονο και στην μουσική που γράψατε για αυτήν;
Η μελαγχολία...Με την αρχαιοελληνική όμως έννοια της λέξης, όχι δηλαδή κάτι «μελό» αλλά ουσιαστικό και βαθύ, ο πόνος, η θλίψη, η οδύνη και η απόγνωση. Πράγματα δηλαδή που είναι σύμφυτα με την ύπαρξη του Έλληνα εδώ και αιώνες και για εμένα τα εκπροσωπεί καλύτερα από οτιδήποτε άλλο το μοιρολόι του κλαρίνου του Τάσου Χαλκιά. Ο Τάσος έπαιζε έτσι ώστε οι νότες του σχεδόν δεν πατούσαν στην γη, υψώνονταν προς τον ουρανό, κατά κάποιον τρόπο γλεντούσαν και χαίρονταν ακόμα και στον θάνατο όπως κάνουν πάντα οι Έλληνες ακριβώς επειδή αγαπούν τόσο την ζωή. Έτσι υπερβαίνουν και την απώλεια και την θλίψη που αυτή προκαλεί...


Μιλώντας για απώλεια και τώρα που έχει περάσει ένα ικανό χρονικό διάστημα, τι συναισθήματα σας προκάλεσε εκείνη του Θόδωρου Αγγελόπουλου; 
Ήταν μια ομολογουμένως πολύ δύσκολη στιγμή που για να βρω την δύναμη να την αντιμετωπίσω χρειάστηκε να ανακαλέσω άλλες ανάλογες ακριβώς για να αισθανθώ την δύναμη που είχα επιδείξει και τότε, τον θάνατο της μητέρας μου όταν ήμουν πολύ μικρή ή, ίσως ακόμα περισσότερο, όταν έπρεπε να ανακοινώσω στον πατέρα μου τον θάνατο του αδελφού μου. Όμως για εμένα, αντίθετα με ό,τι μπορεί να πιστεύει κάνεις, ο Θόδωρος δεν ήταν οι ταινίες του στις οποίες συνεργαστήκαμε, ήταν οι συναντήσεις μαζί του και προπαντός τα οράματα και οι ιδέες του. Γιατί για εμένα σημασία έχει πάντα ο άνθρωπος και όχι τόσο ο ίδιος όσο το τι ενεργοποιεί μέσα μου, ο Θόδωρος ή οποιοσδήποτε άλλος. Υπό αυτή την έννοια λοιπόν οι σκέψεις, οι ιδέες και τα οράματα του ζουν ακόμα και θα ζουν για πάντα μέσα μου και γι' αυτό ακόμα δεν έχω αντιμετωπίσει τον θάνατο του ως απώλεια, για εμένα είναι ακόμα παρών. Μπορεί ίσως να φαίνεται τρελό σε κάποιους αλλά έτσι το βλέπω και το διαχειρίζομαι...

Υπάρχουν αλήθεια κάποιοι δημιουργοί με τους οποίους να αισθάνεστε «συγγενής», παρά την ίσως πολύ μεγάλη διαφορά του ύφους σας και του δικού τους;
Αυτό μάλλον εσύ ως κριτικός είσαι πιο αρμόδιος να το πεις! (γέλια) Ναι, ίσως μπορώ να δω κάποιες αναλογίες με τον George Delerue, τον Antoine Duhamel, πιθανόν και τον Nino Rota, κάποιοι έχουν αναφέρει ακόμα και τον Bernard Hermann…Τι σημασία όμως έχουν όλα αυτά; Ο ίδιος ο δημιουργός είναι ο πλέον ακατάλληλος για να αναλύσει το έργο του. Ακόμα και αυτό που σου είπα πριν για την μελαγχολία στην «Μήδεια» μπορεί να είναι εντελώς λάθος και ανακριβές!


Μουσική για θέατρο, για κινηματογράφο, η πρόσφατη παράσταση χοροδράματος στην Λυρική Σκηνή με τις επενδύσεις σας για τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου...Ποτέ δεν συνέβαινε πάρα πολύ αλλά νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο, δεν αισθάνεστε δηλαδή τόσο πολύ την ανάγκη για πρωτογενή μουσική δημιουργία, έτσι δεν είναι;
Εξαρτάται πως εννοεί κανείς την «πρωτογενή δημιουργία»....Για εμένα αυτό συμβαίνει συχνά ακόμα και όταν γράφω μουσική για ένα συγκεκριμένο σκοπό, πολλές φορές είχα αρχίσει να συνθέτω για τις ταινίες του Θόδωρου πριν καν παρακολουθήσω το γύρισμα μιας σκηνής ενώ και τότε και σε άλλες περιστάσεις έγραψα πολλά θέματα που δεν τα προχώρησα και δεν χρησιμοποιήθηκαν τελικά και παραμένουν εκεί, περιμένοντας να τα δουλέψω. Αντίστοιχα ξανακοιτάζοντας παλιότερο υλικό, με την ευκαιρία μίας συναυλίας για παράδειγμα, αρκετές φορές έχω προσθέσει μέρη που δεν υπήρχαν στην αυθεντική μορφή του...Δεν θα σου κρύψω βέβαια ότι έχω χάσει πια την διάθεση να γράφω soundtracks, δεν θέλω να γράψω άλλη μουσική για κινηματογράφο αν και υπάρχει πάντα ενδιαφέρον από πολλούς σκηνοθέτες, μου έχει μάλιστα γίνει πρόταση και από τον σπουδαίο Τέρενς Μάλικ να συνεργαστούμε στην επόμενη ταινία του αλλά και αυτό ακόμα θα το κάνω μόνον αν με «γεμίζει» πραγματικά. Σε αυτό συμφωνεί και ο παραγωγός μου, ο Manfred Eicher, ο οποίος επιμένει ότι πρέπει να επικεντρωθώ στις συναυλίες και την δισκογραφία. Πρωταρχική και κύρια πηγή έμπνευσης μου πάντως ήταν και παραμένει πάντα η ποίηση, αυτή με συγκινεί και με κινητοποιεί να γράψω μουσική. Και τελικά αυτό ήταν για εμένα πάνω και πέραν από όλα ο Θόδωρος, ένας μεγάλος ποιητής....

Αν και σας συγκινεί όμως τόσο πολύ η ποίηση πολύ σπάνια, αν όχι σχεδόν ποτέ, δεν την μελοποιείτε και προτιμάτε τις οργανικές φόρμες. 
Έχω κάνει σχεδόν τα πάντα μουσικά, τουλάχιστον όσα με ενδιέφεραν αληθινά. Ο πρώτος μου δίσκος, το «Η Μεγάλη Αγρυπνία», περιλάμβανε τραγούδια σε ποίηση Κώστα Μύρη με ερμηνεύτρια την Μαρία Φαραντούρη. Δεν ενδιαφέρθηκα να το επαναλάβω ακριβώς γιατί ποτέ δεν ήθελα να «κάνω καριέρα» με την τυπική έννοια, απογοητεύθηκα τόσο από το τότε δισκογραφικό κατεστημένο και όλα τα συμπαρομαρτυρούντα ώστε μία και μόνη φορά μου ήταν αρκετή. Άλλωστε με τον τρόπο μου κάνω και τραγούδια, «τραγουδώ» μέσα από την μουσική μου.

Τα προσεχή σχέδια σας;
Είναι τόσα πολλά, ο χρόνος μόνον μου λείπει...Εδώ και πολλά χρόνια έχω πρόταση από τον βρετανικό οίκο Chester Music να εκδώσει τα έργα μου και είναι πια καιρός να γίνει αυτό, να συγκεντρώσω και να οργανώσω το διάσπαρτο έργο μου τόσων χρόνων και αυτό φυσικά θα απαιτήσει πολλή δουλειά. Επίσης εδώ και είκοσι χρόνια με κυνηγάει ο Γιώργος Νάκας, από τον ομώνυμο ελληνικό μουσικό οίκο, για να εκδώσει τα έργα μου σε παρτιτούρες για πιάνο για τα σχολεία και είναι κάτι ακόμα το οποίο και θέλω να κάνω και πρέπει επιτέλους να γίνει. Πιο άμεσα υπάρχει η επερχόμενη παράσταση «Δαυίδ» στο Μέγαρο Μουσικής, μια πολύ προσεγμένη δουλειά με εκλεκτούς συντελεστές όπως ο Δημήτρης Καταλειφός στην αφήγηση. Είναι μια σκηνική καντάτα σε ποίηση ενός άγνωστου Χιώτη του δεκάτου ογδόου αιώνα, ένα έργο που έγραψα πριν τριάντα χρόνια και ήρθε πια η ώρα του για να παρουσιαστεί! Πόσα περισσότερα πια να κάνω; Κατά τα άλλα θα επαναλάβω μόνον αυτό που είχε γράψει ο Σεφέρης, «θέλω να μιλήσω απλά»....Η μουσική μου ήταν πάντα και θα είναι ανθρωποκεντρική και για εμένα όλα εκείνα στα οποία αναφερθήκαμε, ο ξεριζωμός, η απώλεια, η μελαγχολία, η οδύνη, είναι τμήματα της ανθρώπινης περιπέτειας.

Το σημαντικότερο είναι ότι παραμένετε ενεργή και δραστήρια, είναι μία πολύτιμη μορφή αντίστασης σε όλα αυτά που συμβαίνουν και δυστυχώς δεν υπάρχουν πάρα πολλές τέτοιες. 
Διαφωνώ, υπάρχουν αρκετοί που αντιστέκονται και πριν απ' όλους οι νέοι, πάντα και τώρα περισσότερο από ποτέ θεωρώ τους νέους την μεγαλύτερη ελπίδα για το μέλλον. Εμπιστεύομαι τους νέους και αυτό που χρειάζεται από την πλευρά μας τελικά δεν είναι παρά στοχασμός και φρόνηση ώστε να αποτελούμε ένα σωστό παράδειγμα ζωής για αυτούς.

Και πιστεύουμε ότι, όπως και αν έχει, η Ελένη Καραΐνδρου τόσο με το έργο της όσο και με την συνολική στάση της ήταν και παραμένει ένα από τα καλύτερα τέτοια που διαθέτουμε...
 

Written by

We are Creative Blogger Theme Wavers which provides user friendly, effective and easy to use themes. Each support has free and providing HD support screen casting.

 

© 2013 "στο... Επτά". All rights resevered. Designed by Templateism

Back To Top