Της Τιτικας Δημητρουλια
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη
εκδ. Γαβριηλίδη
Πώς μιλάει κανείς για την Ιστορία και την συνδέει με τη σύγχρονη συλλογική συνθήκη; Σ’ αυτό το ερώτημα απαντά εμπράκτως ο ποιητής Γιώργος Μπλάνας, «του Λόγου ο μετανάστης», με το επικολυρικό του ποίημα «Ωδή στον Καραϊσκάκη», ένα ποίημα που ως φιλοσοφία και μορφή παραπέμπει τόσο στον αγγλικό ρομαντισμό όσο και στις παράφορες αρχές της νεοελληνικής ποίησης και της νεοελληνικής ποιητικής γλώσσας, στο δίπολο Σολωμός-Κάλβος, στη συναίρεση του λαϊκού με το λόγιο, του επαναστατικού με τους καταγωγικούς του μύθους. Οσο για την ωδή του τίτλου είναι η ωδή του Κάλβου, η στοχαστική ωδή του Γουέρντσγουερθ, του Κόλεριτζ, του Σέλλεϋ, του Κητς, του Μπάυρον προπάντων, ο οποίος μετέχει για τον Μπλάνα του «μένους των Ελλήνων», όπως ακριβώς και ο ποιητικός Καραϊσκάκης, «ο αρχιστράτηγος του μένους των Ελλήνων». Αλλά και το ομώνυμο τραγούδι του Σαββόπουλου από το «Περιβόλι του τρελού», ως οργανικό στοιχείο του συλλογικού φαντασιακού πλέον - αφού η αναφορά στο γενναίο ηχούσε το 1969 ως υπόσχεση αναβίωσης των μύθων της ανδρείας, της εξέγερσης και της νίκης.
Αναγόμενος στην ιστορία και την προϊστορία της ανδρείας αλλά και της ιστόρησής της, ο Μπλάνας, που από την πρώτη του εμφάνιση στην ποίηση στη δεκαετία του 1980 επιμένει στις συνθέσεις, επαναμυθολογεί την «πράξη της εξέγερσης που είναι όπως πάντα μία», την παλικαριά της κάθε λογής αντίστασης, προτείνοντας μια ποίηση που ενσωματώνει στον επαναστατικό λυρισμό του ρομαντισμού τη μοντερνιστική συνείδηση του κατακερματισμού. Ετσι, ο Καραϊσκάκης ζει «ζωή με σχήμα του θανάτου» και εμφανίζεται και χάνεται μέσα από εικόνες και λόγια άλλων, πατέρων και αδελφών του, φεγγαροντυμένες μορφές τον συντρέχουν και του ανοίγουν δρόμο στη μοναχική του πορεία, κι η φύση επανακάμπτει στην ποίηση, ως παράμετρος δυναμική άμεσα σχετιζόμενη με την αναζήτηση της βαθύτερης αλήθειας του «όντως όντος» και τον άμεσο ή έμμεσο τρόπο γνώσης του. Με εικόνες που δημιουργούν κόσμους και την ίδια στιγμή τους γκρεμίζουν, με ρυθμό που προκρίνει τη μελωδικότητα χωρίς να φοβάται το τράνταγμα, με σχήματα λόγου κάποτε ανατριχιαστικά σαν την αλήθεια, που είναι αναπότρεπτη, όπως και η μεταλλαγή των μέσων που εκφράζουν την ιδέα. Την ιδέα της αντίστασης, της αμφιβολίας και της κατάφασης στη ζωή, στον έρωτα, στο αύριο - με το φάντασμα που πλανιέται πάνω από την Ευρώπη να γίνεται γυναίκα.
Συνοδευτικό και αυτόνομο, πλάι στην «Ωδή» ένα δεύτερο ποίημα, μια «ελληνική φαντασία», υπογραμμίζει τη συνέχεια του μυθικού στο λαϊκό και την άμεση σχέση τους με την ιστορική ροή, μέσα και από τη συνομιλία του καπετάν Βλαχάβα με τον Κανάρη και τον στρατηγό Σαράφη. Το τέλος του συμβολικού αυτού ποιήματος, ομογάλακτου με την «Ωδή», δίνει και ένα κλειδί ανάγνωσης αμφοτέρων:
«Στέφανος: […] Τι γιορτάζουμε σήμερα είπαμε;
Οκάτης: Το αιφνίδιο τέλος του χειμώνα.
Στέφανος: Τον ερχομό της άνοιξης;
Κωνσταντίνος: Τον ερχομό μιας ακόμα άνοιξης.
Θύμιος: Λίγο δεν είναι!
Οκάτης: Ούτε ασήμαντο!
Τα στοιχεία του ποταμού: Αμήν!»
Εἰρήνη Σκούρα: Ἀναποφάσιστη
Πριν από 2 ημέρες
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου