“Τον θεωρώ τον πιο σημαντικό άνθρωπο που γνώρισα στη ζωή μου, μετά τη μητέρα μου”.
Με αυτές τις λίγες λέξεις σκιαγράφησε τον Νίκο Γκάτσο ο Μάνος
Χατζιδάκις . Τα 20 χρόνια που δημιουργεί η πάροδος της βιολογικής
απουσίας του Νίκου Γκάτσου προβάλλουν και αποκαλύπτουν την σπουδαία
του προσφορά στην ελληνική ποίηση και το ελληνικό τραγούδι.
Γιατί ο Ν. Γκάτσος κατάφερε με ένα μοναδικό τρόπο να δημιουργήσει
ένα αυτόνομο ποιητικό σύμπαν πάνω σε καθορισμένα εκ των προτέρων από
τους συνθέτες μουσικά μέτρα. Ανάμεσα στα ποιητικής αισθητικής τραγούδια
του Ν. Γκάτσου είναι τα «Αθανασία», «Η μικρή Ραλλού», «Αύριο πάλι», «Σ'
έβλεπα στα μάτια», «Μάτια βουρκωμένα», «Παλικάρι στα Σφακιά», «Ο Γιάννης
ο φονιάς», «Κοίτα με στα μάτια», «Μπουρνοβαλιά», «Η ενδεκάτη εντολή»,
«Κεμάλ» και «Περιμπανού». Τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα τραγούδια
είναι καρπός της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι. Είναι γνωστή η
καλλιτεχνική τους συμπόρευση - ο Χατζιδάκις βρήκε στον Γκάτσο τον Λόγο
των τραγουδιών του.
Θεωρείται ως ο κατ’ εξοχήν εκφραστής του ελληνικού ποιητικού
υπερρεαλισμού. Ο ποιητής της συλλογής «Αμοργός», κορυφαίος στιχουργός
της ελληνικής έντεχνης μουσικής, μεταφραστής, ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε
στα Χάνια Φραγκόβρυσης – Ασέα – στις 8 Δεκεμβρίου 1911. Τελείωσε το
Δημοτικό Σχολείο στο χωριό του, το Γυμνάσιο στην Τρίπολη και Φιλολογία
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, οπότε και έρχεται σε επαφή με τους
λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής.
Μικρά και κλασσικού ύφους ποιήματα δημοσιεύονται στις αρχές της
δεκαετίας του ’30 στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931) και «Ρυθμός» (1933).
Είναι η ίδια εποχή που ο Γκάτσος γράφει κριτικά σημειώματα για ποιητές
στα περιοδικά «Μακεδονικές Ημέρες», «Ρυθμός» και «Τα Νέα Γράμματα».
Επηρεασμένος από τις νεωτεριστικές τάσεις της ευρωπαϊκής ποίησης,
συνδέεται με το ρύμα του ελληνικού υπερρεαλισμού και δημιουργεί την
«Αμοργό» -λέγεται ότι γράφτηκε σε μια νύχτα- το 20σέλιδο έργο που
σημάδεψε τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, θεωρούμενο ως κορυφαίο ποιητικό
έργο του ελληνικού υπερρεαλισμού. Εκδίδεται σε 308 αντίτυπα, το 1943,
μέσα στην Κατοχή, από τις εκδόσεις «Αετός», προκαλώντας δυσμενείς
κριτικές και αντιδράσεις. Το μοναδικό βιβλίο του Γκάτσου, άρχισε να
δέχεται θετικές κριτικές σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο μετά το 1947,
με αποτέλεσμα να καταταχθεί τελικά στην κορυφή της ελληνικής ποίησης.
Η «Αμοργός», αλλότροπο ποιητικό έργο, σώζει αισθητικά ένα
πολυποίκιλο πλήθος ανόμοιων βιωμάτων και συμβόλων, εκφρασμένα όλα με
ενιαίο ύφος. Αποτελείται από έξι χωριστά ποιήματα, το καθένα με την
αυτάρκειά του αλλά σε απόλυτη ακολουθία μεταξύ τους. Σύμφωνα με
ερμηνευτικό μελέτημα του καθηγητή Αλέξανδρου Ι. Δεσποτόπουλου, γραμμένο
τον Ιούνιο του 1944, «το πρώτο ποίημα είναι πλούσιο σε ψυχικές ανελίξεις
και σε πίνακες από τη φύση, το δεύτερο διαποτισμένο από δραματικές
απόψεις και φιλοσοφικούς λογισμούς, το τρίτο καταθλιπτικά υποβλητικό με
τον σκοτεινό κόσμο και το γνωμικό ύφος των κλειστών τετράστιχών του, το
τέταρτο κυριαρχημένο από μια ευφρόσυνη ποιητική εμψύχωση της ζωής και
της πλάσης, το πέμπτο επιγραμματικό και υποβλητικό με την πυκνότητα και
την ιερατική επισημότητα της γλώσσας του και το έκτο νοσταλγικά
οραματικό και εορταστικά λυρικό». Σκοπός του Δεσποτόπουλου ήταν, όπως ο
ίδιος διευκρινίζει, να «καταστήσω προσιτό και παραδεκτό ένα ποιητικό
έργο, ερμητικό σχεδόν και αλλόκοτο, ακόμη και για τη μετασεφερική
αισθαντικότητα, προ πάντων όμως να επισημάνω πειστικά την εμφάνιση ενός
ποιητή, άξιου να συναποτελέσει τριανδρία ποιητών με τον Οδυσσέα Ελύτη
και τον Γιώργο Σαραντάρη. Ο Ελύτης δεν έπαψε ποτέ να εκτιμά έξοχα τον
Γκάτσο και μάλιστα να τον εμπιστεύεται μοναδικά για επιβεβαίωση της
αξίας κάποιων δικών του στίχων πριν από τη δημοσίευσή τους».
Ο Μάνος Χατζιδάκις χαρακτηρίζει την «Αμοργό» ως «μνημειώδες έργο
του νεοελληνικού ποιητικού λόγου, επειδή περιέχει βαθύτατα την ελληνική
παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την
ευρωπαϊκή θητεία του Μεσοπολέμου». Με την «Αμοργό» κλείνει και
ολοκληρώνεται ο πρώτος κύκλος του ελληνικού υπερρεαλισμού, που είχε
ανοίξει με τον Νικήτα Ράντο, τον πρώιμο Ελύτη, τον Εμπειρίκο και τον
Εγγονόπουλο.
Μετά την «Αμοργό» ο Γκάτσος δημοσιεύει τρία μόνο ποιήματα,
«Ελεγείο» (1946), «Ο Ιππότης και ο θάνατος» (1947) και το «Τραγούδι του
παλιού καιρού» (1963) αφιερωμένο στο Σεφέρη. Η ποίηση ωστόσο βρίσκεται
μέσα στο πλούσιο στιχουργικό έργο του, το οποίο μελοποιήθηκε από
κορυφαίους Έλληνες συνθέτες –το Μίκη Θεοδωράκη, το Μάνο Χατζιδάκι, το
Σταύρο Ξαρχάκο, το Δήμο Μούτση, το Λουκιανό Κηλαηδόνη- και τραγουδήθηκε
από γενιές και γενιές. Μάλιστα το τραγούδι «Πάει ο καιρός» που
μελοποιήθηκε από το Μάνο Χατζιδάκι, για το «Ματωμένο Γάμο» απαγορεύτηκε
από τη δικτατορία. Αιτία, οι στίχοι…
* «Πάει ο καιρός πάει ο καιρός
* που ήταν ο κόσμος δροσερός
* και καθ' αυγή ξεκινούσε μια πληγή
* για να ποτίσει όλη τη γη...»
Μετά την πτώση της, το 1974, ο ποιητής απάντησε…
* «Ήρθε ο καιρός ήρθε ο καιρός
* πάνου στου κόσμου την πληγή
* ήρθε ο καιρός ήρθε ο καιρός
* να ξαναχτίσετε τη γη...»
Για μεγάλο διάστημα μέχρι και το θάνατο του, ήταν επίλεκτο μέλος
της ομάδας Xατζιδάκι, Eλύτη, Tσαρούχη, Mποσταντζόγλου κι Αργυράκη. Με τη
υψηλή ποιότητας μεστή ποίησή του, καθιερώθηκε σα κορυφαίος στιχουργός
της ελληνικής έντεχνης μουσικής. Πέθανε στις 12 Μάη 1992 και θάφτηκε
στην Ασέα. Θα μείνει για πάντα ο κατ' εξοχήν εκφραστής του ελληνικού
ποιητικού υπερρεαλισμού και σαν εξέχουσα μορφή του ελληνικού ποιοτικού
τραγουδιού.
Πηγή:
theinsider.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου