ΤΟΥ ΜΑΣΣΙΜΟ ΚΑΤΣΟΥΛΟ
LUCIANO CANFORA, La guerra civile ateniese, Milano 2013 p. 396
Μπορούμε να θεωρήσουμε το πρόσφατο βιβλίο του Λουτσιάνο Κάνφορα ως ανακεφαλαίωση της μακρόχρονης επιστημονικής του δραστηριότητας για την αρχαία Αθήνα, που τον απασχολεί χρόνια τώρα1. Πράγματι, είναι πολλά τα προηγούμενα έργα του που βρήκαν την κατάληξή τους σ' αυτό το καινούργιο πόνημα: οι έρευνες περί της αθηναϊκής ιστοριογραφίας του Ε' αιώνα π.Χ. και περί της φιλολογικής παράδοσης των ρητόρων, τα μελετήματα περί του Κριτία και της ανώνυμης (= ψευδο-Ξενοφώντος) Αθηναίων Πολιτείας, περί των λογοτεχνικών πηγών για την κρίσιμη περίοδο 403-399 π.Χ., από το καθεστώς του Τριάκοντα έως την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Η αναπαράσταση εκείνων επίμαχων χρόνων είναι ένα περίπλοκο πρόβλημα για τους σύγχρονους φιλολόγους, διότι οι πηγές και οι μαρτυρίες των αρχαίων αφθονούν μεν, αλλά πρέπει να ερμηνεύονται και να συγκρίνονται με προσοχή, λόγω της άμεσης συμμετοχής των συγγραφέων τους στα γεγονότα ή εξαιτίας της επίδρασης που οι περισσότεροι απ' αυτούς ασκούσαν στους μεταγενέστερους ιστορικούς (π.χ. η μαρτυρία του Θεοπόμπου είναι βαθιά επηρεασμένη από τον δάσκαλό του, τον δημοκρατικό Ισοκράτη). Άλλωστε, στην αρχαία Αθήνα έλαβε χώρα και μια "διαμάχη ιστοριογράφων" (έτσι τιτλοφορείται το δεύτερο μέρος του βιβλίου) που φιλοδοξούσαν ν' αφήσουν ο καθείς τη δική του αλήθεια περί των συμβάντων.
Ο εμφύλιος ήταν το αποτέλεσμα της ήττας της Αθήνας στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Το πλήγμα στο σώμα της δημοκρατίας ήταν τόσο σκληρό, που το έτος 403 π.Χ. -αρχή του καθεστώτος των Τριάκοντα- σημειώθηκε στο αθηναϊκό ημερολόγιο ως "αναρχία", χωρίς δηλ. το συνηθισμένο όνομα του άρχοντος επωνύμου. Εξαιρετικός μάρτυρας εκείνης της δραματικής πολιτικής φάσης είναι η έβδομη επιστολή του Πλάτωνος, στην οποία ο φιλόσοφος εξομολογείται το ενδιαφέρον του, στην αρχή, για τη διακυβέρνηση των Τριάκοντα ("αυτοίς σφόδρα προσείχον τον νουν") και την άμεση αποστροφή του έναντι των κακοπραξιών τους: "α δε πάντα καθορών... εδυσχερανά τε και εμαυτόν επανήγαγον από των τότε κακών".
Όμως, παρά την αφθονία μαρτυριών, υπάρχουν ακόμη πολλές αμφιβολίες σε κρίσιμα σημεία: λ.χ. με ποια διαδικασία και πότε ακριβώς οι Τριάκοντα πήραν την εξουσία, με ποια μέσα επικράτησαν έναντι του δήμου, για ποιους λόγους πέσανε αιφνιδίως, και πώς έγινε το τελικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών το 401 π.Χ., με τους δημοκρατικούς πλέον νικητές. Είναι κάποια από τα πολλά ερωτήματα που ο Κάνφορα θέτει στο βιβλίο του.
Ο Ξενοφώντας, αυτόπτης μάρτυρας και πρωταγωνιστής των γεγονότων (ήταν ίππαρχος κατά τη διάρκεια της αριστοκρατικής δικτατορίας), λέει απλώς ότι οι Τριάκοντα "εξελέγησαν αμέσως μετά [επί τάχιστα] καταβλήθηκαν τα μακρά τείχη του Πειραιώς". Τα λόγια του δείχνουν τρία πράγματα: 1) η "εκλογή" των Τριάκοντα ακολούθησε, αμέσως, την ήττα της Αθήνας στον πόλεμο, 2) η χούντα εξελέγη από τη Βουλή και 3) η επιβολή των Τριάκοντα προβλεπόταν από τη Συνθήκη που η Σπάρτη επέβαλε στους ηττημένους.
Η μαρτυρία του Ξενοφώντος είναι ελλιπής σε πολλά σημεία, αλλά και διαψεύδεται από άλλες πηγές∙ από τον Αριστοτέλη (Αθηναίων Πολιτεία) και από τον Διόδωρο-Έφορο, λ.χ., οι οποίοι ισχυρίζονται ότι οι Τριάκοντα δεν έγιναν "κύριοι της πόλεως" "αμέσως μετά" την καταστροφή του αθηναϊκού στόλου στους Αιγός Ποταμούς. Αντιθέτως, οι δύο προαναφερθείσες πηγές αναφέρουν ότι η επιβολή των Τριάκοντα ήταν το αποτέλεσμα ενός ανένδοτου αγώνα εντός των ολιγαρχικών εταιρειών, που συγκρούστηκαν βίαια μεταξύ τους, με επίδικο ποιο πολίτευμα θα ήταν το καλύτερο για να διακυβερνηθεί η πλέον αριστοκρατική Αθήνα. Από τη μία πλευρά υπήρχε η εταιρεία του Θεραμένη, μετριοπαθούς αλλά και διφορούμενου (η ύπουλη συμπεριφορά του είχε προκαλέσει το 410 π.Χ. την κατάρρευση του ολιγαρχικού καθεστώτος των Τετρακοσίων, και την καταδίκη σε θάνατο του πρώην συνέταιρού του, Αντιφώντα), που ήθελε τη λεγόμενη "πάτριο πολιτεία", δηλαδή ένα μετριοπαθές αριστοκρατικό πολίτευμα∙ από την άλλη υπήρχε ο Κριτίας, η ριζοσπαστικότητα του οποίου επικράτησε στο τέλος, με αποτέλεσμα να επιβληθεί στον Δήμο των Αθηναίων η περιβόητη κυβέρνηση των Τριάκοντα, με την πλήρη υποστήριξη του Σπαρτιάτη Λύσανδρου, του νικητή στους Αιγός Ποταμούς και πλέον ισχυρού άνδρα της Σπάρτης.
Άλλωστε, τα έργα του Ξενοφώντος (που γράφει αρκετά χρόνια αργότερα) περιέχουν παραλείψεις και αποσιωπήσεις, που οφείλονται, σύμφωνα με τον Κάνφορα, στην πρόθεσή του να καθαρίσει την εικόνα του, προκειμένου να επιτύχει την αμνηστία (από την οποία είχε αποκλειστεί) και να μπορεί να ξαναγυρίσει στην Αθήνα, από την εξορία στην οποία είχε καταδικαστεί το 399 π.Χ, ενώ βρισκόταν στην Ασία, στην εκστρατεία των ελλήνων μισθοφόρων που στρατολογήθηκαν για να πολεμήσουν υπέρ του βασιλέως Κύρου (βλ. σελ. 206-251). Είναι σημαντικό ότι και η Ανάβαση και τα Απομνημονεύματα του Σωκράτους τείνουν, για τους ίδιους λόγους, εξίσου σε αυτοαπολογία του συγγραφέα τους.
Τα Ελληνικά, το έργο όπου ο Ξενοφώντας εστιάζει την προσοχή του στην ιστορία της Αθήνας και της Ελλάδας, από το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου έως την ήττα της Σπάρτης από τη Θήβα στη Μαντίνεια (362 π.Χ.), είναι όχι μόνο ιστορικό βιβλίο αλλά και το ημερολόγιο του πρώην ιππάρχου Ξενοφώντα και, συνεπώς, η απολογία του μπροστά στους Αθηναίους (βλ. σελ. 333-340).
Η πρόθεση αυτή εξηγεί γιατί ο συγγραφέας, λ.χ., περιγράφει τον Θεραμένη ως πατριώτη που ήθελε τα καλά της Αθήνας (ενώ ξέρουμε πως η αλήθεια ήταν διαφορετική) και κάνει ένα αρνητικό πορτρέτο του πρώην φίλου του Κριτία, που στη μετέπειτα παράδοση θα καταστεί η μαύρη ψυχή του καθεστώτος, ο υπεύθυνος όλων των εγκλημάτων των Τριάκοντα.
Ο Ξενοφώντας, άλλωστε, δεν έγραψε από την αρχή έως το τέλος τα δύο πρώτα βιβλία των Ελληνικών του, γιατί (όπως ο Κάνφορα ήδη υποστήριξε με πειστικά επιχειρήματα σε άλλα μελετήματά του)2 ο Ξενοφώντας επεξεργάστηκε, προσθέτοντας και αφαιρώντας ολόκληρα χωρία, τα "ανέκδοτα χαρτιά" του Θουκυδίδη, δηλ. το μέρος του ιστορικού του έργου που δεν πρόλαβε να εκδώσει προτού να πεθάνει. Τα ανέκδοτα του Θουκυδίδη φτάσανε, άγνωστο πώς και πότε, στα χέρια του Ξενοφώντος, που φρόντισε να τα εκδώσει με το όνομα του Θουκυδίδη, αλλά, με τον καιρό, κυριάρχησε η σύγχυση και, πιθανότατα από την αλεξανδρινή εποχή, όλα τα Ελληνικά αποδόθηκαν στον Ξενοφώντα (βλ. σελ. 336-340).
Για να συμπληρώσουμε τα κενά του Ξενοφώντος πρέπει, άρα, να προσφεύγουμε συχνά στις άλλες πηγές και να συγκρίνουμε τις πληροφορίες. Ο Κάνφορα διακρίνει δύο "οικογένειες", δηλ. δύο διαφορετικούς κλάδους της παράδοσης (πέραν από τον Ξενοφώντα, φυσικά): 1) ο Λυσίας, 2) Ισοκράτης -› Θεόπομπος -› Αριστοτέλης -› Έφορος-Διόδωρος. Ο πρώτος κλάδος μεταδίδει σπουδαίες πληροφορίες, διάσπαρτες στους δικανικούς λόγους (προπαντός στον Κατά του Ερατοσθένους)∙ πρέπει, όμως, να είμαστε προσεκτικοί, διότι ο Λυσίας ήταν λογογράφος και "μεταμόρφωνε" τα πράγματα σύμφωνα με τις δικαστικές του ανάγκες. Πιο σπουδαίος είναι ο δεύτερος κλάδος. Ο "γενάρχης" του οποίου είναι τα Ελληνικά του Θεόπομπου (σημειωτέον ότι ο Κάνφορα αποδίδει στην ιστοριογράφο του Δ' αιώνα π.Χ. και τις μέχρι τώρα αδέσποτες Ελληνικές του Οξυρίγγου: βλ. προπαντός σελ. 354-76).
Κατά τη γνώμη του Κάνφορα, όμως, η διήγηση του Θεοπόμπου, που φωτίζει πολύ θετικά τον Θεραμένη και τον Θρασύβουλο, επηρεάστηκε από τον Ισοκράτη, του οποίου ο Θεόπομπος ήταν μαθητής (βλ. σελ. 341-47). Με τη σειρά τους, τα Ελληνικά του Θεοπόμπου (σε συνδυασμό με την Ατθίδα του Ανδροτίωνος, υιού του Ανδρόνος, επίσης μαθητή του Ισοκράτους και πρώην μέλους του καθεστώτος των Τετρακοσίων, το 411 π.Χ.) επηρέασαν την Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη και την περιγραφή των γεγονότων που βρίσκουμε στο ιστορικό έργο του Έφορου-Διοδώρου. Η επίδραση που ο Ισοκράτης άσκησε, άμεσα και έμμεσα, δίνει στα εν λόγω έργα τις έντονες δημοκρατικές αποχρώσεις τους και εξηγεί για ποιο λόγο όλα αυτά τα ιστορικά έργα είναι υπέρ του Θεραμένη, ενώ καταδικάζουν ανελέητα την πράξη του Κριτία. Φυσικά, όλες οι δημοκρατικές πηγές κρύβουν ή δικαιολογούν με επισφαλή επιχειρήματα την προδοσία των δημοκρατικών, που προκάλεσε τη σφαγή των αριστοκρατικών στην Ελευσίνα, παρά τη συνθήκη του 403 π.Χ., μετά από τη δημοκρατική νίκη στη Μουνιχία, τον θάνατο του Κριτία στο πεδίο μάχης και, προπαντός, την επέμβαση του Σπαρτιάτη βασιλέα, του Παυσανία, για τη συμφιλίωση των αντιμαχούντων, με το σύνθημα "μη μνησικακείν" (βλ. σελ. 167-205).
Από αυτούς τους αντιθετικούς προσανατολισμούς προέρχονται οι βαθιές διαφορές με την αφήγηση και τις ερμηνείες του Ξενοφώντος, σκοπός του οποίου δεν ήταν, βεβαίως, να εξυμνήσει τη δημοκρατία, αλλά να αποδείξει στους Αθηναίους ότι αυτός ο ίδιος είχε καταλάβει από νωρίς τον αιμοσταγή χαρακτήρα του καθεστώτος και του ηγέτη του, του Κριτία, και είχε συνεπώς προλάβει να αποστασιοποιηθεί (παρά την ανώτατη στρατιωτική θέση του) από τα εγκλήματά του. Είναι η ίδια δικαιολόγηση του Πλάτωνος στην έβδομη επιστολή.
Όπως κάθε εμφύλιος, οποιασδήποτε εποχής, και ο αθηναϊκός έχει τη δική του "ιερά ιστορία", που δημιούργησαν και διέδωσαν οι νικητές. Σ' αυτή την ιστορία, οι περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα στους πρωταγωνιστές απλοποιούνται, όπως απλοποιούνται και οι ηθικές ευθύνες τους. Κυριαρχεί και επιβάλλεται στη μετέπειτα παράδοση μια ασπρόμαυρη εικόνα: όλο το δίκιο είναι με το μέρος των νικητών, όλες οι ευθύνες με τους ηττημένους. Στον αθηναϊκό εμφύλιο η ιστορική παράδοση καθιέρωσε τους ήρωές της. Έτσι, ο Θεραμένης (ο "κόθουρνος", όπως τον έλεγαν, λόγω της δίβουλης φύσης του) έγινε ο ήρωας του αγώνα κατά των Τριάκοντα, το θύμα του Κριτία, που άδικα τον σκότωσε, φοβούμενος μήπως ο πρώην συνένοχός του να περάσει ξανά (όπως είχε γίνει το 410 π.Χ.) στο δημοκρατικό στρατόπεδο, με κίνδυνο για το καθεστώς. Όμως, ξέρουμε ότι η εκτέλεση του Θεραμένη ήταν ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αντίποινα της μεγάλης ανατροπής του το 410 π.Χ., όταν πρόδωσε τους εταίρους του, προκαλώντας έτσι τον θάνατό τους και την κατάρρευση της κυβέρνησης των Τετρακοσίων. Έτσι, ο "κόθουρνος" Θεραμένης έμεινε στη μνήμη των μεταγενέστερων για την υπερήφανη απολογία του έναντι του Κριτία, που είχε ήδη αποφασίσει να τον παραδώσει στους Ένδεκα να τον σκοτώσουν (είμαστε σίγουροι ότι ο Ξενοφώντας, όχι ο Θουκυδίδης, "κατέγραψε" τον περίφημο διάλογο ανάμεσα στο θύμα και τον θύτη, και τον έβαλε στο επίκεντρο του δεύτερου βιβλίου των Ελληνικών - βλ. σελ. 87-94).
Αναλόγως, ο Κριτίας έγινε το σύμβολο του κακού, ο εξ αίματος εχθρός της δημοκρατίας (και πράγματι ήταν), η μαύρη ψυχή των Τριάκοντα, ο υπεύθυνος όλων των εγκλημάτων τους. Όμως ο Κριτίας, αντίθετα με τον Θεραμένη, ήταν έως το τέλος συνεπής: αυτός έγραψε ξεκάθαρα τις ιδέες του περί της δημοκρατίας και των συνεργατών της, σ' ένα μικρό βιβλίο, όπου με ψυχραιμία και νηφαλιότητα εξετάζει τον κρατικό μηχανισμό της δημοκρατίας και προσκαλεί τους εταίρους του αριστοκράτες να μη συνεργαστούν με τον "καταραμένο δήμο" και να τον καταργήσουν με τα όπλα. Πρόκειται για την Αθηναίων Πολιτεία, που η αρχαία παράδοση απέδωσε στον Ξενοφώντα. Ότι το έργο (ένας βραχύς και πολύ ενδιαφέρον διάλογος) δεν είναι του Ξενοφώντος, ήταν φανερό ήδη από τον προπερασμένο αιώνα, αλλά η πατρότητά του έμενε άγνωστη. Ο Κάνφορα, που αφιέρωσε πολλές μελέτες στο θέμα αυτό, αποδίδει τώρα το βιβλίο στον Κριτία με ισχυρά επιχειρήματα (βλέπε σελ. 319-32).
Με την πλήρη γνώση του επί των αρχαίων κειμένων, αλλά και της σύγχρονης ιστορίας (δεν είναι σπάνιες, λ.χ., οι αναφορές σε πιο σύγχρονους εμφυλίους) ο Κάνφορα μας οδηγεί, με το νήμα της φιλολογίας, στον ταραγμένο λαβύρινθο της Αθήνας στα δύσκολα χρόνια του αρχαίου εμφυλίου και της επιστροφής της δημοκρατίας, στηρίζοντας τις κάποτε τολμηρές θεωρίες του πάντα στις πηγές, προσπαθώντας να αναστηλώσει την αληθινή εικόνα μιας εποχής εξαιρετικού ενδιαφέροντος "sine ira et studio". Κάποια συμπεράσματα θα προκαλέσουν αντιδράσεις, αλλά και γι' αυτό τον λόγο το βιβλίο πρόκειται να γίνει σημείο αναφοράς, για όλους αυτούς που θα ασχοληθούν στα επόμενα χρόνια με τον κόσμο και τον υπόκοσμο της γοητευτικής ιστορίας της Αθήνας, και με την εξίσου γοητευτική ιστορία των μηχανισμών και των κανόνων που διέπουν, πέραν από τους αιώνες, την ολιγαρχία και τη δημοκρατία.
1. Σημειώνω, για παράδειγμα, Ο κόσμος της Αθήνας, Ρώμη 2011, μια καταπληκτική περιήγηση στην αθηναϊκή ιστορία του Ε'-Δ' αιώνα π.Χ., με οδηγό τα λογοτεχνικά κείμενα.
2. Βλέπε, λ.χ. Ο συνεχόμενος Θουκυδίδης (Tucidide continuato) Padova, 1970, Το μυστήριο Θουκυδίδης (ΙΙ mistero Tucidide) Μιλάνο, 1999, ή, ακόμη, βλέπε και τις σελ. 296-98 της Ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας (Storia della letteratura greca), Roma-Bari 2008.
*Ο Μάσσιμο Κατσούλο είναι κλασικός φιλόλογος
LUCIANO CANFORA, La guerra civile ateniese, Milano 2013 p. 396
Μπορούμε να θεωρήσουμε το πρόσφατο βιβλίο του Λουτσιάνο Κάνφορα ως ανακεφαλαίωση της μακρόχρονης επιστημονικής του δραστηριότητας για την αρχαία Αθήνα, που τον απασχολεί χρόνια τώρα1. Πράγματι, είναι πολλά τα προηγούμενα έργα του που βρήκαν την κατάληξή τους σ' αυτό το καινούργιο πόνημα: οι έρευνες περί της αθηναϊκής ιστοριογραφίας του Ε' αιώνα π.Χ. και περί της φιλολογικής παράδοσης των ρητόρων, τα μελετήματα περί του Κριτία και της ανώνυμης (= ψευδο-Ξενοφώντος) Αθηναίων Πολιτείας, περί των λογοτεχνικών πηγών για την κρίσιμη περίοδο 403-399 π.Χ., από το καθεστώς του Τριάκοντα έως την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Η αναπαράσταση εκείνων επίμαχων χρόνων είναι ένα περίπλοκο πρόβλημα για τους σύγχρονους φιλολόγους, διότι οι πηγές και οι μαρτυρίες των αρχαίων αφθονούν μεν, αλλά πρέπει να ερμηνεύονται και να συγκρίνονται με προσοχή, λόγω της άμεσης συμμετοχής των συγγραφέων τους στα γεγονότα ή εξαιτίας της επίδρασης που οι περισσότεροι απ' αυτούς ασκούσαν στους μεταγενέστερους ιστορικούς (π.χ. η μαρτυρία του Θεοπόμπου είναι βαθιά επηρεασμένη από τον δάσκαλό του, τον δημοκρατικό Ισοκράτη). Άλλωστε, στην αρχαία Αθήνα έλαβε χώρα και μια "διαμάχη ιστοριογράφων" (έτσι τιτλοφορείται το δεύτερο μέρος του βιβλίου) που φιλοδοξούσαν ν' αφήσουν ο καθείς τη δική του αλήθεια περί των συμβάντων.
Ο εμφύλιος ήταν το αποτέλεσμα της ήττας της Αθήνας στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Το πλήγμα στο σώμα της δημοκρατίας ήταν τόσο σκληρό, που το έτος 403 π.Χ. -αρχή του καθεστώτος των Τριάκοντα- σημειώθηκε στο αθηναϊκό ημερολόγιο ως "αναρχία", χωρίς δηλ. το συνηθισμένο όνομα του άρχοντος επωνύμου. Εξαιρετικός μάρτυρας εκείνης της δραματικής πολιτικής φάσης είναι η έβδομη επιστολή του Πλάτωνος, στην οποία ο φιλόσοφος εξομολογείται το ενδιαφέρον του, στην αρχή, για τη διακυβέρνηση των Τριάκοντα ("αυτοίς σφόδρα προσείχον τον νουν") και την άμεση αποστροφή του έναντι των κακοπραξιών τους: "α δε πάντα καθορών... εδυσχερανά τε και εμαυτόν επανήγαγον από των τότε κακών".
Όμως, παρά την αφθονία μαρτυριών, υπάρχουν ακόμη πολλές αμφιβολίες σε κρίσιμα σημεία: λ.χ. με ποια διαδικασία και πότε ακριβώς οι Τριάκοντα πήραν την εξουσία, με ποια μέσα επικράτησαν έναντι του δήμου, για ποιους λόγους πέσανε αιφνιδίως, και πώς έγινε το τελικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών το 401 π.Χ., με τους δημοκρατικούς πλέον νικητές. Είναι κάποια από τα πολλά ερωτήματα που ο Κάνφορα θέτει στο βιβλίο του.
Ο Ξενοφώντας, αυτόπτης μάρτυρας και πρωταγωνιστής των γεγονότων (ήταν ίππαρχος κατά τη διάρκεια της αριστοκρατικής δικτατορίας), λέει απλώς ότι οι Τριάκοντα "εξελέγησαν αμέσως μετά [επί τάχιστα] καταβλήθηκαν τα μακρά τείχη του Πειραιώς". Τα λόγια του δείχνουν τρία πράγματα: 1) η "εκλογή" των Τριάκοντα ακολούθησε, αμέσως, την ήττα της Αθήνας στον πόλεμο, 2) η χούντα εξελέγη από τη Βουλή και 3) η επιβολή των Τριάκοντα προβλεπόταν από τη Συνθήκη που η Σπάρτη επέβαλε στους ηττημένους.
Η μαρτυρία του Ξενοφώντος είναι ελλιπής σε πολλά σημεία, αλλά και διαψεύδεται από άλλες πηγές∙ από τον Αριστοτέλη (Αθηναίων Πολιτεία) και από τον Διόδωρο-Έφορο, λ.χ., οι οποίοι ισχυρίζονται ότι οι Τριάκοντα δεν έγιναν "κύριοι της πόλεως" "αμέσως μετά" την καταστροφή του αθηναϊκού στόλου στους Αιγός Ποταμούς. Αντιθέτως, οι δύο προαναφερθείσες πηγές αναφέρουν ότι η επιβολή των Τριάκοντα ήταν το αποτέλεσμα ενός ανένδοτου αγώνα εντός των ολιγαρχικών εταιρειών, που συγκρούστηκαν βίαια μεταξύ τους, με επίδικο ποιο πολίτευμα θα ήταν το καλύτερο για να διακυβερνηθεί η πλέον αριστοκρατική Αθήνα. Από τη μία πλευρά υπήρχε η εταιρεία του Θεραμένη, μετριοπαθούς αλλά και διφορούμενου (η ύπουλη συμπεριφορά του είχε προκαλέσει το 410 π.Χ. την κατάρρευση του ολιγαρχικού καθεστώτος των Τετρακοσίων, και την καταδίκη σε θάνατο του πρώην συνέταιρού του, Αντιφώντα), που ήθελε τη λεγόμενη "πάτριο πολιτεία", δηλαδή ένα μετριοπαθές αριστοκρατικό πολίτευμα∙ από την άλλη υπήρχε ο Κριτίας, η ριζοσπαστικότητα του οποίου επικράτησε στο τέλος, με αποτέλεσμα να επιβληθεί στον Δήμο των Αθηναίων η περιβόητη κυβέρνηση των Τριάκοντα, με την πλήρη υποστήριξη του Σπαρτιάτη Λύσανδρου, του νικητή στους Αιγός Ποταμούς και πλέον ισχυρού άνδρα της Σπάρτης.
Άλλωστε, τα έργα του Ξενοφώντος (που γράφει αρκετά χρόνια αργότερα) περιέχουν παραλείψεις και αποσιωπήσεις, που οφείλονται, σύμφωνα με τον Κάνφορα, στην πρόθεσή του να καθαρίσει την εικόνα του, προκειμένου να επιτύχει την αμνηστία (από την οποία είχε αποκλειστεί) και να μπορεί να ξαναγυρίσει στην Αθήνα, από την εξορία στην οποία είχε καταδικαστεί το 399 π.Χ, ενώ βρισκόταν στην Ασία, στην εκστρατεία των ελλήνων μισθοφόρων που στρατολογήθηκαν για να πολεμήσουν υπέρ του βασιλέως Κύρου (βλ. σελ. 206-251). Είναι σημαντικό ότι και η Ανάβαση και τα Απομνημονεύματα του Σωκράτους τείνουν, για τους ίδιους λόγους, εξίσου σε αυτοαπολογία του συγγραφέα τους.
Τα Ελληνικά, το έργο όπου ο Ξενοφώντας εστιάζει την προσοχή του στην ιστορία της Αθήνας και της Ελλάδας, από το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου έως την ήττα της Σπάρτης από τη Θήβα στη Μαντίνεια (362 π.Χ.), είναι όχι μόνο ιστορικό βιβλίο αλλά και το ημερολόγιο του πρώην ιππάρχου Ξενοφώντα και, συνεπώς, η απολογία του μπροστά στους Αθηναίους (βλ. σελ. 333-340).
Η πρόθεση αυτή εξηγεί γιατί ο συγγραφέας, λ.χ., περιγράφει τον Θεραμένη ως πατριώτη που ήθελε τα καλά της Αθήνας (ενώ ξέρουμε πως η αλήθεια ήταν διαφορετική) και κάνει ένα αρνητικό πορτρέτο του πρώην φίλου του Κριτία, που στη μετέπειτα παράδοση θα καταστεί η μαύρη ψυχή του καθεστώτος, ο υπεύθυνος όλων των εγκλημάτων των Τριάκοντα.
Ο Ξενοφώντας, άλλωστε, δεν έγραψε από την αρχή έως το τέλος τα δύο πρώτα βιβλία των Ελληνικών του, γιατί (όπως ο Κάνφορα ήδη υποστήριξε με πειστικά επιχειρήματα σε άλλα μελετήματά του)2 ο Ξενοφώντας επεξεργάστηκε, προσθέτοντας και αφαιρώντας ολόκληρα χωρία, τα "ανέκδοτα χαρτιά" του Θουκυδίδη, δηλ. το μέρος του ιστορικού του έργου που δεν πρόλαβε να εκδώσει προτού να πεθάνει. Τα ανέκδοτα του Θουκυδίδη φτάσανε, άγνωστο πώς και πότε, στα χέρια του Ξενοφώντος, που φρόντισε να τα εκδώσει με το όνομα του Θουκυδίδη, αλλά, με τον καιρό, κυριάρχησε η σύγχυση και, πιθανότατα από την αλεξανδρινή εποχή, όλα τα Ελληνικά αποδόθηκαν στον Ξενοφώντα (βλ. σελ. 336-340).
Για να συμπληρώσουμε τα κενά του Ξενοφώντος πρέπει, άρα, να προσφεύγουμε συχνά στις άλλες πηγές και να συγκρίνουμε τις πληροφορίες. Ο Κάνφορα διακρίνει δύο "οικογένειες", δηλ. δύο διαφορετικούς κλάδους της παράδοσης (πέραν από τον Ξενοφώντα, φυσικά): 1) ο Λυσίας, 2) Ισοκράτης -› Θεόπομπος -› Αριστοτέλης -› Έφορος-Διόδωρος. Ο πρώτος κλάδος μεταδίδει σπουδαίες πληροφορίες, διάσπαρτες στους δικανικούς λόγους (προπαντός στον Κατά του Ερατοσθένους)∙ πρέπει, όμως, να είμαστε προσεκτικοί, διότι ο Λυσίας ήταν λογογράφος και "μεταμόρφωνε" τα πράγματα σύμφωνα με τις δικαστικές του ανάγκες. Πιο σπουδαίος είναι ο δεύτερος κλάδος. Ο "γενάρχης" του οποίου είναι τα Ελληνικά του Θεόπομπου (σημειωτέον ότι ο Κάνφορα αποδίδει στην ιστοριογράφο του Δ' αιώνα π.Χ. και τις μέχρι τώρα αδέσποτες Ελληνικές του Οξυρίγγου: βλ. προπαντός σελ. 354-76).
Κατά τη γνώμη του Κάνφορα, όμως, η διήγηση του Θεοπόμπου, που φωτίζει πολύ θετικά τον Θεραμένη και τον Θρασύβουλο, επηρεάστηκε από τον Ισοκράτη, του οποίου ο Θεόπομπος ήταν μαθητής (βλ. σελ. 341-47). Με τη σειρά τους, τα Ελληνικά του Θεοπόμπου (σε συνδυασμό με την Ατθίδα του Ανδροτίωνος, υιού του Ανδρόνος, επίσης μαθητή του Ισοκράτους και πρώην μέλους του καθεστώτος των Τετρακοσίων, το 411 π.Χ.) επηρέασαν την Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη και την περιγραφή των γεγονότων που βρίσκουμε στο ιστορικό έργο του Έφορου-Διοδώρου. Η επίδραση που ο Ισοκράτης άσκησε, άμεσα και έμμεσα, δίνει στα εν λόγω έργα τις έντονες δημοκρατικές αποχρώσεις τους και εξηγεί για ποιο λόγο όλα αυτά τα ιστορικά έργα είναι υπέρ του Θεραμένη, ενώ καταδικάζουν ανελέητα την πράξη του Κριτία. Φυσικά, όλες οι δημοκρατικές πηγές κρύβουν ή δικαιολογούν με επισφαλή επιχειρήματα την προδοσία των δημοκρατικών, που προκάλεσε τη σφαγή των αριστοκρατικών στην Ελευσίνα, παρά τη συνθήκη του 403 π.Χ., μετά από τη δημοκρατική νίκη στη Μουνιχία, τον θάνατο του Κριτία στο πεδίο μάχης και, προπαντός, την επέμβαση του Σπαρτιάτη βασιλέα, του Παυσανία, για τη συμφιλίωση των αντιμαχούντων, με το σύνθημα "μη μνησικακείν" (βλ. σελ. 167-205).
Από αυτούς τους αντιθετικούς προσανατολισμούς προέρχονται οι βαθιές διαφορές με την αφήγηση και τις ερμηνείες του Ξενοφώντος, σκοπός του οποίου δεν ήταν, βεβαίως, να εξυμνήσει τη δημοκρατία, αλλά να αποδείξει στους Αθηναίους ότι αυτός ο ίδιος είχε καταλάβει από νωρίς τον αιμοσταγή χαρακτήρα του καθεστώτος και του ηγέτη του, του Κριτία, και είχε συνεπώς προλάβει να αποστασιοποιηθεί (παρά την ανώτατη στρατιωτική θέση του) από τα εγκλήματά του. Είναι η ίδια δικαιολόγηση του Πλάτωνος στην έβδομη επιστολή.
Όπως κάθε εμφύλιος, οποιασδήποτε εποχής, και ο αθηναϊκός έχει τη δική του "ιερά ιστορία", που δημιούργησαν και διέδωσαν οι νικητές. Σ' αυτή την ιστορία, οι περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα στους πρωταγωνιστές απλοποιούνται, όπως απλοποιούνται και οι ηθικές ευθύνες τους. Κυριαρχεί και επιβάλλεται στη μετέπειτα παράδοση μια ασπρόμαυρη εικόνα: όλο το δίκιο είναι με το μέρος των νικητών, όλες οι ευθύνες με τους ηττημένους. Στον αθηναϊκό εμφύλιο η ιστορική παράδοση καθιέρωσε τους ήρωές της. Έτσι, ο Θεραμένης (ο "κόθουρνος", όπως τον έλεγαν, λόγω της δίβουλης φύσης του) έγινε ο ήρωας του αγώνα κατά των Τριάκοντα, το θύμα του Κριτία, που άδικα τον σκότωσε, φοβούμενος μήπως ο πρώην συνένοχός του να περάσει ξανά (όπως είχε γίνει το 410 π.Χ.) στο δημοκρατικό στρατόπεδο, με κίνδυνο για το καθεστώς. Όμως, ξέρουμε ότι η εκτέλεση του Θεραμένη ήταν ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αντίποινα της μεγάλης ανατροπής του το 410 π.Χ., όταν πρόδωσε τους εταίρους του, προκαλώντας έτσι τον θάνατό τους και την κατάρρευση της κυβέρνησης των Τετρακοσίων. Έτσι, ο "κόθουρνος" Θεραμένης έμεινε στη μνήμη των μεταγενέστερων για την υπερήφανη απολογία του έναντι του Κριτία, που είχε ήδη αποφασίσει να τον παραδώσει στους Ένδεκα να τον σκοτώσουν (είμαστε σίγουροι ότι ο Ξενοφώντας, όχι ο Θουκυδίδης, "κατέγραψε" τον περίφημο διάλογο ανάμεσα στο θύμα και τον θύτη, και τον έβαλε στο επίκεντρο του δεύτερου βιβλίου των Ελληνικών - βλ. σελ. 87-94).
Αναλόγως, ο Κριτίας έγινε το σύμβολο του κακού, ο εξ αίματος εχθρός της δημοκρατίας (και πράγματι ήταν), η μαύρη ψυχή των Τριάκοντα, ο υπεύθυνος όλων των εγκλημάτων τους. Όμως ο Κριτίας, αντίθετα με τον Θεραμένη, ήταν έως το τέλος συνεπής: αυτός έγραψε ξεκάθαρα τις ιδέες του περί της δημοκρατίας και των συνεργατών της, σ' ένα μικρό βιβλίο, όπου με ψυχραιμία και νηφαλιότητα εξετάζει τον κρατικό μηχανισμό της δημοκρατίας και προσκαλεί τους εταίρους του αριστοκράτες να μη συνεργαστούν με τον "καταραμένο δήμο" και να τον καταργήσουν με τα όπλα. Πρόκειται για την Αθηναίων Πολιτεία, που η αρχαία παράδοση απέδωσε στον Ξενοφώντα. Ότι το έργο (ένας βραχύς και πολύ ενδιαφέρον διάλογος) δεν είναι του Ξενοφώντος, ήταν φανερό ήδη από τον προπερασμένο αιώνα, αλλά η πατρότητά του έμενε άγνωστη. Ο Κάνφορα, που αφιέρωσε πολλές μελέτες στο θέμα αυτό, αποδίδει τώρα το βιβλίο στον Κριτία με ισχυρά επιχειρήματα (βλέπε σελ. 319-32).
Με την πλήρη γνώση του επί των αρχαίων κειμένων, αλλά και της σύγχρονης ιστορίας (δεν είναι σπάνιες, λ.χ., οι αναφορές σε πιο σύγχρονους εμφυλίους) ο Κάνφορα μας οδηγεί, με το νήμα της φιλολογίας, στον ταραγμένο λαβύρινθο της Αθήνας στα δύσκολα χρόνια του αρχαίου εμφυλίου και της επιστροφής της δημοκρατίας, στηρίζοντας τις κάποτε τολμηρές θεωρίες του πάντα στις πηγές, προσπαθώντας να αναστηλώσει την αληθινή εικόνα μιας εποχής εξαιρετικού ενδιαφέροντος "sine ira et studio". Κάποια συμπεράσματα θα προκαλέσουν αντιδράσεις, αλλά και γι' αυτό τον λόγο το βιβλίο πρόκειται να γίνει σημείο αναφοράς, για όλους αυτούς που θα ασχοληθούν στα επόμενα χρόνια με τον κόσμο και τον υπόκοσμο της γοητευτικής ιστορίας της Αθήνας, και με την εξίσου γοητευτική ιστορία των μηχανισμών και των κανόνων που διέπουν, πέραν από τους αιώνες, την ολιγαρχία και τη δημοκρατία.
1. Σημειώνω, για παράδειγμα, Ο κόσμος της Αθήνας, Ρώμη 2011, μια καταπληκτική περιήγηση στην αθηναϊκή ιστορία του Ε'-Δ' αιώνα π.Χ., με οδηγό τα λογοτεχνικά κείμενα.
2. Βλέπε, λ.χ. Ο συνεχόμενος Θουκυδίδης (Tucidide continuato) Padova, 1970, Το μυστήριο Θουκυδίδης (ΙΙ mistero Tucidide) Μιλάνο, 1999, ή, ακόμη, βλέπε και τις σελ. 296-98 της Ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας (Storia della letteratura greca), Roma-Bari 2008.
*Ο Μάσσιμο Κατσούλο είναι κλασικός φιλόλογος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου