Αναδημοσίευση από ΤΟ ΒΗΜΑ
Όταν στις 28 Απριλίου του 1941, την πρώτη μέρα της γερμανικής κατοχής στην Αθήνα, οι Γερμανοί αξιωματικοί έφτασαν για επιθεώρηση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, με έκπληξη βρέθηκαν σε ένα άδειο κτίριο. Οι αίθουσές του, γνωστές για τα χιλιάδες σημαντικά εκθέματά τους, ήταν εντελώς κενές. Μοναδική παρουσία οι αρχαιολόγοι του Μουσείου και οι φύλακες της πρωινής βάρδιας. Στις ερωτήσεις των Γερμανών κατακτητών, λέγεται πως η ελληνική πλευρά απάντησε αόριστα, μάλλον σιβυλλικά, ότι τα αρχαία είναι κάτω από τη γη. Και η φράση αυτή αντικατόπτριζε την πραγματικότητα.
Επιδεικνύοντας φροντίδα ασυνήθιστη για τα ελληνικά δεδομένα, οι ενέργειες για την προστασία των αρχαίων μνημείων είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Το πολεμικό κλίμα στην Ευρώπη δεν άφηνε περιθώρια εφησυχασμού και ήδη από το 1937 η ανάγκη διαφύλαξης των αρχαιοτήτων είχε αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης μεταξύ της Κυβέρνησης και της Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας. Μπροστά στον υπαρκτό φόβο μιας ευρωπαϊκής σύρραξης, τα δύο μέρη συνεργάζονταν για να εκπονήσουν σχέδιο διαφύλαξης των αρχαίων από αεροπορικές επιδρομές και πιθανές οδομαχίες. Σε αυτό το πλαίσιο, συμφωνούσαν στην ανάγκη διάνοιξης καταφυγίων, ενώ ζητούσαν από τους διευθυντές των μουσείων σε όλη την επικράτεια να ταξινομήσουν τις αρχαιότητες σε κατηγορίες με βάση τη σπουδαιότητά τους και να αποστείλουν τους σχετικούς καταλόγους, ώστε να υπάρξει κεντρικός προγραμματισμός.
Παρά τις εύλογες αντιδράσεις των αρχαιολόγων, οι οποίες εστιάζονταν στην αδυναμία κατάταξης των μνημείων με βάση τη σπουδαιότητά τους –επιλογή εκ φύσεως υποκειμενική- οι προετοιμασίες για την προστασία των αρχαιοτήτων προχωρούσαν συστηματικά και εντείνονταν με τον καιρό. Με την κήρυξη του πολέμου η Αρχαιολογική Υπηρεσία αντέδρασε ταχύτατα, στέλνοντας σε όλες τις διευθύνσεις της τεχνικές οδηγίες για την προστασία των εκθεμάτων των Μουσείων από εναέριους κινδύνους. Οι οδηγίες «διά την προστασίαν των αρχαίων των διαφόρων μουσείων από τους εναερίους κινδύνους» συνοδεύονταν από δύο λεπτομερή σχέδια – ένα για την κατασκευή ορυγμάτων κι ένα για την προστασία των αγαλμάτων.
Για τα αγάλματα, τα άλλα λίθινα εκθέματα και τα μεγάλα πήλινα αντικείμενα, καλύτερος τρόπος προστασίας θεωρούνταν η κατάχωση στα δάπεδα και στις αυλές των μουσείων, στις αυλές άλλων δημοσίων κτιρίων ή στα υπόγειά τους. Οι οδηγίες δίνονταν με μεγάλη λεπτομέρεια, ορίζοντας πως η κατάχωση έπρεπε να γίνει στο μεγαλύτερο δυνατό βάθος, τα αγάλματα να τοποθετηθούν σε οριζόντια θέση και το έδαφος ψηλά να καλυφθεί με τσιμέντο. Μεριμνώντας για την «επόμενη μέρα», οι θέσεις κατάχωσης θα σημειώνονταν σε ειδικά διαγράμματα, με σταθερά σημεία για συντεταγμένες.
Διαφορετική ήταν η μέριμνα για άλλες κατηγορίες κινητών μνημείων. Για τα χρυσά αντικείμενα προτεινόταν η κατάθεση στα θησαυροφυλάκια των κατά τόπους τραπεζών. Για τα χάλκινα προβλεπόταν η φύλαξη σε κιβώτια με τοιχώματα καλυμμένα με κερόχαρτο, κερόπανο ή πισσόχαρτο και πυθμένα στρωμένο με ροκανίδια, άχυρο ή χαρτί. Τα χιλιάδες πήλινα αγγεία και άλλα μικρά αντικείμενα θα φυλάσσονταν σε κιβώτια, τυλιγμένα ένα-ένα σε τσιγαρόχαρτο. Με τη σειρά τους, τα κιβώτια θα κρύβονταν στα υπόγεια των Μουσείων ή άλλων δημόσιων κτιρίων, καλυμμένα με χώμα ή σάκους άμμου για πρόσθετη προστασία.
Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο συστάθηκε με υπουργική απόφαση η Επιτροπή Απόκρυψης και Ασφάλισης των εκθεμάτων του, με επικεφαλής τρεις Αρεοπαγίτες και μέλη τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο, τον προσωρινό διευθυντή του μουσείου Αναστάσιο Ορλάνδο, τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, τους εφόρους Γιάννη Μηλιάδη και Σέμνη Καρούζου, την επιμελήτρια Ιωάννα Κωνσταντίνου, μηχανικούς και αρχιτέκτονες του υπουργείου, αλλά και εθελοντές.
Όπως γράφει η Σέμνη Καρούζου, «πολύ πρωί, πριν να δύσει η σελήνη, συγκεντρώνονταν στο μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη. Νύχτα έφευγαν το βράδυ για να πάνε στα σπίτια τους». Όλη η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου, με τη χρήση αυτοσχέδιων ξύλινων γερανών. Τα μεγάλα γλυπτά τοποθετούνταν όρθια στα βαθιά ορύγματα που είχαν ανοιχτεί στο δάπεδο των βόρειων αιθουσών, σε παράταξη που θύμιζε συγκέντρωση διαμαρτυρίας. Σημαντική για την επιτυχία της ασυνήθιστης επιχείρησης ήταν η συμβολή πολλών, ανάμεσά τους και του εμπειρότατου γλύπτη των ελληνικών μουσείων Ανδρέα Παναγιωτάκη και του αρχιτεχνίτη Γιώργου Κοντογιώργη. Ο αείμνηστος Σπύρος Ιακωβίδης, πρωτοετής φοιτητής Αρχαιολογίας τότε, σε τηλεοπτική του συνέντευξη αναφέρει: «Με έβαλαν σε μία από τις αποθήκες, όπου υπήρχαν τεράστια κασόνια. Η δουλειά μου ήταν να τυλίγω ταναγραίες σε παλιές εφημερίδες και με μεγάλη προσοχή να τις τοποθετώ στα κασόνια. Μετά, τη δουλειά συνέχιζε η ειδική επιτροπή που είχε συσταθεί. Όλοι δουλεύαμε ενάντια στον χρόνο, με τον φόβο της εισβολής των Γερμανών, και βέβαια με τεράστια προσοχή. Οι ταναγραίες τυλίγονταν εύκολα. Όμως τα αγγεία έσπαγαν ακόμα πιο εύκολα...».
Μαζί με τις αρχαιότητες, σε κιβώτια μπήκαν και τα βιβλία καταγραφής και τεκμηρίωσης των αρχαιοτήτων. Στις 29 Νοεμβρίου 1940, τα κιβώτια αυτά παραδοθήκαν στον Γενικό Ταμία της Τράπεζας της Ελλάδος ενώ στις 17 Απριλίου 1941, στο κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας, υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής των ξύλινων κιβωτίων με τα πολύτιμα ευρήματα των Μυκηνών.
Στα χρόνια της Κατοχής, το Εθνικό Μουσείο δεν ερήμωσε, παρά την απουσία αρχαίων. Οι αίθουσές του καταλήφθηκαν από δημόσιες υπηρεσίες, όπως το Κεντρικό Ταχυδρομείο, η Κρατική Ορχήστρα και οι υπηρεσίες του Υπουργείου Πρόνοιας. Σε μια πτέρυγα συγκεντρώθηκαν τα γραφεία των υπαλλήλων του μουσείου, οι άδειες προθήκες και ορισμένοι πίνακες της Εθνικής Πινακοθήκης. Παρά την αλλαγή στο χαρακτήρα του, το κτίριο σώθηκε ως τα Δεκεμβριανά, όταν κάηκε μέρος της στέγης του κι ο πρώτος όροφος μετατράπηκε σε φυλακή.
Η επιχείρηση στο Εθνικό Μουσείο όπως και οι αντίστοιχες ενέργειες στα περιφερειακά μουσεία πέτυχαν να διασώσουν τον αρχαιολογικό πλούτο της χώρας σε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Γρήγορα αντανακλαστικά, καλή προετοιμασία, οργανωμένη δράση και συνεργασία, σε έναν σπάνιο για τη χώρα μας συνδυασμό, προστάτεψαν ένα σημαντικό μέρος των μνημείων παρά τις αντιξοότητες του πολέμου και τις ανάλγητες καταστροφές και κλοπές των ναζί.
Η Αγγελική Κοσμοπούλου είναι Διδάκτωρ Κλασικής Αρχαιολογίας και κάτοχος MBA στο Μάρκετινγκ
Όταν στις 28 Απριλίου του 1941, την πρώτη μέρα της γερμανικής κατοχής στην Αθήνα, οι Γερμανοί αξιωματικοί έφτασαν για επιθεώρηση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, με έκπληξη βρέθηκαν σε ένα άδειο κτίριο. Οι αίθουσές του, γνωστές για τα χιλιάδες σημαντικά εκθέματά τους, ήταν εντελώς κενές. Μοναδική παρουσία οι αρχαιολόγοι του Μουσείου και οι φύλακες της πρωινής βάρδιας. Στις ερωτήσεις των Γερμανών κατακτητών, λέγεται πως η ελληνική πλευρά απάντησε αόριστα, μάλλον σιβυλλικά, ότι τα αρχαία είναι κάτω από τη γη. Και η φράση αυτή αντικατόπτριζε την πραγματικότητα.
Επιδεικνύοντας φροντίδα ασυνήθιστη για τα ελληνικά δεδομένα, οι ενέργειες για την προστασία των αρχαίων μνημείων είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Το πολεμικό κλίμα στην Ευρώπη δεν άφηνε περιθώρια εφησυχασμού και ήδη από το 1937 η ανάγκη διαφύλαξης των αρχαιοτήτων είχε αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης μεταξύ της Κυβέρνησης και της Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας. Μπροστά στον υπαρκτό φόβο μιας ευρωπαϊκής σύρραξης, τα δύο μέρη συνεργάζονταν για να εκπονήσουν σχέδιο διαφύλαξης των αρχαίων από αεροπορικές επιδρομές και πιθανές οδομαχίες. Σε αυτό το πλαίσιο, συμφωνούσαν στην ανάγκη διάνοιξης καταφυγίων, ενώ ζητούσαν από τους διευθυντές των μουσείων σε όλη την επικράτεια να ταξινομήσουν τις αρχαιότητες σε κατηγορίες με βάση τη σπουδαιότητά τους και να αποστείλουν τους σχετικούς καταλόγους, ώστε να υπάρξει κεντρικός προγραμματισμός.
Παρά τις εύλογες αντιδράσεις των αρχαιολόγων, οι οποίες εστιάζονταν στην αδυναμία κατάταξης των μνημείων με βάση τη σπουδαιότητά τους –επιλογή εκ φύσεως υποκειμενική- οι προετοιμασίες για την προστασία των αρχαιοτήτων προχωρούσαν συστηματικά και εντείνονταν με τον καιρό. Με την κήρυξη του πολέμου η Αρχαιολογική Υπηρεσία αντέδρασε ταχύτατα, στέλνοντας σε όλες τις διευθύνσεις της τεχνικές οδηγίες για την προστασία των εκθεμάτων των Μουσείων από εναέριους κινδύνους. Οι οδηγίες «διά την προστασίαν των αρχαίων των διαφόρων μουσείων από τους εναερίους κινδύνους» συνοδεύονταν από δύο λεπτομερή σχέδια – ένα για την κατασκευή ορυγμάτων κι ένα για την προστασία των αγαλμάτων.
Για τα αγάλματα, τα άλλα λίθινα εκθέματα και τα μεγάλα πήλινα αντικείμενα, καλύτερος τρόπος προστασίας θεωρούνταν η κατάχωση στα δάπεδα και στις αυλές των μουσείων, στις αυλές άλλων δημοσίων κτιρίων ή στα υπόγειά τους. Οι οδηγίες δίνονταν με μεγάλη λεπτομέρεια, ορίζοντας πως η κατάχωση έπρεπε να γίνει στο μεγαλύτερο δυνατό βάθος, τα αγάλματα να τοποθετηθούν σε οριζόντια θέση και το έδαφος ψηλά να καλυφθεί με τσιμέντο. Μεριμνώντας για την «επόμενη μέρα», οι θέσεις κατάχωσης θα σημειώνονταν σε ειδικά διαγράμματα, με σταθερά σημεία για συντεταγμένες.
Διαφορετική ήταν η μέριμνα για άλλες κατηγορίες κινητών μνημείων. Για τα χρυσά αντικείμενα προτεινόταν η κατάθεση στα θησαυροφυλάκια των κατά τόπους τραπεζών. Για τα χάλκινα προβλεπόταν η φύλαξη σε κιβώτια με τοιχώματα καλυμμένα με κερόχαρτο, κερόπανο ή πισσόχαρτο και πυθμένα στρωμένο με ροκανίδια, άχυρο ή χαρτί. Τα χιλιάδες πήλινα αγγεία και άλλα μικρά αντικείμενα θα φυλάσσονταν σε κιβώτια, τυλιγμένα ένα-ένα σε τσιγαρόχαρτο. Με τη σειρά τους, τα κιβώτια θα κρύβονταν στα υπόγεια των Μουσείων ή άλλων δημόσιων κτιρίων, καλυμμένα με χώμα ή σάκους άμμου για πρόσθετη προστασία.
Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο συστάθηκε με υπουργική απόφαση η Επιτροπή Απόκρυψης και Ασφάλισης των εκθεμάτων του, με επικεφαλής τρεις Αρεοπαγίτες και μέλη τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο, τον προσωρινό διευθυντή του μουσείου Αναστάσιο Ορλάνδο, τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, τους εφόρους Γιάννη Μηλιάδη και Σέμνη Καρούζου, την επιμελήτρια Ιωάννα Κωνσταντίνου, μηχανικούς και αρχιτέκτονες του υπουργείου, αλλά και εθελοντές.
Όπως γράφει η Σέμνη Καρούζου, «πολύ πρωί, πριν να δύσει η σελήνη, συγκεντρώνονταν στο μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη. Νύχτα έφευγαν το βράδυ για να πάνε στα σπίτια τους». Όλη η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου, με τη χρήση αυτοσχέδιων ξύλινων γερανών. Τα μεγάλα γλυπτά τοποθετούνταν όρθια στα βαθιά ορύγματα που είχαν ανοιχτεί στο δάπεδο των βόρειων αιθουσών, σε παράταξη που θύμιζε συγκέντρωση διαμαρτυρίας. Σημαντική για την επιτυχία της ασυνήθιστης επιχείρησης ήταν η συμβολή πολλών, ανάμεσά τους και του εμπειρότατου γλύπτη των ελληνικών μουσείων Ανδρέα Παναγιωτάκη και του αρχιτεχνίτη Γιώργου Κοντογιώργη. Ο αείμνηστος Σπύρος Ιακωβίδης, πρωτοετής φοιτητής Αρχαιολογίας τότε, σε τηλεοπτική του συνέντευξη αναφέρει: «Με έβαλαν σε μία από τις αποθήκες, όπου υπήρχαν τεράστια κασόνια. Η δουλειά μου ήταν να τυλίγω ταναγραίες σε παλιές εφημερίδες και με μεγάλη προσοχή να τις τοποθετώ στα κασόνια. Μετά, τη δουλειά συνέχιζε η ειδική επιτροπή που είχε συσταθεί. Όλοι δουλεύαμε ενάντια στον χρόνο, με τον φόβο της εισβολής των Γερμανών, και βέβαια με τεράστια προσοχή. Οι ταναγραίες τυλίγονταν εύκολα. Όμως τα αγγεία έσπαγαν ακόμα πιο εύκολα...».
Μαζί με τις αρχαιότητες, σε κιβώτια μπήκαν και τα βιβλία καταγραφής και τεκμηρίωσης των αρχαιοτήτων. Στις 29 Νοεμβρίου 1940, τα κιβώτια αυτά παραδοθήκαν στον Γενικό Ταμία της Τράπεζας της Ελλάδος ενώ στις 17 Απριλίου 1941, στο κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας, υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής των ξύλινων κιβωτίων με τα πολύτιμα ευρήματα των Μυκηνών.
Στα χρόνια της Κατοχής, το Εθνικό Μουσείο δεν ερήμωσε, παρά την απουσία αρχαίων. Οι αίθουσές του καταλήφθηκαν από δημόσιες υπηρεσίες, όπως το Κεντρικό Ταχυδρομείο, η Κρατική Ορχήστρα και οι υπηρεσίες του Υπουργείου Πρόνοιας. Σε μια πτέρυγα συγκεντρώθηκαν τα γραφεία των υπαλλήλων του μουσείου, οι άδειες προθήκες και ορισμένοι πίνακες της Εθνικής Πινακοθήκης. Παρά την αλλαγή στο χαρακτήρα του, το κτίριο σώθηκε ως τα Δεκεμβριανά, όταν κάηκε μέρος της στέγης του κι ο πρώτος όροφος μετατράπηκε σε φυλακή.
Η επιχείρηση στο Εθνικό Μουσείο όπως και οι αντίστοιχες ενέργειες στα περιφερειακά μουσεία πέτυχαν να διασώσουν τον αρχαιολογικό πλούτο της χώρας σε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Γρήγορα αντανακλαστικά, καλή προετοιμασία, οργανωμένη δράση και συνεργασία, σε έναν σπάνιο για τη χώρα μας συνδυασμό, προστάτεψαν ένα σημαντικό μέρος των μνημείων παρά τις αντιξοότητες του πολέμου και τις ανάλγητες καταστροφές και κλοπές των ναζί.
Η Αγγελική Κοσμοπούλου είναι Διδάκτωρ Κλασικής Αρχαιολογίας και κάτοχος MBA στο Μάρκετινγκ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου