Νίκος Μπακουνάκης
Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ.
Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες,
19ος - 20ός αιώνας
Εκδόσεις Πόλις, 2014,
σελ. 488, τιμή 18 ευρώ
«Οι ελληνικές ημερήσιες εφημερίδες αποτελούν, για την έρευνα, μια ξένη χώρα, ένα εντελώς άγνωστο και αχαρτογράφητο τοπίο». Με αυτή τη φράση αρχίζει το βιβλίο του Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ. Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες» 19ος-20ός αιώνας ο Νίκος Μπακουνάκης. Ο,τι έχουμε ως τώρα είναι είτε βιβλιογραφικές αποδελτιώσεις είτε καταγραφές της πολιτικής ιστορίας μέσω των δημοσιευμάτων στον Τύπο. Αλλά έργα που ερευνούν, αναλύουν και ερμηνεύουν τον «πολιτισμό της εφημερίδας» στον τόπο μας δεν έχουμε. Μιλώντας για πολιτισμό της εφημερίδας πρέπει κανείς να λαμβάνει υπόψη του ότι οι εφημερίδες γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν μέσα στον αστικό χώρο, στην πόλιν δηλαδή.
Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει το βιβλίο, μια διιστορική και τεκμηριωμένη ανάλυση γραμμένη με την αμεσότητα του ρεπορτάζ. Κυρίως ιστορική τη χαρακτηρίζει ο Νίκος Μπακουνάκης. Αλλά το βιβλίο του είναι επιπλέον κι ένα εξαίρετο συγκριτικό δοκίμιο, αφού αναλύοντας τις εξελίξεις στον ελληνικό Τύπο τις εξετάζει πάντοτε μέσα στο διεθνές πλαίσιο. Μια χώρα της περιφέρειας, όπως η δική μας, αναζητεί τα πρότυπά της στα μεγάλα διεθνή κέντρα (στη Γαλλία, στις ΗΠΑ, στην Αγγλία) και τα προσαρμόζει, στη συνέχεια, στο τοπικό επίπεδο. Τα πρώτα μεγάλα ρεπορτάζ, για παράδειγμα, τα έχουμε στην «Ακρόπολι» του Βλάση Γαβριηλίδη, που φτάνουν ως και τις 5.000 λέξεις. Κι όποιος θέλει να προβεί σε συγκρίσεις θα δει πόσο μοιάζουν, τηρουμένων των αναλογιών, με τα σύγχρονα A Reporter at Large στον «New Yorker».
Ας προσθέσω πως το βιβλίο, ενώ ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ιστορικής τεκμηρίωσης, είναι γραμμένο από συγγραφέα που έχει άμεση, μακροχρόνια και πρακτική γνώση του αντικειμένου. Είναι διακεκριμένος δημοσιογράφος ο ίδιος, αρχισυντάκτης των πολιτιστικών τμημάτων της εφημερίδας που κρατάτε στα χέρια σας.
Με τις ανθρώπινες ιστορίες εισάγεται η συγκίνηση στην καθημερινή ζωή, γι' αυτό και οι εφημερίδες είναι σε μεγάλο βαθμό λαϊκή λογοτεχνία. Οπως αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς, ο προνομιακός χώρος για τέτοιες ιστορίες είναι το αστυνομικό δελτίο - και ο συγγραφέας παραθέτει κάποια από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα. Ενώ το «ανθρώπινο ενδιαφέρον» είναι το κριτήριο της αφήγησης, η γνώση είναι το αντίστοιχο της είδησης. Η διαφορά της λογοτεχνικής από τη δημοσιογραφική αφήγηση έγκειται στο ότι η πρώτη είναι επινοημένη ενώ η δεύτερη πραγματική - αν κι αυτό ακόμη ισχύει ως εκεί που ισχύει. Η ταξιδιωτική λογοτεχνία είναι λ.χ. και πραγματική αφήγηση, δηλαδή μια εξελιγμένη μορφή του ρεπορτάζ. Και το ρεπορτάζ αποτελεί «σχολή της πραγματικότητας».
Το δημοσιογραφικό δοκίμιο κατά συνέπεια μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως αφήγηση ιδεών. Τι τροφοδοτεί την αφήγηση - αυτή είναι η κύρια μέριμνα των εφημερίδων. Γι' αυτό και οι ιδέες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως συμβάντα.
Ο αναγνώστης θα καταλάβει διαβάζοντας το βιβλίο γιατί οι δημοσιογραφικές αφηγήσεις είναι λαϊκή λογοτεχνία, πώς προέκυψαν και τι σήμαιναν ή σημαίνουν λέξεις όπως συντάκτης, ρεπόρτερ, δημοσιογράφος, γιατί οι εφημερίδες είναι εκφράσεις της συλλογικής εμπειρίας, πώς λειτουργεί η ώσμωση της είδησης με την αφήγηση και πώς όλα αυτά συνιστούν και σήμερα τους δύο άξονες της δημοσιογραφίας: των ιστοριών και των προσώπων.
Αν, όπως έλεγε ο Γουόλτ Γουίτμαν, οι εφημερίδες είναι «ο καθρέφτης του κόσμου», τότε όταν λέμε δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ, εννοούμε το ίδιο ή περίπου το ίδιο πράγμα, όπως άλλωστε υπονοεί ο τίτλος του βιβλίου, από όπου περνούν αρκετά από τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού Τύπου, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν ο Βλάσης Γαβριηλίδης της «Ακροπόλεως», ο Δημήτριος Λαμπράκης του «Ελευθέρου Βήματος» και ο Γεώργιος Βλάχος της «Καθημερινής».
Κατά τα γαλλικά πρότυπα η λογοτεχνική παράδοση μεταφέρθηκε και στον ελληνικό Tύπο. Οι έλληνες λογοτέχνες ήταν από την αρχή της ανάπτυξης του Τύπου στην Ελλάδα συνδεδεμένοι με τις εφημερίδες. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο Κωστής Παλαμάς, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Ιωάννης Κονδυλάκης και πολλοί άλλοι υπήρξαν στελέχη του ελληνικού Τύπου, όπου χωρίς να πάψουν να είναι συγγραφείς λειτουργούσαν πρωτίστως ως δημοσιογράφοι, εν πλήρει γνώσει δηλαδή του ότι είχαν κάθε φορά μπροστά τους το αναγνωστικό κοινό. Δεν ήταν μόνο η δημοσιότητα την οποίαν αποκτούσαν οι ίδιοι ή το συμβολικό κύρος που έδιναν στα έντυπα με τα οποία συνεργάζονταν αλλά και η βεβαιότητα ότι μετείχαν μέσω της εφημερίδας και της γραφής στην κοινωνία των πολιτών. Γιατί η συνεχής «αναμέτρηση»με το αναγνωστικό κοινό προσδιορίζει τη δυναμική μιας κοινωνίας.
Στις ΗΠΑ σήμερα είναι περίπου αδιανόητο οι γνωστοί συγγραφείς να μη δημοσιεύουν κείμενά τους στον Τύπο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι εκεί αναπτύχθηκε η «νέα δημοσιογραφία» από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και εξής (αν και ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά - και με αρνητική σημασία - από τον Μάθιου Αρνολντ τον 19ο αιώνα στην Αγγλία στο πλαίσιο της δικής του «κριτικής του πολιτισμού»).
Σε αυτό αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν οι τεχνολογικές εξελίξεις. Η τεχνολογία στον Τύπο εξελίχθηκε παρακολουθώντας τις ιστορικές επιταχύνσεις - κι αυτή είναι που κατέστησε την εφημερίδα καταναλωτικό προϊόν και ως πριν από την εμφάνιση ανταγωνιστικών μέσων είδος σχεδόν πρώτης ανάγκης. Η εξέλιξη των συστημάτων στοιχειοθεσίας, η χρήση των λινοτυπικών μηχανών και αργότερα της φωτοσύνθεσης, η χρήση του κλισέ και στη συνέχεια του φιλμ για την αναπαραγωγή φωτογραφιών και η ανάπτυξη των ταχυπιεστηρίων δεν μετέβαλαν μόνο την εμφάνιση των εφημερίδων αλλά και τη διαφήμιση που από ένα σημείο κι έπειτα λειτουργούσε ως όχημα των ειδήσεων - που ισχύει και αντιστρόφως.
Η εφημερίδα είναι το εμπόρευμα που ο εκδότης απευθύνει στους υποψήφιους αγοραστές. Και την αγορά αυτή προσπαθεί να τη διευρύνει. Εξ ου και η συμβολή της μαζικής παραγωγής και των νέων τεχνολογιών. Το πώς επηρέασε βέβαια τον Τύπο η βιομηχανική επανάσταση είναι ένα τεράστιο ζήτημα.
Η πολιτική αρθρογραφία στον ελληνικό Τύπο κυριαρχεί ως τις μέρες μας, συνδυασμένη όμως με δημοσιογραφικές αφηγήσεις, που σημαίνει ότι τα σημαντικά κείμενα γνώμης προέρχονται κατά κανόνα από το ρεπορτάζ. Το ερευνητικό ρεπορτάζ επιπλέον μπορεί να παρουσιάζεται εξίσου ισχυρό ή ακόμη και ισχυρότερο της καθαρής μυθοπλασίας γιατί και η πραγματικότητα ενδέχεται να είναι συχνά επινοητικότερη της φαντασίας. Με άλλα λόγια, ουσία του πολιτισμού της εφημερίδας είναι ο ρεαλισμός.
Η ανταγωνιστική πρόκληση που αντιμετωπίζουν σήμερα οι εφημερίδες εξαιτίας της εμφάνισης και της ανάπτυξης άλλων μέσων είναι δυνατόν, λέει ο Μπακουνάκης, να αντιμετωπισθεί μόνο με την επιστροφή της αφήγησης στις εφημερίδες. Ο παλαιός κιτρινισμός έχει μετοικήσει πλέον στο Διαδίκτυο που βρίθει σκληρών ειδήσεων και συχνότατα συκοφαντικών σχολίων.
Το πώς θα μπορούσαν να είναι οι νέες αφηγήσεις μας το δίνει στο παράρτημα με αρκετά παραδείγματα από το κοινωνικό και δικαστικό ρεπορτάζ. Τα τέσσερα από αυτά, τα ρεπορτάζ της Λιλίκας Νάκου με τίτλο Μία ελληνίς διανοουμένη εν μέσω των γυναικών της αμαρτίας (τα οποία περιγράφουν τη ζωή στα πορνεία των Βούρλων), δημοσιευμένα στην «Ακρόπολι» από τις 16 ως τις 19 Φεβρουαρίου 1936 είναι πραγματικές «αυτοψίες» - και διαβάζονται απνευστί. Απόδειξη ότι, καθώς λέει ο Μπακουνάκης, «η παράδοση είναι ισχυρή - μπορούμε να πούμε ότι είναι και παρούσα - και αποτελεί συστατικό στοιχείο της δημοσιογραφικής κουλτούρας».
Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ.
Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες,
19ος - 20ός αιώνας
Εκδόσεις Πόλις, 2014,
σελ. 488, τιμή 18 ευρώ
«Οι ελληνικές ημερήσιες εφημερίδες αποτελούν, για την έρευνα, μια ξένη χώρα, ένα εντελώς άγνωστο και αχαρτογράφητο τοπίο». Με αυτή τη φράση αρχίζει το βιβλίο του Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ. Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες» 19ος-20ός αιώνας ο Νίκος Μπακουνάκης. Ο,τι έχουμε ως τώρα είναι είτε βιβλιογραφικές αποδελτιώσεις είτε καταγραφές της πολιτικής ιστορίας μέσω των δημοσιευμάτων στον Τύπο. Αλλά έργα που ερευνούν, αναλύουν και ερμηνεύουν τον «πολιτισμό της εφημερίδας» στον τόπο μας δεν έχουμε. Μιλώντας για πολιτισμό της εφημερίδας πρέπει κανείς να λαμβάνει υπόψη του ότι οι εφημερίδες γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν μέσα στον αστικό χώρο, στην πόλιν δηλαδή.
Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει το βιβλίο, μια διιστορική και τεκμηριωμένη ανάλυση γραμμένη με την αμεσότητα του ρεπορτάζ. Κυρίως ιστορική τη χαρακτηρίζει ο Νίκος Μπακουνάκης. Αλλά το βιβλίο του είναι επιπλέον κι ένα εξαίρετο συγκριτικό δοκίμιο, αφού αναλύοντας τις εξελίξεις στον ελληνικό Τύπο τις εξετάζει πάντοτε μέσα στο διεθνές πλαίσιο. Μια χώρα της περιφέρειας, όπως η δική μας, αναζητεί τα πρότυπά της στα μεγάλα διεθνή κέντρα (στη Γαλλία, στις ΗΠΑ, στην Αγγλία) και τα προσαρμόζει, στη συνέχεια, στο τοπικό επίπεδο. Τα πρώτα μεγάλα ρεπορτάζ, για παράδειγμα, τα έχουμε στην «Ακρόπολι» του Βλάση Γαβριηλίδη, που φτάνουν ως και τις 5.000 λέξεις. Κι όποιος θέλει να προβεί σε συγκρίσεις θα δει πόσο μοιάζουν, τηρουμένων των αναλογιών, με τα σύγχρονα A Reporter at Large στον «New Yorker».
Ας προσθέσω πως το βιβλίο, ενώ ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ιστορικής τεκμηρίωσης, είναι γραμμένο από συγγραφέα που έχει άμεση, μακροχρόνια και πρακτική γνώση του αντικειμένου. Είναι διακεκριμένος δημοσιογράφος ο ίδιος, αρχισυντάκτης των πολιτιστικών τμημάτων της εφημερίδας που κρατάτε στα χέρια σας.
Η πρώτη αφήγηση
Κεντρικό θέμα της ανάλυσης του Νίκου Μπακουνάκη είναι η
«δημοσιογραφική αφήγηση», όπως αναπτύχθηκε μέσα σε μια εκατονταετία, από
το 1873, με την έκδοση της πρώτης ημερήσιας εφημερίδα, της «Εφημερίδος» του
Δημητρίου Κορομηλά, ως τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν αρχίζει η
μεγάλη συρρίκνωση της αγοράς του ημερήσιου Τύπου. Και καθώς η εφημερίδα
είναι εφήμερη (εκδίδεται δηλαδή κάθε ημέρα), κάθε δημοσιογραφική
αφήγηση, ανεξάρτητα αν συνέβη στο παρελθόν, αφορά το παρόν γιατί «το παρόν είναι ο χρόνος των εφημερίδων».
Ετσι, με την πρώτη αφήγηση αρχίζει το πρώτο μέρος του βιβλίου.
Είναι μια ιστορία «με ανθρώπινο ενδιαφέρον» που δημοσιεύεται στην
«Εφημερίδα», στις 5 Οκτωβρίου 1873. Στο εξής οι ιστορίες αυτού του τύπου
θα κατακλύσουν τον ελληνικό Τύπο παράλληλα με τις «καθαρές» ειδήσεις.
Με τις ανθρώπινες ιστορίες εισάγεται η συγκίνηση στην καθημερινή ζωή, γι' αυτό και οι εφημερίδες είναι σε μεγάλο βαθμό λαϊκή λογοτεχνία. Οπως αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς, ο προνομιακός χώρος για τέτοιες ιστορίες είναι το αστυνομικό δελτίο - και ο συγγραφέας παραθέτει κάποια από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα. Ενώ το «ανθρώπινο ενδιαφέρον» είναι το κριτήριο της αφήγησης, η γνώση είναι το αντίστοιχο της είδησης. Η διαφορά της λογοτεχνικής από τη δημοσιογραφική αφήγηση έγκειται στο ότι η πρώτη είναι επινοημένη ενώ η δεύτερη πραγματική - αν κι αυτό ακόμη ισχύει ως εκεί που ισχύει. Η ταξιδιωτική λογοτεχνία είναι λ.χ. και πραγματική αφήγηση, δηλαδή μια εξελιγμένη μορφή του ρεπορτάζ. Και το ρεπορτάζ αποτελεί «σχολή της πραγματικότητας».
Το δημοσιογραφικό δοκίμιο κατά συνέπεια μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως αφήγηση ιδεών. Τι τροφοδοτεί την αφήγηση - αυτή είναι η κύρια μέριμνα των εφημερίδων. Γι' αυτό και οι ιδέες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως συμβάντα.
Ο αναγνώστης θα καταλάβει διαβάζοντας το βιβλίο γιατί οι δημοσιογραφικές αφηγήσεις είναι λαϊκή λογοτεχνία, πώς προέκυψαν και τι σήμαιναν ή σημαίνουν λέξεις όπως συντάκτης, ρεπόρτερ, δημοσιογράφος, γιατί οι εφημερίδες είναι εκφράσεις της συλλογικής εμπειρίας, πώς λειτουργεί η ώσμωση της είδησης με την αφήγηση και πώς όλα αυτά συνιστούν και σήμερα τους δύο άξονες της δημοσιογραφίας: των ιστοριών και των προσώπων.
Αν, όπως έλεγε ο Γουόλτ Γουίτμαν, οι εφημερίδες είναι «ο καθρέφτης του κόσμου», τότε όταν λέμε δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ, εννοούμε το ίδιο ή περίπου το ίδιο πράγμα, όπως άλλωστε υπονοεί ο τίτλος του βιβλίου, από όπου περνούν αρκετά από τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού Τύπου, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν ο Βλάσης Γαβριηλίδης της «Ακροπόλεως», ο Δημήτριος Λαμπράκης του «Ελευθέρου Βήματος» και ο Γεώργιος Βλάχος της «Καθημερινής».
Συγγραφείς και δημοσιογράφοι
Ενα σημαντικό θέμα που σχετίζεται με την ανάπτυξη του Τύπου διεθνώς
και στη χώρα μας πραγματεύεται επίσης εκτενώς ο Μπακουνάκης: τη σχέση
λογοτέχνη - δημοσιογράφου και κατ' επέκταση την όσμωση βιβλίου και
εφημερίδας. Οι εφημερίδες δεν λένε μόνο την ιστορία της εποχής αλλά και
των μύθων της. Γι' αυτό και τον 19ο αιώνα το μυθιστόρημα αναπτύχθηκε
στον Τύπο, όταν στη Γαλλία οι εφημερίδες κατέστησαν οι κύριοι εκφραστές
του δημόσιου χώρου αντικαθιστώντας το θέατρο. Λόγω της μαζικότητάς τους
ήταν χώρος προνομιακός για τους μυθιστοριογράφους που μπορούσαν
δημοσιεύοντας εκεί τα έργα τους να επικοινωνούν ευθέως με το μεγάλο
κοινό. Το ίδιο συνέβη τον επόμενο αιώνα και ιδίως μεταπολεμικά με το
δοκίμιο μικρού μεγέθους - αλλά και εκτενέστατου συχνά, ιδίως στις ΗΠΑ,
όπως με το On Boxing (Περί πυγμαχίας) της Τζόις Κάρολ Οουτς, που δημοσιεύτηκε το 1986 στους «New York Times» και ξεπερνά τις 15.000 λέξεις.
Κατά τα γαλλικά πρότυπα η λογοτεχνική παράδοση μεταφέρθηκε και στον ελληνικό Tύπο. Οι έλληνες λογοτέχνες ήταν από την αρχή της ανάπτυξης του Τύπου στην Ελλάδα συνδεδεμένοι με τις εφημερίδες. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο Κωστής Παλαμάς, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Ιωάννης Κονδυλάκης και πολλοί άλλοι υπήρξαν στελέχη του ελληνικού Τύπου, όπου χωρίς να πάψουν να είναι συγγραφείς λειτουργούσαν πρωτίστως ως δημοσιογράφοι, εν πλήρει γνώσει δηλαδή του ότι είχαν κάθε φορά μπροστά τους το αναγνωστικό κοινό. Δεν ήταν μόνο η δημοσιότητα την οποίαν αποκτούσαν οι ίδιοι ή το συμβολικό κύρος που έδιναν στα έντυπα με τα οποία συνεργάζονταν αλλά και η βεβαιότητα ότι μετείχαν μέσω της εφημερίδας και της γραφής στην κοινωνία των πολιτών. Γιατί η συνεχής «αναμέτρηση»με το αναγνωστικό κοινό προσδιορίζει τη δυναμική μιας κοινωνίας.
Στις ΗΠΑ σήμερα είναι περίπου αδιανόητο οι γνωστοί συγγραφείς να μη δημοσιεύουν κείμενά τους στον Τύπο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι εκεί αναπτύχθηκε η «νέα δημοσιογραφία» από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και εξής (αν και ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά - και με αρνητική σημασία - από τον Μάθιου Αρνολντ τον 19ο αιώνα στην Αγγλία στο πλαίσιο της δικής του «κριτικής του πολιτισμού»).
Η τεχνολογία
Το ποιες μορφές (και άρα ποιες αφηγηματικές εκδοχές) έλαβε το
περιεχόμενο των εφημερίδων είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις κοινωνικές και
τεχνολογικές εξελίξεις. Οι προσφορές, για παράδειγμα, στις οποίες
προβαίνουν σήμερα οι ελληνικές εφημερίδες δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο.
Σχεδόν από την αρχή ο Τύπος της χώρας μας προσπαθώντας να διευρύνει το
αναγνωστικό του κοινό προέβαινε σε προσφορές, στις οποίες αναφέρεται
εκτενώς ο συγγραφέας, όπως άλλωστε και στο πώς από το συνδρομητικό
«καθεστώς» πέρασαν στην ελεύθερη διακίνηση και κατά συνέπεια πώς
γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν τα συστήματα διανομής των εφημερίδων.
Σε αυτό αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν οι τεχνολογικές εξελίξεις. Η τεχνολογία στον Τύπο εξελίχθηκε παρακολουθώντας τις ιστορικές επιταχύνσεις - κι αυτή είναι που κατέστησε την εφημερίδα καταναλωτικό προϊόν και ως πριν από την εμφάνιση ανταγωνιστικών μέσων είδος σχεδόν πρώτης ανάγκης. Η εξέλιξη των συστημάτων στοιχειοθεσίας, η χρήση των λινοτυπικών μηχανών και αργότερα της φωτοσύνθεσης, η χρήση του κλισέ και στη συνέχεια του φιλμ για την αναπαραγωγή φωτογραφιών και η ανάπτυξη των ταχυπιεστηρίων δεν μετέβαλαν μόνο την εμφάνιση των εφημερίδων αλλά και τη διαφήμιση που από ένα σημείο κι έπειτα λειτουργούσε ως όχημα των ειδήσεων - που ισχύει και αντιστρόφως.
Το χθες και το αύριο
«Το πρώτο στάδιο της λεγόμενης μεντιακής παγκοσμιοποίησης οφείλεται αποκλειστικά στις εφημερίδες και τοποθετείται στη δεκαετία 1830-1840» γράφει ο Μπακουνάκης στην εισαγωγή. Σήμερα η κρίση των εφημερίδων είναι παγκόσμια. Αλλά «η νεωτερικότητα», τονίζει, «εκφράζεται μέσω των εφημερίδων». (Αφού, άλλωστε, καθιερώθηκε στο Παρίσι τον 19ο αιώνα, τον αιώνα των εφημερίδων.)
«Το πρώτο στάδιο της λεγόμενης μεντιακής παγκοσμιοποίησης οφείλεται αποκλειστικά στις εφημερίδες και τοποθετείται στη δεκαετία 1830-1840» γράφει ο Μπακουνάκης στην εισαγωγή. Σήμερα η κρίση των εφημερίδων είναι παγκόσμια. Αλλά «η νεωτερικότητα», τονίζει, «εκφράζεται μέσω των εφημερίδων». (Αφού, άλλωστε, καθιερώθηκε στο Παρίσι τον 19ο αιώνα, τον αιώνα των εφημερίδων.)
Η εφημερίδα είναι το εμπόρευμα που ο εκδότης απευθύνει στους υποψήφιους αγοραστές. Και την αγορά αυτή προσπαθεί να τη διευρύνει. Εξ ου και η συμβολή της μαζικής παραγωγής και των νέων τεχνολογιών. Το πώς επηρέασε βέβαια τον Τύπο η βιομηχανική επανάσταση είναι ένα τεράστιο ζήτημα.
Η πολιτική αρθρογραφία στον ελληνικό Τύπο κυριαρχεί ως τις μέρες μας, συνδυασμένη όμως με δημοσιογραφικές αφηγήσεις, που σημαίνει ότι τα σημαντικά κείμενα γνώμης προέρχονται κατά κανόνα από το ρεπορτάζ. Το ερευνητικό ρεπορτάζ επιπλέον μπορεί να παρουσιάζεται εξίσου ισχυρό ή ακόμη και ισχυρότερο της καθαρής μυθοπλασίας γιατί και η πραγματικότητα ενδέχεται να είναι συχνά επινοητικότερη της φαντασίας. Με άλλα λόγια, ουσία του πολιτισμού της εφημερίδας είναι ο ρεαλισμός.
Η ανταγωνιστική πρόκληση που αντιμετωπίζουν σήμερα οι εφημερίδες εξαιτίας της εμφάνισης και της ανάπτυξης άλλων μέσων είναι δυνατόν, λέει ο Μπακουνάκης, να αντιμετωπισθεί μόνο με την επιστροφή της αφήγησης στις εφημερίδες. Ο παλαιός κιτρινισμός έχει μετοικήσει πλέον στο Διαδίκτυο που βρίθει σκληρών ειδήσεων και συχνότατα συκοφαντικών σχολίων.
Το πώς θα μπορούσαν να είναι οι νέες αφηγήσεις μας το δίνει στο παράρτημα με αρκετά παραδείγματα από το κοινωνικό και δικαστικό ρεπορτάζ. Τα τέσσερα από αυτά, τα ρεπορτάζ της Λιλίκας Νάκου με τίτλο Μία ελληνίς διανοουμένη εν μέσω των γυναικών της αμαρτίας (τα οποία περιγράφουν τη ζωή στα πορνεία των Βούρλων), δημοσιευμένα στην «Ακρόπολι» από τις 16 ως τις 19 Φεβρουαρίου 1936 είναι πραγματικές «αυτοψίες» - και διαβάζονται απνευστί. Απόδειξη ότι, καθώς λέει ο Μπακουνάκης, «η παράδοση είναι ισχυρή - μπορούμε να πούμε ότι είναι και παρούσα - και αποτελεί συστατικό στοιχείο της δημοσιογραφικής κουλτούρας».
ΤΟ ΒΗΜΑ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου