Μετάλλαξη, κρίση και παλιό καλό σινεμά
Οι "X Men" επιστρέφουν νεώτεροι αλλά οι παλιές ταινίες κλέβουν την παράσταση
Συμβιβάσου με τον εαυτό σου! Αν υπάρχει μια ιδέα πίσω από τους «Χ-Men», τα περιβόητα κόμικς της Marvel που έχουν περάσει με επιτυχία στον κινηματογράφο, νομίζω ότι συνοψίζεται σε αυτές τις πέντε λέξεις. Αγάπα τον εαυτό σου. Μην αλλάζεις για να ικανοποιήσεις τους άλλους. Το συνυπογράφω. Αλλά κάπου εκεί τελειώνουν οι όποιες κοινωνικές αναλογίες και αρχίζει το παραμύθι.
Οι «X-Men» είναι όντα με υπερφυσικές δυνάμεις, μεταλλαγμένα ανθρωπόμορφα τέρατα, που όταν δεν έχουν ανθρώπινη μορφή αλλάζουν χρώματα, βγάζουν φτερά, φτύνουν οξύ κ.ο.κ. Οι δύο ηγετικές μορφές αυτών των όντων δεν χάνουν ποτέ την ανθρώπινη μορφή τους αλλά έχουν τα ισχυρότερα όπλα όλων: ο ένας έχει τη δυνατότητα να διαβάζει τη σκέψη, ο άλλος κινεί βουνά μέσω τηλεπάθειας. Χωρισμένα σε δύο ομάδες, τα μεν «καλά» όντα καλούνται να σώσουν τον πλανήτη από τα «κακά» που θέλουν να τον καταστρέψουν. Εν ολίγοις, η αιώνια σύγκρουση του Καλού με το Κακό στην πιο ποπ έκφρασή της.
Στο «X-Men: Η πρώτη γενιά» («X-Men: First class», ΗΠΑ, 2011) του Μάθιου Βον, την πέμπτη της κινηματογραφικής «σειράς» «X-Men», βλέπουμε το ιστορικό των μεταλλαγμένων. Κάποτε οι άσπονδοι εχθροί καθηγητής Χ και Μαγκνίτο (ο αρχηγός των καλών και των κακών αντιστοίχως) ήταν φίλοι και σύμμαχοι στην καταστολή της αδικίας. Το «κάποτε» ήταν η εποχή των λουλουδιών και του Ψυχρού Πολέμου, οπότε το καινούργιο φιλμ εμπλέκει στις περιπέτειές του ως και πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα όπως η υπόθεση του Κόλπου των Χοίρων στην Κούβα και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζον Κένεντι. Οι Χ-Μen ως μια ενιαία δύναμη μάχονται με τους δαίμονες της προσωπικής ζωής τους και με τα τραύματα της αυτοεκτίμησής τους, την ώρα που αντιμετωπίζουν τους ισχυρούς εχθρούς στο σύμπαν των υπερδυνάμεων, είτε αυτοί λέγονται Ρώσοι είτε πρώην ναζιστές. Είναι τα παιδιά ενός ελάχιστου μορίου, homo superior, και ενδεχομένως ο επόμενος κρίκος στην αλυσίδα της εξέλιξης.
Αυτό το παράξενο κλίμα της δεκαετίας του '60, ενταγμένο στην απόλυτη δύναμη των οπτικοακουστικών εφέ του 2010, θέλει να αποδώσει η ταινία του Μάθιου Βον και το καταφέρνει, παρ' ότι συχνά θυμίζει καρτουνίστικη παραλλαγή ταινίας Τζέιμς Μποντ, επίσης του '60. Αποκορύφωμα ο Κέβιν Μπέικον στον ρόλο του γλοιώδους ναζιστή (επίσης μεταλλαγμένου) θυμίζει απελπιστικά σατανικό «κακό» ταινίας Μποντ. Αντιθέτως, οι Τζέιμς Μακ Αβόι και Μάικλ Φασμπέντερ, που παίζουν τον Ξαβιέ και Μαγκνίτο σε νεαρή ηλικία, υπήρξαν μια καλή επιλογή γιατί θυμίζουν τους μεγαλύτερους Πάτρικ Στιούαρτ και Ιαν Μακ Κέλεν που τους υποδύθηκαν στις προηγούμενες ταινίες.
Βαθμολογία: 2
Το «Από τα ψηλά στα χαμηλά» («From Prada to Nada», ΗΠΑ, 2010) του Ανχελ Γκαρσία είναι η απλοϊκή άποψη του Χόλιγουντ για την οικονομική κρίση που μαστίζει την εποχή μας. Οχι μια ταινία καλλιτεχνικής αξίας αλλά γι' αυτό που θέλει να περάσει διόλου άσχημη. Οι δύο κόρες ενός μεξικανού επιχειρηματία προσγειώνονται απότομα στην πραγματικότητα όταν ο μπαμπάς πεθαίνει αφήνοντας πίσω του μόνο χρέη. Κομμένα τα ψώνια, κομμένο το Μπέβερλι Χιλς, η μύτη χαμηλώνει και ο Θεός βοηθός στις συνοικίες όπου αναγκάζονται να μετακομίσουν. Ο κόσμος των φτωχών, θα καταλάβουν οι δεσποινίδες, μπορεί να μην είναι και τόσο όμορφος, τουλάχιστον όμως είναι γνήσιος.
Βαθμολογία: 2
ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ
Επανάσταση τώρα!
Η επαναπροβολή του «Εάν...» («If...», Αγγλία, 1968) του Λίντσεϊ Αντερσον δεν θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερο ταίριασμα με την επικαιρότητα κρίνοντας από τα όσα συμβαίνουν αυτή την εποχή στη χώρα μας. Το φιλμ αφουγκράζεται το έκρυθμο, επαναστατικό κλίμα του 1968, είναι μια μικρογραφία της Μεγάλης Βρετανίας της εποχής: σε ένα σχολείο της Μεγάλης Βρετανίας (ο χρόνος δεν καθορίζεται επακριβώς) το ένστικτο της ατομικής ελευθερίας των μαθητών εξεγείρεται βίαια κατά του στυγερού συστήματος, της αφόρητης ιεραρχίας και της αυστηρής πειθαρχίας. Το ξέσπασμα θα γίνει με τη συγκλονιστική σκηνή πολέμου της ταινίας. Οι οικότροφοι μετατρέπονται σε στρατιώτες-ελεύθερους σκοπευτές εναντίον των «μεγάλων» που είναι οι δάσκαλοι και οι επίσημοι καλεσμένοι στην τελετή αποφοίτησης. Ως τότε η ιστορία θα έχει αποκτήσει το κατάλληλο έδαφος για να στηρίξει την εξέγερση μέσα από σκληρές ή τρυφερές σκηνές οι οποίες αναφέρονται στη σχέση των μαθητών μεταξύ τους και με τους δασκάλους. Οι μαθητές παραπέμπουν αμέσως στην εξεγερμένη γενιά του Μάη του 1968, αν και στην πραγματικότητα το φιλμ άρχισε να γυρίζεται προτού ξεσπάσουν τα γεγονότα του Μαΐου.
«Προσπάθησα να αποφύγω τη δημιουργία μιας δημοσιογραφικού στυλ ταινίας με στόχο την αποκάλυψη των φοιτητικών κινημάτων» είπε ο Αντερσον, ο οποίος με την εξαίρεση μιας φωτογραφίας του Τσε Γκεβάρα απέρριψε όλα τα δεδομένα που θα μπορούσαν να καθορίσουν τοπικά και χρονικά την ταινία (π.χ., στην ταινία δεν υπάρχει ποπ μουσική). «Το κυριότερο για μένα είναι ότι, όπως κάθε έννοια, κάθε αλήθεια έχει πολλαπλές σημασίες, έτσι και κάθε έργο τέχνης είναι αναγκαία διφορούμενο. Οι επαναστάτες στο "Εάν... " δεν είναι ούτε μαρξιστές ούτε διανοούμενοι, εφόσον οι όροι της ταινίας είναι ένας συνδυασμός ποίησης και ρεαλισμού. Για μένα έχει μεγάλη σημασία το να δείξω πως όταν κανείς κάνει μια επανάσταση στο όνομα κάποιου ιδανικού πρέπει ταυτοχρόνως να δεχθεί την ευθύνη της καταστροφής πραγμάτων που έχουν μια δική τους ποιότητα, μια δική τους ομορφιά. Αν ζητήσει κανείς απλές, ακριβείς απαντήσεις από το "Εάν...", ζητάει την προπαγάνδα».
Στον κεντρικό ρόλο του μαθητή που εξεγείρεται βρίσκουμε τον Μάλκομ Μακ Ντάουελ στη μόλις δεύτερη ταινία του, πριν από το «Κουρδιστό πορτοκάλι» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ που τον έκανε σουπερστάρ.
Βαθμολογία: 4
Κομψοτέχνημα από τη Γαλλία
Τι ευχάριστη έκπληξη αλλά και τι λαμπρή ιδέα να ξαναπαιχτούν ύστερα από πάρα πολλά χρόνια ταινίες του σπουδαίου αλλά ξεχασμένου Πιερ Ετέξ στις αίθουσες. Μαθητής του Ζακ Τατί και ηθοποιός πλήρως αφοσιωμένος στη χάρη της κίνησης και της έκφρασης (διόλου τυχαία τον αποκάλεσαν Μπάστερ Κίτον της Γαλλίας), ο Πιερ Ετέξ γύρισε λίγες ταινίες _ όλες τους όμως κομψοτεχνήματα.
Το «Yo yo» (1965), που επαναπροβάλλεται σε αναπαλαιωμένη κόπια, θεωρείται το αριστούργημά του. Στην αρχή της ταινίας βλέπουμε τον ίδιο τον Ετέξ στον ρόλο ενός εκατομμυριούχου που έχει τα πάντα εκτός από αγάπη. Κλεισμένος στο υπερπολυτελές κάστρο του, περικυκλωμένος από υπηρέτες, δάση, μια λίμνη και μηχανικά παιχνίδια, σκοτώνει τη μοναξιά του μέσα από την ιδιωτική διασκέδαση που του προσφέρουν περιπλανώμενοι θίασοι. Η φωτογραφία μιας όμορφης κοπέλας επάνω στο γραφείο του τον κάνει να αναστενάζει και να αναπολεί. Κάποτε η κοπέλα θα εμφανιστεί ξανά στη ζωή του, μέλος ενός τσίρκου και μητέρα ενός παιδιού που λέγεται Yo-Yo και που ακόμη και κάτω από το μέικ απ του κλόουν θυμίζει κάπως τον εκατομμυριούχο. Είναι βεβαίως το παιδί του και όταν μεγαλώσει θα αποκτήσει και αυτός τη μορφή του Πιερ Ετέξ γιατί ο εκατομμυριούχος θα χάσει τα πάντα από το οικονομικό κραχ και θα ανακαλύψει εκ νέου τον εαυτό του ως κλόουν.
Η ταινία διατρέχει την Ιστορία από την εποχή του βωβού κινηματογράφου ως τη δεκαετία του '60 και κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων ο Ετέξ υποκλίνεται στον Μαξ Λίντερ, στον Μπάστερ Κίτον, στον Φεντερίκο Φελίνι αλλά και στον Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Στην πραγματικότητα το «Υο-Υο» είναι ένα ερωτικό γράμμα προς τον κόσμο του τσίρκου τον οποίο ο σκηνοθέτης δεν σταμάτησε ποτέ να αγαπά, να σέβεται και να υπηρετεί με πάθος. Απολαυστικές εικόνες μινιμαλισμού και σιωπής (οι διάλογοι είναι ελάχιστοι), σχεδόν αραχνοΰφαντες και δομημένες με απίστευτη γεωμετρία σε μια παραμυθένια ατμόσφαιρα. Οντως ένα αριστούργημα για όσους λατρεύουν τη λιτότητα, την κομψότητα και το Γούστο _ το Γ κεφαλαίο.
Βαθμολογία: 4
Η Αθήνα που δεν υπάρχει πια
Αν ο Αλέκος Αλεξανδράκης είχε συνεχίσει τη σκηνοθεσία μετά τη «Συνοικία το Ονειρο» (1961), τολμώ να πω ότι θα είχε μείνει στο πάνθεον των μεγάλων ελλήνων σκηνοθετών. Τελικά, όμως, αν και γύρισε μία ακόμη ταινία, τον ξεχασμένο «Θρίαμβο», ο Αλεξανδράκης (όπως ο Τσαρλς Λότον με τη «Νύχτα του κυνηγού») έμελλε να μείνει στην Ιστορία ως ο ηθοποιός που σκηνοθέτησε μια σπουδαία ταινία. Υιοθετώντας άψογα το ύφος των νεορεαλιστικών ταινιών του ιταλικού κινηματογράφου της εποχής αλλά με την ψυχή του σφραγισμένη στην ελληνική πραγματικότητα, ο Αλεξανδράκης πέτυχε μια τρομερή απεικόνιση της περιοχής του Ασυρμάτου, ανάμεσα στον λόφο του Φιλοπάππου και στα Ανω Πετράλωνα, λίγο προτού η περιοχή «ισοπεδωθεί» και οι παράγκες ξεχαρβαλωθούν. Η παραγκούπολη που συνέλαβε αριστουργηματικά ο φακός του Δήμου Σακελλαρίου είναι ο χώρος της δραματουργίας όπου πολλά πρόσωπα δίνουν το παρών χωρίς απαραιτήτως να υπάρχει ένας συγκεκριμένος ιστός. Θα βρούμε τον ίδιο τον Αλεξανδράκη στον ρόλο του πρώην κατάδικου Ρίκου, ενός μικροαπατεώνα με καλή ψυχή, την Αλίκη Γεωργούλη (συμπαραγωγός της ταινίας) στον ρόλο της φαντασμένης Στεφανίας που θέλει να ξεφύγει από την αθλιότητα για μια καλύτερη ζωή αλλά προσγειώνεται στην πραγματικότητα. Θα βρούμε και τον Μάνο Κατράκη στον ρόλο του «Νεκροθάφτη» που σέρνεται χωρίς να κάνει τίποτε γιατί δεν υπάρχει και τίποτε να κάνεις. Αυτός είναι ο καθρέπτης μιας ολόκληρης κοινωνίας σε μια Ελλάδα που την εποχή εκείνη άρχιζε σιγά σιγά να στέκεται στα πόδια της μετά την τραγωδία του εμφυλίου πολέμου. Ο μικρόκοσμος της «Συνοικίας» (όπως και εκείνος της «Μαγικής πόλης» του Νίκου Κούνδουρου) συγκλονίζει με τον πηγαίο ρεαλισμό του, έστω και αν σήμερα κάποιες σκηνές της ταινίας δείχνουν σαφώς κουρασμένες, χωρίς να πείθουν εύκολα. Μια αυτοκτονία, π.χ., ή το περίφημο «άτιμε ντουνιά!» του Αλέκου Αλεξανδράκη. Πάντως, η γενική αίσθηση που μου άφησε το φιλμ ήταν ένα σφίξιμο στην καρδιά. Ιδίως στη σκηνή όπου πρωταγωνιστεί η φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση ενώ τραγουδά το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά». Εκεί έλιωσα.
Η «Συνοικία το Ονειρο» ανήκει στις ελάχιστες ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν στο ύφος του ιταλικού νεορεαλισμού. Φορτισμένη κοινωνικά και πολιτικά, είναι μια άψογη ηθογραφία των φτωχότερων περιοχών της Αθήνας, βρίσκεται έτη φωτός μακριά από την «επίσημη», ωραιοποιημένη και «τουριστική» εικόνα της. Μια ταινία που φαινόταν το λιγότερο αριστερή και εξαγρίωσε τους λογοκριτές που την είδαν ως κομμουνιστική προπαγάνδα, ενώ θεωρούσαν απαράδεκτο να βγαίνει προς τα έξω μια αληθινή, ωμή, ρεαλιστική, πικρή και πέρα για πέρα υπαρκτή εικόνα της Ελλάδας.
Βαθμολογία: 4
Πίτερ Σέλερς για γέλια και για κλάματα
Σε ό,τι αφορά το «Πάρτι» («The party», ΗΠΑ, 1968) τα λόγια περιττεύουν. Από τις καλύτερες κωμωδίες του Πίτερ Σέλερς μα και του σκηνοθέτη της Μπλέικ Εντουαρντς, ο οποίος γύρισε με τον Σέλερς όλες τις ταινίες της σειράς «Ροζ Πάνθηρας» (θυμίζω ότι ο Εντουαρντς πέθανε πριν από μερικούς μήνες). Εδώ ο αμίμητος βρετανός ηθοποιός υποδύεται έναν άμοιρο ινδό κομπάρσο ο οποίος, αφού βρεθεί εντελώς τυχαία σε ένα πάρτι στο Χόλιγουντ, θα το οδηγήσει κυριολεκτικά στην καταστροφή. Αν και χωρίς αμφιβολία η παράσταση ανήκει στον Σέλερς και στο εκπληκτικό ταλέντο του, η πρόθεση του σκηνοθέτη να σατιρίσει το τρελό περιβάλλον της Μέκκας του κινηματογράφου πετυχαίνει απόλυτα, συμβάλλοντας ισάξια στην επιτυχία της ταινίας, που ωστόσο έχει μεταδοθεί αρκετές φορές από την τηλεόραση, με αποτέλεσμα να είναι αρκετά γνωστή.
Βαθμολογία: 4
Προβάλλεται τέλος και η νεανική περιπέτεια «Χορός αποφοίτων» («Prom», ΗΠΑ, 2011) του Τζο Νουσμποάυμ με χορούς, τραγούδια και έρωτες και με τους Αϊμέ Τιγκάρντεν και Τόμας Μακ Ντόνελ στους βασικούς ρόλους.
Αξιολόγηση
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη, _: χωρίς άποψη
Πηγή http://www.tovima.gr/culture/
Εἰρήνη Σκούρα: Ἀναποφάσιστη
Πριν από 4 ημέρες
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου