Αν ζούσε σήμερα, θα είχε συμπληρώσει μια εκατονταετία. Χρόνος, άραγε,
επαρκής για μια επανεκτίμηση του έργου του Βάλια Σεμερτζίδη, που η ζωή
και η τέχνη του ουδέποτε αποστασιοποιήθηκε από την υπόθεση της
Αριστεράς; Ο διακεκριμένος καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης Νίκος
Χατζηνικολάου, επιμελητής της αναδρομικής έκθεσης του ζωγράφου, που
εγκαινιάζεται αύριο το απόγευμα στο Μουσείο Μπενάκη, και συγγραφέας ενός
επιβλητικού δοκιμίου για το έργο του, που περιλαμβάνεται στον κατάλογο Βάλιας Σεμερτζίδης, 1911-1983, δεν διστάζει να απαντήσει καταφατικά.
Μπορεί στην ενδελεχή πολυσέλιδη μελέτη του να μας προειδοποιεί ότι «το έδαφος είναι γεμάτο νάρκες», όμως μιλώντας στην «Α» αποδέχεται τον ρόλο του «ναρκαλιευτή», λέγοντας: «Αυτό είναι το έδαφος, εγώ από κει πέρασα, κάνοντας μια προσπάθεια μέσα από τις νάρκες να βγω στην άλλη όχθη». «Έχει υποτιμηθεί τελείως το βασικό κομμάτι της δουλειάς του Σεμερτζίδη» μας λέει ο Ν. Χατζηνικολάου, που δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τον ζωγράφο και το έργο του «μοντέρνο», που όμως «δεν εντάσσεται σε ετικέτες», από τις οποίες άλλωστε υπέφερε ιδιαίτερα... Και μας θυμίζει ότι μέσα στην Κατοχή, το 1943, σε μια συνέντευξή του χαρακτηρίζει ως μεγαλύτερους ζωγράφους της εποχής «που ήδη φεύγει» τον Σεζάν και τον Πικάσο. «Αυτό είναι μοναδικό. Δεν υπάρχει κάποιος που να το λέει αυτό από τον χώρο της Αριστεράς τότε» παρατηρεί ο Ν. Χατζηνικολάου.
Αναζητώντας το υψηλό
Ο Βάλιας Σεμερτζίδης γεννήθηκε στο Κρασνοντάρ του Καυκάσου, από πατέρα Έλληνα Πόντιο και μητέρα Ρωσίδα, ανθρώπους «συντηρητικών πεποιθήσεων, που έφτασαν στην Ελλάδα το 1922», σημειώνει ο Ν. Χατζηνικολάου στο δοκίμιό του με τίτλο «Η πάλη για την πιο υψηλή μορφή έκφρασης».
Στη Σχολή Καλών Τεχνών φοιτά από το 1928 έως το 1936. Προικισμένος μαθητής του Παρθένη, «ακολουθεί μεθοδικά, οργανικά, τον δικό του δρόμο, χωρίς βίαιες ρήξεις με ό,τι κληρονόμησε» από τον δάσκαλό του. Όπως σημειώνει ο Ν. Χατζηνικολάου, το έργο του εκείνη την περίοδο «δείχνει τη συγγένεια αλλά κυρίως την απόσταση που χωρίζει πια τον μαθητή από τον δάσκαλο» και αποτελεί «αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας του ελληνικού μοντερνισμού», όπως π.χ. ο Βράχος στο Αιγάλεω (1937), που εκτέθηκε στο παρισινό Salon d’ Automne.
Αυτό το «είδος ‘ρεαλισμού’» που αποτέλεσε το προσωπικό του ιδίωμα δεν ήταν αυτό που προπαγάνδιζαν οι ενώσεις κομμουνιστών καλλιτεχνών, στην ΕΣΣΔ και την Ευρώπη, όσο κι αν οι κατοπινοί τεχνοκριτικοί επιχείρησαν να το χωρέσουν στα στενά παπούτσια ενός «εξπρεσιονιστικού» ή «ελληνικού» σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Η εμπειρία όμως που τον διαμόρφωσε ως άνθρωπο και τον ώθησε στην αναζήτηση και αποκρυστάλλωση νέων θεμάτων και μορφών, σημειώνει ο Ν. Χατζηνικολάου, υπήρξε βέβαια η Κατοχή και, στη συνέχεια, η έξοδός του στην ελεύθερη Ελλάδα των βουνών.
Ο Σεμερτζίδης, στην Αθήνα της Κατοχής, συνεχίζει τις μορφικές του αναζητήσεις με τρόπο που δεν θα "μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι το χρώμα θα έφτανε σε τέτοια αποθέωση τη χρονιά της πείνας". Πράγματι, όπως γράφει ο ζωγράφος σε ένα εκπληκτικό ιδιωτικό συμφωνητικό που δημοσιεύεται ολόκληρο στη μελέτη του Ν. Χατζηνικολάου, "οι πίνακες [σ.σ.: που δεσμεύεται να φιλοτεχνήσει] για θέμα τους δεν θα έχουν μονάχα την εξαθλίωση, την πείνα και την καταστροφή που δέρνει αυτή την ώρα τη χώρα μας, μα και οποιοδήποτε άλλο θέμα, μια και το θέμα δεν είναι παρά αφορμή για να εξωτερικεύσει ο καλλιτέχνης το εσωτερικό δράμα της ζωής του, και μαζί το γύρω του κόσμο". Λίγο πιο κάτω ο επιμελητής της έκθεσης σχολιάζει: "Ο Σεμερτζίδης πεινούσε κι αυτός. Το ενδιαφέρον όμως είναι... το πώς πλησίασε τον πόνο και την πείνα. Με πόση αξιοπρέπεια, αυτή είναι η κατάλληλη λέξη. Το υλικό γεγονός της πείνας δεν το είδε ούτε με ρομαντικά μάτια ούτε σαν μελόδραμα".
Το 1944, "πιθανότατα με κομματική εντολή, ανέβηκε μαζί με άλλους στο βουνό για να ζωγραφίσει θέματα από τον Αγώνα αλλά και για να αποτελέσει, ως μεταφραστής από και προς τα ρωσικά, τον βασικό σύνδεσμο με τη σοβιετική αποστολή". Εκεί, μαζί με τον Σπύρο Μελετζή, αποτυπώνουν, ο καθένας με τα όπλα της τέχνης του, όχι μονάχα τους αντάρτες ή τη μάχη της σοδειάς αλλά και τη ζωή των αγροτών στις νέες συνθήκες που δημιουργούσε η επικράτηση του ΕΑΜ. Είναι συναρπαστική, εδώ, η αντιπαραβολή φωτογραφιών του Μελετζή και πινάκων ή σχεδίων του Σεμερτζίδη που κάνει στη μελέτη του ο Ν. Χατζηνικολάου.
Από όλα τα σημαντικά έργα και προσχέδια της περιόδου ("ντοκουμέντα" τα έλεγε), πολλά από τα οποία εκτίθενται για πρώτη φορά, ας σημειώσουμε τη διαδήλωση που δεσπόζει πίσω από τους εθνοσυμβούλους στις Κορυσχάδες, απέναντι από το βήμα.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα βρίσκεται "σε μια συνεχή προσπάθεια δημιουργίας έργων μεγάλων διαστάσεων ... στηριγμένων στα 'ντοκουμέντα' του βουνού". Καθώς το κλίμα τρομοκρατίας εντείνεται, θα τα καταστρέψει ο ίδιος για λόγους ασφαλείας, ενώ παράλληλα θα στραφεί στην χαρακτική μετά το 1946, γιατί "μπορούσα να κάνω σε μικρά σχήματα τα θέματά μου και να τα κρύβω εύκολα", όπως έλεγε. "Ο Σεμερτζίδης κράτησε επί ενάμιση χρόνο. Τον Σεπτέμβριο του 1946 διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να υλοποιήσει τα θέματά του στο πνεύμα που οραματιζόταν", το οποίο συνοψίζεται, για τον Ν. Χατζηνικολάου, στην αναζήτηση του Υψηλού...
Μετά το 1957 ο ζωγράφος στράφηκε σταδιακά στον ηρωισμό της καθημερινής ζωής, "εκείνων που δουλεύουν με τα χέρια τους για να κερδίσουν το ψωμί τους", προσπαθώντας να χαράξει ένα δρόμο δικό του, που μερικοί αποκάλεσαν «δυναμικό ρεαλισμό».
Στη Ρόδο, μετά το 1963 βρίσκει ένα νέο καταφύγιο και ο Αττάβυρος, το βουνό του νησιού, γίνεται ένα νέο Βελούχι. Έως το 1978 ζωγραφίζει σε πραγματικό παροξυσμό τους δικούς του ύμνους στη φύση. Τότε ένα εγκεφαλικό παραλύει όλη τη δεξιά πλευρά του. Θα ζωγραφίσει ακόμη λίγα χρόνια, με το αριστερό χέρι, μέχρι που το 1983 πεθαίνει στη Μόσχα, όπου νοσηλευόταν, χτυπημένος από καρκίνο του προστάτη...
Βάλιας Σεμερτζίδης, 1911-1983. Μουσείο Μπενάκη Κτήριο οδού Πειραιώς. Διάρκεια 20/9-11/11. Ώρες λειτουργίας: Πέμπτη, Κυριακή: 10.00-18.00, Παρασκευή, Σάββατο: 10.00-22.00. Εγκαίνια: Δευτέρα 17/9, 20.00.
Μπορεί στην ενδελεχή πολυσέλιδη μελέτη του να μας προειδοποιεί ότι «το έδαφος είναι γεμάτο νάρκες», όμως μιλώντας στην «Α» αποδέχεται τον ρόλο του «ναρκαλιευτή», λέγοντας: «Αυτό είναι το έδαφος, εγώ από κει πέρασα, κάνοντας μια προσπάθεια μέσα από τις νάρκες να βγω στην άλλη όχθη». «Έχει υποτιμηθεί τελείως το βασικό κομμάτι της δουλειάς του Σεμερτζίδη» μας λέει ο Ν. Χατζηνικολάου, που δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τον ζωγράφο και το έργο του «μοντέρνο», που όμως «δεν εντάσσεται σε ετικέτες», από τις οποίες άλλωστε υπέφερε ιδιαίτερα... Και μας θυμίζει ότι μέσα στην Κατοχή, το 1943, σε μια συνέντευξή του χαρακτηρίζει ως μεγαλύτερους ζωγράφους της εποχής «που ήδη φεύγει» τον Σεζάν και τον Πικάσο. «Αυτό είναι μοναδικό. Δεν υπάρχει κάποιος που να το λέει αυτό από τον χώρο της Αριστεράς τότε» παρατηρεί ο Ν. Χατζηνικολάου.
Αναζητώντας το υψηλό
Ο Βάλιας Σεμερτζίδης γεννήθηκε στο Κρασνοντάρ του Καυκάσου, από πατέρα Έλληνα Πόντιο και μητέρα Ρωσίδα, ανθρώπους «συντηρητικών πεποιθήσεων, που έφτασαν στην Ελλάδα το 1922», σημειώνει ο Ν. Χατζηνικολάου στο δοκίμιό του με τίτλο «Η πάλη για την πιο υψηλή μορφή έκφρασης».
Στη Σχολή Καλών Τεχνών φοιτά από το 1928 έως το 1936. Προικισμένος μαθητής του Παρθένη, «ακολουθεί μεθοδικά, οργανικά, τον δικό του δρόμο, χωρίς βίαιες ρήξεις με ό,τι κληρονόμησε» από τον δάσκαλό του. Όπως σημειώνει ο Ν. Χατζηνικολάου, το έργο του εκείνη την περίοδο «δείχνει τη συγγένεια αλλά κυρίως την απόσταση που χωρίζει πια τον μαθητή από τον δάσκαλο» και αποτελεί «αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας του ελληνικού μοντερνισμού», όπως π.χ. ο Βράχος στο Αιγάλεω (1937), που εκτέθηκε στο παρισινό Salon d’ Automne.
Αυτό το «είδος ‘ρεαλισμού’» που αποτέλεσε το προσωπικό του ιδίωμα δεν ήταν αυτό που προπαγάνδιζαν οι ενώσεις κομμουνιστών καλλιτεχνών, στην ΕΣΣΔ και την Ευρώπη, όσο κι αν οι κατοπινοί τεχνοκριτικοί επιχείρησαν να το χωρέσουν στα στενά παπούτσια ενός «εξπρεσιονιστικού» ή «ελληνικού» σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Η εμπειρία όμως που τον διαμόρφωσε ως άνθρωπο και τον ώθησε στην αναζήτηση και αποκρυστάλλωση νέων θεμάτων και μορφών, σημειώνει ο Ν. Χατζηνικολάου, υπήρξε βέβαια η Κατοχή και, στη συνέχεια, η έξοδός του στην ελεύθερη Ελλάδα των βουνών.
Ο Σεμερτζίδης, στην Αθήνα της Κατοχής, συνεχίζει τις μορφικές του αναζητήσεις με τρόπο που δεν θα "μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι το χρώμα θα έφτανε σε τέτοια αποθέωση τη χρονιά της πείνας". Πράγματι, όπως γράφει ο ζωγράφος σε ένα εκπληκτικό ιδιωτικό συμφωνητικό που δημοσιεύεται ολόκληρο στη μελέτη του Ν. Χατζηνικολάου, "οι πίνακες [σ.σ.: που δεσμεύεται να φιλοτεχνήσει] για θέμα τους δεν θα έχουν μονάχα την εξαθλίωση, την πείνα και την καταστροφή που δέρνει αυτή την ώρα τη χώρα μας, μα και οποιοδήποτε άλλο θέμα, μια και το θέμα δεν είναι παρά αφορμή για να εξωτερικεύσει ο καλλιτέχνης το εσωτερικό δράμα της ζωής του, και μαζί το γύρω του κόσμο". Λίγο πιο κάτω ο επιμελητής της έκθεσης σχολιάζει: "Ο Σεμερτζίδης πεινούσε κι αυτός. Το ενδιαφέρον όμως είναι... το πώς πλησίασε τον πόνο και την πείνα. Με πόση αξιοπρέπεια, αυτή είναι η κατάλληλη λέξη. Το υλικό γεγονός της πείνας δεν το είδε ούτε με ρομαντικά μάτια ούτε σαν μελόδραμα".
Το 1944, "πιθανότατα με κομματική εντολή, ανέβηκε μαζί με άλλους στο βουνό για να ζωγραφίσει θέματα από τον Αγώνα αλλά και για να αποτελέσει, ως μεταφραστής από και προς τα ρωσικά, τον βασικό σύνδεσμο με τη σοβιετική αποστολή". Εκεί, μαζί με τον Σπύρο Μελετζή, αποτυπώνουν, ο καθένας με τα όπλα της τέχνης του, όχι μονάχα τους αντάρτες ή τη μάχη της σοδειάς αλλά και τη ζωή των αγροτών στις νέες συνθήκες που δημιουργούσε η επικράτηση του ΕΑΜ. Είναι συναρπαστική, εδώ, η αντιπαραβολή φωτογραφιών του Μελετζή και πινάκων ή σχεδίων του Σεμερτζίδη που κάνει στη μελέτη του ο Ν. Χατζηνικολάου.
Από όλα τα σημαντικά έργα και προσχέδια της περιόδου ("ντοκουμέντα" τα έλεγε), πολλά από τα οποία εκτίθενται για πρώτη φορά, ας σημειώσουμε τη διαδήλωση που δεσπόζει πίσω από τους εθνοσυμβούλους στις Κορυσχάδες, απέναντι από το βήμα.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα βρίσκεται "σε μια συνεχή προσπάθεια δημιουργίας έργων μεγάλων διαστάσεων ... στηριγμένων στα 'ντοκουμέντα' του βουνού". Καθώς το κλίμα τρομοκρατίας εντείνεται, θα τα καταστρέψει ο ίδιος για λόγους ασφαλείας, ενώ παράλληλα θα στραφεί στην χαρακτική μετά το 1946, γιατί "μπορούσα να κάνω σε μικρά σχήματα τα θέματά μου και να τα κρύβω εύκολα", όπως έλεγε. "Ο Σεμερτζίδης κράτησε επί ενάμιση χρόνο. Τον Σεπτέμβριο του 1946 διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να υλοποιήσει τα θέματά του στο πνεύμα που οραματιζόταν", το οποίο συνοψίζεται, για τον Ν. Χατζηνικολάου, στην αναζήτηση του Υψηλού...
Μετά το 1957 ο ζωγράφος στράφηκε σταδιακά στον ηρωισμό της καθημερινής ζωής, "εκείνων που δουλεύουν με τα χέρια τους για να κερδίσουν το ψωμί τους", προσπαθώντας να χαράξει ένα δρόμο δικό του, που μερικοί αποκάλεσαν «δυναμικό ρεαλισμό».
Στη Ρόδο, μετά το 1963 βρίσκει ένα νέο καταφύγιο και ο Αττάβυρος, το βουνό του νησιού, γίνεται ένα νέο Βελούχι. Έως το 1978 ζωγραφίζει σε πραγματικό παροξυσμό τους δικούς του ύμνους στη φύση. Τότε ένα εγκεφαλικό παραλύει όλη τη δεξιά πλευρά του. Θα ζωγραφίσει ακόμη λίγα χρόνια, με το αριστερό χέρι, μέχρι που το 1983 πεθαίνει στη Μόσχα, όπου νοσηλευόταν, χτυπημένος από καρκίνο του προστάτη...
Βάλιας Σεμερτζίδης, 1911-1983. Μουσείο Μπενάκη Κτήριο οδού Πειραιώς. Διάρκεια 20/9-11/11. Ώρες λειτουργίας: Πέμπτη, Κυριακή: 10.00-18.00, Παρασκευή, Σάββατο: 10.00-22.00. Εγκαίνια: Δευτέρα 17/9, 20.00.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου