Της Μάρως Δούκα
Περνούσα ταχτικά από το μαγαζάκι στο βάθος της στοάς, Πανεπιστημίου 44. Κοίταζα τα βιβλία στη βιτρίνα κι έριχνα ματιές μέσα. Μια ωραία γυναίκα στον πάγκο. Έμπαινα, καλημέριζα, αν μ’ ευνοούσε η στιγμή, αν ήταν μόνη δηλαδή η ωραία γυναίκα, αντάλλασσα και καμιά κουβέντα μαζί της. Αγόραζα έπειτα το βιβλίο που ήθελα. Έμενα για λίγο χαζεύοντας στα ράφια. Τι περίμενα; Γράφεις; με ρώτησε ένα μεσημέρι, σίγουρα γράφεις, κάθισε να παραγγείλω καφέ. Και κουβέντα την κουβέντα, εκείνο τον Απρίλιο του 1972 γνωριστήκαμε.
Περνούσα ταχτικά από το μαγαζάκι στο βάθος της στοάς, Πανεπιστημίου 44. Κοίταζα τα βιβλία στη βιτρίνα κι έριχνα ματιές μέσα. Μια ωραία γυναίκα στον πάγκο. Έμπαινα, καλημέριζα, αν μ’ ευνοούσε η στιγμή, αν ήταν μόνη δηλαδή η ωραία γυναίκα, αντάλλασσα και καμιά κουβέντα μαζί της. Αγόραζα έπειτα το βιβλίο που ήθελα. Έμενα για λίγο χαζεύοντας στα ράφια. Τι περίμενα; Γράφεις; με ρώτησε ένα μεσημέρι, σίγουρα γράφεις, κάθισε να παραγγείλω καφέ. Και κουβέντα την κουβέντα, εκείνο τον Απρίλιο του 1972 γνωριστήκαμε.
Ναι, έγραφα. Άλλα όμως προείχαν τότε. Και για της ψυχής μου μόνο την ανάγκη να διαβάζω λογοτεχνία. Μα τι είναι αυτό μ’ εμένα, σχεδόν μόνο βιβλία του Κέδρου έχω στη βιβλιοθήκη μου, θα παρατηρούσε με πειραχτική διάθεση, λίγα χρόνια αργότερα, ο νεαρός φιλόλογος Βασίλης Λαμπρόπουλος με τον οποίο θα συνεργαζόμουν για την επανέκδοση των βιβλίων της Μέλπως Αξιώτη. Έχω και τις εκδόσεις Κάλβος, θα του απαντούσα, έχω και «λεηλατημένο» Θεμέλιο που βρήκα στο Μοναστηράκι, έχω και Στοχαστή, έχω και Καζαντζάκη, έχω και Εστία, Ίκαρο, Γαλαξία… Διότι έτσι, κατά εκδότες, τα ξεχώριζα τότε τα βιβλία στα ράφια της μικρής βιβλιοθήκης μου. Επειδή ο εκδότης εκείνα τα χρόνια είχε πολύ μεγάλη σημασία. Εδώ ο αριστερός εκδότης με τους αριστερούς συγγραφείς του, εκεί ο αστός με τους αστούς. Και ήταν ξέχειλα τα ράφια του Κέδρου: Βάρναλης, Ρίτσος, Τσίρκας, Αξιώτη…
Τον Κέδρο τον ίδρυσε ο πλωτάρχης Νίκος Καλλιανέσης. Δίπλα στον Νίκο η γυναίκα του Αθηνά Σταματίου. Όλοι όμως τη φωνάζαμε Νανά. Ξέρεις ποιανού ήταν αδελφή η μητέρα της Νανάς; Του γιατρού Γεωργίου Παπανικολάου (Τεστ ΠΑΠ). Πολύ ωραίος άντρας ο Νίκος, λένε όλοι τι ωραία η Νανά, αλλά και ο Νίκος ήταν πολύ ωραίος. Αξιωματικός του Ναυτικού. Είχε λάβει μέρος στο κίνημα των βενιζελικών του 1935. Μετά την αποτυχία του κινήματος καταδικάστηκε σε ισόβια. Αμνηστεύτηκε λίγο αργότερα, για να συλληφθεί έπειτα από έναν χρόνο, με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, και να εκτοπιστεί στη Σκύρο πρώτα, μετά στην Κύμη. Εκεί γνώρισε τη Νανά. Ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν κι ήρθαν να μείνουν στην Αθήνα. Κηρύσσεται ο Ελληνοϊταλικός. Ακολουθεί η γερμανική εισβολή. Οκτώβριο του 1941 ο Νίκος Καλλιανέσης θα αναλάβει ως εθελοντής τη διεύθυνση των αντιστασιακών οργανώσεων «Προμηθεύς» και «Έλληνας» σε συνεργασία με τους Βρετανούς. Θα βρεθεί έπειτα στη Μέση Ανατολή κυβερνήτης αντιτορπιλικού. Απρίλιο του 1943 θα συνταχθεί με το κίνημα του Ναυτικού, όχι σαν μέλος του ΕΑΜ ή άλλης πολιτικής οργανώσεως, αλλά σαν διαμαρτυρόμενος Έλληνας αξιωματικός, επειδή οι Βρετανοί είχαν αποφασίσει να βυθίσουν τα πλοία του ελληνικού στόλου τα οποία είχαν τόσα προσφέρει στον κοινό συμμαχικό αγώνα. Από τους πιο έντιμους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, θα μου λέει κάθε τόσο, στα χρόνια που θα έρχονταν, ο Λάμπης. Έχεις διαβάσει τη Νυχτερίδα του Στρατή Τσίρκα;[1]
«Η μέρα ήταν προχωρημένη όταν πλεύρισε τον ’’Ήφαιστο’’ μια φελούκα. Όρθιος μέσα της ο πλωτάρχης, με τα χρυσά του γαλόνια ν’ αστράφτουν στον απριλιάτικο ήλιο, τους έκανε νόημα να κατεβάσουν την ανεμόσκαλα. Αμέσως παρατάχτηκε η φρουρά. Σφυρίγματα, προστάγματα, τιμές. Ζήτησε να τον οδηγήσουν στον κυβερνήτη του σκάφους. Τον πήγαν στο καρέ των αξιωματικών που συνεδρίαζε η Επιτροπή Αγώνος: ένας σημαιοφόρος, ένας υποκελευστής, ένας ναύτης. Τον γνώριζαν, τον δέχτηκαν σε στάση προσοχής. Αυτός είπε τα στοιχεία του κι αμέσως: Σας δηλώνω πως σαν αξιωματικός αποδοκιμάζω αυτό το κίνημα που κατάργησε την έννοια της πειθαρχίας. Δεν ήμουν και δε θέλω ν’ ανακατωθώ στις αταξίες σας. Αλλά πήγα δυο φορές με αποστολή στη σκλαβωμένη πατρίδα και ξέρω τι γίνεται εκεί. Όσο και ν’ αποδοκιμάζω τις πράξεις σας δεν μπορώ να μην παραδεχτώ πως ο σκοπός σας είναι ιερός. Όταν λοιπόν μαθαίνω πως οι Σύμμαχοι μας ετοιμάζουν γενικό βομβαρδισμό, σαν Έλληνας και σαν αξιωματικός έχω ένα μόνο χρέος: να έρθω και να πεθάνω μαζί με τα πληρώματα και τα δοξασμένα καράβια του έθνους».
Μετά το τέλος του πολέμου και τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, ο Καλλιανέσης εκδιώχτηκε από το Ναυτικό, εγκλείστηκε στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα, καταδικάστηκε από στρατοδικείο σε ισόβια. Με την αμνηστία του 1945, επέστρεψε στην Ελλάδα. Τον συνέλαβαν το 1948 και τον εκτόπισαν στην Ικαρία πρώτα, στη Μακρόνησο έπειτα και στον Αϊ - Στράτη. Την ίδια περίπου διαδρομή σε τόπους εξορίας είχε κάνει και η γυναίκα του η Νανά: Μακρόνησος, Στρατόπεδο γυναικών Χίου, Τρίκερι. Το 1952 αμνηστεύτηκαν και οι δυο.
Κι άρχισε, επιτέλους, η κοινή μεταπολεμική ζωή τους στην Αθήνα. Ιδέα δική του ήταν να ιδρύσουν ένα εκδοτικό. Η Νανά σύμφωνη. Τι άλλο μένει εκτός από το βιβλίο; Το καλό βιβλίο, το προοδευτικό! Τι άλλο απέμεινε για να μας εμψυχώνει εκτός από τη διάθεση να διαφωτίσουμε τον κόσμο, να τον βοηθήσουμε να σκεφτεί, να κοιτάξει με αισιοδοξία το μέλλον;
Μήνα Δεκέμβριο του 1954 σ’ ένα δωμάτιο σε μια παλιά πολυκατοικία της οδού Ευριπίδου θα στεγάσουν το γραφείο τους. Ο Αιγυπτιώτης φίλος τους χαράκτης Τάκης Καλμούχος τους προτείνει την ονομασία «Κέδρος». Από τους βαθύρριζους, αειθαλείς κέδρους του Λιβάνου. Σχεδιάζει κι ένα «κεδράκι» για να κοσμεί τα εξώφυλλα των βιβλίων. Στο πρώτο βιβλίο που εκδίδουν, πάντως, μια βιογραφία του Στέφαν Τσβάιχ με τον τίτλο Εμίλ Βεράρεν, ο ποιητής της νέας εποχής σε μετάφραση των Μίνας Ζωγράφου και Κώστα Μεραναίου, ούτε το όνομα του εκδοτικού υπάρχει, ούτε το «κεδράκι»[2]. Στον κολοφώνα μόνο σημειώνεται: «Ο Εμίλ Βεράρεν του Στέφαν Τσβάιχ τυπώθηκε στο τυπογραφείο Χαρ. Κ. Ροδάκη. Το εξώφυλλο φιλοτεχνήθηκε από τον Τ. Δαρζέντα».
Λίγους μήνες αργότερα μετακομίζουν Πανεπιστημίου και Χαριλάου Τρικούπη. Σ’ ένα μικρό μαγαζί στην είσοδο της στοάς επί της Πανεπιστημίου στεγάζουν όχι μόνο το εκδοτικό αλλά κι ένα γενικό βιβλιοπωλείο. Χρόνια αργότερα θα μου λέει κάθε τόσο η Νανά: Ξέρεις τι έχω περάσει εγώ; Τι δουλειά; Όλα από τα χέρια μου. Ξέρεις τι κούτες με βιβλία έχω σηκώσει; Ξέρεις τι βάσανα; Αλλά και τι ζωή, σκεπτόμουν. Με αγώνες, με όνειρα, με οράματα. Και με φίλους, πολλούς φίλους. Φίλους από την εξορία, φίλους από τις παλιές γειτονιές, φίλους από την Κύμη, συντρόφους, συνομιλητές, συμπολεμιστές.
Το 1955 ο ιστορικός και δημοσιογράφος Τάσος Βουρνάς θα τους συστήσει τον Κώστα Βάρναλη. Την επόμενη χρονιά, 1956, ο μελετητής και δημοσιογράφος Μ. Μ. Παπαϊωάννου θα τους γνωρίσει τον Γιάννη Ρίτσο. Κι έρχεται το 1957. Ενώ συνεχίζονται, η μια μετά την άλλη, οι εκδόσεις και επανεκδόσεις των βιβλίων του Βάρναλη και του Ρίτσου, θα γνωριστούν και με τον Στρατή Τσίρκα. Γράφει η Νινέττα Μακρυνικόλα[3]: «Οι τρεις μεγάλοι αυτοί συγγραφείς (Βάρναλης, Ρίτσος, Τσίρκας) θα σφραγίσουν τον Κέδρο με την ακτινοβολία τους. Η φιλία που θα αναπτυχθεί με το ζεύγος Καλλιανέση θα κρατήσει μια ολόκληρη ζωή και θα δοκιμαστεί μέσα από νέες διώξεις και κατατρεγμούς στη διάρκεια της δικτατορίας».
Τα οικονομικά του Κέδρου όμως, παρά την αδιάλειπτη εκδοτική δραστηριότητα, κάθε άλλο παρά ανθηρά είναι. Τη χρονιά που εκδίδεται Η Λέσχη, 1961, ο πρώτος τόμος της τριλογίας «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα, ο Νίκος Καλλιανέσης αποφασίζει να μπαρκάρει πλοίαρχος στο Εμπορικό Ναυτικό για να στηρίξει το εκδοτικό τους. Κάλεσε όλους τους πιστωτές η Νανά και τους ενημέρωσε. Ή κατάσχουν τα βιβλία ή την εμπιστεύονται. Αν την εμπιστευτούν, υπόσχεται να τους εξοφλήσει μέχρι και την τελευταία δεκάρα. Την εμπιστεύτηκαν. Και θα πάρει έκτοτε τα ηνία στα χέρια της. Γράφει ο Νικηφόρος Παπανδρέου[4]:
«Ευτυχισμένες μέρες του 1960. Στο δεύτερο έτος της φιλοσοφικής, φοιτητικό κίνημα, Πανσπουδαστική, ο μελοποιημένος Επιτάφιος σ’ όλα τα χείλη.
Πήγαμε με τη Χρύσα στο στενό μαγαζάκι της Πανεπιστημίου 44, το παλιό, μπαίνοντας στη στοά αριστερά, για ν’ αγοράσουμε το Παράθυρο και τη Γέφυρα που είχαν κυκλοφορήσει ταυτόχρονα, έτυχε να είναι ο ίδιος ο Ρίτσος εκεί, και ήταν αυτό που λένε η αρχή μιας ισόβιας φιλίας.
Αλλά για τη Νανά θέλω να πω. Την Καρυάτιδα, την κολόνα του Κέδρου, που είχε μέσα σ’ έναν κυκεώνα προβλημάτων τη χαμογελαστή διαθεσιμότητα για όλα τα βάσανα και τις έγνοιες του ετερόκλητου κόσμου που την περιέβαλλε, τη Νανά που σε έκανε πολύ γρήγορα να νιώσεις ότι εκεί ήταν το δεύτερό σου σπίτι.
Αρχίσαμε να διορθώνουμε τυπογραφικά δοκίμια, αξιώθηκα τις Δύσκολες νύχτες, η Μέλπω ήταν ακόμη σε αναγκαστική υπερορία, της στέλναμε ένα ένα τα δεκαεξασέλιδα καθώς τυπώνονταν, εκείνη, παθιασμένη με τη γλώσσα όσο μόνο οι εξόριστοι μπορούν να είναι, αγωνιούσε για τα λάθη και μου απαντούσε με ευγενικά γράμματα, όπου σημείωνε όσα είχαν ξεφύγει, θυμάμαι πόσες τύψεις για κάποια νυχοπόδαρα που έγιναν νυχτοπόδαρα…
Ατέλειωτες συζητήσεις με ορθοστασία στο στενό διάδρομο, καθώς ήρθε λίγο αργότερα για πάντα στην Αθήνα κι ο Τσίρκας. Γιατί ο Κέδρος δεν ήταν μόνο ένας χώρος βιβλίων, ήταν ένας χώρος ανθρώπων. Τον Βάρναλη, τον Ρίτσο, τον Τσίρκα, την Αξιώτη δεν τους κρατούσε η Νανά ζηλότυπα για τον εαυτό της, χαιρόταν να τους μοιράζεται με τους νεαρούς φίλους της, και όλος αυτός ο κόσμος, οι ποιητές, οι παλιοί εξόριστοι, οι φοιτητές, ήταν ο κόσμος της, η μεγάλη οικογένεια της αγέρωχης και μαζί τρυφερότατης οικοδέσποινας.
Ωραίες μέρες, ωραία χρόνια, ωραίοι άνθρωποι. […]
***
[Στις] 8 Φεβρουαρίου του 1988, βρεθήκαμε όλοι στο Τρίτο Νεκροταφείο στη Νίκαια για να αποχαιρετήσουμε τη Νανά. Πολλές φορές την είχα συνοδέψει στο παρελθόν ως εκεί για να αφήσει κάνα λουλουδάκι στη μητέρα της και να ανάψει το καντήλι στον χτιστό οικογενειακό τάφο. Η Νανά, είχα γράψει μεταξύ άλλων, σ’ ένα κείμενό μου για τη «λέξη», λίγες μέρες αργότερα, ήταν μορφή αρχετυπική. Ήξερε να επιβάλλεται, να προσαρμόζει, να ελέγχει, να εποπτεύει. Ήξερε να αγαπά και να αφοσιώνεται. Αντιστεκόταν όμως με πείσμα, που την έφθειρε, αποστρεφόταν με φανατισμό όλα όσα ήταν αναγκασμένη να αποδέχεται και να υφίσταται ως επιχειρηματίας. Η Νανά ήταν μαθημένη να δουλεύει με δυο τρεις ανθρώπους και να διορθώνει η ίδια τα δοκίμια των συγγραφέων που αγαπούσε. Ώσπου βρέθηκε με γραφεία, μοκέτες, τηλεφωνικές συσκευές, λογιστήρια, πολυπληθές προσωπικό και δεκάδες συγγραφείς που ούτε τα ονόματά τους δεν μπορούσε να συγκρατήσει.
Ήρθαν και σήκωσαν το φέρετρο.
Αρχαία Ελληνίδα, την έλεγα, επανέλαβε για πολλοστή φορά μια συντρόφισσά της από τη Μακρόνησο. Και ήταν πράγματι η Αθηνά Καλλιανέση πρόσωπο άξιο να ταυτιστεί με τις μορφές εκείνες που απαθανατίζουν φυλετικά γνωρίσματα και ιδιώματα.
__________________________
Σημειώσεις
[1] Πρώτη έκδοση, Εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1965, σ. 372.
[2] Το πρώτο χρονολογικά βιβλίο που έχω στη βιβλιοθήκη μου με το «κεδράκι» είναι η συλλογή διηγημάτων του Στρατή Τσίρκα Νουρεντίν Μπόμπα. Στον κολοφώνα σημειώνεται: Το βιβλίο αυτό τυπώθηκε στο τυπογραφείο Π. Μπόλαρη, Νικηφόρου 12, τον Απρίλη του 1957 για λογαριασμό του Ν. Δ. Καλλιανέση και Σία Ο.Ε. (Εκδόσεις «Κέδρος»), οδός Πανεπιστημίου 44. Εξώφυλλο, λετρίνες και καλλιτεχνική φροντίδα του Τ. Καλμούχου.
[3] «Εκδόσεις Κέδρος, Σύντομη ιστορική αναδρομή» στο: Το Χρονικό του Κέδρου 1954- 2004, Αθήνα 2004, σ. 18.
[4] Το Χρονικό, ό.π., σ. 35.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου