Το ισπανικό Ινστιτούτο Θερβάντες καταγράφει τα τελευταία χρόνια
αξιόλογη παρουσία στην Αθήνα, με πληθώρα πολιτιστικών παρεμβάσεων. Πλέον
πρόσφατη, και σε συνεργασία με την ισπανική πρεσβεία, αναδεικνύεται η
στήριξη του κύκλου «Ισπανία» της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών,
που εγκαινιάστηκε με τη συναυλία της 11ης Οκτωβρίου στην αίθουσα
«Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Μια εκδήλωση που βρήκε
έναν Ισπανό αρχιμουσικό επικεφαλής μιας ελληνικής ορχήστρας, σε ένα
γαλλογερμανικής οπτικής και ιβηρικής θεματικής πρόγραμμα.
Τη βραδιά εγκαινίασε η δημοφιλής Ισπανική Ραψωδία (1907) του Maurice Ravel (1875 - 1937), με προφανώς ατμοσφαιρική προαίρεση, χωρίς να συνεκτιμηθεί, ωστόσο, η απρόσκλητη συμμετοχή κινητών τηλεφώνων παρισταμένων θεατών. Κρίμα, αφού ο ενθουσιασμός του γηγενούς Μανουέλ Ντε Φάλλια για τη σύνθεση του Ραβέλ τεκμηριώθηκε επαρκώς μέσα από την αιματώδη και γεμάτη χρώματα διεύθυνση του Jaime Martin, που, εν μέρει, μας αποζημίωσε για την απουσία αυθεντικής τοπικής καταχώρησης στο πρόγραμμα. Νεόκοπος στην τέχνη της μπαγκέτας (2008), εκ μεταγραφής από τη θέση του αυλητή, ο Μαρτίν επιβεβαιώνει ένα εντεινόμενο φαινόμενο μεταπήδησης στο πόντιουμ του αρχιμουσικού από τις τάξεις των ξύλινων πνευστών, μετά την επίδοση του Ελβετού ομποΐστα και συνθέτη Heinz Holliger, ενώ και ο Ιρλανδός κλαρινετίστας John Finucane τόλμησε πρόσφατα να συνδυάσει τις δύο ιδιότητες στην ίδια εκδήλωση, στο Δουβλίνο και σε πανευρωπαϊκή συνακρόαση μέσω της EBU.
Επίκεντρο της βραδιάς υπήρξε η αντιπαράσταση των δύο κύκλων έντεχνης μελωδίας γύρω από τον Δον Κιχώτη, που συνετέθησαν με την προοπτική αξιοποίησής τους στην κινηματογραφική ταινία Οι περιπέτειες του Δον Κιχώτη, παραγωγής 1933, του Αυστριακού σκηνοθέτη Georg Wilhelm Pabst (1885 - 1967), από τον επώνυμο πρωταγωνιστή της, τον Ρώσο βαθύφωνο Φύοντορ Σαλιάπιν, σημαντικότατο άδοντα ηθοποιό του 20ού αιώνα. Στη συναυλία μας προηγήθηκε η τετραμερής σύνθεση του Jacques Ibert (1890 - 1962), που τελικά επιλέχθηκε για το φιλμ, και ακολούθησε η τριμερής του Μωρίς Ραβέλ, που δεν αξιοποιήθηκε τελικώς λόγω καθυστερημένης παράδοσης στους παραγγελείς. Ο Ιμπέρ εργάστηκε σε κείμενα του αρχαϊκού «πρίγκιπα των ποιητών» Pierre de Ronsard (1524 - 1585) και του σύγχρονού του Alexandre Arnoux (1884 - 1973) και βρήκε στον διακεκριμένο βαρύτονο Τάση Χριστογιαννόπουλο (γεν. 1967) έναν ερμηνευτή ευαίσθητο στη γαλλική αισθητική της μουσικής, όπως αυτή κατ’ εξοχήν προσωποποιήθηκε τη δεκαετία του '30 από τον μπασοβαρύτονο (Gio)Vanni (Jean-Emile Diogène) Marcoux και πάντως στους αντίποδες του εναγώνιου εξπρεσιονισμού της μεγάλης σλαβικής ψυχής του πρώτου διδάξαντος. Μην όντας μπάσος ο ίδιος, ο Χριστογιαννόπουλος, έστω και με το τίμημα μιας ασθενούς χαμηλής περιοχής, διερεύνησε τις δυνατότητες ενός καλλιεργημένου Kavalierbariton με γαλλικά εύηχα και σαφή και ήχο μαλακό και οικονομημένο, ιδιαιτέρως μαγνητικό στις demi - teintes της 2ης και 4ης μελωδίας.
Ο Ραβέλ συνέθεσε τον δικό του κύκλο σε ποίηση του Paul Emile Charles Ferdinand Morand (1888 - 1976), που, ως διπλωμάτης, υπηρέτησε μεταξύ άλλων στη Μαδρίτη, αλλά και στη Ρουμανία, πατρίδα της συζύγου του από δεύτερο γάμο της πριγκίπισσας Ελένης Δημητρίου Σούτζου, το γένος Χρυσοβελώνη. «Η ζωή μου είναι μια συνεχής μάχη ενάντια στα συναισθήματά μου» έγραφε αργότερα ο Μοράν, παρεμπιπτόντως υιός ζωγράφου και δραματουργού που είχε εισφέρει λιμπρέτα στον Μασσνέ και τον Γκαμπριέλ Πιερνέ, ενώ διατηρούσε ένα από τα πλέον πολυσύχναστα πνευματικά σαλόνια του Παρισιού. Οι στίχοι του για τις 3 μελωδίες του Δον Κιχώτη στη Δουλσινέα, κύκνειο άσμα του μουσουργού, επέτρεψαν στον Ραβέλ να εκλεπτύνει στο έπακρον τη συναισθηματικά αποστασιοποιημένη γραφή του και στον Χριστογιαννόπουλο να αποδείξει, επέκεινα συγκεκριμένων φωνητικών ορίων, ιδιωματική ενσυναίσθηση για την ιδιαίτερη αυτή σύνθεση.
Τη συναυλία ολοκλήρωσαν οι παραλλαγές του Richard Strauss (1864 - 1949) «σε ένα θέμα ιπποτικού χαρακτήρα» υπό τον τίτλο Δον Κιχώτης (1897), για βιολοντσέλο (Γιάννης Τσιτσελίκης), βιόλα (Πάρις Αναστασιάδης) και ορχήστρα, σε μια ζωηρή και ανεπιτήδευτα αφηγηματική ανάγνωση, με τους σολίστ αλλά και την ορχήστρα σε αυξημένη εγρήγορση για τις υψιπετείς εξάρσεις...
Τη βραδιά εγκαινίασε η δημοφιλής Ισπανική Ραψωδία (1907) του Maurice Ravel (1875 - 1937), με προφανώς ατμοσφαιρική προαίρεση, χωρίς να συνεκτιμηθεί, ωστόσο, η απρόσκλητη συμμετοχή κινητών τηλεφώνων παρισταμένων θεατών. Κρίμα, αφού ο ενθουσιασμός του γηγενούς Μανουέλ Ντε Φάλλια για τη σύνθεση του Ραβέλ τεκμηριώθηκε επαρκώς μέσα από την αιματώδη και γεμάτη χρώματα διεύθυνση του Jaime Martin, που, εν μέρει, μας αποζημίωσε για την απουσία αυθεντικής τοπικής καταχώρησης στο πρόγραμμα. Νεόκοπος στην τέχνη της μπαγκέτας (2008), εκ μεταγραφής από τη θέση του αυλητή, ο Μαρτίν επιβεβαιώνει ένα εντεινόμενο φαινόμενο μεταπήδησης στο πόντιουμ του αρχιμουσικού από τις τάξεις των ξύλινων πνευστών, μετά την επίδοση του Ελβετού ομποΐστα και συνθέτη Heinz Holliger, ενώ και ο Ιρλανδός κλαρινετίστας John Finucane τόλμησε πρόσφατα να συνδυάσει τις δύο ιδιότητες στην ίδια εκδήλωση, στο Δουβλίνο και σε πανευρωπαϊκή συνακρόαση μέσω της EBU.
Επίκεντρο της βραδιάς υπήρξε η αντιπαράσταση των δύο κύκλων έντεχνης μελωδίας γύρω από τον Δον Κιχώτη, που συνετέθησαν με την προοπτική αξιοποίησής τους στην κινηματογραφική ταινία Οι περιπέτειες του Δον Κιχώτη, παραγωγής 1933, του Αυστριακού σκηνοθέτη Georg Wilhelm Pabst (1885 - 1967), από τον επώνυμο πρωταγωνιστή της, τον Ρώσο βαθύφωνο Φύοντορ Σαλιάπιν, σημαντικότατο άδοντα ηθοποιό του 20ού αιώνα. Στη συναυλία μας προηγήθηκε η τετραμερής σύνθεση του Jacques Ibert (1890 - 1962), που τελικά επιλέχθηκε για το φιλμ, και ακολούθησε η τριμερής του Μωρίς Ραβέλ, που δεν αξιοποιήθηκε τελικώς λόγω καθυστερημένης παράδοσης στους παραγγελείς. Ο Ιμπέρ εργάστηκε σε κείμενα του αρχαϊκού «πρίγκιπα των ποιητών» Pierre de Ronsard (1524 - 1585) και του σύγχρονού του Alexandre Arnoux (1884 - 1973) και βρήκε στον διακεκριμένο βαρύτονο Τάση Χριστογιαννόπουλο (γεν. 1967) έναν ερμηνευτή ευαίσθητο στη γαλλική αισθητική της μουσικής, όπως αυτή κατ’ εξοχήν προσωποποιήθηκε τη δεκαετία του '30 από τον μπασοβαρύτονο (Gio)Vanni (Jean-Emile Diogène) Marcoux και πάντως στους αντίποδες του εναγώνιου εξπρεσιονισμού της μεγάλης σλαβικής ψυχής του πρώτου διδάξαντος. Μην όντας μπάσος ο ίδιος, ο Χριστογιαννόπουλος, έστω και με το τίμημα μιας ασθενούς χαμηλής περιοχής, διερεύνησε τις δυνατότητες ενός καλλιεργημένου Kavalierbariton με γαλλικά εύηχα και σαφή και ήχο μαλακό και οικονομημένο, ιδιαιτέρως μαγνητικό στις demi - teintes της 2ης και 4ης μελωδίας.
Ο Ραβέλ συνέθεσε τον δικό του κύκλο σε ποίηση του Paul Emile Charles Ferdinand Morand (1888 - 1976), που, ως διπλωμάτης, υπηρέτησε μεταξύ άλλων στη Μαδρίτη, αλλά και στη Ρουμανία, πατρίδα της συζύγου του από δεύτερο γάμο της πριγκίπισσας Ελένης Δημητρίου Σούτζου, το γένος Χρυσοβελώνη. «Η ζωή μου είναι μια συνεχής μάχη ενάντια στα συναισθήματά μου» έγραφε αργότερα ο Μοράν, παρεμπιπτόντως υιός ζωγράφου και δραματουργού που είχε εισφέρει λιμπρέτα στον Μασσνέ και τον Γκαμπριέλ Πιερνέ, ενώ διατηρούσε ένα από τα πλέον πολυσύχναστα πνευματικά σαλόνια του Παρισιού. Οι στίχοι του για τις 3 μελωδίες του Δον Κιχώτη στη Δουλσινέα, κύκνειο άσμα του μουσουργού, επέτρεψαν στον Ραβέλ να εκλεπτύνει στο έπακρον τη συναισθηματικά αποστασιοποιημένη γραφή του και στον Χριστογιαννόπουλο να αποδείξει, επέκεινα συγκεκριμένων φωνητικών ορίων, ιδιωματική ενσυναίσθηση για την ιδιαίτερη αυτή σύνθεση.
Τη συναυλία ολοκλήρωσαν οι παραλλαγές του Richard Strauss (1864 - 1949) «σε ένα θέμα ιπποτικού χαρακτήρα» υπό τον τίτλο Δον Κιχώτης (1897), για βιολοντσέλο (Γιάννης Τσιτσελίκης), βιόλα (Πάρις Αναστασιάδης) και ορχήστρα, σε μια ζωηρή και ανεπιτήδευτα αφηγηματική ανάγνωση, με τους σολίστ αλλά και την ορχήστρα σε αυξημένη εγρήγορση για τις υψιπετείς εξάρσεις...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου