Ο Μάτεσις εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα, στην πρώτη εκείνη
θρυλική μεταπολεμική γενιά των θεατρικών μας συγγραφέων, με την
αρματωσιά του «παραλόγου». Σε μια Ελλάδα που προσπαθούσε να γιατρέψει
τις πληγές της από τη δεκαετή περιπέτεια της κατοχής και του εμφύλιου,
στην οποία είχε συρθεί μετά τη μικρασιατική καταστροφή, την οικονομική
κατάρρευση και τη μεταξική δικτατορία. Μέσα στο ήδη «παράλογο» κλίμα του
ψυχρού πολέμου, λίγο πριν από την κατάμαυρη δικτατορία των
συνταγματαρχών, πράγματι, ήθελε «αρετήν και τόλμην» για να χλευάσει
κάποιος τόσο ανοιχτά και απροκάλυπτα, με χιούμορ βιτριολικό, την κούφια
σοβαροφάνεια της μικρομεγαλοαστικής και αρχοντοχωριάτικης υπηρετικής,
ξενόδουλης ηγετικής τάξης που μας έφερε όπου μας έφερε! Θέλω να πω με τα
πιο πάνω ότι το ένδυμα του «παραλόγου» ήταν απλώς ένα προσωπείο για να
μπορέσει ο συγγραφέας να μιλήσει ελεύθερα για όσα βάραιναν την ψυχή του.
Με «παράλογα» έργα, όπως «Το φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο", η «Βιοχημεία», και η «Τελετή», αιφνιδίασε πρώιμα την εφησυχάζουσα νεοελληνική συνείδηση, θέλοντας να την ξυπνήσει. Το κρίσιμο ζήτημα όμως είναι ότι η έκφραση «θέατρο του παραλόγου» λειτούργησε στις κοινωνίες μας ως ακόμη ένα ζωτικό ψέμα, μια επιπλέον «ετικέτα», και το μήνυμα δεν πέρασε! Τι μπορούμε να κάνουμε σήμερα, που όλα τα ζωτικά ψεύδη έχουν αποσυρθεί και αντικρίζουμε την ωμή βαρβαρότητα και την ασχήμια να μας κοιτούν κατάματα;
Το έχω ξαναπεί, κάθε φορά που ένας πολιτισμός επιχείρησε να μεταφράσει τη ζωή σε αποκλειστικά λογικές κατηγορίες, όχι μόνο απέτυχε, αλλά οδήγησε σε ποταμούς αιμάτων. Επειδή το παράλογο είναι οργανικό στοιχείο του κόσμου μας και ένας κόσμος στερημένος εντελώς από το παράλογο… είναι εξ ορισμού παράλογος! Ο Μάτεσις αυτό το ήξερε, ως ΄Ελλην. Και για αυτό πολέμησε τη σοβαροφάνεια της «επίσημης» Ελλάδας… με όπλο το παράλογο! Η πραγματικότητα είναι κάποτε υπερ-ρεαλιστικά παράλογη…, μόνο που την έχουμε συνηθίσει ως πραγματικότητα και δεν το καταλαβαίνουμε. Και αυτό το ήξερε ο Μάτεσις.
Αναφέρω ως παράδειγμα ένα αληθινό συμβάν που έζησα πριν λίγα χρόνια. Κατοικούσα τότε στα βόρεια προάστια και είχα πάρει το λεωφορείο για να δω ένα έργο του Μάτεσι σε κεντρικό θέατρο της Αθήνας. Κατεβαίνοντας την Κηφισίας και στο ύψος της Αλεξάνδρας, «χούλιγκανς» καταδιωκόμενοι από ΜΑΤ εξόρμησαν από το γήπεδο της λεωφόρου (είχε «ντέρμπι») και μας σταμάτησαν. Μπήκαν στο λεωφορείο και χτυπούσαν ανεξέλεγκτα όποιον έβρισκαν μπροστά τους, ακολουθούμενοι από τα ΜΑΤ που, επίσης, με τον γνωστό τους τρόπο, «περιποιόνταν» δικαίους και αδίκους. Ως εδώ καλά, βρισκόμαστε ακόμη μέσα στο πλαίσιο της νεοελληνικής πραγματικότητας… που την έχουμε συνηθίσει πια και δεν μας ξαφνιάζει. Ακολούθησε όμως, ένα τρίτο, απρόβλεπτο, κύμα εισβολέων: μια ομάδα από πανικόβλητες, έξαλλες… μαυροφόρες γριές (είχαν μόλις βγει, όπως έμαθα αργότερα, από ένα παρακείμενο εκκλησιαστικό ίδρυμα), εισόρμησαν στο λεωφορείο και ξεσπούσαν στα ανυπεράσπιστα κεφάλια μας με τις ομπρέλες τους! Η «συνήθης πραγματικότητα» έγινε ξαφνικά, και από τη μία στιγμή στην άλλη… ματεσική! Δεν έφτασα ποτέ στο θέατρο και δεν είδα το έργο του Μάτεσι. Αλλά δεν υπήρχε πια λόγος να το δω. Τα είχα δει όλα!
Επανέρχομαι σε αυτό που είπα πιο πάνω, ότι η έκφραση «θέατρο του παραλόγου» λειτούργησε στην Ελλάδα ως ακόμη ένα ζωτικό ψέμα και ως μια ετικέτα. Ο Μάτεσις το κατάλαβε αυτό γρήγορα και θέλησε να πάει πιο πέρα με τα μυθιστορήματα και με τα ύστερα θεατρικά του: από την άρνηση στην κατάφαση. Στον «Παλαιό των Ημερών» και στη «Μητέρα του σκύλου» το «παράλογο» μεταβάλλεται δραματικά από προσωπείο και πρόσχημα σε ουσία και πάθος. Το παράλογο του κατά Μάτεσιν βίου βρίσκει πια την ώρα του, γίνεται ωραίο. Η ανίερη θεατρική «Τελετή» μεταβάλλεται σε ιερή τελετουργία, η «Εξορία» σε νόστο, το ιερό και το βέβηλο, η ζωή και ο θάνατος, ως αδιαίρετο όλον, συναντώνται.
«Είναι η ανάγκη του ανθρώπου για θαύματα», γράφει ο ίδιος. «Η απαίτησή του να θαυματουργήσει, ανταγωνιζόμενος τις ανώτερές του δυνάμεις. Το βαθύχρωμο, αγριεμένο, ωραίο, ελληνικό ασυνείδητο. Σκοτεινό, επαναστατικό και επαναστατημένο. Η ωραιότης αγρίων κατορθωμάτων που τα επιθυμείς, αλλά δεν τα αποτολμάς, η απαίτηση του Έλληνα να νικάει, να διεκδικεί ύψος και εύρος Θεού σε ένα έργο που επιφανειακά μόνο έχει σχέση με τις θρησκείες. Η ελληνική δίψα όχι για την καθημερινή, αλλά για τη 'γιορτινή' πραγματικότητα. Το ελληνικό αίτημα, η ζωή να γίνει προσφορά, γιατί αλλιώς γίνεται βάρος».
Λίγα λόγια πριν κλείσω αυτό το σύντομο σημείωμα, για το κορυφαίο του έργο, το θεατρικό, «Προς Ελευσίνα». Συναντάμε εδώ την ολική κατάφαση της ποίησης ως τρόπου ζωής και την κατάφαση του ωραίου, κατακτημένου, «δικού μας» θανάτου.
«Προς Ελευσίνα πορεύεται», αντιγράφω πάλι τα δικά του λόγια, «όποιος έχει ανάγκη και αντοχή να του αποκαλυφθεί το Μέγα Μυστικό των Ελευσινίων Μυστηρίων. Η αέναη απόπειρα της ελληνικής φυλής να υφαρπάζει το μυστικό του Θείου, το οποίο φέρει τη μάσκα του Άδη, είναι όμως η ζωή». Καλό σου ταξίδι, Παύλο. Επλήρωσες την επίπονη πορεία σου «προς Δαμασκόν».
Με «παράλογα» έργα, όπως «Το φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο", η «Βιοχημεία», και η «Τελετή», αιφνιδίασε πρώιμα την εφησυχάζουσα νεοελληνική συνείδηση, θέλοντας να την ξυπνήσει. Το κρίσιμο ζήτημα όμως είναι ότι η έκφραση «θέατρο του παραλόγου» λειτούργησε στις κοινωνίες μας ως ακόμη ένα ζωτικό ψέμα, μια επιπλέον «ετικέτα», και το μήνυμα δεν πέρασε! Τι μπορούμε να κάνουμε σήμερα, που όλα τα ζωτικά ψεύδη έχουν αποσυρθεί και αντικρίζουμε την ωμή βαρβαρότητα και την ασχήμια να μας κοιτούν κατάματα;
Το έχω ξαναπεί, κάθε φορά που ένας πολιτισμός επιχείρησε να μεταφράσει τη ζωή σε αποκλειστικά λογικές κατηγορίες, όχι μόνο απέτυχε, αλλά οδήγησε σε ποταμούς αιμάτων. Επειδή το παράλογο είναι οργανικό στοιχείο του κόσμου μας και ένας κόσμος στερημένος εντελώς από το παράλογο… είναι εξ ορισμού παράλογος! Ο Μάτεσις αυτό το ήξερε, ως ΄Ελλην. Και για αυτό πολέμησε τη σοβαροφάνεια της «επίσημης» Ελλάδας… με όπλο το παράλογο! Η πραγματικότητα είναι κάποτε υπερ-ρεαλιστικά παράλογη…, μόνο που την έχουμε συνηθίσει ως πραγματικότητα και δεν το καταλαβαίνουμε. Και αυτό το ήξερε ο Μάτεσις.
Αναφέρω ως παράδειγμα ένα αληθινό συμβάν που έζησα πριν λίγα χρόνια. Κατοικούσα τότε στα βόρεια προάστια και είχα πάρει το λεωφορείο για να δω ένα έργο του Μάτεσι σε κεντρικό θέατρο της Αθήνας. Κατεβαίνοντας την Κηφισίας και στο ύψος της Αλεξάνδρας, «χούλιγκανς» καταδιωκόμενοι από ΜΑΤ εξόρμησαν από το γήπεδο της λεωφόρου (είχε «ντέρμπι») και μας σταμάτησαν. Μπήκαν στο λεωφορείο και χτυπούσαν ανεξέλεγκτα όποιον έβρισκαν μπροστά τους, ακολουθούμενοι από τα ΜΑΤ που, επίσης, με τον γνωστό τους τρόπο, «περιποιόνταν» δικαίους και αδίκους. Ως εδώ καλά, βρισκόμαστε ακόμη μέσα στο πλαίσιο της νεοελληνικής πραγματικότητας… που την έχουμε συνηθίσει πια και δεν μας ξαφνιάζει. Ακολούθησε όμως, ένα τρίτο, απρόβλεπτο, κύμα εισβολέων: μια ομάδα από πανικόβλητες, έξαλλες… μαυροφόρες γριές (είχαν μόλις βγει, όπως έμαθα αργότερα, από ένα παρακείμενο εκκλησιαστικό ίδρυμα), εισόρμησαν στο λεωφορείο και ξεσπούσαν στα ανυπεράσπιστα κεφάλια μας με τις ομπρέλες τους! Η «συνήθης πραγματικότητα» έγινε ξαφνικά, και από τη μία στιγμή στην άλλη… ματεσική! Δεν έφτασα ποτέ στο θέατρο και δεν είδα το έργο του Μάτεσι. Αλλά δεν υπήρχε πια λόγος να το δω. Τα είχα δει όλα!
Επανέρχομαι σε αυτό που είπα πιο πάνω, ότι η έκφραση «θέατρο του παραλόγου» λειτούργησε στην Ελλάδα ως ακόμη ένα ζωτικό ψέμα και ως μια ετικέτα. Ο Μάτεσις το κατάλαβε αυτό γρήγορα και θέλησε να πάει πιο πέρα με τα μυθιστορήματα και με τα ύστερα θεατρικά του: από την άρνηση στην κατάφαση. Στον «Παλαιό των Ημερών» και στη «Μητέρα του σκύλου» το «παράλογο» μεταβάλλεται δραματικά από προσωπείο και πρόσχημα σε ουσία και πάθος. Το παράλογο του κατά Μάτεσιν βίου βρίσκει πια την ώρα του, γίνεται ωραίο. Η ανίερη θεατρική «Τελετή» μεταβάλλεται σε ιερή τελετουργία, η «Εξορία» σε νόστο, το ιερό και το βέβηλο, η ζωή και ο θάνατος, ως αδιαίρετο όλον, συναντώνται.
«Είναι η ανάγκη του ανθρώπου για θαύματα», γράφει ο ίδιος. «Η απαίτησή του να θαυματουργήσει, ανταγωνιζόμενος τις ανώτερές του δυνάμεις. Το βαθύχρωμο, αγριεμένο, ωραίο, ελληνικό ασυνείδητο. Σκοτεινό, επαναστατικό και επαναστατημένο. Η ωραιότης αγρίων κατορθωμάτων που τα επιθυμείς, αλλά δεν τα αποτολμάς, η απαίτηση του Έλληνα να νικάει, να διεκδικεί ύψος και εύρος Θεού σε ένα έργο που επιφανειακά μόνο έχει σχέση με τις θρησκείες. Η ελληνική δίψα όχι για την καθημερινή, αλλά για τη 'γιορτινή' πραγματικότητα. Το ελληνικό αίτημα, η ζωή να γίνει προσφορά, γιατί αλλιώς γίνεται βάρος».
Λίγα λόγια πριν κλείσω αυτό το σύντομο σημείωμα, για το κορυφαίο του έργο, το θεατρικό, «Προς Ελευσίνα». Συναντάμε εδώ την ολική κατάφαση της ποίησης ως τρόπου ζωής και την κατάφαση του ωραίου, κατακτημένου, «δικού μας» θανάτου.
«Προς Ελευσίνα πορεύεται», αντιγράφω πάλι τα δικά του λόγια, «όποιος έχει ανάγκη και αντοχή να του αποκαλυφθεί το Μέγα Μυστικό των Ελευσινίων Μυστηρίων. Η αέναη απόπειρα της ελληνικής φυλής να υφαρπάζει το μυστικό του Θείου, το οποίο φέρει τη μάσκα του Άδη, είναι όμως η ζωή». Καλό σου ταξίδι, Παύλο. Επλήρωσες την επίπονη πορεία σου «προς Δαμασκόν».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου