24grammata.com/ ιστορία της λογοτεχνίας
γράφει η Βιργινία Μαντά
Εχουν γράψει ότι το έργο του Μαρκήσιου ντε Σαντ δεν το γέννησε απλώς, αλλά και το νοηματοδότησε ο πολύχρονος εγκλεισμός του στις γαλλικές φυλακές. Μάλλον ορθή παρατήρηση. Η γέννησή του, στις 2 Ιουνίου 1740, στους κόλπους μιας από τις πιο παλιές φεουδαρχικές οικογένειες της Γαλλίας, τον προόριζε για όλες τις απολαύσεις που μπορούσε να προσφέρει ο 18ος αιώνας στην κυρίαρχη τάξη. Χωρίς τις διώξεις που σημάδεψαν τη ζωή του, ο Σαντ ο υλιστής στοχαστής, συγγραφέας και επαναστάτης δεν θα υπήρχε. Δεν θα είχαμε παρά έναν ακόμη άχρηστο ευγενή, που θα σαρωνόταν, μαζί με την τάξη του, από τη Γαλλική Επανάσταση. Ομως ο Σαντ έμελλε να περάσει τριάντα χρόνια στις φυλακές και των τριών γαλλικών καθεστώτων -μοναρχία, δημοκρατία και αυτοκρατορία- και να αναγορευθεί στον «πιο ανήθικο συγγραφέα στην ιστορία της γαλλικής λογοτεχνίας, και μαζί το πιο ελεύθερο πνεύμα που υπήρξε ποτέ». Αν για το Μαρκήσιο, όπως ο ίδιος γράφει στα 1800, η ουσία της μυθιστορηματικής αναπαράστασης έγκειται στην αιμομικτική σχέση του συγγραφέα με τη φύση και αν μια ολόψυχη συμμετοχή σ’ αυτή τη σχέση προϋποθέτει κατάρριψη όλων των περιορισμών και κυρίως υπέρβαση των ορίων κάθε κοινωνικής σύμβασης και κάθε παραδεδεγμένης γνώσης, τότε το έργο του Ντε Σαντ δεν είναι παρά η εφαρμογή αυτής της αρχής.
Ο Ντονατιέν Αλφόνς Φρανσουά Ντε Σαντ γεννήθηκε στο Παρίσι, στους κόλπους μιας αριστοκρατικής οικογένειας. Ηταν το μόνο παιδί του Ζαν Μπατίστ ντε Σαντ και της Μαρί-Ελεονόρ ντε Μεγιέ, μακρινής εξαδέλφης των Βουρβώνων. Η οικογένεια είχε αποκτήσει τίτλους ευγενείας το 12ο αιώνα και παράμενε ισχυρή στο Νότο της Προβηγκίας. Οταν ο Ντονατιέν έγινε τεσσάρων ετών, οι γονείς του τον έστειλαν στην Αβινιόν, εμπιστευόμενοι την ανατροφή του στο θείο του, Αβά ντε Σαντ, διαβόητο για την ανορθόδοξη σεξουαλική ζωή του. Αργότερα, ο νεαρός φοίτησε στη Σχολή Louis Le Grand, ενώ από τα 14 ώς τα 26 του χρόνια πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο στρατό και συμμετείχε στον επταετή πόλεμο. Ενας γάμος το 1763 με τη Ρενέ-Πελαζί ντε Μοντρέιγ, γόνο μιας οικογένειας της ανώτερης αστικής τάξης, ερωμένες, όργια με πόρνες τις οποίες αρεσκόταν να κακοποιεί, καταδίκη σε θάνατο για σοδομισμό και απόπειρα δηλητηριασμού, δραπέτευση στην Ιταλία, νέα σύλληψη, νέα απόδραση στο σπίτι της γυναίκας του στην ονειρική Λα Κοστ της Προβηγκίας, απανωτά σκάνδαλα και δίκες, αδιάκοπες φυλακίσεις από τα 23 του χρόνια ώς το θάνατό του, το 1814 (εγκλεισμός στην ειρκτή της Βενσέν, στις 13 Φεβρουαρίου 1777, αργότερα, το 1784, στη Βαστίλη, και τέλος σε μια σειρά από μπουντρούμια -Αγία Πελαγία, Μπισέτρ, Σαρεντόν) συνθέτουν, με αδρές γραμμές, τη βιογραφία του Μαρκήσιου. Ο Ρολάν Μπαρτ, στο θαυμάσιο βιβλίο του Σαντ-Φουριέ-Λογιόλα μας υπενθυμίζει ότι οι συνεχείς φυλακίσεις του Σαντ παρακολουθούν την τεράστια πολιτική μεταβολή που συντελέστηκε μέσα σε λίγες δεκαετίες στη σύγχρονη Γαλλία. «Οι φυλακίσεις του Σαντ», γράφει, «υπήρξαν ιστορικές, απόκτησαν την έννοιά τους από την ιστορία που φτιαχνόταν, κι επειδή αυτή η ιστορία υπήρξε ακριβώς η ιστορία της μεταβολής μιας κοινωνίας, η φυλάκιση του Σαντ έγινε τουλάχιστον δύο φορές, διαδοχικά και διαφορετικά. Την πρώτη φορά (Βενσέν, Βαστίλη, μέχρι την απελευθέρωση του Σαντ από την Επανάσταση που μόλις γεννιόταν) δεν ήταν δίκαιη. Αν και ο Σαντ δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο από τη Βουλή τής Εξ για σοδομισμό (υπόθεση Μασσαλίας), αν τον είχαν συλλάβει το 1777, στην οδό Ζακόμπ, ύστερα από πολλές φυγές και επιστροφές, λίγο-πολύ κρυφές, στη Λα Κοστ, το έκαναν βάσει εντάλματος, με τη σφραγίδα του βασιλιά, τον οποίο προέτρεψε σε κάτι τέτοιο η πεθερά του, πρόεδρος της Μοντρέιγ». Σκοπός της φυλάκισης εδώ ήταν να περισωθεί η τιμή της οικογένειας Σαντ-Μοντρέιγ από το σκάνδαλο που συνιστούσε ο νεαρός ακόλαστος. «Εντελώς διαφορετική είναι η δεύτερη φυλάκιση του Σαντ, από το 1801 μέχρι το θάνατό του», επισημαίνει ο Μπαρτ. «Το αστικό κράτος είναι αυτό που κυβερνά, αυτό (και όχι πια μια συνετή πεθερά) φυλακίζει τον Σαντ γιατί γράφει αισχρά βιβλία». Το κρατικό σύστημα (δικαιοσύνη, Τύπος, εκπαίδευση, κριτική) που λογοκρίνει τα ήθη και ρυθμίζει τη λογοτεχνική παραγωγή, τον εγκλείει και πάλι, αναπαράγοντας γι’ άλλη μια φορά τις ακραίες συνθήκες που γονιμοποίησαν τη βλάσφημη πένα του, που τον προκάλεσαν να ταπεινώσει στα γραπτά του τα μισητά του πρόσωπα (κυρίως την πουριτανή πεθερά του, κύρια ενορχηστρώτρια των διώξεών του) και να εκθέσει την τάξη του, τις παραδόσεις της, τα εγκλήματα και τα ψεύδη της, μέσα από τα ακραία του πορνογραφήματα, μέσα από την αυτοαναγόρευσή του σε πρωθιερέα της ασέλγειας. Στη Βαστίλη θα γράψει τις «Εκατόν είκοσι ημέρες στα Σόδομα», στο Σαρεντόν, τα «Εγκλήματα του έρωτα», στα μικρά διαλείμματα ελευθερίας ανάμεσα στους εγκλεισμούς θα ολοκληρώσει τη «Ζιστίν» (1791) και θα συνθέσει τη «Ζιλιέτ» (1798).
Ο Σαντ θεωρήθηκε μέγας πορνογράφος και μαζί ένας φιλόσοφος της ελευθεριότητας, ένας εξερευνητής των ανθρώπινων ορίων. Ομως η ασέλγεια, στο έργο του, δεν είναι παρά γλωσσική πραγματικότητα, τίποτ’ άλλο. Το πραγματικό και το βιβλίο διαχωρίζονται, κι εκείνος επιχειρεί εμφατικά να τονίσει αυτή τη συνθήκη. «Ναι», γράφει, «είμαι ένας ακόλαστος, το παραδέχομαι: συνέλαβα ό,τι μπορεί να συλλάβει κανείς σχετικά με την ασέλγεια, αλλά σίγουρα δεν έκανα όλα όσα συνέλαβα και σίγουρα δεν θα τα κάνω ποτέ. Είμαι ένας ακόλαστος, αλλά δεν είμαι εγκληματίας ούτε φονιάς»
Σίγουρα όχι· υπήρξε όμως παραβατικός και θεωρητικός της υπέρβασης και επιπλέον, πατέρας μιας λέξης -του σαδισμού-, η οποία εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1834, στην 8η συμπληρωμένη και αναθεωρημένη έκδοση του Διεθνούς Λεξικού του Boiste, που επιμελήθηκε ο Nadier, συνοδευόμενη από τον ακόλουθο ορισμό: «Φοβερός απολογητής της ακολασίας. Τερατώδες, αντικοινωνικό και παρά φύσιν σύστημα που εξεγείρει τη φύση». Ενας μύθος είχε αρχίσει ήδη από τότε να παίρνει σιγά σιγά μορφή.
Ωστόσο, ο νεολογισμός του 1834 συνιστά ένα μόνο από τα διάφορα στάδια που συγκρότησαν το μύθο. Το 1891, στην 6η έκδοση της Psychopathia sexualis, ο Γερμανός ψυχίατρος Krafft-Ebing θα προσδώσει ιατρικό υπόβαθρο στην έννοια του σαδισμού, τον οποίο και θα αναλύσει ταυτόχρονα με την έννοια του μαζοχισμού -μιαν ανάλυση την οποία δημοσιεύει την ίδια εποχή, χωρίς ωστόσο να βάζει στο ίδιο επίπεδο τον Ζάχερ-Μάζοχ, τιμημένο συγγραφέα σε όλη την Ευρώπη της εποχής, και τον Νντε Σαντ, που αποτελούσε κλινική περίπτωση. Ο Φρόιντ θα εξετάσει τις δύο έννοιες, τη μία σε σχέση με την άλλη, σε διαδοχικές υποθέσεις του το 1915 και το 1924. Θα πρέπει να περιμένουμε ώς το 1967, οπότε ο Ζιλ Ντελέζ θα αποσυνδέσει τις δύο έννοιες, πρεσβεύοντας την αυτονομία των δύο διαστροφών.
Οι εργάτες της επιστροφής τού Σαντ έδωσαν τον αγώνα τους και στο πεδίο των λεξικών. Αντιπρότειναν τον όρο αλγολαγνεία στη θέση του σαδισμού, για να καταδείξουν την ερωτική προδιάθεση σχετικά με τον πόνο που προκαλούμε ή υφιστάμεθα. Οι ειδικοί μελετητές του Σαντ προσφωνούνται άλλοτε σαδιστές και άλλοτε σαδικοί. Η λέξη σαδισμός χρησιμοποιείται σήμερα στην κοινή, καθημερινή ομιλία και δεν έχει περισσότερη σχέση με τον Σαντ απ’ ό,τι ο μακιαβελισμός με τον Μακιαβέλι.
archive.enet.gr
γράφει η Βιργινία Μαντά
Εχουν γράψει ότι το έργο του Μαρκήσιου ντε Σαντ δεν το γέννησε απλώς, αλλά και το νοηματοδότησε ο πολύχρονος εγκλεισμός του στις γαλλικές φυλακές. Μάλλον ορθή παρατήρηση. Η γέννησή του, στις 2 Ιουνίου 1740, στους κόλπους μιας από τις πιο παλιές φεουδαρχικές οικογένειες της Γαλλίας, τον προόριζε για όλες τις απολαύσεις που μπορούσε να προσφέρει ο 18ος αιώνας στην κυρίαρχη τάξη. Χωρίς τις διώξεις που σημάδεψαν τη ζωή του, ο Σαντ ο υλιστής στοχαστής, συγγραφέας και επαναστάτης δεν θα υπήρχε. Δεν θα είχαμε παρά έναν ακόμη άχρηστο ευγενή, που θα σαρωνόταν, μαζί με την τάξη του, από τη Γαλλική Επανάσταση. Ομως ο Σαντ έμελλε να περάσει τριάντα χρόνια στις φυλακές και των τριών γαλλικών καθεστώτων -μοναρχία, δημοκρατία και αυτοκρατορία- και να αναγορευθεί στον «πιο ανήθικο συγγραφέα στην ιστορία της γαλλικής λογοτεχνίας, και μαζί το πιο ελεύθερο πνεύμα που υπήρξε ποτέ». Αν για το Μαρκήσιο, όπως ο ίδιος γράφει στα 1800, η ουσία της μυθιστορηματικής αναπαράστασης έγκειται στην αιμομικτική σχέση του συγγραφέα με τη φύση και αν μια ολόψυχη συμμετοχή σ’ αυτή τη σχέση προϋποθέτει κατάρριψη όλων των περιορισμών και κυρίως υπέρβαση των ορίων κάθε κοινωνικής σύμβασης και κάθε παραδεδεγμένης γνώσης, τότε το έργο του Ντε Σαντ δεν είναι παρά η εφαρμογή αυτής της αρχής.
Ο Ντονατιέν Αλφόνς Φρανσουά Ντε Σαντ γεννήθηκε στο Παρίσι, στους κόλπους μιας αριστοκρατικής οικογένειας. Ηταν το μόνο παιδί του Ζαν Μπατίστ ντε Σαντ και της Μαρί-Ελεονόρ ντε Μεγιέ, μακρινής εξαδέλφης των Βουρβώνων. Η οικογένεια είχε αποκτήσει τίτλους ευγενείας το 12ο αιώνα και παράμενε ισχυρή στο Νότο της Προβηγκίας. Οταν ο Ντονατιέν έγινε τεσσάρων ετών, οι γονείς του τον έστειλαν στην Αβινιόν, εμπιστευόμενοι την ανατροφή του στο θείο του, Αβά ντε Σαντ, διαβόητο για την ανορθόδοξη σεξουαλική ζωή του. Αργότερα, ο νεαρός φοίτησε στη Σχολή Louis Le Grand, ενώ από τα 14 ώς τα 26 του χρόνια πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο στρατό και συμμετείχε στον επταετή πόλεμο. Ενας γάμος το 1763 με τη Ρενέ-Πελαζί ντε Μοντρέιγ, γόνο μιας οικογένειας της ανώτερης αστικής τάξης, ερωμένες, όργια με πόρνες τις οποίες αρεσκόταν να κακοποιεί, καταδίκη σε θάνατο για σοδομισμό και απόπειρα δηλητηριασμού, δραπέτευση στην Ιταλία, νέα σύλληψη, νέα απόδραση στο σπίτι της γυναίκας του στην ονειρική Λα Κοστ της Προβηγκίας, απανωτά σκάνδαλα και δίκες, αδιάκοπες φυλακίσεις από τα 23 του χρόνια ώς το θάνατό του, το 1814 (εγκλεισμός στην ειρκτή της Βενσέν, στις 13 Φεβρουαρίου 1777, αργότερα, το 1784, στη Βαστίλη, και τέλος σε μια σειρά από μπουντρούμια -Αγία Πελαγία, Μπισέτρ, Σαρεντόν) συνθέτουν, με αδρές γραμμές, τη βιογραφία του Μαρκήσιου. Ο Ρολάν Μπαρτ, στο θαυμάσιο βιβλίο του Σαντ-Φουριέ-Λογιόλα μας υπενθυμίζει ότι οι συνεχείς φυλακίσεις του Σαντ παρακολουθούν την τεράστια πολιτική μεταβολή που συντελέστηκε μέσα σε λίγες δεκαετίες στη σύγχρονη Γαλλία. «Οι φυλακίσεις του Σαντ», γράφει, «υπήρξαν ιστορικές, απόκτησαν την έννοιά τους από την ιστορία που φτιαχνόταν, κι επειδή αυτή η ιστορία υπήρξε ακριβώς η ιστορία της μεταβολής μιας κοινωνίας, η φυλάκιση του Σαντ έγινε τουλάχιστον δύο φορές, διαδοχικά και διαφορετικά. Την πρώτη φορά (Βενσέν, Βαστίλη, μέχρι την απελευθέρωση του Σαντ από την Επανάσταση που μόλις γεννιόταν) δεν ήταν δίκαιη. Αν και ο Σαντ δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο από τη Βουλή τής Εξ για σοδομισμό (υπόθεση Μασσαλίας), αν τον είχαν συλλάβει το 1777, στην οδό Ζακόμπ, ύστερα από πολλές φυγές και επιστροφές, λίγο-πολύ κρυφές, στη Λα Κοστ, το έκαναν βάσει εντάλματος, με τη σφραγίδα του βασιλιά, τον οποίο προέτρεψε σε κάτι τέτοιο η πεθερά του, πρόεδρος της Μοντρέιγ». Σκοπός της φυλάκισης εδώ ήταν να περισωθεί η τιμή της οικογένειας Σαντ-Μοντρέιγ από το σκάνδαλο που συνιστούσε ο νεαρός ακόλαστος. «Εντελώς διαφορετική είναι η δεύτερη φυλάκιση του Σαντ, από το 1801 μέχρι το θάνατό του», επισημαίνει ο Μπαρτ. «Το αστικό κράτος είναι αυτό που κυβερνά, αυτό (και όχι πια μια συνετή πεθερά) φυλακίζει τον Σαντ γιατί γράφει αισχρά βιβλία». Το κρατικό σύστημα (δικαιοσύνη, Τύπος, εκπαίδευση, κριτική) που λογοκρίνει τα ήθη και ρυθμίζει τη λογοτεχνική παραγωγή, τον εγκλείει και πάλι, αναπαράγοντας γι’ άλλη μια φορά τις ακραίες συνθήκες που γονιμοποίησαν τη βλάσφημη πένα του, που τον προκάλεσαν να ταπεινώσει στα γραπτά του τα μισητά του πρόσωπα (κυρίως την πουριτανή πεθερά του, κύρια ενορχηστρώτρια των διώξεών του) και να εκθέσει την τάξη του, τις παραδόσεις της, τα εγκλήματα και τα ψεύδη της, μέσα από τα ακραία του πορνογραφήματα, μέσα από την αυτοαναγόρευσή του σε πρωθιερέα της ασέλγειας. Στη Βαστίλη θα γράψει τις «Εκατόν είκοσι ημέρες στα Σόδομα», στο Σαρεντόν, τα «Εγκλήματα του έρωτα», στα μικρά διαλείμματα ελευθερίας ανάμεσα στους εγκλεισμούς θα ολοκληρώσει τη «Ζιστίν» (1791) και θα συνθέσει τη «Ζιλιέτ» (1798).
Ο Σαντ θεωρήθηκε μέγας πορνογράφος και μαζί ένας φιλόσοφος της ελευθεριότητας, ένας εξερευνητής των ανθρώπινων ορίων. Ομως η ασέλγεια, στο έργο του, δεν είναι παρά γλωσσική πραγματικότητα, τίποτ’ άλλο. Το πραγματικό και το βιβλίο διαχωρίζονται, κι εκείνος επιχειρεί εμφατικά να τονίσει αυτή τη συνθήκη. «Ναι», γράφει, «είμαι ένας ακόλαστος, το παραδέχομαι: συνέλαβα ό,τι μπορεί να συλλάβει κανείς σχετικά με την ασέλγεια, αλλά σίγουρα δεν έκανα όλα όσα συνέλαβα και σίγουρα δεν θα τα κάνω ποτέ. Είμαι ένας ακόλαστος, αλλά δεν είμαι εγκληματίας ούτε φονιάς»
Σίγουρα όχι· υπήρξε όμως παραβατικός και θεωρητικός της υπέρβασης και επιπλέον, πατέρας μιας λέξης -του σαδισμού-, η οποία εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1834, στην 8η συμπληρωμένη και αναθεωρημένη έκδοση του Διεθνούς Λεξικού του Boiste, που επιμελήθηκε ο Nadier, συνοδευόμενη από τον ακόλουθο ορισμό: «Φοβερός απολογητής της ακολασίας. Τερατώδες, αντικοινωνικό και παρά φύσιν σύστημα που εξεγείρει τη φύση». Ενας μύθος είχε αρχίσει ήδη από τότε να παίρνει σιγά σιγά μορφή.
Ωστόσο, ο νεολογισμός του 1834 συνιστά ένα μόνο από τα διάφορα στάδια που συγκρότησαν το μύθο. Το 1891, στην 6η έκδοση της Psychopathia sexualis, ο Γερμανός ψυχίατρος Krafft-Ebing θα προσδώσει ιατρικό υπόβαθρο στην έννοια του σαδισμού, τον οποίο και θα αναλύσει ταυτόχρονα με την έννοια του μαζοχισμού -μιαν ανάλυση την οποία δημοσιεύει την ίδια εποχή, χωρίς ωστόσο να βάζει στο ίδιο επίπεδο τον Ζάχερ-Μάζοχ, τιμημένο συγγραφέα σε όλη την Ευρώπη της εποχής, και τον Νντε Σαντ, που αποτελούσε κλινική περίπτωση. Ο Φρόιντ θα εξετάσει τις δύο έννοιες, τη μία σε σχέση με την άλλη, σε διαδοχικές υποθέσεις του το 1915 και το 1924. Θα πρέπει να περιμένουμε ώς το 1967, οπότε ο Ζιλ Ντελέζ θα αποσυνδέσει τις δύο έννοιες, πρεσβεύοντας την αυτονομία των δύο διαστροφών.
Οι εργάτες της επιστροφής τού Σαντ έδωσαν τον αγώνα τους και στο πεδίο των λεξικών. Αντιπρότειναν τον όρο αλγολαγνεία στη θέση του σαδισμού, για να καταδείξουν την ερωτική προδιάθεση σχετικά με τον πόνο που προκαλούμε ή υφιστάμεθα. Οι ειδικοί μελετητές του Σαντ προσφωνούνται άλλοτε σαδιστές και άλλοτε σαδικοί. Η λέξη σαδισμός χρησιμοποιείται σήμερα στην κοινή, καθημερινή ομιλία και δεν έχει περισσότερη σχέση με τον Σαντ απ’ ό,τι ο μακιαβελισμός με τον Μακιαβέλι.
archive.enet.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου