Όταν κάποιος θέλει να καταδυναστεύσει ένα κράτος, μπορεί να το κάνει πολύ εύκολα, όταν δεν βρίσκεται ούτε ένας που να τον καταδείξει ως προδότη. Άγγελος Παπαναστασίου: Κινηματογράφησε την αλήθεια της γερμανικής Κατοχής σε ένα μοναδικής σπανιότητας ντοκουμέντο! Λουκία Παπαναστασίου: Η μαρτυρία της κόρης του «ρεπόρτερ», στη Νόρα Ράλλη.«Στη δίκη της Νυρεμβέργης δύο άνθρωποι ήταν αρκετοί για να φανεί η αλήθεια την οποία έκρυβαν οι Γερμανοί και δεν παραδέχονταν, ότι δηλαδή είχαν διαπράξει τρομερά εγκλήματα πολέμου εναντίον της χώρας μου, της Ελλάδας: ο ένας ήταν ο πατέρας μου, με το βίντεο – ντοκουμέντο που κινηματογράφησε στα χρόνια της Κατοχής και ο δεύτερος ήταν ένας κάτοικος των Καλαβρύτων…» Λουκία Παπαναστασίου
Η δίκη της Νυρεμβέργης ξεκίνησε στις 20 Νοεμβρίου 1945, με κατηγορούμενους 24 μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος και οχτώ ναζιστικές οργανώσεις. Τελείωσε ένα χρόνο μετά και οι κατηγορούμενοι λογοδότησαν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ειρήνης. Από την Ελλάδα δύο άνθρωποι ήταν αρκετοί για να φανερώσουν την αλήθεια, καθώς οι Γερμανοί φονιάδες δήλωναν πως δεν είχαν διαπράξει κανένα από τα προαναφερθέντα εγκλήματα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ωστόσο το μοναδικό ιστορικό ντοκουμέντο που με κίνδυνο της ζωής του, αλλά και της οικογένειάς του, τράβηξε ο Άγγελος Παπαναστασίου ήταν αρκετό για να καταδείξει τη σκληρότητα και τη βαναυσότητα των Γερμανών κατακτητών.
Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, οι μαρτυρίες της κόρης του Άγγελου Παπαναστασίου, Λουκίας, για τις αλήθειες που κατέγραψε ο πατέρας της αλλά και για τις «περιπέτειες» του συγκεκριμένου φιλμ τα κατοπινά χρόνια, έχουν και μια επιπλέον βαρύτητα, καθώς επιβεβαιώνουν το γεγονός πως όταν κάποιος θέλει να καταδυναστεύσει ένα κράτος, μπορεί να το κάνει πολύ εύκολα, όταν δεν βρίσκεται ούτε ένας που να τον καταδείξει ως προδότη.
Η Λουκία Παπαναστασίου, νέα, κάτω από την προτομή του παππού της,
Αναστάσιου Παπαναστασίου, πατέρα του Άγγελου, που δεν τον γνώρισε ποτέ,
καθώς σκοτώθηκε πολεμώντας τους Τούρκους
για την απελευθερωση της Ελλάδας, τέλη του 19ου αιώνα.
Το άγαλμα βρίσκεται στην πλατεία Παπαναστασίου ή αγοράς στην Χαλκίδα.
Οι κρεμασμένοι της Κατοχής
«Με τον πατέρα μου ήμαστε πολύ δεμένοι. Είμαι μοναχοπαίδι και με όλη μου την οικογένεια ήμασταν ένα πράγμα, μαζί σε όλα. Όταν ήμουν πολύ μικρή, ζητούσα από τον πατέρα μου να μου πει ένα παραμύθι για να κοιμηθώ και εκείνος μου έλεγε “και τώρα θα σου πω ένα ατέλειωτο παραμύθι!” Και ξεκινούσε μία συναρπαστική διήγηση… Όταν αργότερα στο σχολείο κάναμε Ιστορία, πετάχτηκα και είπα στη δασκάλα: “Μα αυτά που μας λέτε είναι το ‘Ατέλειωτο παραμύθι’ του μπαμπά μου!”. Βλέπετε, ο πατέρας μου, αντί για παραμύθια, μου διηγιόταν την Ιστορία της χώρας μας. Δυστυχώς τον έχασα πολύ νωρίς, ήμουν μόλις 13 χρονών».
Κάπως έτσι ξεκίνησε η Λουκία Παπαναστασίου να μιλάει για το μεγάλο ρίσκο που πήρε ο πατέρας της, να βάλει μία κινηματογραφική κάμερα σε ένα τενεκεδάκι συσσιτίου «από αυτά που είχαν οι Αθηναίοι και γύρναγαν τους δρόμους μήπως βρουν τίποτε πεταμένο, να το μαζέψουν να φάνε…», προκειμένου να μην τον καταλάβουν οι Γερμανοί. Τελικά σ’ αυτή την ταινία κατάφερε να αποτυπώσει ακόμα και τη διαδήλωση κατά της επιστράτευσης που έκανε ο ελληνικός λαός το 1942!
Στην επιστολή που άφησε αργότερα στην κόρη του, ο Άγγελος Παπαναστασίου σημείωσε: «Επήρα μια απόφαση να κινηματογραφήσω την άφιξη του γερμανικού στρατού στην Αθήνα και εν συνεχεία ό,τι μπορούσα περισσότερα κατά την περίοδο της κατοχής των. Υπελόγιζα ότι η εις την Ελλάδα παραμονή τους θα ήτο μόνον μια Εθνική Περιπέτεια, αλλά όχι και Εθνική Συμφορά, όπως απεδείχθη κατά την περίοδο της Κατοχής. Η θηριωδία τους, αι καταστροφαί που έκαμαν στα χρόνια της Κατοχής, τα μαρτύρια στα οποία υπεβλήθη ο ελληνικός λαός είναι άνευ προηγουμένου».
Έτσι ο Παπαναστασίου άρχισε να καταγράφει την καθημερινότητα στους δρόμους της γερμανοκρατούμενης Αθήνας και η ταινία του από την ελληνική τραγωδία είναι η παρακαταθήκη του. «Κανείς μας δεν ήξερε τι έκανε. Ούτε η μητέρα μου ούτε κι εγώ. Έμαθα τα σχετικά μ’ αυτό το σπάνιο ντοκουμέντο αφού είχε πεθάνει ο πατέρας μου. Είναι η παρακαταθήκη του και ανέλαβα τη φύλαξή του και τη διαχείρισή του, δηλαδή την προβολή του, όπως νόμιζα καλύτερα. Ο ίδιος ήθελε να μας προφυλάξει και δεν μας είχε πει τίποτε. Μάλιστα, ενώ έκανε τις κινηματογραφικές καταγραφές, με σκληρές εικόνες πείνας και τραγωδίας του λαού της Αθήνας, την ίδια στιγμή κινηματογραφούσε κι εμένα να παίζω ως μωρό, ώστε να ξεγελάσει τους Γερμανούς εάν βρίσκανε το φιλμ, μιας που θα βλέπανε εμένα στην αρχή και στο τέλος του. Ξέρετε, οι ναζί δεν αστειεύονταν. Σκότωναν κόσμο για το τίποτα. Στο φιλμ μάλιστα φαίνεται ένα νεαρό παιδί κρεμασμένο στη μέση μιας πλατείας κοντά στον Ευαγγελισμό. Περπατούσε στον δρόμο, το έπιασαν και το κρέμασαν επιτόπου. Χωρίς δικαιολογία, χωρίς δίκη, χωρίς τίποτα. Συγγενείς του που έτυχε να δουν το φιλμ, το αναγνώρισαν και μας είπαν αυτή την αποτρόπαιη ιστορία».
Το «λιμάρισμα» του ντοκουμέντου στη Μεταπολίτευση
«Ο πατέρας μου κατάφερε να διαφυλάξει το ανεκτίμητο αυτό κινηματογραφικό υλικό από τους ναζί κατακτητές», σημειώνει η Λουκία Παπαναστασίου, «κι έτσι συμπεριλήφθηκε ως αποδεικτικό υλικό στη δίκη της Νυρεμβέργης για τις ναζιστικές βαρβαρότητες σε βάρος των Ελλήνων, τις οποίες μέχρι τότε αρνούνταν οι Γερμανοί». Ωστόσο, όπως αποκαλύπτει, «μετά από χρόνια, στην απελευθερωμένη πλέον Ελλάδα, το 1978, οι επιτελείς του Πολεμικού Μουσείου αποφάσισαν προφανώς ότι έπρεπε να λογοκριθεί. Από τα 45 λεπτά του υλικού έμειναν μόλις 27΄! Αφαιρέθηκαν και εξαφανίστηκαν τα τμήματα που παρουσίαζαν πρόσωπα βασανισμένων, πορείες διαμαρτυρίας, αλλά και “εν δράσει” Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών... Από τότε ψάχνω να βρω αυτά τα κομμάτια που εξαφανίστηκαν για “άγνωστους λόγους”. Μετά από πολύχρονους αγώνες, γνωρίζουμε πως τα κρατάει και τα εκμεταλλεύεται με χρηματικά οφέλη συγκεκριμένος ιδιώτης, που αρνείται να τα επιστρέψει. Γι’ αυτό και ό,τι έχει μείνει πλέον από το φιλμ, το προστατεύω όσο καλύτερα μπορώ, καθώς το γνωρίζω πολύ καλά πως μπορεί κάποιος να βγάλει χρήματα από αυτή την ιστορία.
Προσωπικά το μόνο που με ενδιαφέρει είναι όλοι οι Έλληνες να μάθουν από το φιλμ αυτό την αλήθεια για τον τόπο. Ποτέ δεν το χρησιμοποίησα ούτε θα επιτρέψω να χρησιμοποιηθεί για χρηματικό όφελος. Το μόνο που ζητάω σε όποιον το βλέπει είναι να σεβαστεί τη μνήμη του πατέρα μου και την ιστορική αλήθεια. Δηλαδή να μην αλλοιώσει ούτε να παρερμηνεύσει τα όσα δείχνει το φιλμ».
Δυστυχώς, είναι πολλοί αυτοί που προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν την ταινία για να υποστηρίξουν μια αναθεωρητική προσέγγιση της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Η κυρία Παπαναστασίου περιγράφει: «Ήρθε μία σκηνοθέτις από την Ιταλία, κι αργότερα ένας Έλληνας σκηνοθέτης και μας το ζήτησαν. Η πολιτική μου είναι να πάει ει δυνατόν σε κάθε ελληνικό σπίτι, οπότε είμαι ανοιχτή σε κάθε κουβέντα. Είμαι όμως και προσεκτική. Και πράγματι, μετά από πολλές συζητήσεις μαζί τους, αποδείχθηκε πως το ήθελαν για να το προβάλουν και να πουν έπειτα πως “έτσι παρουσιάζονται οι Έλληνες, όμως η αλήθεια είναι άλλη”. Επρόκειτο να υποστηρίξουν πως είχαμε ευθύνες για τα δεινά που βιώσαμε στην Κατοχή, καθώς τολμήσαμε να αντισταθούμε στους κατακτητές. Και στις δύο περιπτώσεις, η χρηματοδότηση ερχόταν από τη Γερμανία, οπότε αυτή ήταν η “γραμμή” που έπρεπε να ακολουθήσουν και οι δύο αυτοί σκηνοθέτες. Όπως καταλαβαίνετε, τους εξήγησα πως δεν μπορούσα να συνεργαστώ σε αυτό τους το εγχείρημα, καθώς θα πρόδιδα τον πατέρα μου, την οικογένειά μου και τη χώρα μου. Κι αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνω ποτέ, ασχέτως αν και τώρα, στην κρίση, μας λένε τα ίδια: πως δήθεν εμείς φταίμε, και γι’ αυτό πρέπει να πληρώνουμε και να εξαθλιωνόμαστε, να ξαναπληρώνουμε και πάλι και πάλι, μέχρι κι εγώ δεν ξέρω πού θα φτάσει…»
Ο εργοστασιάρχης που έκανε σαμποτάζ στον κατακτητή
Ο Άγγελος Παπαναστασίου δεν ήταν ούτε επαγγελματίας ρεπόρτερ ούτε επαγγελματίας κινηματογραφιστής. Γεννημένος στην Αθήνα το 1896, εισήχθη νεαρό ακόμη παιδί στη Σχολή Δοκίμων Βασιλικού Ναυτικού και ξεχώρισε για το ήθος και τις ικανότητές του. Γι’ αυτόν τον λόγο τοποθετήθηκε φύλακας στον τότε πρίγκιπα Παύλο. Το 1929, μαζί με τον φίλο του Αδαμάντιο Καρόκη, άνοιξε το μεγαλύτερο εργοστάσιο μπαταριών στα Βαλκάνια, με την επωνυμία ΠΑΚ, από τα αρχικά τους (Παπαναστασίου Άγγελος, Αδαμάντιος Καρόκης). Ωστόσο η κατάληψη της Αθήνας από τους ναζί σήμανε και την κατάληψη του εργοστασίου των μπαταριών ΠΑΚ. Ο Α. Παπαναστασίου, που δεν ήθελε να συνεργαστεί με τους κατακτητές, αποχώρησε από τη διεύθυνσή του. Έκανε μάλιστα και σαμποτάζ: φρόντισε να είναι αλλοιωμένες οι μπαταρίες που τον ανάγκασαν να δώσει στους Γερμανούς για τα τανκ τους στη Μέση Ανατολή. Και όταν ο Γερμανός διοικητής τον κάλεσε στο γραφείο του για να τον επιπλήξει που όλα τα μηχανοκίνητα του γερμανικού στρατού είχαν ακινητοποιηθεί, ο Παπαναστασίου το απέδωσε στην κακή ποιότητα των μπαταριών. Και έτσι γλίτωσαν και οι εργάτες και ο ίδιος την εκτέλεση. Το νήμα της ζωής του όμως έμελλε να κοπεί απότομα όταν σκοτώθηκε πρόωρα το 1953 σε αυτοκινητικό δυστύχημα.
Η Λουκία Παπαναστασίου μιλώντας για το σήμερα και το τότε: «Πολλοί λένε μη δείχνουμε στα παιδιά μας εικόνες της Κατοχής, γιατί είναι σκληρές και δεν κάνει. Εγώ απαντώ πως τα βιντεοπαιχνίδια και οι τηλεοπτικές εκπομπές είναι πολύ περισσότερο βίαιες από τη σκληρότερη ιστορική αλήθεια. Οι εικόνες αυτές του φιλμ δεν είναι βία, είναι η αλήθεια της ιστορίας μας. Τη έζησαν οι πατεράδες και οι μανάδες μας. Οι γείτονές μας. Δεν υπάρχει ελληνικό σπίτι που να μην έχει μια παρόμοια ιστορία να διηγηθεί. Και τώρα θέλουν να μας χωρίσουν, να μας διχάσουν εμάς του Έλληνες για ακόμα μια φορά. Ε, λοιπόν, εγώ σας το λέω πως ένας άνθρωπος αρκεί για να κάνει τη διαφορά, αλλά η αλλαγή θα επέλθει με συλλογικές ενέργειες. Ακριβώς όπως λειτούργησαν οι Έλληνες όταν ήρθαν οι Ιταλοί και μετά οι πολύ σκληροί Γερμανοί στη χώρα μας. Δεν τους καλέσαμε. Ήρθαν. Και πώς ακόμη και σήμερα βρισκόμαστε να απολογούμαστε σε αυτούς για την αντίσταση που δείξαμε και να χρωστάμε σε αυτούς που μας χρωστάνε. Ο πατέρας μου με έμαθε να κάνω ό, τι καλύτερο μπορώ για την πατρίδα μου, χωρίς να κάνω πολύ φασαρία. Εύχομαι να μείνουμε μονιασμένοι και δυνατοί. Όπως λέει και ο ίδιος ο πατέρας μου στο τέλος στου φιλμ, “το έκανα για μία Ελλάδα δυνατή, ελεύθερη και ευτυχισμένη”».
Κείμενο, συνέντευξη: Νόρα Ράλλη
www.efsyn.gr, www.chronosmag.eu
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου