http://sarantakos.wordpress.com
Κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες, από τις εκδόσεις της Εστίας, το βιβλίο της κυρίας Νίκης Λυκούργου, “Αγαπητέ Στρατή…“, που περιέχει τέσσερις μελέτες σχετικές με τη ζωή και το έργο του συγγραφέα Στρατή Μυριβήλη, μελέτες που βασίζονται σε επιστολές που περιέχονται στο αρχείο Μυριβήλη. Η Νίκη Λυκούργου, που δίδασκε μέχρι πρόσφατα στο τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ, έχει ασχοληθεί επί σειρά ετών με τον Μυριβήλη και με το αρχείο του. Το βιβλίο θα το αναζητούσα έτσι κι αλλιώς, γιατί μου αρέσει να διαβάζω αλληλογραφία συγγραφέων, πολύ περισσότερο που ο Μυριβήλης με ενδιαφέρει ιδιαίτερα και ο ίδιος αλλά και λόγω της καταγωγής του από τη Μυτιλήνη, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο πατέρας μου -με την ευρύτερη έννοια, κι εγώ Μυτιληνιός λογαριάζομαι.
Ένας λόγος παραπάνω να με ενδιαφέρει το βιβλίο ήταν ότι μια μελέτη εξετάζει την αλληλογραφία Λαπαθιώτη-Μυριβήλη, ενώ μια άλλη έχει να κάνει με την αλληλογραφία Κοτζιούλα-Μυριβήλη, δηλαδή με δυο αγαπημένους μου συγγραφείς που τους μελετώ εδώ και χρόνια. Η τρίτη μελέτη, που δίνεται σε επίμετρο, εξετάζει τις πρώτες μεταφράσεις της Ζωής εν Τάφω, του μυθιστορήματος που καθιέρωσε τον Μυριβήλη, ενώ η πρώτη παρουσιάζει μιαν ανέκδοτη επιστολή του Αλέξανδρου Παπαναστασίου προς τον Μυριβήλη, γραμμένη κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, όταν ο πολιτικός ήταν κρατούμενος και υπόδικος ύστερα από το κίνημα του 1935.
Οι μελέτες που απαρτίζουν το βιβλίο βασίζονται σε προηγούμενες ανακοινώσεις και δημοσιεύσεις της συγγραφέα, που όμως ήταν διεσπαρμένες σε μάλλον δυσεύρετα έντυπα κι έτσι απρόσιτες σε όποιον δεν είναι ταχτικός θαμώνας των βιβλιοθηκών. Επιπλέον, με την ευκαιρία της δημοσίευσής τους σε βιβλίο, η συγγραφέας ξαναδούλεψε το υλικό, πρόσθεσε πλούσιον υπομνηματισμό και επικαιροποίησε τις αναφορές της, προσφέροντας υποδειγματική δουλειά. Και βέβαια, η Ν. Λυκούργου δεν περιορίζεται στο να παρουσιάσει τις επιστολές που αντάλλαξαν, αλλά σκιαγραφεί και τη σχέση των δυο ανθρώπων, τη σχέση δηλαδή του Μυριβήλη με τον Αλέξ. Παπαναστασίου, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και τον Γιώργο Κοτζιούλα.
Το κακό με την αλληλογραφία των λογοτεχνών είναι ότι στο αρχείο του καθενός υπάρχουν συνήθως μόνο οι επιστολές που έλαβε ο λογοτέχνης από τους ομοτέχνους του, και όχι εκείνες που έστειλε, εκτός αν είχε κρατήσει αντίγραφο -αλλά αυτό σπάνια γινόταν. Έτσι, για να παρουσιαστεί η πλήρης εικόνα της αλληλογραφίας δύο λογοτεχνών πρέπει να γίνει συγχώνευση υλικού από δύο αρχεία, κάτι που δεν είναι πάντοτε εύκολο. Ας πούμε, στο αρχείο Λαπαθιώτη που απόκειται στο ΕΛΙΑ δεν υπάρχει καμιά επιστολή του Μυριβήλη και γενικά υπάρχουν ελάχιστες επιστολές. Από άλλη πηγή έχει βρεθεί μία επιστολή Μυριβήλη προς Λαπαθιώτη, αλλά για να συμπληρωθεί το παζλ θα πρέπει να περιμένουμε να αξιοποιηθεί κάποτε το μυθικό αρχείο Λαπαθιώτη που κατέχουν οι αδελφοί Παπανδρέου.
Για τη μελέτη που αφορά τον Κοτζιούλα, και γενικά για τη φιλία Μυριβήλη-Κοτζιούλα, δεν θα γράψω πολλά, γιατί έχω ήδη αναφερθεί στο θέμα αυτό σ’ ένα παλιότερο άρθρο μου. Επισημαίνω πάντως ότι η μελέτη της Ν. Λυκούργου συνοδεύεται από χρήσιμη βιβλιογραφική επισημείωση, όπου αποδελτιώνονται όλες οι συνεργασίες του Γ. Κοτζιούλα με τις εφημερίδες Ταχυδρόμος (Μυτιλήνης) και Δημοκρατία, τις οποίες διεύθυνε ο Μυριβήλης.
Οι σχέσεις του Μυριβήλη με τον Λαπαθιώτη άρχισαν το 1930 όταν ο Λαπαθιώτης, που τότε διατηρούσε τη στήλη της κριτικής βιβλίου στο περιοδικό Πειθαρχία, έγραψε δύο πολύ επαινετικές κριτικές για το βιβλίο Η ζωή εν τάφω του Μυριβήλη, το οποίο είχε μόλις κάνει τη δεύτερη έκδοσή του, τη λεγόμενη “αθηναϊκή” -είχε προηγηθεί η πρώτη έκδοση το 1924 στη Μυτιλήνη, που όμως παρά τις ενθουσιώδεις κριτικές δεν είχε διαδοθεί πολύ έξω από τα όρια του νησιού. (Την έχω, με ιδιόχειρη αφιέρωση του Μυριβήλη στη γιαγιά μου). Στην πρώτη μάλιστα κριτική, ο Λαπαθιώτης αντιπαραθέτει τη Ζωή εν τάφω με μια συλλογή πολεμικών διηγημάτων ενός ατάλαντου αλλά πολυγράφου ανθυπολοχαγού, του Ι. Βερνάρδου (Αξέχαστος πόνος ήταν ο τίτλος της), τον οποίο φυσικά μαστιγώνει στην κριτική του. Η δεύτερη κριτική είναι ολόκληρη αφιερωμένη στον Μυριβήλη, και εκεί ο Λαπαθιώτης γράφει: “Δεν ξέρω πραγματικά τι θα συνέβαινε αν κι ο Μυριβήλης ήταν ξένος, έγραφε σε μια γλώσσα διεθνή -γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά. Η φήμη θα τον έπαιρνε στα μαγικά φτερά της και θα μας τον έφερνε με δόξες και τιμές”. (Η εκτίμηση αυτή του Λαπαθιώτη μού φαίνεται σωστή. Όμως, όπως θα δούμε στην τέταρτη μελέτη του βιβλίου, η Ζωή εν τάφω άργησε να μεταφραστεί στα γαλλικά, κι όταν πια εκδόθηκε (το 1932) η μεν Γαλλία ήταν βυθισμένη στην οικονομική κρίση, το δε πλατύ κοινό είχε πια χορτάσει την πολεμική λογοτεχνία).
Διαβάζοντας λοιπόν τις θερμές κριτικές του Λαπαθιώτη, ο Μυριβήλης του έγραψε από τη Μυτιλήνη για να τον ευχαριστήσει κι έτσι άρχισε η αλληλογραφία τους. Σε επόμενο γράμμα του, στις 22.8.1930, ο Λαπαθιώτης, νομίζοντας ότι ο Μυριβήλης είναι τοποθετημένος στην αριστερά, όπως άλλοι αντιπολεμικοί συγγραφείς, του κάνει την εξής πρόταση: “Θα σας ήθελα, ίσα-ίσα, και για κάτι άλλο. Ο γιατρός κ. Αντωνιάδης, που έβγαλε το γνωστό βιβλίο για τις Σοβιετικές χώρες, ρίχνει την ιδέα της συμπήξεως ενός συνδέσμου διανοουμένων, φίλων της Σοβιετικής Ρωσίας, όπως είναι παντού, εκτός από εδώ. Τι λέτε; Σας συλλογίστηκα αμέσως. Περιμένω νέα σας“.
Η απάντηση του Μυριβήλη λανθάνει, αλλά από το επόμενο γράμμα του Λαπαθιώτη καταλαβαίνουμε ότι απέρριψε την ιδέα της σύστασης ενός “Συνδέσμου φίλων της ΕΣΣΔ”, που του είχε προτείνει ο Λαπαθιώτης. Γράφει ο Λαπαθιώτης, είκοσι μέρες αργότερα, έχοντας πάρει την απάντηση του Μυριβήλη:
“… Θα μπορούσε τότε να γίνει μια ένωση διανοουμένων ΄αντιπολεμική’. Πρέπει, κάπως, να βρισκόμαστε όλοι μαζί. Και σε μια τέτοια ένωση, θα μπορούσε να συμπεριληφθούν κι άλλοι, αν όχι όλοι -που θα τους τρόμαζε η πρώτη εκδοχή.
Έχετε απόλυτο δίκιο όσον αφορά τη Ρωσία: δεν ξέρει κανένας πού βαδίζει· φοβερά πράματα συμβαίνουν, το μαχαίρι ακονίζεται, ακόμα, φοβερό…
Αλλά μια ένωση ‘αντιπολεμική’ θα ήταν, ακριβώς ό,τι ζητάμε. Θα ήταν μια παλμώδης κι ολοζώντανη διαμαρτυρία όλων μας, συσσωματωμένων, για το εκλεκτό ανθρώπινο ιδανικό μας! Τι λέτε;
Θα πείτε: τι σημασία έχουν όλ’ αυτά τα ακαδημαϊκά πράματα, ενόσω βασιλεύει η σκλαβιά. Και όμως, έχουν. Οι άνθρωποι έχουν ξυπνήσει, ώστε να καταλαβαίνουν αρκετά. Το καθετί θα ήταν ωφέλιμο και συντελεστικό.
Τα διαβήματά μας θα ήταν κοινά και αδελφωμένα. Ένα ‘ενιαίο μέτωπο΄μέσα στη σκληρή πραγματικότητα. Είναι κι αυτό κάτι“.
Τη φράση του Λαπαθιώτη “ενόσω βασιλεύει η σκλαβιά”, η Ν. Λυκούργου τη θεωρεί υπαινιγμό κατά της κυβέρνησης Βενιζέλου, αλλά εγώ δεν αποκλείω η αναφορά του Λαπαθιώτη να είναι ευρύτερη και να εννοεί τον καπιταλισμό.
Δεν ξέρουμε αν και τι απάντησε ο Μυριβήλης, διότι αυτή είναι η τελευταία επιστολή της αλληλογραφίας Μυριβήλη-Λαπαθιώτη που σώζεται. Αντιπολεμική ένωση διανοουμένων δεν ιδρύθηκε, ωστόσο ο Λαπαθιώτης υπέγραψε, στα τέλη του 1930, έκκληση 30 διανοουμένων για να μην εκτελεσθούν οι καταδικασμένοι σε θάνατο κομμουνιστές φαντάροι του Καλπακιού. Ο Μυριβήλης δεν την υπέγραψε, και (από εδώ και πέρα αυτά που γράφω δεν τα έχω πάρει από το βιβλίο της Ν. Λυκούργου, αλλά από δική μου έρευνα) αργότερα ειρωνεύτηκε από την εφημερίδα του τους “κομμουνίζοντες διανοούμενους” που “χάλασαν τον κόσμο” (Ταχυδρόμος Μυτιλήνης, 7.11.31).
Αλλά και όλο το προηγούμενο δοάστημα ο Μυριβήλης συνέχισε να υποστηρίζει την (σοσιαλδημοκρατική, θα λέγαμε σήμερα) πολιτική του Παπαναστασίου αλλά και να κάνει σκληρές επιθέσεις προς τους κομμουνιστές από την εφημερίδα του. Μάλιστα στις 16.10.1931 ο Μυριβήλης κατάγγειλε σε πρωτοσέλιδο άρθρο ότι δέχτηκε απειλητική ανώνυμη επιστολή από οπαδούς του ΚΚΕ, ειρωνεύτηκε ως “κοινωνιολόγο πορτοφολά” τον Θανάση Κλάρα [τον μετέπειτα Άρη Βελουχιώτη] και με την ευκαιρία αυτή μίλησε για τους “κομμουνιστοποιούς”, τους εύπορους διανοούμενους κομμουνιστές που ξεσηκώνουν εκ του ασφαλούς τα “κορόιδα”: “Αυτοί βάζουν τις αστικές παντούφλες των όταν τα θύματά των -τα κορόιδα, οι χωρικοί και οι εργάτες- ταξιδεύουν με κελεψέδες στην εξορία. Αυτοί ψήνουν κάστανα και συζητούν περί του πενταετούς σχεδίου, όταν τα εύπιστα θύματά των -τα κορόιδα οι χωρικοί και οι εργάτες- κόβουνε καρφί στην τρίτη θέση. Αυτοί κάνουν τις εγκαταστάσεις των νέων ηλεκτρικών των και φεγγοβολούν από την υπερεκχειλίζουσαν αστικήν υγείαν των και χαίρουνται τη θαλπωρή της οικογενειακής γαλήνης, όταν οι γυναίκες και τα παιδάκια των θυμάτων των, των εξόριστων κορόιδων των, κλαίνε και τους καταριούνται γιατί τους εστέρησαν χειμωνιάτικα το μόνο τους αποκούμπι“.
Λίγο αργότερα μάλιστα, αντιδρώντας σε σχόλιο της μυτιληνιάς εφημερίδας Δημοκράτης (που πρόσκειταν στον Γ. Παπανδρέου), η οποία θεώρησε όψιμο τον αντικομμουνισμό του, ο Μυριβήλης καυχήθηκε: “Αντικομμουνιστικώς εργαζόμεθα από το 1923 … Αν έχει περιέργειαν ή ευσυνειδησίαν, ας διαβάσει ‘Καμπάναν’ [την τότε εφημερίδα του Μυριβήλη] ή ‘Ριζοσπάστην΄εκείνης της εποχής. Εκεί θα ιδεί την λύσσαν του επισήμου οργάνου του Κομμουνιστικού Κόμματος εναντίον μας γιατί εκρατήσαμεν τις Ενώσεις των Εφέδρων μακράν από την εκμετάλλευσιν που επεχείρησε τότε να κάνει η ρωσική προπαγάνδα” (Ταχυδρόμος, 20.10.1931). Μερικές μέρες αργότερα (3.11.1931), ο Ριζοσπάστης δημοσίευε ανταπόκριση από Μυτιλήνη, στην οποία καταγγελλόταν ότι η απειλητική επιστολή ήταν κατασκευασμένη από τον “φασίστα και γελωτοποιό” Μυριβήλη, και ότι ο Μυριβήλης χρηματιζόταν για αυτά που έγραφε εναντίον των κομμουνιστών (όλη η ανταπόκριση εδώ). Και βέβαια, όπως ξέρουμε, η κόντρα Μυριβήλη και ΚΚΕ συνεχίστηκε ανειρήνευτη και στα επόμενα χρόνια.
Αλλά θα επιστρέψω στην αλληλογραφία μεταξύ συγγραφέων. Σήμερα, άραγε, γράφουν γράμματα οι συγγραφείς ή έχουν όλοι τους περάσει σε ηλεμηνύματα; Και ύστερα από δεκαετίες, θα κυκλοφορήσουν άραγε μελέτες (όχι απαραιτήτως σε χάρτινο βιβλίο) που να μελετούν την ηλαλληλογραφία τους;
Κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες, από τις εκδόσεις της Εστίας, το βιβλίο της κυρίας Νίκης Λυκούργου, “Αγαπητέ Στρατή…“, που περιέχει τέσσερις μελέτες σχετικές με τη ζωή και το έργο του συγγραφέα Στρατή Μυριβήλη, μελέτες που βασίζονται σε επιστολές που περιέχονται στο αρχείο Μυριβήλη. Η Νίκη Λυκούργου, που δίδασκε μέχρι πρόσφατα στο τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ, έχει ασχοληθεί επί σειρά ετών με τον Μυριβήλη και με το αρχείο του. Το βιβλίο θα το αναζητούσα έτσι κι αλλιώς, γιατί μου αρέσει να διαβάζω αλληλογραφία συγγραφέων, πολύ περισσότερο που ο Μυριβήλης με ενδιαφέρει ιδιαίτερα και ο ίδιος αλλά και λόγω της καταγωγής του από τη Μυτιλήνη, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο πατέρας μου -με την ευρύτερη έννοια, κι εγώ Μυτιληνιός λογαριάζομαι.
Ένας λόγος παραπάνω να με ενδιαφέρει το βιβλίο ήταν ότι μια μελέτη εξετάζει την αλληλογραφία Λαπαθιώτη-Μυριβήλη, ενώ μια άλλη έχει να κάνει με την αλληλογραφία Κοτζιούλα-Μυριβήλη, δηλαδή με δυο αγαπημένους μου συγγραφείς που τους μελετώ εδώ και χρόνια. Η τρίτη μελέτη, που δίνεται σε επίμετρο, εξετάζει τις πρώτες μεταφράσεις της Ζωής εν Τάφω, του μυθιστορήματος που καθιέρωσε τον Μυριβήλη, ενώ η πρώτη παρουσιάζει μιαν ανέκδοτη επιστολή του Αλέξανδρου Παπαναστασίου προς τον Μυριβήλη, γραμμένη κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, όταν ο πολιτικός ήταν κρατούμενος και υπόδικος ύστερα από το κίνημα του 1935.
Οι μελέτες που απαρτίζουν το βιβλίο βασίζονται σε προηγούμενες ανακοινώσεις και δημοσιεύσεις της συγγραφέα, που όμως ήταν διεσπαρμένες σε μάλλον δυσεύρετα έντυπα κι έτσι απρόσιτες σε όποιον δεν είναι ταχτικός θαμώνας των βιβλιοθηκών. Επιπλέον, με την ευκαιρία της δημοσίευσής τους σε βιβλίο, η συγγραφέας ξαναδούλεψε το υλικό, πρόσθεσε πλούσιον υπομνηματισμό και επικαιροποίησε τις αναφορές της, προσφέροντας υποδειγματική δουλειά. Και βέβαια, η Ν. Λυκούργου δεν περιορίζεται στο να παρουσιάσει τις επιστολές που αντάλλαξαν, αλλά σκιαγραφεί και τη σχέση των δυο ανθρώπων, τη σχέση δηλαδή του Μυριβήλη με τον Αλέξ. Παπαναστασίου, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και τον Γιώργο Κοτζιούλα.
Το κακό με την αλληλογραφία των λογοτεχνών είναι ότι στο αρχείο του καθενός υπάρχουν συνήθως μόνο οι επιστολές που έλαβε ο λογοτέχνης από τους ομοτέχνους του, και όχι εκείνες που έστειλε, εκτός αν είχε κρατήσει αντίγραφο -αλλά αυτό σπάνια γινόταν. Έτσι, για να παρουσιαστεί η πλήρης εικόνα της αλληλογραφίας δύο λογοτεχνών πρέπει να γίνει συγχώνευση υλικού από δύο αρχεία, κάτι που δεν είναι πάντοτε εύκολο. Ας πούμε, στο αρχείο Λαπαθιώτη που απόκειται στο ΕΛΙΑ δεν υπάρχει καμιά επιστολή του Μυριβήλη και γενικά υπάρχουν ελάχιστες επιστολές. Από άλλη πηγή έχει βρεθεί μία επιστολή Μυριβήλη προς Λαπαθιώτη, αλλά για να συμπληρωθεί το παζλ θα πρέπει να περιμένουμε να αξιοποιηθεί κάποτε το μυθικό αρχείο Λαπαθιώτη που κατέχουν οι αδελφοί Παπανδρέου.
Για τη μελέτη που αφορά τον Κοτζιούλα, και γενικά για τη φιλία Μυριβήλη-Κοτζιούλα, δεν θα γράψω πολλά, γιατί έχω ήδη αναφερθεί στο θέμα αυτό σ’ ένα παλιότερο άρθρο μου. Επισημαίνω πάντως ότι η μελέτη της Ν. Λυκούργου συνοδεύεται από χρήσιμη βιβλιογραφική επισημείωση, όπου αποδελτιώνονται όλες οι συνεργασίες του Γ. Κοτζιούλα με τις εφημερίδες Ταχυδρόμος (Μυτιλήνης) και Δημοκρατία, τις οποίες διεύθυνε ο Μυριβήλης.
Οι σχέσεις του Μυριβήλη με τον Λαπαθιώτη άρχισαν το 1930 όταν ο Λαπαθιώτης, που τότε διατηρούσε τη στήλη της κριτικής βιβλίου στο περιοδικό Πειθαρχία, έγραψε δύο πολύ επαινετικές κριτικές για το βιβλίο Η ζωή εν τάφω του Μυριβήλη, το οποίο είχε μόλις κάνει τη δεύτερη έκδοσή του, τη λεγόμενη “αθηναϊκή” -είχε προηγηθεί η πρώτη έκδοση το 1924 στη Μυτιλήνη, που όμως παρά τις ενθουσιώδεις κριτικές δεν είχε διαδοθεί πολύ έξω από τα όρια του νησιού. (Την έχω, με ιδιόχειρη αφιέρωση του Μυριβήλη στη γιαγιά μου). Στην πρώτη μάλιστα κριτική, ο Λαπαθιώτης αντιπαραθέτει τη Ζωή εν τάφω με μια συλλογή πολεμικών διηγημάτων ενός ατάλαντου αλλά πολυγράφου ανθυπολοχαγού, του Ι. Βερνάρδου (Αξέχαστος πόνος ήταν ο τίτλος της), τον οποίο φυσικά μαστιγώνει στην κριτική του. Η δεύτερη κριτική είναι ολόκληρη αφιερωμένη στον Μυριβήλη, και εκεί ο Λαπαθιώτης γράφει: “Δεν ξέρω πραγματικά τι θα συνέβαινε αν κι ο Μυριβήλης ήταν ξένος, έγραφε σε μια γλώσσα διεθνή -γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά. Η φήμη θα τον έπαιρνε στα μαγικά φτερά της και θα μας τον έφερνε με δόξες και τιμές”. (Η εκτίμηση αυτή του Λαπαθιώτη μού φαίνεται σωστή. Όμως, όπως θα δούμε στην τέταρτη μελέτη του βιβλίου, η Ζωή εν τάφω άργησε να μεταφραστεί στα γαλλικά, κι όταν πια εκδόθηκε (το 1932) η μεν Γαλλία ήταν βυθισμένη στην οικονομική κρίση, το δε πλατύ κοινό είχε πια χορτάσει την πολεμική λογοτεχνία).
Διαβάζοντας λοιπόν τις θερμές κριτικές του Λαπαθιώτη, ο Μυριβήλης του έγραψε από τη Μυτιλήνη για να τον ευχαριστήσει κι έτσι άρχισε η αλληλογραφία τους. Σε επόμενο γράμμα του, στις 22.8.1930, ο Λαπαθιώτης, νομίζοντας ότι ο Μυριβήλης είναι τοποθετημένος στην αριστερά, όπως άλλοι αντιπολεμικοί συγγραφείς, του κάνει την εξής πρόταση: “Θα σας ήθελα, ίσα-ίσα, και για κάτι άλλο. Ο γιατρός κ. Αντωνιάδης, που έβγαλε το γνωστό βιβλίο για τις Σοβιετικές χώρες, ρίχνει την ιδέα της συμπήξεως ενός συνδέσμου διανοουμένων, φίλων της Σοβιετικής Ρωσίας, όπως είναι παντού, εκτός από εδώ. Τι λέτε; Σας συλλογίστηκα αμέσως. Περιμένω νέα σας“.
Η απάντηση του Μυριβήλη λανθάνει, αλλά από το επόμενο γράμμα του Λαπαθιώτη καταλαβαίνουμε ότι απέρριψε την ιδέα της σύστασης ενός “Συνδέσμου φίλων της ΕΣΣΔ”, που του είχε προτείνει ο Λαπαθιώτης. Γράφει ο Λαπαθιώτης, είκοσι μέρες αργότερα, έχοντας πάρει την απάντηση του Μυριβήλη:
“… Θα μπορούσε τότε να γίνει μια ένωση διανοουμένων ΄αντιπολεμική’. Πρέπει, κάπως, να βρισκόμαστε όλοι μαζί. Και σε μια τέτοια ένωση, θα μπορούσε να συμπεριληφθούν κι άλλοι, αν όχι όλοι -που θα τους τρόμαζε η πρώτη εκδοχή.
Έχετε απόλυτο δίκιο όσον αφορά τη Ρωσία: δεν ξέρει κανένας πού βαδίζει· φοβερά πράματα συμβαίνουν, το μαχαίρι ακονίζεται, ακόμα, φοβερό…
Αλλά μια ένωση ‘αντιπολεμική’ θα ήταν, ακριβώς ό,τι ζητάμε. Θα ήταν μια παλμώδης κι ολοζώντανη διαμαρτυρία όλων μας, συσσωματωμένων, για το εκλεκτό ανθρώπινο ιδανικό μας! Τι λέτε;
Θα πείτε: τι σημασία έχουν όλ’ αυτά τα ακαδημαϊκά πράματα, ενόσω βασιλεύει η σκλαβιά. Και όμως, έχουν. Οι άνθρωποι έχουν ξυπνήσει, ώστε να καταλαβαίνουν αρκετά. Το καθετί θα ήταν ωφέλιμο και συντελεστικό.
Τα διαβήματά μας θα ήταν κοινά και αδελφωμένα. Ένα ‘ενιαίο μέτωπο΄μέσα στη σκληρή πραγματικότητα. Είναι κι αυτό κάτι“.
Τη φράση του Λαπαθιώτη “ενόσω βασιλεύει η σκλαβιά”, η Ν. Λυκούργου τη θεωρεί υπαινιγμό κατά της κυβέρνησης Βενιζέλου, αλλά εγώ δεν αποκλείω η αναφορά του Λαπαθιώτη να είναι ευρύτερη και να εννοεί τον καπιταλισμό.
Δεν ξέρουμε αν και τι απάντησε ο Μυριβήλης, διότι αυτή είναι η τελευταία επιστολή της αλληλογραφίας Μυριβήλη-Λαπαθιώτη που σώζεται. Αντιπολεμική ένωση διανοουμένων δεν ιδρύθηκε, ωστόσο ο Λαπαθιώτης υπέγραψε, στα τέλη του 1930, έκκληση 30 διανοουμένων για να μην εκτελεσθούν οι καταδικασμένοι σε θάνατο κομμουνιστές φαντάροι του Καλπακιού. Ο Μυριβήλης δεν την υπέγραψε, και (από εδώ και πέρα αυτά που γράφω δεν τα έχω πάρει από το βιβλίο της Ν. Λυκούργου, αλλά από δική μου έρευνα) αργότερα ειρωνεύτηκε από την εφημερίδα του τους “κομμουνίζοντες διανοούμενους” που “χάλασαν τον κόσμο” (Ταχυδρόμος Μυτιλήνης, 7.11.31).
Αλλά και όλο το προηγούμενο δοάστημα ο Μυριβήλης συνέχισε να υποστηρίζει την (σοσιαλδημοκρατική, θα λέγαμε σήμερα) πολιτική του Παπαναστασίου αλλά και να κάνει σκληρές επιθέσεις προς τους κομμουνιστές από την εφημερίδα του. Μάλιστα στις 16.10.1931 ο Μυριβήλης κατάγγειλε σε πρωτοσέλιδο άρθρο ότι δέχτηκε απειλητική ανώνυμη επιστολή από οπαδούς του ΚΚΕ, ειρωνεύτηκε ως “κοινωνιολόγο πορτοφολά” τον Θανάση Κλάρα [τον μετέπειτα Άρη Βελουχιώτη] και με την ευκαιρία αυτή μίλησε για τους “κομμουνιστοποιούς”, τους εύπορους διανοούμενους κομμουνιστές που ξεσηκώνουν εκ του ασφαλούς τα “κορόιδα”: “Αυτοί βάζουν τις αστικές παντούφλες των όταν τα θύματά των -τα κορόιδα, οι χωρικοί και οι εργάτες- ταξιδεύουν με κελεψέδες στην εξορία. Αυτοί ψήνουν κάστανα και συζητούν περί του πενταετούς σχεδίου, όταν τα εύπιστα θύματά των -τα κορόιδα οι χωρικοί και οι εργάτες- κόβουνε καρφί στην τρίτη θέση. Αυτοί κάνουν τις εγκαταστάσεις των νέων ηλεκτρικών των και φεγγοβολούν από την υπερεκχειλίζουσαν αστικήν υγείαν των και χαίρουνται τη θαλπωρή της οικογενειακής γαλήνης, όταν οι γυναίκες και τα παιδάκια των θυμάτων των, των εξόριστων κορόιδων των, κλαίνε και τους καταριούνται γιατί τους εστέρησαν χειμωνιάτικα το μόνο τους αποκούμπι“.
Λίγο αργότερα μάλιστα, αντιδρώντας σε σχόλιο της μυτιληνιάς εφημερίδας Δημοκράτης (που πρόσκειταν στον Γ. Παπανδρέου), η οποία θεώρησε όψιμο τον αντικομμουνισμό του, ο Μυριβήλης καυχήθηκε: “Αντικομμουνιστικώς εργαζόμεθα από το 1923 … Αν έχει περιέργειαν ή ευσυνειδησίαν, ας διαβάσει ‘Καμπάναν’ [την τότε εφημερίδα του Μυριβήλη] ή ‘Ριζοσπάστην΄εκείνης της εποχής. Εκεί θα ιδεί την λύσσαν του επισήμου οργάνου του Κομμουνιστικού Κόμματος εναντίον μας γιατί εκρατήσαμεν τις Ενώσεις των Εφέδρων μακράν από την εκμετάλλευσιν που επεχείρησε τότε να κάνει η ρωσική προπαγάνδα” (Ταχυδρόμος, 20.10.1931). Μερικές μέρες αργότερα (3.11.1931), ο Ριζοσπάστης δημοσίευε ανταπόκριση από Μυτιλήνη, στην οποία καταγγελλόταν ότι η απειλητική επιστολή ήταν κατασκευασμένη από τον “φασίστα και γελωτοποιό” Μυριβήλη, και ότι ο Μυριβήλης χρηματιζόταν για αυτά που έγραφε εναντίον των κομμουνιστών (όλη η ανταπόκριση εδώ). Και βέβαια, όπως ξέρουμε, η κόντρα Μυριβήλη και ΚΚΕ συνεχίστηκε ανειρήνευτη και στα επόμενα χρόνια.
Αλλά θα επιστρέψω στην αλληλογραφία μεταξύ συγγραφέων. Σήμερα, άραγε, γράφουν γράμματα οι συγγραφείς ή έχουν όλοι τους περάσει σε ηλεμηνύματα; Και ύστερα από δεκαετίες, θα κυκλοφορήσουν άραγε μελέτες (όχι απαραιτήτως σε χάρτινο βιβλίο) που να μελετούν την ηλαλληλογραφία τους;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου