Θήρα και Θηρασία: η πρώτη αντιμετώπιση της προϊστορίας στο Αιγαίο του 19ου αιώνα.
Η επεισοδιακή ανασκαφή προϊστορικών κτιρίων στη Θηρασία
το 1866 που τροφοδότησε μελέτες για την ιστορία της αρχαιολογίας
Η επεισοδιακή ανασκαφή προϊστορικών κτιρίων στη Θηρασία
το 1866 που τροφοδότησε μελέτες για την ιστορία της αρχαιολογίας
Ίρις Τζαχίλη
Ότι η αρχαιολογία είναι πρακτική του παρόντος, ενός εκάστοτε παρόντος που φέρνει μαζί τη σφραγίδα και τις επιλογές της εποχής του στην επιδίωξη της γνώσης του παρελθόντος είναι κάτι που από πάντα όσοι την αναλάμβαναν είχαν συνείδηση. Αυτό συνέβαινε από τότε που γεννήθηκε, τον 19ο αιώνα ως νέα επιστήμη μαζί με τη γεωλογία, τη βιολογία, την ανθρωπολογία. Καλό είναι να το θυμόμαστε αυτό, δηλαδή το ότι η αρχαιολογία, η μελέτη της υλικής πλευράς του παρελθόντος είναι σχετικά νέα επιστήμη, συνδεδεμένη από τη γένεσή της με τον εξελικτισμό. Οι προηγούμενες ενασχολήσεις είχαν σχέση απλώς με την ανάγνωση των πηγών και την ιστορία της τέχνης.
Αυτό, η εκάστοτε σύνδεση με το παρόν, θεωρήθηκε κακό πράγμα.
Έδειχνε έλλειψη επιστημονικότητας, έλλειψη ανεξαρτησίας. Άλλωστε για να το καταγγείλουν το ανέφεραν οι τότε λόγιοι, είτε λόγω εκκλησιαστικών δογμάτων εξ ορισμού εναντίον του εξελικτισμού είτε λόγω εξυπηρέτησης της αποικιοκρατίας και της αιτιολόγησής της ή λόγω συντηρητικών ακαδημαϊκών ιδεολογιών. Όλοι αυτοί οι παράγοντες ήταν εμπόδια, πίστευαν οι δυναμικοί επιστήμονες της εποχής. Η επιστήμη οφείλει να μιλά αντικειμενικά, να επιδιώκει ένα νυν και αεί. Διότι ως επιστήμη, ακόμη και ανθρωπιστική, διεκδικεί το αντικειμενικό, το σταθερό, οφείλει να προχωρά σε ένα σωστό που έρχεται με την πρόοδο, στην προοδευτικά οικοδομούμενη αλλά αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Θρησκευτικές και πολιτικές παρεμβολές την εμπόδιζαν σε αυτό και οι πρώτοι αρχαιολόγοι προσπαθούσαν να τις αποφύγουν, όταν βέβαια μπορούσαν ή το συνειδητοποιούσαν.
Μόνο την τελευταία εικοσιπενταετία άρχισε να τραβά το ενδιαφέρον η συνολική κατάσταση της πρακτικής και της θεωρίας στο ιστορικό της πλαίσιο. Εμφανίστηκε έτσι το πεδίο της ιστορίας της αρχαιολογίας. Η αρχαιολογία άρχισε να αντιμετωπίζεται ως κλάδος της ιστορίας και άρχισαν να φωτίζονται και να εξηγούνται με τη βοήθεια της επιστημολογίας η αλληλεπίδραση των ιστορικών γεγονότων και των επιστημολογικών επιλογών. Κυρίως φάνηκε ότι η πορεία ενός κλάδου καθορίζεται από την πορεία συγγενών κλάδων, σκοπιμοτήτων και συγκυριακών φαινομένων. Ιδίως όταν πρόκειται για βαθιά θέματα ταυτότητας όπως το πώς οι άνθρωποι ιστορούν το παρελθόν τους. Μία ενέργεια (π.χ. μία αρχαιολογική εκστρατεία), ή ένα συμβάν (όπως μία αρχαιολογική ανασκαφή), χαρακτηρίζεται από το επίπεδο και τα ενδιαφέροντα του κλάδου και των ρευμάτων της εποχής, αλλά και συγκυριακά φαινόμενα όπως οι στρατιωτικές κινήσεις (Αποστολή του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, Επιστημονική Αποστολή στον Μωριά). Ας θυμηθούμε τη μεγάλη θεολογικοϊστορική σύγκρουση στη Γερμανία των αρχών του 20ού αιώνα με το όνομα Babel-und-die-Bibel-Streit για την ιστορικότητα ή όχι της Βίβλου. Και ας μη λησμονούμε ότι αυτή συνέπιπτε και με την προώθηση των γερμανικών συμφερόντων στη Μεσοποταμία. Οι φορείς τότε ήταν συντηρητικά σώματα όπως οι ακαδημίες ή μοναστικά τάγματα ή μουσεία και πανεπιστήμια. Άρα υπεισέρχοναι τα σημαντικά θέματα των θεσμών που διαμορφώνουν την εικόνα μίας ευρείας κοινής γνώμης για το παρελθόν.
Το προϊστορικό σπίτι γκρεμίστηκε για να μην εμποδίζει την εξόρυξη…
Ως παράδειγμα θα αναφερθώ σε ένα θέμα, αυτό της Θηρασίας, για το οποίο πρόσφατα έγινε μία ημερίδα με θέμα «Η αρχαιολογική ανακάλυψη της Θηρασίας το 1866 και το ιστορικό και επιστημολογικό της πλαίσιο», που οργανώθηκε από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ., το Πανεπιστήμιο Κρήτης, τη Γαλλική Σχολή Αθηνών και το Ινστιτούτο Μεσογειακών Ερευνών στον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων. Ο στόχος ήταν η ιστορική διάσταση εκείνων των αρχικών ερευνών.
Από την αρχή του 19ου αιώνα με την πύκνωση των θαλασσίων επικοινωνιών η θηραϊκή γη, η λεγόμενη άσπα, θεωρήθηκε ιδιαίτερα κατάλληλη για τη δημιουργία υδραυλικού κονιάματος και την κατασκευή λιμενικών έργων. Προς τα μέσα του αιώνα άρχισε να εμπορευματοποιείται σε σημαντικό βαθμό με τη δημιουργία μεγάλων λατομείων στο χείλος της καλντέρας και στη νότια Θηρασία. Το θηραϊκό χώμα είναι η στρώση ηφαιστειακών υλικών από τη μεγάλη μινωική έκρηξη τον 16ο αιώνα π.Χ. που καθόρισε τη σημερινή μορφή του συμπλέγματος των θηραϊκών νήσων. Αυτό το χώμα είναι που αποσπάται και εμπορευματοποιείται. Παρεμπιπτόντως σε αυτή την τελευταία στρώση εγκιβωτίστηκαν τα πάντα: πολιτείες, ύπαιθρος, ζώα, δέντρα, έδαφος, καλλιέργειες, λιμάνια, εμπορεύματα και πιθανόν πλοία, όλα όσα αποτελούσαν την ορατή και υλική πλευρά του νησιού. Ανθρώπους πάντως εγκιβωτισμένους όπως στην Πομπηία κανείς δεν βρήκε μέχρι τώρα. Μετά τις τελευταίες εκτινάξεις, μία έρημος απέμεινε με ριπές αέρα να σηκώνουν τη σκόνη και καταρρακτώδεις βροχές κατά καιρούς. Για να ξαναϋπάρξει ανθρώπινη παρουσία εκεί πέρασαν δύο ή τρεις αιώνες. Τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι στο βάθος αυτής της στρώσης και πατούν σε προεκρηξιακά στρώματα. Γι’ αυτό εμφανίζονται κατά τις εργασίες εξόρυξης.
Όλα αυτά ωστόσο τα ξέρουμε εμείς τώρα. Τον καιρό που έγινε η ανακάλυψη των προϊστορικών κτισμάτων τίποτα δεν ήταν γνωστό. Η μεγάλη έκρηξη των υλικών δεν είχε χρονολογηθεί ούτε ήταν γνωστή η ύπαρξη προϊστορίας στο Αιγαίο, ούτε καλά καλά προϊστορία δεν υπήρχε, τουλάχιστον δεν είχε όνομα. Οι Μυκήνες και η Τροία βρίσκονταν στο μυαλό των περιηγητών ή στη μυθολογία και ο Έβανς ήταν έφηβος μόλις 15 χρονών.
Οι νήσοι όπου συνέβησαν τα γεγονότα, η Θήρα και η μικρή Θηρασία ζούσαν στους ρυθμούς μίας ευημερούσας σχετικά μικρής κοινότητας την οποία τάραξε η έκρηξη του ηφαιστείου του 1866 που τράβηξε το ενδιαφέρον γεωλόγων και δημοσιογράφων. Η ζωή παρ’ όλες τις τεκτονικές διαταράξεις συνεχιζόταν. Στη νότια άκρη της Θηρασίας στα λατομεία συνεχιζόταν η αφαίρεση με τρόπους επικίνδυνους της θηραϊκής γης για τα μεγάλα λιμενικά έργα της Μεσογείου, μεταξύ αυτών και του Σουέζ. Το ίδιο και η εξίσου επικίνδυνη φόρτωσή της στα πλοία: το χώμα κατακρημνιζόταν σε σακιά ή χύδην από την κορυφή του γκρεμού, πάνω από 100 μέτρα ύψος, μέσω αγωγών στη θάλασσα όπου βρίσκονταν τα πλοία. Κάθε τόσο στα ορυχεία ανεξήγητα εμφανίζονταν ευθείες γραμμές λίθων και κονιαμάτων που σε λίγο ήταν καταφανές ότι ήταν τοίχοι που ενοχλούσαν. Αυτή ήταν η αρχή.
Η υπό διαμόρφωση μεσαία τάξη πλοιοκτητών, επιχειρηματιών και γαιοκτημόνων καθολικών και ορθοδόξων ήταν ενήμερη για την ύπαρξη αρχαιοτήτων και τη σημασία τους (παρεμπιπτόντως και την οικονομική) και είχαν συγκροτηθεί συλλογές. Αμέσως λοιπόν σταμάτησαν τα έργα στο πλάτωμα Αλαφούζου στη νότια Θηρασία όπου φάνηκαν οι τοίχοι, και ξεκίνησαν ανασκαφές. Παράλληλα το τυχαίο γεγονός της έκρηξης συγκέντρωσε στο νησί ηφαιστειολόγους ενήμερους για τη σημασία των αρχαιοτήτων όπως ο Χριστομάνος και ο Φουκέ, τους οποίους επικουρούσαν τοπικοί λόγιοι όπως ο Δεκιγάλλας και ο Νομικός. Έτσι η παρούσα για άλλους λόγους ακαδημαϊκή κοινότητα παρακολούθησε και την ανασκαφή με κάποια αμηχανία. Δεν υπήρχαν συγκρίσεις ούτε μυθολογικά-φιλολογικά στοιχεία. Κατ' αρχήν θεωρήθηκε νεολιθική θέση διότι δεν είχαν βρεθεί μέταλλα. Αλλά σε τρία χρόνια η Γαλλική Σχολή επεξέτεινε τις έρευνες στη Θήρα, στο Ακρωτήρι και κατόπιν των νέων ευρημάτων τοποθέτησε το εύρημα στην εποχή του Χαλκού. Οι Ευρωπαϊκές Ακαδημίες και κυρίως η Γαλλική παρακολουθούσαν ενθουσιώδεις τα «χειροκροτήματα των γιγάντων» όπως ονόμαζε ο Χριστομάνος τις εκσφενδονίσεις λίθων. Οι τοπικοί λόγιοι διέδιδαν τα νέα με θαυμασμό και ο Φουκέ περπατούσε αδιάκοπα παντού σκαλίζοντας τα χώματα για να εντοπίσει τα γεωλογικά στρώματα με ανθρώπινη κατοίκηση. Το θέμα είχε ξεφύγει από τη μικρή κοινωνία. Το νότιο Αιγαίο ήταν σε αναβρασμό λόγω της Κρητικής Επανάστασης, η κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ τελείωνε και εμφανίζονταν τα πρώτα σημάδια της κρίσης του αιγυπτιακού βαμβακιού.
Σε λίγα χρόνια το προϊστορικό σπίτι γκρεμίστηκε για να μην εμποδίζει την εξόρυξη. Το όλο θέμα σύντομα ξεχάστηκε. Ήταν η εποχή του ένδοξου Ερρίκου Σλήμαν. Νέες θέσεις συγκέντρωναν τον θαυμασμό, οι Μυκήνες, οι Δελφοί, η Δήλος. Η αρχαία Ελλάδα κατέχει πάντα την πρώτη θέση. Ποιος πια να ασχοληθεί με τη Θήρα, τη Θηρασία και τα σπίτια τους, χωρίς επιγραφές και μυθολογία; Η επανάκαμψή τους στο προσκήνιο με τον Σπυρίδωνα Μαρινάτο σχετιζόταν με την καταστροφή της Κρήτης και τον μύθο της Ατλαντίδας.
Ολόκληρη η ιστορική έρευνα με το θέμα της Θηρασίας αφήνει την αίσθηση ενός πολύπλοκου φαινομένου με διαστάσεις ακόμη αδιερεύνητες. Πίσω από ένα τόσο πρόσκαιρο συμβάν ποικίλα θέματα ξεπροβάλλουν, άσχετα εκ πρώτης όψεως: οι αρχαιολογικές συλλογές, η δύναμη των μοναστικών καθολικών ταγμάτων, η παγκοσμιότητα των οικονομικών κινήσεων, η δυναμική της Κρητικής Επανάστασης, οι δυνατότητες της τυπογραφίας της εποχής, ο αντίκτυπος στην Ιταλία, οι αρχαιολογικές γνώσεις και ο φεμινισμός της εποχής. Στην πρώτη αιγαιακή ανασκαφή καθρεφτίστηκε η εποχή της και αντίστροφα η ίδια ήταν αντανάκλαση των καιρών.
Αυτή δεν είναι φυσικά η μόνη περίπτωση ανασκαφής όπου έγιναν μελέτες της ιστορίας της αρχαιολογίας. Ο Θανάσης Καλπαξής έκανε ενδελεχείς μελέτες για τις περιπτώσεις της Σάμου και της Κέρκυρας, όπως ο Jack Davis, ο Μιχάλης Φωτιάδης, ο Νεκτάριος Καραδήμας, ο Γιάννης Χαμηλάκης για να αναφερθώ σε πολύ λίγους.
Η αναγκαία διεύρυνση της συζήτησης
Στο πλαίσιο της ιστορίας της αρχαιολογίας έχουν γίνει μεγάλες συζητήσεις για θέματα όπως οι εθνικισμοί και η πολιτική, κατά το παλαιότερο και πρόσφατο παρελθόν. Αλλά νομίζω ότι η θεματική είναι περιορισμένη, οι καταγγελίες δεν φτάνουν, ούτε η περίφημη προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ως στόχος.
Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να τεθούν υπό συζήτηση και μερικά θέματα της τρέχουσας πρακτικής, επείγοντα και φανταχτερά (εκθέσεις, μουσεία…) που κάτω από τη λάμψη τους κρύβουν την απουσία θεωρίας και τη λήψη του ζητούμενου ως αυτονόητη. Κάνουμε παρουσιάσεις, βίντεο, ταινίες, ιστοσελίδες, πιο εντυπωσιακές η μία από την άλλη. Αλλά τα βασικά ερωτήματα δεν τα θέτουμε. Μιλούμε για ευρήματα, αλλά ένα εύρημα τι είναι, πώς συγκροτείται; Από μόνο του είναι ένα πρόβλημα προς αντιμετώπιση. Πώς ορίζεται, γιατί χρησιμοποιείται η λέξη βρίσκω, και γιατί στον αρχαιολογικό ορίζοντα κάποιος πρέπει να δρα ως ευρετής; Γιατί ό,τι παλαιότερο έχει μεγαλύτερη αξία;
Κατόπιν θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το ακόμη δυσκολότερο ερώτημα: αριστούργημα τι είναι; Ποιος, ποιοι, ποια παράδοση σκέψης καθιερώνει ένα αριστούργημα; Ποιος αποφασίζει τι είναι αριστούργημα και τι όχι; Ποιος καθορίζει την αξία των αριστουργημάτων; Πριν λίγο καιρό οι ελληνικές αρχαιολογικές εφορείες κατάρτισαν έναν κατάλογο έργων που δεν επιτρέπεται να φύγουν ποτέ από την Ελλάδα. Λόγω ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας φαντάζομαι. Αλλά βάσει ποιας κοινής παραδοχής αυτό αποφασίστηκε, πώς απονέμονται τα εύσημα του αριστουργήματος; Για τη σύγχρονη τέχνη έχουν γίνει μελέτες που φωτίζουν αυτούς τους μηχανισμούς. Αναφέρομαι στις μελέτες του Jean Clair και του Pierre Bourdieu. Αλλά για την αρχαία ή τη μεσαιωνική; Ποια είναι η επαμφοτερίζουσα σχέση με την ιστορία της τέχνης, αυτό το μονίμως επανερχόμενο θέμα; Με ποιους μηχανισμούς προωθείται μία θεματική ή μία θέση στη δημοσιότητα; Η καρδιά της υπόστασης της αρχαιολογίας, της υλικής υπόστασης των παρελθουσών κοινωνιών βρίσκεται γύρω από τα ερωτήματα αυτά και τις συμπαρομαρτούσες πρακτικές.
Νομίζω ότι αν η αρχαιολογία είναι θέμα του παρόντος, ένα ολόκληρο πολύπτυχο θεμάτων θα προκύψει από μία ματιά στις ανακοινώσεις του Υπουργείου Πολιτισμού, στις ειδήσεις και στις ημερήσιες διατάξεις των Αρχαιολογικών Συμβουλίων. Η αρχαιολογική πρακτική, από την ονοματοδοσία ώς τις θεματικές των εκθέσεων –δημόσιες και ιδιωτικές– και ώς τις χορηγίες είναι η σύγχρονη ιστορία της αρχαιολογίας, ας την πλησιάσουμε.
ΧΡΟΝΟΣ 13 (05.2014) |
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου