Πέταξα στη φωτιά ένα σάπιο
κούτσουρο, δεν είχα προσέξει πως στο εσωτερικό του ήταν πυκνά κατοικημένο από
μυρμήγκια.
Έτριξε το κούτσουρο, ξεχύθηκαν τα
μυρμήγκια και σε απόγνωση έτρεχαν, έτρεχαν στην επιφάνεια του και σφάδαζαν, καιγόμενα
από τις φλόγες. Άρπαξα το κούτσουρα και το πέταξα στην άκρη. Τώρα πια πολλά
μυρμήγκια είχαν σωθεί – έτρεχαν στην άμμο και στις τρύπες των πεύκων. Εκείνο
όμως που ήταν παράξενο, ήταν ότι δεν έτρεχαν μακριά από τη φωτιά. Μόλις
ξεπέρασαν το τρόμο τους, γύριζαν, περιστρέφονταν και – θαρρείς και κάποια
δύναμη τα έλκυε προς τα πίσω, προς την εγκαταλελειμμένη πατρίδα! – και ήταν
πολλά αυτά που επέστρεφαν στο φλεγόμενο κούτσουρο, ορμούσαν σ’ αυτό και πέθαιναν
εκεί…
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου