Γράφει: Αλέξανδρος Στεργιόπουλος
Τι υπάρχει στο «πριν» κάθε συγγραφέα, κάθε ποιητή; Σαν αναγνώστες βρισκόμαστε πάντα στο «μετά», στη στιγμή που το έργο τού κάθε λογοτέχνη «περπατάει». Τη στιγμή που κατεβάζουμε το βιβλίο από το ράφι και το ξεσκονίζουμε, ο δημιουργός ίσως να «ξεσκονίζει» τις σκέψεις του, τις προσλαμβάνουσες και τα ερεθίσματα που θα οδηγήσουν το χέρι του στο χαρτί για να γράψει κάτι καινούριο. Η διαδικασία ίσως είναι επίπονη και κοπιαστική πνευματικά για τον ίδιο, όμως θέλουμε να συμμετάσχουμε. Το διάβασμα είναι απόλαυση, αλλά τι ήταν αυτό που άναψε τη σπίθα για να πάρει φωτιά η πένα και να «ζωντανέψει» η λευκή σελίδα; Ποια ήταν η αφορμή για να «γεννηθούν» τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Ψάχνουμε, βρίσκουμε και απαντάμε.
Τι υπάρχει στο «πριν» κάθε συγγραφέα, κάθε ποιητή; Σαν αναγνώστες βρισκόμαστε πάντα στο «μετά», στη στιγμή που το έργο τού κάθε λογοτέχνη «περπατάει». Τη στιγμή που κατεβάζουμε το βιβλίο από το ράφι και το ξεσκονίζουμε, ο δημιουργός ίσως να «ξεσκονίζει» τις σκέψεις του, τις προσλαμβάνουσες και τα ερεθίσματα που θα οδηγήσουν το χέρι του στο χαρτί για να γράψει κάτι καινούριο. Η διαδικασία ίσως είναι επίπονη και κοπιαστική πνευματικά για τον ίδιο, όμως θέλουμε να συμμετάσχουμε. Το διάβασμα είναι απόλαυση, αλλά τι ήταν αυτό που άναψε τη σπίθα για να πάρει φωτιά η πένα και να «ζωντανέψει» η λευκή σελίδα; Ποια ήταν η αφορμή για να «γεννηθούν» τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Ψάχνουμε, βρίσκουμε και απαντάμε.
Το «αν» στην Ιστορία δεν έχει καμία
αξία, αφού όταν αυτή εξελισσόταν είχε ήδη ξεχαστεί. Η αποστασιοποίηση,
όμως, εισάγει τον υποθετικό σύνδεσμο και δίνει άλλη οπτική στα
γεγονότα. Το έργο που επιλέγουμε, αυτήν τη φορά, είναι η «Δίκη» του
Φραντς Κάφκα, συγγραφέας εβραϊκής καταγωγής, γεννημένος στην Πράγα το
1883. Ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες του 20ου αιώνα, που ίσως η υστεροφημία του να ήταν λίγο μικρότερη, αν ο Μαξ Μπροντ δεν ήταν τόσο διορατικός και πραγματικός φίλος του.
Έτσι, λοιπόν, «τι θα γινόταν αν η
επιθυμία του Κάφκα, λίγο πριν το θάνατο του, να καταστραφούν όλα όσα
είχε γράψει ή σχεδιάσει, όπως ανέφερε στην πρώτη του διαθήκη,
πραγματοποιούνταν;» Πολύ απλά, δεν θα είχαμε την ευκαιρία να διαβάσουμε
μια «Δίκη» που μας στοιχειώνει ακόμη. Ευτυχώς, ο Μπροντ έδειξε… ασέβεια.
Ευτυχώς, που το «αν» δεν βρήκε την απάντηση του.
Οι γενεσιουργοί παράγοντες
Το έργο δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του
δημιουργού, το 1925. To 1914 είναι η χρονιά έμπνευσης για τη «Δίκη» (και
τον «Πύργο»). Εκείνη την περίοδο εργάζεται ως υπάλληλος στην ημικρατική
ασφαλιστική εταιρία «Arbeiter Unfall Versicherungs Anstalt»,
η οποία εξετάζει εργατικά ατυχήματα. Η εμπλοκή του αφορούσε στην
πρόληψη βιομηχανικών ατυχημάτων· μεταξύ άλλων, συνέτασσε έγγραφα σχετικά
με την πολιτική της εταιρείας. Παράλληλα, επιθεωρούσε εργοστάσια και
αντιπροσώπευε την ασφαλιστική στα δικαστήρια, μιας και είχε σπουδάσει στη Νομική και είχε αναγορευτεί διδάκτωρ της επιστήμης.
Το εργασιακό του περιβάλλον, λοιπόν
αποτελεί την πηγή της «Δίκης», όμως πριν επεκταθούμε, υπάρχουν άλλοι δυο
σημαντικοί παράγοντες που συνέβαλαν στη δημιουργία του πασίγνωστου
έργου. Ο πρώτος αφορά στον Φίοντορ Ντοστογιέφσκι και το «Έγκλημα και Τιμωρία».
Σύμφωνα με έρευνα που έκανε ο καθηγητής πανεπιστημίου της Μεντελίν στην
Κολομβία, Γκιγιέρμο Σάντσεθ Τρούιλο, ο Κάφκα βοηθήθηκε από το βιβλίο
του Ρώσου συγγραφέα. Συγκεκριμένα, ο καθηγητής ανακάλυψε ότι ο
συγγραφέας χρησιμοποίησε τα τρία πρώτα κεφάλαια του δεύτερου μέρους από
το «Έγκλημα και Τιμωρία» για να οργανώσει το δικό του έργο. Εντούτοις,
δεν ωθήθηκε στο σημείο να δώσει, κατά κάποιον τρόπο, επικριτική απάντηση
στο μεταφυσικό του Ντοστογιέφσκι, αλλά στην ουσία κάνει μια
σκεπτικιστική αναμόρφωση του θρησκευτικού σύμπαντος με εξωπραγματικά
χαρακτηριστικά.
Ο δεύτερος παράγοντας έχει σχέση με τον
πατέρα του, Χέρμαν Κάφκα. Η «Επιστολή προς τον πατέρα» γράφτηκε κατά το
μεγαλύτερο μέρος της το 1919 στο πανδοχείο Στυντ κι ο συγγραφέας άρχισε
να τη δακτυλογραφεί το 1920, όταν αποφάσισε να στείλει το πρωτότυπο στη
Μιλένα Γέσενκα. Εκεί φαίνεται η υποταγή στην πατρική φιγούρα και
διαβάζουμε πως ο πατέρας του μια νύχτα τον έβγαλε και τον παράτησε μόνο
του στο κρύο. Το περιστατικό αυτό του καλλιέργησε τη φοβία ότι ανά πάσα
στιγμή ήταν δυνατόν να τον βρει κάποια τιμωρία. Δεν είναι λοιπόν
παράλογη η σύνδεση με τη «Δίκη». Η πρώτη φράση του έργου είναι
χαρακτηριστική: Κάποιος θα πρέπει να συκοφάντησε τον Γιόζεφ Κ., διότι χωρίς να έχει κάνει τίποτα κακό, ένα ωραίο πρωί συνελήφθη. Δεν χρειάζεται σχολιασμό η πρόταση στην Επιστολή που αναφέρει: τούτη την τρομερή δίκη που εκκρεμεί ανάμεσα σ’ εσάς και σ’ εμένα.
Επιστροφή στο χώρο εργασίας. Στη «Δίκη»,
ο Κάφκα επιχειρεί μια κατά κάποιον τρόπο διαπόμπευση της γραφειοκρατίας
της εποχής, στην Αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Για πολλούς το
μυθιστόρημα αυτό είναι μια απόκοσμη προ-επιστημονική αναφορά στα
ψυχολογικά τρικ που χρησιμοποίησαν μετέπειτα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Αυτά είναι τα στοιχεία που συνθέτουν την
εξίσωση της δημιουργίας της «Δίκης». Τα σκαλοπάτια πάνω στα οποία
πάτησε ο Κάφκα για να γράψει το περίφημο αυτό έργο.
Ο μηχανισμός της «Δίκης»
Ο γερμανικός τίτλος Der Prozess υπονοεί
εκτός από τη «Δίκη» και τη «Διαδικασία». Οδηγεί τον αναγνώστη στο
εξοργιστικό συναίσθημα του αναπόφευκτου και αφήνει την ενστικτώδη
εντύπωση ότι ο μηχανισμός έχει τεθεί σε κίνηση και η διαδικασία θα
προχωρήσει, παρά τις απεγνωσμένες μας παραινέσεις για το αντίθετο.
Είναι προφανές ότι ο Κάφκα ρίχνει τα
βέλη του στην εξουσία, το νόμο, τη γραφειοκρατία και την άσκηση της
κατευθυνόμενης Δικαιοσύνης. Το πλήθος που είναι χωρισμένο στην ανάκριση,
συμβολίζει την σύγχυση στο μυαλό του. Οι επευφημίες είναι η πεποίθηση
του ότι μπορεί να γλυτώσει, η σιωπή των υπολοίπων η ανησυχία του. Το
παράλογο, το ανεξήγητο κυριαρχούν. Στοιχεία που «έχτισαν» αυταρχικά
κράτη, ολοκληρωτικά.
Αναπόφευκτα ο Κάφκα γίνεται επίκαιρος,
όπως κάθε κλασικός συγγραφέας. Το νοσηρό περιβάλλον της «Δίκης» δεν
είναι καθόλου ξένο με το σήμερα. Γι’ αυτό και στο λεξιλόγιο μας έχει
προστεθεί ο όρος «καφκικός» που αναφέρεται σε ακατανόητα φαινόμενα, στην
περιγραφή δαιδαλωδών καταστάσεων που μερικές φορές για να
αντιμετωπιστούν επιστρατεύεται το χιούμορ. Όπως στην αρχή του έργου,
όπου απαντά στο ερώτημα των εισβολέων που του ανακοινώνουν ότι έχει
συλληφθεί: …ξαφνιάστηκα βέβαια πολύ, ωστόσο σκληραγωγείται κανείς με τις εκπλήξεις.
Δεν είναι λίγες οι στιγμές που νιώθει ο
καθένας ότι ο νόμος είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να μην υπάρχει διάκριση
μεταξύ θύτη και θύματος. Ο Κ. στο 3ο κεφάλαιο πάει μόνος του στην αίθουσα της ανάκρισης χωρίς πρόσκληση…
…και στον επίλογο, βρίσκει το θάνατο σαν το σκυλί.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου