Το Ρίτσλαντ Σέντερ είναι μια ασήμαντη κωμόπολη περίπου 5.000
κατοίκων στην Πολιτεία του Γουισκόνσιν στις ΗΠΑ. Αν εξαιρέσει κανείς ότι
εδώ γεννήθηκαν ένας από τους κορυφαίους αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα, ο
Φρανκ Λόιντ Ράιτ, και τρεις γερουσιαστές, το Ρίτσλαντ Σέντερ δεν
παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον. Αλλά το 2008 εγκαταστάθηκε στην πόλη
κάποια γηραιά κυρία ονόματι Λάνα Πίτερς. Ηταν 82 ετών, με προβλήματα
υγείας, και ζούσε πάμπτωχη σε ένα μικρό διαμέρισμα. Επρεπε να περάσουν
τρία χρόνια, να πεθάνει από καρκίνο του παχέος εντέρου, για να μάθουν οι
νεότερες γενιές πως η γηραιά κυρία ήταν η Σβετλάνα Αλιλούγεβα, η κόρη
του Στάλιν, το «σπουργιτάκι» του, όπως την αποκαλούσε, που τον Απρίλιο
του 1967 έφτανε αεροπορικώς στο αεροδρόμιο Κένεντι από την Ελβετία.
Το «σπουργιτάκι» πέταξε στην Ελβετία από την Ινδία, όπου είχε
μεταβεί τον Οκτώβριο του 1966, συνοδεύοντας την τέφρα του ινδού
δημοσιογράφου και μέλους του Κομμουνιστικού Κόμματος Μπρατζές Σινγκ, ο
οποίος είχε πεθάνει στη Μόσχα. Η Σβετλάνα συζούσε μαζί του και σκόπευε
να τον παντρευτεί, αλλά δεν πρόλαβε, μολονότι είχαν ετοιμαστεί όλα τα
χαρτιά. Το κόμμα, επιπλέον, δεν ενέκρινε τον γάμο και ο τότε
πρωθυπουργός Αλεξέι Κοσίγκιν τής είπε πως οι Ινδοί κακομεταχειρίζονται
τις συζύγους τους.
Στις 6 Μαρτίου 1967, δύο ημέρες πριν από την επιστροφή της στη
σοβιετική πρωτεύουσα, η Σβετλάνα ετοίμασε τις βαλίτσες της, πήγε
κατευθείαν στην αμερικανική πρεσβεία στο Νέο Δελχί και ζήτησε πολιτικό
άσυλο. Πιο μπροστά, είχε επισκεφθεί τη σοβιετική πρεσβεία, όπου υπέβαλε
το αίτημα να της εγκριθεί παράταση της παραμονής της στην Ινδία για έναν
χρόνο. Ο πρέσβης ονόματι Μπενεντίκτοφ της συνέστησε να επιστρέψει
αμέσως στη Σοβιετική Ενωση. «Τον ήξερα. Είναι πολύ πουριτανός. Αυτό ήταν
ανόητο εκ μέρους του. Οταν ένας σοβιετικός πρέσβης συνιστά σε έναν
πολίτη της Σοβιετικής Ενωσης να επιστρέψει αμέσως στη χώρα του, τον
κάνει καχύποπτο. Η Σβετλάνκα (σ.σ.: χαϊδευτικό του Σβετλάνα) γνώριζε
πολύ καλά τι συνηθιζόταν σε τέτοιες περιπτώσεις. Ηξερε πως αυτό σήμαινε
δυσπιστία - πολιτική δυσπιστία. Μπορεί ακόμη να σήμαινε και κακό τέλος
για την ίδια» γράφει ο Χρουστσόφ στα «Απομνημονεύματά» του.
Η αγάπη μιας γάτας
Τα «Απομνημονεύματα» του Χρουστσόφ εκδόθηκαν στη Δύση το 1970. Και
εκεί εκφράζει τη μεγάλη συμπάθειά του στη Σβετλάνα, για όσα πέρασε και
για τη δύσκολη ζωή με έναν πατέρα που την αγαπούσε περισσότερο από όλα
τα παιδιά του, αλλά φερόταν και σε εκείνη με την ίδια σκληρότητα που
έδειχνε στους πάντες. «Την αγαπούσε, αλλά εξέφραζε την αγάπη του με
ζωώδη τρόπο. Η τρυφερότητά του ήταν ίδια μ' εκείνη της γάτας για το
ποντίκι» έγραφε ο Χρουστσόφ.
Ομως η συμπεριφορά του πρέσβη Μπενεντίκτοφ έπαιξε μικρότερο ρόλο
από όσο υποθέτει ο Χρουστσόφ. Η Σβετλάνα, κατά πάσα πιθανότητα, τα είχε
σχεδιάσει όλα νωρίτερα και ενδεχομένως ζήτησε να παρατείνει την παραμονή
της στην Ινδία προκειμένου να προετοιμάσει καλύτερα το σχέδιο της
αναχώρησής της στη Δύση. Ισως δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελβετία
συνάντησε τον Τζορτζ Κέναν, πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στη Μόσχα (1951-52),
ειδικό στα περί Ρωσίας, επάνω στη θεωρία του οποίου ότι η Σοβιετική
Ενωση είναι επεκτατική χώρα βασίστηκε το Δόγμα Τρούμαν. Αυτός τη
βοήθησε, αμέσως μετά την άφιξή της στις ΗΠΑ, να εγκατασταθεί στο
Πρίνστον, να δώσει διαλέξεις στο εκεί πανεπιστήμιο και, κυρίως: να
εκδώσει την ίδια χρονιά το βιβλίο της «Twenty Letters to a Friend»
(Είκοσι γράμματα σε έναν φίλο) που σάρωσε σε πωλήσεις και της απέφερε το
τεράστιο ποσό των 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων. Μεγάλη επιτυχία είχε και
το δεύτερο βιβλίο της «Only One Year» (Μόνο ένας χρόνος), το οποίο ο
επιφανέστερος διανοούμενος και κριτικός της εποχής, Εντμουντ Γουίλσον,
χαρακτήρισε ούτε λίγο ούτε πολύ εφάμιλλο του «Δόκτορος Ζιβάγκο».
Το πώς κατέληξε η Σβετλάνα να ζει τα τελευταία χρόνια της ζωής της
άσημη, ξεχασμένη και μ' ένα προνοιακό επίδομα είναι μια ιστορία την
οποία δύσκολα θα μπορούσε να συλλάβει και ο πιο ευφάνταστος
μυθιστοριογράφος.
Η «πριγκίπισσα του Κρεμλίνου»
Το κοριτσάκι που γεννήθηκε το 1926 ήταν φαινομενικά εξαιρετικά
τυχερό. Ο πατέρας του κυβερνούσε μια μεγάλη αυτοκρατορία και η μητέρα
του, Ναντέζντα Αλιλούγεβα, υπήρξε επιφανές στέλεχος του κόμματος και από
τις πρώτες φεμινίστριες. Τη Σβετλάνκα αποκαλούσαν «πριγκίπισσα του
Κρεμλίνου». Ηταν, όμως, μια πριγκίπισα δυστυχής που ποτέ δεν κατάφερε να
ξεπεράσει το σοκ από την αυτοκτονία της μητέρας της το 1932. Και σε όλη
τη ζωή της αναζητούσε τον πρίγκιπα που ποτέ δεν είχε. Η ίδια έλεγε στα
γεράματά της πως ο μεγάλος έρωτάς της ήταν ο πρώτος, στα 16 της χρόνια,
το 1942, με τον σκηνοθέτη Αλεξέι Κάπλερ, 23 χρόνια μεγαλύτερό της. Ο
Στάλιν, όμως, δεν θα ενέκρινε ποτέ έναν τέτοιο δεσμό. Οταν το
πληροφορήθηκε (του το «κάρφωσε», σύμφωνα με την ίδια, ο αδελφός της
Βασίλι που τη ζήλευε επειδή ο Στάλιν τής είχε αδυναμία), ο «Πατερούλης»
έλυσε το πρόβλημα με τον πιο «δραστικό» τρόπο: έστειλε τον Κάπλερ για
δέκα χρόνια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στον Αρκτικό Κύκλο. Τότε, λέει η
Σβετλάνα, έμαθε για πρώτη φορά ότι ο πατέρας της διέθετε τη δύναμη να
φυλακίζει και να εξορίζει ανθρώπους. Βεβαίως, έχει κανείς κάθε δικαίωμα
να αμφιβάλλει. Η Σβετλάνα δεν έλεγε πάντα την αλήθεια ή όλη την αλήθεια.
Η πριγκίπισσα ήταν ένα δυστυχισμένο κορίτσι. Αλλά ποιος ήταν
ευτυχισμένος στην οικογένεια Στάλιν; Η δεύτερη γυναίκα του δικτάτορα
αυτοκτόνησε όταν η Σβετλάνα ήταν έξι ετών. Ο αδελφός της Βασίλι ήταν
ατίθασος και χοντροκέφαλος και πέθανε αλκοολικός στα 40 του. Ο
Χρουστσόφ, μάλιστα, γράφει στα «Απομημονεύματά» του πως ο Στάλιν τον
μαστίγωνε τακτικά. Ο γιος του Γιάκοφ Τζουγκασβίλι από τον πρώτο του γάμο
συνελήφθη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τους Γερμανούς οι οποίοι τον
έκλεισαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου και πέθανε, αφού ο Στάλιν είχε
αρνηθεί να τον ανταλλάξει με έναν γερμανό στρατηγό που κρατούσαν
αιχμάλωτο οι Σοβιετικοί.
Γάμοι και διαζύγια
Στο πανεπιστήμιο, κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Σβετλάνα
συνδέθηκε με έναν συμφοιτητή της, τον Γκριγκόρι Μορόζοφ, εβραϊκής
καταγωγής. Οταν θέλησε να τον παντρευτεί, ο Στάλιν έγινε έξαλλος - αλλά
ενέδωσε τελικά. «Τράβα στο διάολο. Παντρέψου τον, αλλά εγώ δεν θα
συναντήσω ποτέ τον Εβραίο σου» της είπε. Η Σβετλάνα απέκτησε ένα παιδί
με τον Μορόζοφ, τον Ιωσήφ, αλλά σύντομα ο γάμος διαλύθηκε.
Τον επόμενο γάμο τής τον κανόνισε ο Στάλιν. Ο σύζυγος ήταν ο
Γιούρι, γιος του διαβόητου και αλκοολικού Αντρέι Ζντάνοφ, που υπήρξε το
δεξί χέρι του Στάλιν και έμεινε στην Ιστορία για τη φοβερή του αναφορά
το 1947 εναντίον
της ποιήτριας Αννας Αχμάτοβα και του σατιρικού συγγραφέα Μιχαήλ Ζόσενκο. Από τον Γιούρι Ζντάνοφ η Σβετλάνα απέκτησε μια κόρη, τη Γεκατερίνα, όμως ούτε και αυτός ο γάμος ήταν ευτυχής. Τον Γιούρι Ζντάνοφ τον συμπαθούσαν όλοι στο πολιτικό γραφείο, συμπεριλαμβανομένου και του Χρουστσόφ, όμως η Σβετλάνα τον εύρισκε ψυχρό και αδιάφορο. Ακολούθησε διαζύγιο.
της ποιήτριας Αννας Αχμάτοβα και του σατιρικού συγγραφέα Μιχαήλ Ζόσενκο. Από τον Γιούρι Ζντάνοφ η Σβετλάνα απέκτησε μια κόρη, τη Γεκατερίνα, όμως ούτε και αυτός ο γάμος ήταν ευτυχής. Τον Γιούρι Ζντάνοφ τον συμπαθούσαν όλοι στο πολιτικό γραφείο, συμπεριλαμβανομένου και του Χρουστσόφ, όμως η Σβετλάνα τον εύρισκε ψυχρό και αδιάφορο. Ακολούθησε διαζύγιο.
Το τελευταίο χαμόγελο του Στάλιν
Το 1953 ο Στάλιν πέθανε. Να πώς περιγράφει η Σβετλάνα τη στιγμή του
θανάτου του: «Η αγωνία του θανάτου ήταν φριχτή. Στην πραγματικότητα
πέθαινε από ασφυξία καθώς τον κοιτούσαμε. Σ' αυτό που έμοιαζε το
τελευταίο λεπτό άνοιξε ξαφνικά τα μάτια του κι έριξε ένα βλέμμα σε όλους
στο δωμάτιο. Ηταν ένα βλέμμα τρομερό, παρανοϊκό ή ίσως οργισμένο και
γεμάτο φόβο για τον θάνατο».
Ο Χρουστσόφ περιγράφει μιαν άλλη, εξίσου σοκαριστική σκηνή: «Κάποια
στιγμή, κατά τη διάρκεια της ημέρας, ο Στάλιν ανέκτησε τις αισθήσεις
του. Μολονότι εξακολουθούσε να μην μπορεί να μιλήσει, το πρόσωπό του
άρχισε να κινείται. Του έδιναν με το κουταλάκι σούπα και ζεστό τσάι.
Σήκωσε το χέρι κι έδειξε κάτι στον τοίχο. Τα χείλη του σχημάτισαν ένα
αδιόρατο χαμόγελο. Κατάλαβα ότι ήθελε να πει κάτι και να τον προσέξουμε.
Κατάλαβα γιατί έδειχνε με το χέρι του. Μια εικόνα ήταν κρεμασμένη στον
τοίχο από το περιοδικό "Ογκονιόκ". Μια ρεπροντιξιόν πίνακα ενός
καλλιτέχνη που παρίστανε ένα κοριτσάκι να ταΐζει κάποιο αρνάκι από ένα
κέρατο. Τη στιγμή εκείνη ο Στάλιν έπαιρνε τροφή από το κουτάλι κι ήταν
σαν να ήθελε να μας πει "βρίσκομαι στην ίδια θέση με το αρνάκι που το
μικρό κορίτσι το τρέφει με το κέρατο. Κι εσείς κάνετε το ίδιο σ' εμένα
με το κουτάλι". Επειτα άρχισε να σφίγγει ένα προς ένα τα χέρια όλων μας.
Του έδωσα το χέρι μου και το έσφιξε με το αριστερό χέρι του, γιατί δεν
μπορούσε να κουνήσει το δεξί. Με αυτό το σφίξιμο των χεριών έδειχνε τα
αισθήματά του».
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Χρουστσόφ είναι ειλικρινής εδώ, όπως
άλλωστε και η Σβετλάνα. Τρία χρόνια αργότερα, στο 20ό Συνέδριο του
Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης, ο Χρουστσόφ θα κατήγγελλε
τα εγκλήματα του Στάλιν. Στα «Απομνημονεύματά» του εν τούτοις
παραλείπει να αναφέρει ότι τον μυστικό λόγο του στο 20ό Συνέδριο, προτού
τον εκφωνήσει, τον είχε διαβάσει στη Σβετλάνα.
Χορεύοντας με το ζόρι
Στην Αμερική η Σβετλάνα, λίγο καιρό μετά την άφιξή της, θα έκαιγε
το σοβιετικό της διαβατήριο, θα σταυροκοπιόταν σε κάθε πρόσφορη ευκαιρία
(αν και όταν ζούσε στη Μόσχα δεν ήταν θρήσκα), θα κατήγγελλε με τον πιο
κατηγορηματικό τρόπο το σοβιετικό σύστημα ως απάνθρωπο και θα
αποκαλούσε τον πατέρα της «πνευματικό και ηθικό τέρας». Είναι αρκετά
χαρακτηριστικό και ένα άλλο γεγονός που αναφέρει ο Χρουστσόφ, μολονότι η
Σβετλάνα το αρνείται: παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1953, έτους θανάτου του
Στάλιν, στην ντάτσα του τελευταίου έχουν κληθεί όλα τα μέλη του
Πολιτικού Γραφείου να γιορτάσουν μαζί του το νέο έτος. Το συμπόσιο
καταλήγει σε χορό, το γραμμόφωνο παίζει χορευτική μουσική και χορεύουν
οι πάντες, διότι, κατά τον Χρουστσόφ, «όταν ο Στάλιν λέει "χόρεψε",
χορεύεις».
Η συνέχεια, όπως την περιγράφει ο ίδιος: «Θα έλεγα ότι η διάθεση
στο πάρτι ήταν εν γένει καλή. Τότε εμφανίστηκε η Σβετλάνκα. Δεν ξέρω αν
την κάλεσαν ή αν ήλθε μόνη της. Βρέθηκε στο μέσον μιας ομάδας ανθρώπων
που ήταν μεγαλύτεροί της, για να το θέσω επιεικώς. Μόλις έφτασε αυτή η
νηφάλια νέα γυναίκα» - ο Χρουστσόφ υπονοεί ότι οι υπόλοιποι, όπως
συνέβαινε σε όλα τα δείπνα του Στάλιν, τα είχαν κοπανήσει, θέλοντας και
μη, για τα καλά - ο «Πατερούλης» τής ζήτησε να χορέψει. «Το έβλεπα πως
εκείνη ήταν κουρασμένη. Σχεδόν δεν κουνιόταν καθώς χόρευε. Χόρεψε λίγο
και δοκίμασε να σταματήσει, αλλά ο πατέρας της επέμενε. Εκείνη πήγε και
στάθηκε δίπλα στο γραμμόφωνο ακουμπώντας τον αγκώνα της στον τοίχο. Ο
Στάλιν την πλησίασε και πήγα κι εγώ κοντά... "Συνέχισε, Σβετλάνκα,
χόρεψε! Είσαι η οικοδέσποινα, χόρεψε λοιπόν!" είπε. "Ηδη χόρεψα, πατέρα.
Είμαι κουρασμένη". Τότε ο Στάλιν την άρπαξε και την τράβηξε από τα
μαλλιά. Την είδα να κοκκινίζει και να κυλούν δάκρυα από τα μάτια της.
Εκείνος την τράβηξε πιο δυνατά και την έσυρε πίσω στην πίστα του χορού»
γράφει ο Χρουστσόφ. Η Σβετλάνα διέψευσε αργότερα ότι συνέβη το
περιστατικό, όμως οι ιστορικοί, που μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής
Ενωσης το ερεύνησαν, λένε ότι όντως έτσι έγινε.
Η πολιτική κρατούμενη του Στάλιν
Στο Πρίνστον η Σβετλάνα γνώρισε μια δαιμονική γυναίκα, την
Ολγκιβάνα Λόιντ Ράιτ, χορεύτρια από το Μαυροβούνιο και χήρα του Φρανκ
Λόιντ Ράιτ. Η Ολγκιβάνα είχε μια κόρη που και εκείνη την έλεγαν Σβετλάνα
και είχε σκοτωθεί σε τροχαίο δυστύχημα. Η γνωριμία υπήρξε μοιραία
- όμως η Σβετλάνα σε όλη τη ζωή της προκαλούσε τη μοίρα. Και η σχέση που
αναπτύχθηκε μεταξύ τους ήταν καθαρά φροϊδική: η Σβετλάνα έβλεπε στο
πρόσωπο της Ολγκιβάνα τη μητέρα της που αυτοκτόνησε και η Ολγκιβάνα, η
οποία ήταν ως τον λαιμό βουτηγμένη στη θεοσοφία, τη θεωρούσε ενσάρκωση
της σκοτωμένης κόρης της. Η χήρα του Φρανκ Λόιντ Ράιτ γνώρισε στη
Σβετλάνα τον αρχιτέκτονα Γουέσλι Πίτερς. Σύντομα παντρεύτηκαν και
απέκτησαν μια κόρη, την Ολγα. Και εξίσου σύντομα χώρισαν.
Για τη Σβετλάνα αυτό ήταν το τρίτο διαζύγιο. Στο μεταξύ, τα
ιλιγγιώδη ποσά που της απέφεραν τα δύο βιβλία της στην Αμερική είχαν
κατασπαταληθεί από την Ολγκιβάνα και τον Πίτερς, που η Σβετλάνα πλήρωσε
όλα του τα χρέη.
Η Σβετλάνα δεν μπορούσε να σταθεί σε έναν τόπο. Στις αρχές της
δεκαετίας του 1980 πήγε στην Αγγλία με τη δικαιολογία ότι έψαχνε ένα
καλό σχολείο για την Ολγα, την κόρη που απέκτησε από τον Πίτερς. Στην
πραγματικότητα ήθελε να ξεφύγει από έναν κόσμο ή μια ζωή που δεν
καταλάβαινε ή δεν ήθελε να καταλάβει.
Τα χρόνια περνούσαν και γινόταν εριστική και επιθετική, αρχίζοντας
να μοιάζει όλο και περισσότερο στον πατέρα της, χωρίς να μπορεί να
απαλλαγεί από τα αισθήματα αγάπης - μίσους που ένιωθε για τον Στάλιν.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν ο Γκορμπατσόφ ανήλθε στην εξουσία,
όσοι γνώριζαν τα πράγματα είχαν καταλάβει πως ο Ψυχρός Πόλεμος
βρισκόταν στο τέλος του.
Τα διεθνή ΜΜΕ είχαν πάψει από χρόνια να ενδιαφέρονται για την κόρη
του Στάλιν. Τα δύο βιβλία της ήταν πλέον μια ξεχασμένη ιστορία και
εκδότη για άλλα δεν εύρισκε. Τότε αποφάσισε να επιστρέψει στη Μόσχα, να
ανακτήσει τη σοβιετική υποκοότητα και να ξαναβρεί τα παιδιά που είχε
αφήσει πίσω της. Η υπηκοότητα της δόθηκε αμέσως. Στη Μόσχα ο γιος της
Ιωσήφ αρνήθηκε να συνδεθεί με την αδελφή του Ολγα. Η άλλη της κόρη,
Γεκατερίνα, αρνήθηκε να τη συναντήσει και της έστειλε ένα γράμμα όπου
έγραφε πως «δεν τη συγχωρεί, δεν μπορεί να τη συγχωρήσει και δεν θέλει
να τη συγχωρήσει».
Η Σβετλάνα ξαναγύρισε στην Αμερική και έγραψε τις εμπειρίες της από
αυτό το ταξίδι, δίνοντάς τους τον τίτλο «Ενα βιβλίο για εγγονές».
Κανείς εκδότης δεν θέλησε να το εκδώσει. Η κόρη του Στάλιν «δεν
πουλούσε» ούτε στην Αμερική ούτε στην πατρίδα της. Η «άνετη» και
«επικοινωνιακή» κόρη του δικτάτορα που υπήρξε κάποτε το επίκεντρο του
δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος τώρα ήταν ένα σχεδόν ανύπαρκτο πρόσωπο.
Και η ίδια, όταν συναντούσε δημοσιογράφους, δεν δίσταζε πλέον να τους
βρίζει. Η λαμπερή πριγκίπισσα του παρελθόντος είχε μεταβληθεί σε μια
ιδιότροπη γριά.
Το 2006 την προσέγγισε ο δημοσιογράφος Νίκολας Τόμσον, που
διευθύνει σήμερα τον δικτυακό τόπο του περιοδικού «The New Yorker». Ηταν
κατά πάσα πιθανότητα ο τελευταίος δημοσιογράφος πρώτης γραμμής ο οποίος
ασχολήθηκε με τη Σβετλάνα Αλιλούγεβα. Στις 31 του περασμένου Μαρτίου
δημοσίευσε ένα εκτενές κείμενο σχετικά με τις συναντήσεις και την
αλληλογραφία του μαζί της. Είναι γραμμένο με θέρμη και εμφανέστατη
συμπάθεια, σε αντίθεση με τα ψυχρά δημοσιεύματα που ακολούθησαν τον
θάνατό της. Πρόκειται, ωστόσο, και για ένα πορτρέτο θλιβερό ταυτοχρόνως,
από όπου αναδύεται το τέλος εποχής που σημειώθηκε με τον θάνατό της.
Δεν προσθέτει τίποτε σε όσα ήδη ήταν γνωστά για τη ζωή της, εκτός από το
ότι, σύμφωνα με όσα του είπε η ίδια, ο Πίτερς ήταν ο μόνος άνδρας με
τον οποίο είχε απολαύσει το σεξ - και όποιος θέλει το πιστεύει. Ούτε
άλλωστε έχει και μεγάλη σημασία. Σημασία έχει εκείνο που είχε πει σε
συνέντευξή της το 2010 στην εφημερίδα «Wisconsin State Journal»: «Είμαι
πολιτική κρατούμενη του ονόματος του πατέρα μου». Αυτό, όμως, δεν ίσχυε
μόνο για την ίδια αλλά και για εκατομμύρια άλλους, που πλήρωσαν πολύ
βαρύτερο τίμημα. *Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino τo Σάββατο 17 Μαΐου 2014
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου