του Γιώργου Μπλάνα
Ιδού λοιπόν και ο δεύτερος τόμος των μέχρι σήμερα δημοσιευμένων ποιημάτων και όχι του συνολικού ποιητικού έργου του Γιάννη Δάλλα,
το οποίο φαίνεται να αναπτύσσεται συνεχώς με τη δριμύτητα του λόγου,
που δεν εννοεί να παραδώσει την πόλιν στα νύχια της ύπουλης πολιτικής
ορθότητας.
Άλλα είκοσι πέντε χρόνια ποιητικής δράσης, η οποία -στην προκειμένη περίπτωση- παρενέβη ριζοσπαστικά σε καίρια ζητήματα του ποιητικού, πολιτικού, πνευματικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος της εποχής μας, με έντονο εκείνο το εθνικό στοιχείο, για το οποίο διαπρεπείς μελετητές του νέου ελληνισμού κατηγόρησαν συχνά τους Έλληνες ποιητές: επιμένοντας -με τη νοοτροπία του πνευματικού αποικιοκράτη- πως η ελληνική ποίηση δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει το οραματικό εύρος, που χρειάζεται τάχα για να μεταφέρει παγκόσμια μηνύματα. Άλλωστε οι ίδιοι, επαναπαυμένοι στον πολιτικά αποστειρωμένο ακαδημαϊσμό τους, διανοούμενοι επιμένουν πως οι Έλληνες -όπως συχνά γράφεται στις σελίδες των συγχρόνων Ιστοριών της Ευρώπης- δεν κατόρθωσαν να αναπτύξουν κάποιο αξιόλογο ιστορικό επιχείρημα και επιμένουν σ' αυτή την ανοησία μετά από δύο τουλάχιστον φορές που οι Έλληνες καθόρισαν τις εξελίξεις στον νεότερο κόσμο, ευρισκόμενοι μπροστά σε μια τρίτη ευκαιρία, με το αγκάθι που έβαλαν εντελώς απροσδόκητα κάτω από την ευτραφή "έδρα" του νεοφιλελευθερισμού. Αυτοί λοιπόν καλά θα έκαναν να διαβάσουν τον Δάλλα μεταξύ άλλων.
Για τον Δάλλα, όλη η Ιστορία είναι παρούσα, στην προσπάθεια των ανθρώπων να συγκροτήσουν κατά ομάδες τη δική τους μυθολογία. Ένας κόσμος συγκλινουσών και αποκλινουσών μυθολογιών, οι οποίες ταυτίζουν το επίπεδο της ύπαρξης με το επίπεδο του κοινωνικο-ιστορικού: μια εθνική αφήγηση καθ' οδόν - αφού αυτό το «καθ' οδόν» υπήρξε πάντα το κυριότερο ίσως χαρακτηριστικό της ελληνικής Ιστορίας.
Έχει μεγάλη σημασία το γεγονός πως ο ποιητικός λόγος του Δάλλα θα μπορούσε να περιγραφεί μάλλον με όρους μετα-στρουκτουραλισμού, παρά με την ολιστική ιδεολογία των χρόνων της νεότητάς του. Έχει σημασία το γεγονός πως ενεργοποιώντας την παρεμβατικότητα της αρχαίας ελληνικής ποίησης δείχνει πλευρές του αρχαίου Λόγου που θαφτήκαν κάτω από τα μπάζα των αφελέστερων από τις κατασκευές της νεωτερικότητας.
Ωστόσο, η διαρκής αγωνία για την απώλεια ενός κέντρου δεν εγκαταλείπει την ποιητική του - αν αποφεύγει συστηματικά να την προσδιορίσει, προφανώς θεωρώντας ανεπαρκή ή και επικίνδυνα τα νεωτερικά κατηγορήματα.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό, δεδομένου ότι σήμερα διαδραματίζεται ένας επίπλαστος αγώνας ανάμεσα στη βιοπολιτική με τη μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης που προσπαθεί να επιβάλει στο κοινωνικο-ιστορικό και τη νεωτερική σκέψη, η οποία υποτίθεται πως ανθίσταται, προμηθεύοντας ωστόσο την αντίπαλό της με όλο και πιο εξελιγμένα όπλα: την (ενδυματολογική ασφαλώς) διαφορετικότητα, την (διαφημιστικά προσδιοριζόμενη, βέβαια) επιθυμία, τον (τεχνολογικά παραγωγικότατο και αιματηρότατο φυσικά) λόγο.
Επιστροφή στην αρχαία παράδοση ως αναχώρηση για το μέλλον, με την ενεργοποίηση των δυναμικών στοιχείων του παρελθόντος. Είναι δεν είναι λύση αυτή στο στημένο παιχνίδι των διεκδικητών της πνευματικής εξουσίας, παραμένει ωστόσο για τον Δάλλα η μόνη ποιητική μέθοδος διεύρυνσης του υπάρχοντος.
Τα χαρακτηριστικά αυτά εντάθηκαν και παγιώθηκαν ιδίως μετά το 1980 - πράγμα που δίνει, νομίζω, στα ποιήματα του νέου δευτέρου τόμου του έργου του Δάλλα ιδιάζουσα σημασία.
Εδώ το συναίσθημα παλεύει πιο σθεναρά με την κλασική ισορροπία της έκφρασης. Ίσως γι' αυτό, το αποτέλεσμα να δοκιμάζει τον αναγνώστη με πιο οδυνηρά συναισθήματα. Οι στίχοι χτυπάνε βίαια την επιφάνεια της γλώσσας και δημιουργούν βαθιές διανοητικές πληγές, που χρειάζονται επίπονη σκέψη και ελεγχόμενο συναίσθημα για να κλείσουν, επιτρέποντας ωστόσο στον αναγνώστη να επισκεφτεί τον στίχο όσο ομαλά του επιτρέπει η αντοχή του, αντί να του επιβάλλουν μιαν ιδέα.
Εδώ ο Δάλλας δημιουργεί κλειστούς, σχεδόν παραισθητικούς χώρους, που έχουμε την αίσθηση πως σχετίζονται περισσότερο με αρχαιολογικούς τόπους, στους οποίους αναπτύσσονται εξαιρετικά ιδιόμορφες μυθολογίες από κλασικά υλικά. Η δυναμική τους έγκειται στην έντονη διακειμενικότητα των στοιχείων και των μηχανισμών τους. Ο αναγνώστης χρειάζεται ίσως περισσότερες γνώσεις για να μπει μέσα, αλλά βγαίνοντας έχει πάρει μαζί του κάτι περισσότερο από μιαν αίσθηση ξαφνιάσματος.
Ετούτη η κλασική τοπιογραφία, με όλη την αθωότητα που προϋποθέτει η δημιουργία και η πρόσληψή της, καθίσταται υπόθεση αστικής εικονικής πραγματικότητας, αφού πρώτα διαβληθεί ως αφελής, με την ψυχρή, σχεδόν φιλοσοφική, διαχείριση οδυνηρών εικόνων.
Από την στιγμή που η ποίηση γνωρίζει πως είναι ποίηση, δεν μπορεί παρά να κάνει οντολογία - και μάλιστα όχι μιαν οντολογία ερμηνευτική, αλλά μιαν οντολογία που επιχειρεί να μετατρέψει το ον.
Προφανώς ο ποιητής δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να αφήσει την ερμηνεία του κόσμου στη θεωρία. Και αυτή η τελευταία αντίσταση στον πλατωνικό ολοκληρωτισμό είναι ίσως ό,τι ιδίως ξεχωρίζει την μετά το 1980 φάση της ποίησής του.
Και το μεγάλο αυτό έργο συνεχίζεται. Ο ίδιος να μας διαβεβαιώσει πως δεν πρέπει να περιμένουμε και σύντομα μάλλιστα έναν τρίτο τόμο, δεν θα τον πιστέψουμε. Και καλά θα κάνουμε.
info
Γιάννης Δάλλας: Ποιήματα (1988-2013),
εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 330, τιμή: 17,50 ευρώ
*Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής
Άλλα είκοσι πέντε χρόνια ποιητικής δράσης, η οποία -στην προκειμένη περίπτωση- παρενέβη ριζοσπαστικά σε καίρια ζητήματα του ποιητικού, πολιτικού, πνευματικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος της εποχής μας, με έντονο εκείνο το εθνικό στοιχείο, για το οποίο διαπρεπείς μελετητές του νέου ελληνισμού κατηγόρησαν συχνά τους Έλληνες ποιητές: επιμένοντας -με τη νοοτροπία του πνευματικού αποικιοκράτη- πως η ελληνική ποίηση δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει το οραματικό εύρος, που χρειάζεται τάχα για να μεταφέρει παγκόσμια μηνύματα. Άλλωστε οι ίδιοι, επαναπαυμένοι στον πολιτικά αποστειρωμένο ακαδημαϊσμό τους, διανοούμενοι επιμένουν πως οι Έλληνες -όπως συχνά γράφεται στις σελίδες των συγχρόνων Ιστοριών της Ευρώπης- δεν κατόρθωσαν να αναπτύξουν κάποιο αξιόλογο ιστορικό επιχείρημα και επιμένουν σ' αυτή την ανοησία μετά από δύο τουλάχιστον φορές που οι Έλληνες καθόρισαν τις εξελίξεις στον νεότερο κόσμο, ευρισκόμενοι μπροστά σε μια τρίτη ευκαιρία, με το αγκάθι που έβαλαν εντελώς απροσδόκητα κάτω από την ευτραφή "έδρα" του νεοφιλελευθερισμού. Αυτοί λοιπόν καλά θα έκαναν να διαβάσουν τον Δάλλα μεταξύ άλλων.
Για τον Δάλλα, όλη η Ιστορία είναι παρούσα, στην προσπάθεια των ανθρώπων να συγκροτήσουν κατά ομάδες τη δική τους μυθολογία. Ένας κόσμος συγκλινουσών και αποκλινουσών μυθολογιών, οι οποίες ταυτίζουν το επίπεδο της ύπαρξης με το επίπεδο του κοινωνικο-ιστορικού: μια εθνική αφήγηση καθ' οδόν - αφού αυτό το «καθ' οδόν» υπήρξε πάντα το κυριότερο ίσως χαρακτηριστικό της ελληνικής Ιστορίας.
Έχει μεγάλη σημασία το γεγονός πως ο ποιητικός λόγος του Δάλλα θα μπορούσε να περιγραφεί μάλλον με όρους μετα-στρουκτουραλισμού, παρά με την ολιστική ιδεολογία των χρόνων της νεότητάς του. Έχει σημασία το γεγονός πως ενεργοποιώντας την παρεμβατικότητα της αρχαίας ελληνικής ποίησης δείχνει πλευρές του αρχαίου Λόγου που θαφτήκαν κάτω από τα μπάζα των αφελέστερων από τις κατασκευές της νεωτερικότητας.
Ωστόσο, η διαρκής αγωνία για την απώλεια ενός κέντρου δεν εγκαταλείπει την ποιητική του - αν αποφεύγει συστηματικά να την προσδιορίσει, προφανώς θεωρώντας ανεπαρκή ή και επικίνδυνα τα νεωτερικά κατηγορήματα.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό, δεδομένου ότι σήμερα διαδραματίζεται ένας επίπλαστος αγώνας ανάμεσα στη βιοπολιτική με τη μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης που προσπαθεί να επιβάλει στο κοινωνικο-ιστορικό και τη νεωτερική σκέψη, η οποία υποτίθεται πως ανθίσταται, προμηθεύοντας ωστόσο την αντίπαλό της με όλο και πιο εξελιγμένα όπλα: την (ενδυματολογική ασφαλώς) διαφορετικότητα, την (διαφημιστικά προσδιοριζόμενη, βέβαια) επιθυμία, τον (τεχνολογικά παραγωγικότατο και αιματηρότατο φυσικά) λόγο.
Επιστροφή στην αρχαία παράδοση ως αναχώρηση για το μέλλον, με την ενεργοποίηση των δυναμικών στοιχείων του παρελθόντος. Είναι δεν είναι λύση αυτή στο στημένο παιχνίδι των διεκδικητών της πνευματικής εξουσίας, παραμένει ωστόσο για τον Δάλλα η μόνη ποιητική μέθοδος διεύρυνσης του υπάρχοντος.
Τα χαρακτηριστικά αυτά εντάθηκαν και παγιώθηκαν ιδίως μετά το 1980 - πράγμα που δίνει, νομίζω, στα ποιήματα του νέου δευτέρου τόμου του έργου του Δάλλα ιδιάζουσα σημασία.
Εδώ το συναίσθημα παλεύει πιο σθεναρά με την κλασική ισορροπία της έκφρασης. Ίσως γι' αυτό, το αποτέλεσμα να δοκιμάζει τον αναγνώστη με πιο οδυνηρά συναισθήματα. Οι στίχοι χτυπάνε βίαια την επιφάνεια της γλώσσας και δημιουργούν βαθιές διανοητικές πληγές, που χρειάζονται επίπονη σκέψη και ελεγχόμενο συναίσθημα για να κλείσουν, επιτρέποντας ωστόσο στον αναγνώστη να επισκεφτεί τον στίχο όσο ομαλά του επιτρέπει η αντοχή του, αντί να του επιβάλλουν μιαν ιδέα.
Εδώ ο Δάλλας δημιουργεί κλειστούς, σχεδόν παραισθητικούς χώρους, που έχουμε την αίσθηση πως σχετίζονται περισσότερο με αρχαιολογικούς τόπους, στους οποίους αναπτύσσονται εξαιρετικά ιδιόμορφες μυθολογίες από κλασικά υλικά. Η δυναμική τους έγκειται στην έντονη διακειμενικότητα των στοιχείων και των μηχανισμών τους. Ο αναγνώστης χρειάζεται ίσως περισσότερες γνώσεις για να μπει μέσα, αλλά βγαίνοντας έχει πάρει μαζί του κάτι περισσότερο από μιαν αίσθηση ξαφνιάσματος.
Ετούτη η κλασική τοπιογραφία, με όλη την αθωότητα που προϋποθέτει η δημιουργία και η πρόσληψή της, καθίσταται υπόθεση αστικής εικονικής πραγματικότητας, αφού πρώτα διαβληθεί ως αφελής, με την ψυχρή, σχεδόν φιλοσοφική, διαχείριση οδυνηρών εικόνων.
Από την στιγμή που η ποίηση γνωρίζει πως είναι ποίηση, δεν μπορεί παρά να κάνει οντολογία - και μάλιστα όχι μιαν οντολογία ερμηνευτική, αλλά μιαν οντολογία που επιχειρεί να μετατρέψει το ον.
Προφανώς ο ποιητής δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να αφήσει την ερμηνεία του κόσμου στη θεωρία. Και αυτή η τελευταία αντίσταση στον πλατωνικό ολοκληρωτισμό είναι ίσως ό,τι ιδίως ξεχωρίζει την μετά το 1980 φάση της ποίησής του.
Και το μεγάλο αυτό έργο συνεχίζεται. Ο ίδιος να μας διαβεβαιώσει πως δεν πρέπει να περιμένουμε και σύντομα μάλλιστα έναν τρίτο τόμο, δεν θα τον πιστέψουμε. Και καλά θα κάνουμε.
info
Γιάννης Δάλλας: Ποιήματα (1988-2013),
εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 330, τιμή: 17,50 ευρώ
*Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου