Του Νίκου Τσαγκαράκη*
«Πειραματικός κινηματογράφος; Υπάρχει τέτοιο πράγμα στην Ελλάδα;» Μια συνηθισμένη αντίδραση στο άκουσμα ενός από τα πιο παραγνωρισμένα είδη της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής, το οποίο συναντάται επίσης με το όνομα «ελληνική κινηματογραφική πρωτοπορία». Με τους δύο αυτούς όρους εννοούνται μη-αφηγηματικές ταινίες, μικρού και μεγάλου μήκους, που γυρίστηκαν από ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Όπως δηλώνουν οι δύο συνηθέστερες ονομασίες του, αυτός ο τύπος κινηματογράφου θεωρείται ότι αποτελεί το ελληνικό αντίστοιχο παράδειγμα στις μεσοπολεμικές και μεταπολεμικές πρωτοπορίες, που αναπτύχθηκαν κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Πότε όμως ξεκινάει η κινηματογραφική πρωτοπορία στην Ελλάδα, ποια είναι τα χρονικά της όρια; Παρότι η ακριβής έναρξή της ακόμη ερευνάται, μπορούμε να πούμε, χονδρικά, ότι εμφανίστηκε για πρώτη φορά πριν από σαράντα περίπου χρόνια, ενώ εξακολουθεί μέχρι και σήμερα --έστω σποραδικά-- να μας δίνει δείγματα.
Βεβαίως, οι όροι πειραματικός και πρωτοποριακός κάθε άλλο παρά συγκεκριμένοι και κανονιστικοί είναι, αλλά συμπτωματικοί, ρευστοί και καταχρηστικοί, αφού ακόμη και σήμερα η μελέτη των κινηματογραφικών πρωτοποριών δυσκολεύεται να οριοθετήσει το αντικείμενό της με απόλυτους αισθητικούς όρους. Ωστόσο, εξακολουθούν να εντοπίζονται ορισμένα γνωρίσματα που, όπως και στο εξωτερικό, μπορούν να ορίσουν την πρωτοποριακή παραγωγή στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων, η άρνηση των αφηγηματικών συμβάσεων (αναπαραστατικότητα, χωροχρονική και λογική συνοχή γεγονότων κ.ά.), η διερεύνηση των εκφραστικών δυνατοτήτων του κινηματογραφικού μέσου, η πολιτική στράτευση, αντισυμβατικές εκ μέρους των δημιουργών και απαιτητικές για τον θεατή υφολογικές επιλογές.
Προσπαθώντας να ορίσουμε ιστορικά το είδος, ένα χρήσιμο σημείο εκκίνησης είναι οι πληροφορίες που παρέχει η ελληνική κινηματογραφική ιστοριογραφία. Σ' αυτό το άρθρο λοιπόν θα επιχειρήσω να σκιαγραφήσω πολύ γενικά την εικόνα της ελληνικής κινηματογραφικής πρωτοπορίας, όπως διαμορφώνεται στις ιστορικές αφηγήσεις για τον ελληνικό κινηματογράφο που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα, ανιχνεύοντας συνέχειες, αντιφάσεις, ελλείψεις και αποκαλύψεις. Απώτερος στόχος, να ερευνηθεί κατά πόσο σχηματίζεται μια ομοιόμορφη εικόνα για την ελληνική κινηματογραφική πρωτοπορία, και πόσο εξυπηρετείται η ανάγκη να γνωρίσει και να κατανοήσει κανείς μια από τις πιο ιδιόμορφες πλευρές της ελληνικής κινηματογραφίας.
Τα οχτώ κείμενα που εξετάζονται είναι τα εξής: Ο ελληνικός κινηματογράφος 1906-1960 του Φρίξου Ηλιάδη (Φαντασία, 1960), The contemporary Greek Cinema του Mel Schuster (Scarecrow Press, 1979), Ελληνικός κινηματογράφος της Αγλαΐας Μητροπούλου (α΄ έκδ. 1980· εμπλουτισμένη έκδοση Παπαζήση, 2006), Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου του Μαρίνου Κουσουμίδη (Καστανιώτης, 1981), Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου του Γιάννη Σολδάτου (Αιγόκερως, 1999), Ελληνικός κινηματογράφος: ιστορία, φιλμογραφία, βιογραφικάτων Άγγελου Ρούβα και Χρήστου Σταθακόπουλου (Ελληνικά Γράμματα, 2005), A History ofGreek Cinema του Vrasidas Karalis (Continuum, 2012) και Greek Cinema, vol. 1: 100 years offilm history 1900-2000 του Trifon Tzavalas (Hellenic University Club of Southern California, 2012).
Από τις οχτώ παραπάνω ιστορικές αφηγήσεις, οι εφτά αναγνωρίζουν, με λιγότερη ή περισσότερη έμφαση, την ύπαρξη ενός πειραματικού ή πρωτοποριακού κινηματογράφου στην Ελλάδα, ενώ ο Ηλιάδης είναι ο μόνος που δεν αναφέρει κάτι σχετικό. Ωστόσο, σε καμία από τις αφηγήσεις δεν υπάρχει κάποιου είδους αισθητική ή ιστορική επεξήγηση της ορολογίας, κάποιο πλαίσιο αναφοράς ώστε ο αναγνώστης να μπορεί ν' αντιληφθεί ευκρινέστερα για τι τύπο κινηματογράφου πρόκειται. Οι συγγραφείς παραγνωρίζουν την πολυσημία που συνοδεύει τις λέξεις πειραματικός και πρωτοποριακός, θεωρώντας τις προφανώς αρκετά σαφείς και γνωστές, ώστε να παράσχουν αυτομάτως στον αναγνώστη το πλαίσιο που χρειάζεται.
Αναφορικά με την αρχική εμφάνιση του είδους στην Ελλάδα, λόγω της αποσπασματικής παρουσίασής του μέσα στην ιστοριογραφία, με πολύ σύντομη αναφορά δεκάδων συσσωρευμένων τίτλων χωρίς συστηματική κατηγοριοποίηση, οι περισσότερες αφηγήσεις δίνουν την εντύπωση ότι η πρωτοπορία προκύπτει κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '70, με τα έργα των Κώστα Σφήκα, Θανάση Ρεντζή και Αντουανέττας Αγγελίδη.
Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ανάγνωση των ιστοριών, προσφέρει ακόμα δύο ταινίες που διεκδικούν την έναρξη του είδους μία δεκαετία νωρίτερα. Η μία είναι τα Χέρια του Τζον Κόντες, γυρισμένη το 1962, η οποία αναφέρεται σε τέσσερα από τα παραπάνω βιβλία, τα τρία από τα οποία την ανακηρύσσουν ως την «πρώτη πειραματική ταινία στην Ελλάδα». Ο Σολδάτος την αναφέρει, αλλά δεν τη χαρακτηρίζει πειραματική ή πρωτοποριακή, προτιμώντας το επίθετο «συμβολική» για να εξηγήσει το ύφος της. Οι Ρούβας και Σταθακόπουλος τη χαρακτηρίζουν την «πρώτη πειραματική ταινία του ελληνικού κινηματογράφου». Στο έργο της Μητροπούλου ο σκηνοθέτης και η ταινία δεν αναφέρονται πουθενά, όμως στο Παράρτημα της Φιλμογραφίας που περιλαμβάνεται στην έκδοση του 2006 σημειώνεται ότι ο Κόντες σκηνοθέτησε την «πρώτη πρωτοποριακή ταινία», με μοναδικό τίτλο κάτω από το όνομά του, τα Χέρια. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Karalis αποδίδει και τους δύο όρους στην ταινία, χαρακτηρίζοντάς τη «the first experimental, avant-garde film of Greek cinema».
Η δεύτερη ταινία που διεκδικεί την έναρξη του πρωτοποριακού κινηματογράφου στην Ελλάδα, είναι το Vortex του Νίκου Κούνδουρου, που ξεκίνησε να γυρίζεται λίγο πριν τη δικτατορία και ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκειά της στο εξωτερικό. Η Μητροπούλου παραθέτει αναλυτικά τα χρονικά στάδια της ταινίας: έναρξη το 1966-'67, συνέχεια το 1970, τεχνική επεξεργασία το 1971. Ο Karalis την παρουσιάζει ως ταινία του '67, ενώ ο Σολδάτος την παραθέτει το 1977, καθώς δομεί την αφήγησή του βάσει του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και αφού εξηγήσει τη μακρόχρονη και ταλαιπωρημένη παραγωγή της ταινίας. Έτσι, παρά το γεγονός ότι το Vortex προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τρία χρόνια μετά το Μοντέλο του Σφήκα, ουσιαστικά προηγείται, καθώς η παραγωγή του είχε ολοκληρωθεί νωρίτερα.
Με τον Κόντες και τον Κούνδουρο να παραμένουν δύο αμφιλεγόμενα σημεία έναρξης, καθώς εκκρεμεί μια πιο στιβαρή αισθητική αποτίμηση των ταινιών τους, η κινηματογραφική πρωτοπορία βρίσκει τους αδιαμφισβήτητους εκπροσώπους της στα πρόσωπα τριών σκηνοθετών που ξεκινούν την πειραματική φιλμογραφία τους από τα μέσα της δεκαετίας του '70, στο πλαίσιο του λεγόμενου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Πρόκειται για τον Κώστα Σφήκα, τον Θανάση Ρεντζή και την Αντουανέττα Αγγελίδη, οι οποίοι γίνονται σχεδόν οικουμενικά αποδεκτοί ως οι κατεξοχήν εκπρόσωποι της ελληνικής κινηματογραφικής πρωτοπορίας στην Ελλάδα, καθώς ο Σφήκας αναφέρεται ως πειραματικός σκηνοθέτης σε 7 ιστορίες ελληνικού κινηματογράφου, ο Ρεντζής σε 6 και η Αγγελίδη σε 5.
Αναφορικά με ελληνικής καταγωγής πρωτοποριακούς σκηνοθέτες του εξωτερικού, ο Ελληνικός κινηματογράφος της Μητροπούλου είναι το ένα από τα τρία έργα που περιλαμβάνουν σχετικά παραδείγματα. Η Μητροπούλου, οι Ρούβας και Σταθακόπουλος, καθώς και ο Karalis περιλαμβάνουν τον Gregory Markopoulos, ενώ μόνο οι Ρούβας-Σταθακόπουλος αναφέρουν επίσης τη Μαρία Κλωνάρη και την Κατερίνα Θωμαδάκη, παρότι στα λήμματα γι' αυτές δεν χρησιμοποιούνται οι όροι πειραματικός ή πρωτοποριακός.
Από κει και πέρα, παρατηρείται ποικιλία ονομάτων που διαφέρει από αφήγηση σε αφήγηση (με πιο συχνές αναφορές τον Σταύρο Τορνέ, τον Βασίλη Μαζωμένο και τον Αλέξανδρο Φασόη). Επίσης, υπάρχουν σκηνοθέτες, όπως ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης, η φιλμογραφία μυθοπλασίας του οποίου είναι καταγεγραμμένη, αλλά το πρωτοποριακό του έργο παραμένει παραγνωρισμένο, καθώς έγινε όψιμα γνωστό στην Ελλάδα μέσα από την προβολή του στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2011.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι όλες οι πληροφορίες για την κινηματογραφική πρωτοπορία που περιέχονται στις ιστορίες του ελληνικού κινηματογράφου, σχετίζονται με την παραγωγή των ταινιών, και σχεδόν καθόλου με τη διανομή και την προβολή τους.
Καταλήγοντας, διαπιστώνεται ότι οι ιστορικές αφηγήσεις για τον ελληνικό κινηματογράφο διακρίνονται από ασάφεια και αντιφάσεις σχετικά με τα χαρακτηριστικά της πρωτοπορίας στον ελληνικό κινηματογράφο. Η ιστορική κινηματογραφική έρευνα χρειάζεται να παραγάγει πληρεστέρα, ακριβέστερα και πιο τεκμηριωμένα αποτελέσματα, που θα σχηματίζουν μια σαφέστερη εικόνα όχι μόνο για την ελληνική πρωτοπορία, αλλά για ολόκληρη την εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή, σε όλες της τις εκφάνσεις.
*O Νίκος Τσαγκαράκης είναι κριτικός-ιστορικός κινηματογράφου.
Το κείμενο αποτελεί συντομευμένη εκδοχή της εισήγησης «The Greek avant-garde cinemathrough the Greek cinema historiography», στο συνέδριο Contemporary Greek Film Cultures2013 (Λονδίνο, 5-6.7.2013), στο πλαίσιο της υπό εκπόνηση διδακτορικής διατριβής «Η ελληνική κινηματογραφική πρωτοπορία» στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Από την ταινία «Idees fixes/ Dies irae. Παραλλαγές στο ίδιο θέμα» της Αντουανέττας Αγγελίδη (1977)
Από την ταινία «Μοντέλο» του Κώστα Σφήκα (1974)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου