Ο υπότιτλος του βιβλίου περιγράφει και
το περιεχόμενο: Συνομιλίες με τον Ντομινίκ ντε Ρου. Από την άνοιξη του
1967 μέχρι την άνοιξη του 1968, έναν χρόνο πριν πεθάνει (τον Ιούλιο του
1969), ο Βίτολντ Γκομπρόβιτς δουλεύει μαζί με τον Ντομινίκ ντε Ρου αυτό
το βιβλίο, που κυκλοφορεί για πρώτη φορά στη Γαλλία, το φθινόπωρο του
1968.
Ο Βίτολντ Γκομπρόβιτς είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση στη λογοτεχνία. Ζώντας από κοντά ή από μακριά τα θυελλώδη γεγονότα της καρδιάς του 20ού αιώνα, έμεινε πάντα ένας μονήρης συγγραφέας, έξω από λογοτεχνικούς κύκλους και σχολές, έξω από ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα και φορείς.
Ο Βίτολντ Γκομπρόβιτς είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση στη λογοτεχνία. Ζώντας από κοντά ή από μακριά τα θυελλώδη γεγονότα της καρδιάς του 20ού αιώνα, έμεινε πάντα ένας μονήρης συγγραφέας, έξω από λογοτεχνικούς κύκλους και σχολές, έξω από ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα και φορείς.
Ο Γκομπρόβιτς γεννήθηκε το 1904 στην
Πολωνία. Προερχόμενος από την πολωνική αριστοκρατία, αρχίζει σύντομα να
αναρωτιέται για τη σχέση του με αυτό το περιβάλλον. Σπουδάζει νομικά και
το 1933 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων, με τίτλο
Αναμνήσεις από την εποχή της ανωριμότητας. Το 1937 εκδίδει το
Φερντιντούρκε, το πρώτο του μυθιστόρημα, που γίνεται δεκτό με ένα μίγμα
έκπληξης, ενθουσιασμού και εχθρότητας, ενώ ευθύς εξαρχής περιγράφεται ως
έργο για το οποίο «όλες οι προσπάθειες ταξινόμησής του αποτυγχάνουν»
(εργοβιογραφία στον Κόσμο, μτφ. Β. Αμανατίδης, εκδ. Νεφέλη).
Τον Ιούλιο του 1939, ο Γκομπρόβιτς φεύγει για την Αργεντινή, για μια επίσκεψη που θα διαρκέσει 24 χρόνια. Η αφορμή του ταξιδιού ήταν μια πρόσκληση να γράψει για εφημερίδες τις εντυπώσεις του από τη μακρινή χώρα της Λατινικής Αμερικής. Ουδέποτε επέλεξε να αυτοεξοριστεί ή να δραπετεύσει από την επικίνδυνη κατάσταση στην Ευρώπη, όπως λέγεται πολλές φορές. Λέει ο ίδιος στη Διαθήκη: «Διαβάζω καμιά φορά στις εφημερίδες ότι πήγα στην Αργεντινή για να γλιτώσω τον πόλεμο. Καθόλου! Προετοιμάστηκα ξέγνοιαστα για το ταξίδι και μόνο χάρη στην τύχη (τύχη;) δεν έμεινα στην Πολωνία. […] Φτάσαμε στο Μπουένος Άιρες στις 22 Αυγούστου του 1939. Την επομένη της άφιξής μας τα τηλεγραφήματα από τη Μόσχα και το Βερολίνο που ανήγγελλαν το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη επίθεσης αντήχησαν σε ολόκληρο τον κόσμο σαν κεραυνός. Πόλεμος! Μια εβδομάδα αργότερα οι πρώτες γερμανικές βόμβες έπεφταν στη Βαρσοβία».
Τον Ιούλιο του 1939, ο Γκομπρόβιτς φεύγει για την Αργεντινή, για μια επίσκεψη που θα διαρκέσει 24 χρόνια. Η αφορμή του ταξιδιού ήταν μια πρόσκληση να γράψει για εφημερίδες τις εντυπώσεις του από τη μακρινή χώρα της Λατινικής Αμερικής. Ουδέποτε επέλεξε να αυτοεξοριστεί ή να δραπετεύσει από την επικίνδυνη κατάσταση στην Ευρώπη, όπως λέγεται πολλές φορές. Λέει ο ίδιος στη Διαθήκη: «Διαβάζω καμιά φορά στις εφημερίδες ότι πήγα στην Αργεντινή για να γλιτώσω τον πόλεμο. Καθόλου! Προετοιμάστηκα ξέγνοιαστα για το ταξίδι και μόνο χάρη στην τύχη (τύχη;) δεν έμεινα στην Πολωνία. […] Φτάσαμε στο Μπουένος Άιρες στις 22 Αυγούστου του 1939. Την επομένη της άφιξής μας τα τηλεγραφήματα από τη Μόσχα και το Βερολίνο που ανήγγελλαν το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη επίθεσης αντήχησαν σε ολόκληρο τον κόσμο σαν κεραυνός. Πόλεμος! Μια εβδομάδα αργότερα οι πρώτες γερμανικές βόμβες έπεφταν στη Βαρσοβία».
Στο Μπουένος Άιρες ο Γκομπρόβιτς αρχικά
θα ζήσει στην απόλυτη φτώχια, αργότερα όμως θα βρει μια βαρετή δουλειά
σε τράπεζα. Συνεχίζει το λογοτεχνικό του έργο, πάντα στα όρια
αναγνώρισης και αδιαφορίας, γνωρίζει τους λογοτεχνικούς κύκλους του
Μπουένος Άιρες αλλά σύντομα αποσύρεται οριστικά από αυτούς. Ο ίδιος λέει
στη Διαθήκη πως οι σχέσεις του με τους Αργεντινούς συγγραφείς ήταν
«υποτυπώδεις». «Είχα αποδεχτεί την ανωνυμία μου και δεν έδινα δεκάρα
τσακιστή για τον λογοτεχνικό κόσμο. Ήμουν ελεύθερος, ανεξάρτητος,
ιδιότροπος, προκλητικός. Είχα συνηθίσει το γεγονός ότι κανείς δεν με
έπαιρνε στα σοβαρά κι εγώ δεν έπαιρνα στα σοβαρά κανέναν». Η γνωριμία με
τον Μπόρχες και τη «δουλοπρεπή αυλή του» τού αφήνει τις χειρότερες
εντυπώσεις. Σήμερα στο Μπουένος Άιρες, στην οδό Βενεσουέλα,
κατηφορίζοντας προς το κέντρο του Σαν Τέλμο, μια πλάκα στον τοίχο
θυμίζει στον περαστικό το σπίτι όπου έζησε ο Γκομπρόβιτς για πάνω από 18
χρόνια.
Το 1960 κυκλοφορεί η Πορνογραφία, ενώ το 1963 αναχωρεί με υποτροφία του Ιδρύματος Φορντ για το Βερολίνο, όπου παραμένει ελάχιστα, για να φύγει για τη Γαλλία, όπου θα μείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1969. Το 1965 είχε εκδοθεί ο Κόσμος, το τελευταίο μυθιστόρημά του. Ο Γκομπρόβιτς έγραψε μυθιστορήματα, θεατρικά, διηγήματα, άρθρα, ενώ κρίσιμη θέση στο έργο του έχει το Ημερολόγιό του, το οποίο ο ίδιος θεωρούσε «ένα φιλοσοφικό έργο σε πολλούς τόμους» (Μαθήματα φιλοσοφίας σε έξι ώρες και ένα τέταρτο, μτφ. Κ. Σχινά, εκδ. Πατάκη).
Το 1960 κυκλοφορεί η Πορνογραφία, ενώ το 1963 αναχωρεί με υποτροφία του Ιδρύματος Φορντ για το Βερολίνο, όπου παραμένει ελάχιστα, για να φύγει για τη Γαλλία, όπου θα μείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1969. Το 1965 είχε εκδοθεί ο Κόσμος, το τελευταίο μυθιστόρημά του. Ο Γκομπρόβιτς έγραψε μυθιστορήματα, θεατρικά, διηγήματα, άρθρα, ενώ κρίσιμη θέση στο έργο του έχει το Ημερολόγιό του, το οποίο ο ίδιος θεωρούσε «ένα φιλοσοφικό έργο σε πολλούς τόμους» (Μαθήματα φιλοσοφίας σε έξι ώρες και ένα τέταρτο, μτφ. Κ. Σχινά, εκδ. Πατάκη).
Η Διαθήκη είναι βιβλίο που δίνει πολλά
κλειδιά στον αναγνώστη που γνωρίζει και αγαπά το έργο του Γκομπρόβιτς,
καθώς αποτυπώνει μια πολυπρισματική εικόνα του συγγραφέα, της ζωής του
και των απόψεών του για τη λογοτεχνία, τον κόσμο, την πολιτική. Ο
συγγραφέας μιλάει για τον εαυτό του («ανάλογα με τον χώρο, τους
ανθρώπους, τις περιστάσεις, ήμουν σοφός, ηλίθιος, πρωτόγονος,
εκλεπτυσμένος, ολιγόλογος, ομιλητικός, ανώτερος, κατώτερος, αλαζόνας,
επιφανειακός ή εμβριθής»), τη λογοτεχνία («ο σκοπός της λογοτεχνίας δεν
είναι να λύνει τα προβλήματα αλλά να τα θέτει»), για την πλοκή στα
βιβλία του («στο έργο μου, η πλοκή δεν έχει ποτέ μεγάλη σημασία, είναι
μόνο ένα πρόσχημα»), για την πολιτική και τα γεγονότα του Μάη στη
Γαλλία, για το Ημερολόγιό του («μόνο με το Ημερολόγιο αποτόλμησα μια
ανοιχτή κριτική της σύγχρονης κουλτούρας») και για πολλά, πολλά άλλα.
Ο Γκομπρόβιτς, το είπαμε και πριν, δεν
μπορεί να καταταχτεί σε ρεύματα και σχολές. Με τον τρόπο του, διερεύνησε
τα όρια της γραφής και της λογοτεχνίας («Ποιος αποφάσισε πως πρέπει
κανείς να γράφει μόνο όταν έχει κάτι να πει; Η τέχνη συνίσταται ακριβώς
στο να μη γράφει κανείς αυτό πρέπει να ειπωθεί αλλά κάτι εντελώς
απρόβλεπτο», λέει κάπου στο Ημερολόγιο, σε μια φράση που θα μιλούσε κατ’
ευθείαν στην καρδιά κάποιων άλλων «ιδιότροπων» συγγραφέων, όπως ο
Αργεντινός Σέσαρ Άιρα) και αποπειράθηκε να δώσει τη δική του νοητική
τάξη στο γύρω χάος (η αλληλουχία των «παράλογων» απαγχονισμών στον Κόσμο
–σπουργίτι, γάτα, άνθρωπος– είναι χαρακτηριστική, καθώς μετατρέπεται σε
άξονα αρμονίας, συμμετρίας, εσωτερικής λογικής: «Πόσο τέλεια
συντάσσονταν μαζί! Τι συνέπεια, τι ειρμός!»), παίζοντας διαρκώς με την
ειρωνεία, τις ψυχολογικές αποχρώσεις, το παράδοξο.
Στον συγκεκριμένο τόμο, ιδιαίτερο
ενδιαφέρον έχουν οι επιστολές μεταξύ Γκομπρόβιτς και Ντε Ρου, καθώς και η
εισαγωγή του Ντε Ρου στην πρώτη γαλλική έκδοση, το 1968, που
περιλαμβάνονται στο Παράρτημα του βιβλίου.
Κώστας Αθανασίου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου