του Απόστολου Πούλιου
Ο όρος «τραγούδια του '40» ταυτίζεται συνήθως με το όνομα της Σοφίας Βέμπο, της δημοφιλέστερης ερμηνεύτριας του ελαφρού τραγουδιού της εποχής. Ίσως το ελαφρό τραγούδι να είναι κάπως ξεχασμένο σήμερα, σε σύγκριση με το ρεμπέτικο, ωστόσο κάθε Οκτώβριο παίρνει τη ρεβάνς μέσα από τη φωνή της «Τραγουδίστριας της Νίκης» και τα ελαφρά πολεμικά τραγούδια επισκιάζουν τα αντίστοιχα ρεμπέτικα. Μπορεί αυτό να οφείλεται στην προσωπικότητα της Βέμπο ή σε διάφορες άλλες καλλιτεχνικές ή πολιτικές συγκυρίες, αξίζει ωστόσο να θυμηθούμε και τα μεν και τα δε.
Με βάση τη θεματολογία τους, τα ελαφρά πολεμικά τραγούδια χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τα σατιρικά και τα ερωτικά. Τα σατιρικά είναι συχνά παρωδίες δημοτικοφανών τραγουδιών: το «Πλέκει η Βάσω το προικιό της» γίνεται «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του», το «Στη Λάρισα βγαίνει ο Αυγερινός» γίνεται «Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός». «Η κοπέλα η Μαριγώ» μεταμορφώνεται σε «λεβέντη Ιταλό» που «μια δουλειά σωστή δεν κάνει».
Υπήρξαν και δημοφιλείς παρωδίες ιταλικών τραγουδιών. Το πασίγνωστο «Κορόιδο Μουσολίνι» ήταν η ιταλική «Reginella Campagnola», που παρωδήθηκε από τον Γ. Οικονομίδη. Ενώ το «Πω πω, τι έπαθε ο Μουσολίνι» ήταν αρχικά αγγλική παρωδία του ιταλικού «Evviva la torre de Pisa» με θέμα την ήττα των Ιταλών στην Αλβανία («What a surprise for the Duce, he can't put it over the Greeks») και τραγουδήθηκε τελικά από τη Βέμπο και στα ελληνικά και στα αγγλικά.
Τα ερωτικά τραγούδια έχουν ως βασικό θέμα την αναχώρηση του φαντάρου για το μέτωπο και τη συγκινητική στάση της Ελληνίδας που δεν ζηλεύει τη νέα αγαπημένη του καλού της, την πατρίδα: «Μας χωρίζει ο πόλεμος» τραγουδάει ο πολεμιστής (ένα όμορφο ταγκό των Μ. Σουγιούλ - Κ. Κοφινιώτη, από τις ελάχιστες καινούργιες συνθέσεις αυτής της κατηγορίας) και «Αγωνία πια δεν έχω όπως πρώτα στην καρδιά / είμαι γνήσια Ελληνίδα που αγαπά τη λευτεριά» απαντά η αγαπημένη του (παρωδία προπολεμικού ταγκό των Μ. Πορτοκάλλη - Αιμ. Σαββίδη).
Έναν μοναδικό συνδυασμό των δυο κατηγοριών επιτυγχάνει ο Αττίκ, που παρωδεί ο ίδιος τα ερωτικά του τραγούδια για να σατιρίσει τους Ιταλούς που οπισθοχωρούν. Το «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες / μαραμένα και τα γιασεμιά» γίνεται: «Μαραμένα τυριά γκοργκοντζόλες μας αφήσαν για κληρονομιά. / Το κακό είναι που μούχλιασαν όλες και μυρίζουν φασιστική βρομιά...».
Ελάχιστα ελαφρά τραγούδια αντιπροσωπεύουν τη μητέρα του στρατιώτη. Πασίγνωστο είναι το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» των Σουγιούλ - Τραϊφόρου, παρωδία της δημοφιλέστατης «Ζεχρά». Επίσης το δημοφιλές προπολεμικό ταγκό «Μοναξιά, φτάνεις κάποτε μοιραία / μοναξιά, είσαι η πιο σκληρή παρέα» των Εντουάρντο Μπιάνκο - Αλέκου Σακελλάριου μετατρέπεται από τον Τραϊφόρο σε προσευχή της μητέρας: «Παναγιά, στη γιγάντια τούτη πάλη / Παναγιά, έλα βόηθα μας και πάλι».
Οι ρεμπέτες απευθύνονται συχνότερα ευθέως στον Μουσολίνι: «Μουσολίνι, άλλαξε γνώμη, έλα πια στα συγκαλά σου / γιατί έφτασε η ώρα να τινάξεις τα μυαλά σου» (παρωδία του «Γρουσούζη» του Βαμβακάρη).
Όπως και οι δημιουργοί του ελαφρού, κάνουν αναφορές στην απελευθέρωση των Δωδεκανήσων («Την Αλβανία ξέγραψε, φίλε Μπενίτο, τώρα / και για τα δώδεκα νησιά ήρθ' η στερνή σου ώρα» -ο Μάτσας παρωδεί τη «Μαρία Μανταλένα» του Περιστέρη), στη βοήθεια των συμμάχων («Σαν πολέμαγες με τους Αβησσυνέζους, δεν ήξερες από Έλληνες ούτε και από Εγγλέζους», παρωδία του τραγουδιού «Το κορίτσι με τα ράσα» του Δ. Περδικόπουλου) και σατιρίζουν τις γαστρονομικές προτιμήσεις των εχθρών («Το κόλπο σου δεν έπιασε, Φρατέλο, στην Ελλάδα / σπαγγέτο 'μεις δεν είμαστε, ούτε μακαρονάδα», Γ. Παπασιδέρης).
Οι ρεμπέτες, ωστόσο, είναι μάλλον πιο ελεύθεροι να χρησιμοποιήσουν λέξεις που θα αποφεύγονταν στα ελαφρά τραγούδια: «Μας φέρθηκες μπαμπέσικα, μα τώρα τα πληρώνεις. / Τι στραπάτσο και τι νίλα σου κατάφερε η αρβύλα» (Γ. Παπασιδέρης).
Αν και στα πολεμικά ρεμπέτικα σπανίζουν οι αναφορές στην αγαπημένη, ο ρεμπέτης υπόσχεται στη μητέρα του ότι θα γυρίσει νικητής από το μέτωπο με τη βοήθεια του Θεού («Στης Αλβανίας τα βουνά» των Φωτίδα - Χατζηχρήστου) και την παρακαλά: «Κι αν δεν γυρίσω, μάνα μου, μην κλάψεις, μην πονέσεις / τη νίκη να 'χεις για χαρά και μη μαυροφορέσεις» («Ψηλά στης Πίνδου τα βουνά», Μπαγιαντέρας).
Αντίθετα, τα ελαφρά πολεμικά τραγούδια τραγουδήθηκαν κυρίως από γυναίκες (ακόμα κι όταν παρουσίαζαν την πλευρά του στρατιώτη): εκτός από τη Βέμπο, κυκλοφόρησαν δίσκοι με τις Δανάη Στρατηγοπούλου, Κάκια Μένδρη, Κούλα Νικολαΐδου και Ρένα Βλαχοπούλου (στο θέατρο διακρίθηκαν στο ρεπερτόριο αυτό και οι Ρίτα Δημητρίου, Πάολα, Σωτηρία Ιατρίδου), ενώ οι μόνες αντρικές φωνές που ακούγονται σε δίσκους με ελαφρά πολεμικά τραγούδια είναι των Νίκου Γούναρη και Άλκη Παγώνη.
Οι στίχοι των τραγουδιών δημοσιεύονται σε περιοδικά (τα ρεμπέτικα συνήθως στις τελευταίες σελίδες) που φτάνουν σε όλη την Ελλάδα, όπως και οι δίσκοι. Κάποια ελαφρά τραγούδια κυκλοφορούν σε δεύτερες εκτελέσεις από διαφορετικές εταιρείες, που αποσκοπούν προφανώς, πέρα από την εμψύχωση του κοινού, και στο κέρδος.
Η συνεχής παραγωγή πολεμικών τραγουδιών φέρνει κάποια στιγμή κόπωση: η θεματολογία εξαντλείται και η έμπνευση των στιχουργών μοιάζει να στερεύει. Η Δανάη Στρατηγοπούλου δεν διστάζει να χαρακτηρίσει την υπερπαραγωγή αυτή πατριδοκαπηλική και αρνείται να τραγουδήσει άλλο πολεμικό τραγούδι πέρα από το «Άντε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου, / άντε στο καλό κι η σκέψη μου δική σου» θεωρώντας πως μετά από αυτό δεν απομένει να ειπωθεί τίποτε άλλο.
Σε ρυθμούς χασάπικου ή ταγκό, με μπουζούκι ή με πιάνο, τα δυο «αντίπαλα» μουσικά στρατόπεδα ήταν μάλλον ένα.
* Ο Απόστολος Πούλιος είναι ερευνητής του μουσικού θεάτρου
Ο όρος «τραγούδια του '40» ταυτίζεται συνήθως με το όνομα της Σοφίας Βέμπο, της δημοφιλέστερης ερμηνεύτριας του ελαφρού τραγουδιού της εποχής. Ίσως το ελαφρό τραγούδι να είναι κάπως ξεχασμένο σήμερα, σε σύγκριση με το ρεμπέτικο, ωστόσο κάθε Οκτώβριο παίρνει τη ρεβάνς μέσα από τη φωνή της «Τραγουδίστριας της Νίκης» και τα ελαφρά πολεμικά τραγούδια επισκιάζουν τα αντίστοιχα ρεμπέτικα. Μπορεί αυτό να οφείλεται στην προσωπικότητα της Βέμπο ή σε διάφορες άλλες καλλιτεχνικές ή πολιτικές συγκυρίες, αξίζει ωστόσο να θυμηθούμε και τα μεν και τα δε.
Σάτιρα και ταγκό
Τα περισσότερα ελαφρά πολεμικά τραγούδια ξεπήδησαν μέσα από τις πολεμικές επιθεωρήσεις που κατέκλυσαν τις αθηναϊκές σκηνές στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου: άλλοτε αποτελούσαν μέρος ενός νούμερου και εκτελούνταν από τους / τις ηθοποιούς και άλλοτε ήταν «αυτόνομες» ρομάντζες που ερμήνευαν δημοφιλείς τραγουδίστριες. Και στις δυο περιπτώσεις οι στίχοι ήταν συνήθως γραμμένοι πάνω σε ήδη γνωστές μελωδίες και προπαγάνδιζαν, όπως και τα έργα από τα οποία προέρχονταν, το θεματικό τρίπτυχο «Πατρίς - Θρησκεία - Οικογένεια».Με βάση τη θεματολογία τους, τα ελαφρά πολεμικά τραγούδια χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τα σατιρικά και τα ερωτικά. Τα σατιρικά είναι συχνά παρωδίες δημοτικοφανών τραγουδιών: το «Πλέκει η Βάσω το προικιό της» γίνεται «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του», το «Στη Λάρισα βγαίνει ο Αυγερινός» γίνεται «Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός». «Η κοπέλα η Μαριγώ» μεταμορφώνεται σε «λεβέντη Ιταλό» που «μια δουλειά σωστή δεν κάνει».
Υπήρξαν και δημοφιλείς παρωδίες ιταλικών τραγουδιών. Το πασίγνωστο «Κορόιδο Μουσολίνι» ήταν η ιταλική «Reginella Campagnola», που παρωδήθηκε από τον Γ. Οικονομίδη. Ενώ το «Πω πω, τι έπαθε ο Μουσολίνι» ήταν αρχικά αγγλική παρωδία του ιταλικού «Evviva la torre de Pisa» με θέμα την ήττα των Ιταλών στην Αλβανία («What a surprise for the Duce, he can't put it over the Greeks») και τραγουδήθηκε τελικά από τη Βέμπο και στα ελληνικά και στα αγγλικά.
Τα ερωτικά τραγούδια έχουν ως βασικό θέμα την αναχώρηση του φαντάρου για το μέτωπο και τη συγκινητική στάση της Ελληνίδας που δεν ζηλεύει τη νέα αγαπημένη του καλού της, την πατρίδα: «Μας χωρίζει ο πόλεμος» τραγουδάει ο πολεμιστής (ένα όμορφο ταγκό των Μ. Σουγιούλ - Κ. Κοφινιώτη, από τις ελάχιστες καινούργιες συνθέσεις αυτής της κατηγορίας) και «Αγωνία πια δεν έχω όπως πρώτα στην καρδιά / είμαι γνήσια Ελληνίδα που αγαπά τη λευτεριά» απαντά η αγαπημένη του (παρωδία προπολεμικού ταγκό των Μ. Πορτοκάλλη - Αιμ. Σαββίδη).
Έναν μοναδικό συνδυασμό των δυο κατηγοριών επιτυγχάνει ο Αττίκ, που παρωδεί ο ίδιος τα ερωτικά του τραγούδια για να σατιρίσει τους Ιταλούς που οπισθοχωρούν. Το «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες / μαραμένα και τα γιασεμιά» γίνεται: «Μαραμένα τυριά γκοργκοντζόλες μας αφήσαν για κληρονομιά. / Το κακό είναι που μούχλιασαν όλες και μυρίζουν φασιστική βρομιά...».
Ελάχιστα ελαφρά τραγούδια αντιπροσωπεύουν τη μητέρα του στρατιώτη. Πασίγνωστο είναι το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» των Σουγιούλ - Τραϊφόρου, παρωδία της δημοφιλέστατης «Ζεχρά». Επίσης το δημοφιλές προπολεμικό ταγκό «Μοναξιά, φτάνεις κάποτε μοιραία / μοναξιά, είσαι η πιο σκληρή παρέα» των Εντουάρντο Μπιάνκο - Αλέκου Σακελλάριου μετατρέπεται από τον Τραϊφόρο σε προσευχή της μητέρας: «Παναγιά, στη γιγάντια τούτη πάλη / Παναγιά, έλα βόηθα μας και πάλι».
Σάτιρα και χασάπικο
Στο «αντίπαλο» στρατόπεδο του ρεμπέτικου τραγουδιού, οι σατιρικές παρωδίες είναι εξίσου συχνές. «Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης» των Σπ. Περιστέρη - Μ. Μάτσα γίνεται «Ο Μπενίτο κάποια νύχτα ζαλισμένος». Το «Καραντουζένι» του Βαμβακάρη, που είχε απαγορευτεί προπολεμικά από τη μεταξική λογοκρισία, επανέρχεται θριαμβευτικά με τον τίτλο «Γεια σας, φανταράκια μας».Οι ρεμπέτες απευθύνονται συχνότερα ευθέως στον Μουσολίνι: «Μουσολίνι, άλλαξε γνώμη, έλα πια στα συγκαλά σου / γιατί έφτασε η ώρα να τινάξεις τα μυαλά σου» (παρωδία του «Γρουσούζη» του Βαμβακάρη).
Όπως και οι δημιουργοί του ελαφρού, κάνουν αναφορές στην απελευθέρωση των Δωδεκανήσων («Την Αλβανία ξέγραψε, φίλε Μπενίτο, τώρα / και για τα δώδεκα νησιά ήρθ' η στερνή σου ώρα» -ο Μάτσας παρωδεί τη «Μαρία Μανταλένα» του Περιστέρη), στη βοήθεια των συμμάχων («Σαν πολέμαγες με τους Αβησσυνέζους, δεν ήξερες από Έλληνες ούτε και από Εγγλέζους», παρωδία του τραγουδιού «Το κορίτσι με τα ράσα» του Δ. Περδικόπουλου) και σατιρίζουν τις γαστρονομικές προτιμήσεις των εχθρών («Το κόλπο σου δεν έπιασε, Φρατέλο, στην Ελλάδα / σπαγγέτο 'μεις δεν είμαστε, ούτε μακαρονάδα», Γ. Παπασιδέρης).
Οι ρεμπέτες, ωστόσο, είναι μάλλον πιο ελεύθεροι να χρησιμοποιήσουν λέξεις που θα αποφεύγονταν στα ελαφρά τραγούδια: «Μας φέρθηκες μπαμπέσικα, μα τώρα τα πληρώνεις. / Τι στραπάτσο και τι νίλα σου κατάφερε η αρβύλα» (Γ. Παπασιδέρης).
Αν και στα πολεμικά ρεμπέτικα σπανίζουν οι αναφορές στην αγαπημένη, ο ρεμπέτης υπόσχεται στη μητέρα του ότι θα γυρίσει νικητής από το μέτωπο με τη βοήθεια του Θεού («Στης Αλβανίας τα βουνά» των Φωτίδα - Χατζηχρήστου) και την παρακαλά: «Κι αν δεν γυρίσω, μάνα μου, μην κλάψεις, μην πονέσεις / τη νίκη να 'χεις για χαρά και μη μαυροφορέσεις» («Ψηλά στης Πίνδου τα βουνά», Μπαγιαντέρας).
Ερμηνευτές και ερμηνεύτριες και ενστάσεις
Τα ρεμπέτικα πολεμικά τραγούδια ηχογραφήθηκαν κυρίως από άντρες: Μπαγιαντέρας, Στελλάκης Περπινιάδης, Μάρκος Βαμβακάρης, Απόστολος Χατζηχρήστος, Δημήτρης Περδικόπουλος, Γιάννης Παπαϊωάννου, Γιώργος Παπασιδέρης, Μανώλης Χιώτης ενώ οι Νταίζη Σταυροπούλου και Ιωάννα Γεωργακοπούλου ακούγονται σε ελάχιστα τραγούδια μαζί με αντρικές φωνές.Αντίθετα, τα ελαφρά πολεμικά τραγούδια τραγουδήθηκαν κυρίως από γυναίκες (ακόμα κι όταν παρουσίαζαν την πλευρά του στρατιώτη): εκτός από τη Βέμπο, κυκλοφόρησαν δίσκοι με τις Δανάη Στρατηγοπούλου, Κάκια Μένδρη, Κούλα Νικολαΐδου και Ρένα Βλαχοπούλου (στο θέατρο διακρίθηκαν στο ρεπερτόριο αυτό και οι Ρίτα Δημητρίου, Πάολα, Σωτηρία Ιατρίδου), ενώ οι μόνες αντρικές φωνές που ακούγονται σε δίσκους με ελαφρά πολεμικά τραγούδια είναι των Νίκου Γούναρη και Άλκη Παγώνη.
Οι στίχοι των τραγουδιών δημοσιεύονται σε περιοδικά (τα ρεμπέτικα συνήθως στις τελευταίες σελίδες) που φτάνουν σε όλη την Ελλάδα, όπως και οι δίσκοι. Κάποια ελαφρά τραγούδια κυκλοφορούν σε δεύτερες εκτελέσεις από διαφορετικές εταιρείες, που αποσκοπούν προφανώς, πέρα από την εμψύχωση του κοινού, και στο κέρδος.
Η συνεχής παραγωγή πολεμικών τραγουδιών φέρνει κάποια στιγμή κόπωση: η θεματολογία εξαντλείται και η έμπνευση των στιχουργών μοιάζει να στερεύει. Η Δανάη Στρατηγοπούλου δεν διστάζει να χαρακτηρίσει την υπερπαραγωγή αυτή πατριδοκαπηλική και αρνείται να τραγουδήσει άλλο πολεμικό τραγούδι πέρα από το «Άντε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου, / άντε στο καλό κι η σκέψη μου δική σου» θεωρώντας πως μετά από αυτό δεν απομένει να ειπωθεί τίποτε άλλο.
Μας ενώνει ο πόλεμος;
Σε γράμμα του από το μέτωπο στο περιοδικό Το ελληνικό τραγούδι τον Μάρτιο του 1941, ο συνθέτης του ελαφρού τραγουδιού Μηνάς Πορτοκάλλης γράφει: «Τις νότες, το πιάνο και το ακορντεόν τα αντικατέστησα προσωρινά με το Μάνλιχερ, τη λόγχη και τα φυσίγγια... [Α]ντί να συλλαμβάνω μελωδίες τραγουδιών, συλλαμβάνω... κουστωδίες δειλών Ιταλών». Τον ίδιο μήνα κυκλοφόρησε το τραγούδι του ρεμπέτη Στέλιου Κερομύτη: «Καιρός πια το μπουζούκι μου στο πλάι να τ' αφήσω / να πάρω το ντουφέκι μου να πα' να πολεμήσω. / Θα αφήσω πια την πένα μου, θα πιάσω τη σκανδάλη / να δείξω την αντρεία μου καθώς και τόσοι άλλοι».Σε ρυθμούς χασάπικου ή ταγκό, με μπουζούκι ή με πιάνο, τα δυο «αντίπαλα» μουσικά στρατόπεδα ήταν μάλλον ένα.
* Ο Απόστολος Πούλιος είναι ερευνητής του μουσικού θεάτρου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου