Του Αλέξη Βάκη

Ξεκινώ τον συλλογισμό μου με μια θεμελιώδη ερώτηση: θα ήταν άραγε το ίδιο έντονη η «ψυχολογική» εντύπωση που μας αφήνει το -παιχνιδιάρικο, πλην όμως στα όρια του potitically incorrect- τραγούδι Είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω(1), αν αντί του Γρηγόρη Μπιθικώτση το ακούγαμε π.χ. από τον Στέλιο Καζαντζίδη; ΄Ή το σαγηνευτικό Κάτσε στον καναπέ μου και φίλησέ με(2), αν ερμηνεύτριά του δεν ήταν η Καίτη Γκρέυ αλλά η Γιώτα Λύδια; Δεν υπαινίσσομαι βεβαίως την εμφανή διαφορά ανάμεσα στον κοφτό και νευρικό τρόπο με τον οποίο προφέρει τις μουσικές φράσεις ο Μπιθικώτσης σε σύγκριση με τις πιο «απλωμένες» νότες του Καζαντζίδη, ούτε την αντίστοιχη ανάμεσα στην εξωστρέφεια της Γκρέυ εν σχέσει με τη Λύδια που, εν γένει, ηχεί αρκετά πιο «εσωτερική».


Ένα τραγούδι, οποιουδήποτε ύφους και ιδιοσυγκρασίας, είναι πρώτα απ' όλα ένα μικρό μονόπρακτο, που διαρκεί τρία λεπτά. Το οποίο χρειάζεται τον κατάλληλο ηθοποιό κάθε φορά. έτσι ώστε με τη διαμεσολάβηση εκείνου να μπορεί να περάσει στο στόμα των πολλών. Όχι φυσικά πως η διαπίστωση αυτή είναι τόσο μονοσήμαντη, ώστε να μην επιτρέπονται διαφορετικές, ακόμα και απρόσμενες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Όλοι πάντως συμφωνούμε, υποθέτω, πως ο Ντίνος Ηλιόπουλος ήταν μεν συγκλονιστικός στον Δράκο του Νίκου Κούνδουρου, το γήπεδό του όμως ήταν οι ανάλαφρες κομεντί του Φίνου, που του επέτρεψαν να οικοδομήσει τη χαριτωμένη προσωπικότητα με την οποία κυρίως τον θυμόμαστε σήμερα.
Για να ξαναγυρίσω στο τραγούδι, το σωστό casting έχει μεγάλη σημασία. Ειδικά στο λαϊκό τραγούδι, όπου η αμεσότητα είναι ένα από τα μεγάλα ζητούμενα. Έτσι, αν μου ζητούσε κανείς να προσδώσω στην Πόλυ Πάνου τα ακριβή ερμηνευτικά χαρακτηριστικά που της εξασφάλισαν την αθανασία στο συλλογικό λαϊκό αυτί, θα έλεγα πριν απ' όλα πως είναι «η τραγουδίστρια των ζεϊμπέκικων». Και δεν μιλάω γενικά για τον ρυθμό του ζεϊμπέκικου, αλλά γι' αυτό το ξεχωριστό τραγουδιστικό «είδος» που ανεφάνη μετά τον εμφύλιο, το οποίο, είτε επιμένει να ζωγραφίζει σε γκρίζους τόνους τη ζοφερή κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, είτε προσπαθεί να την υπερβεί, προβάλλοντας το εφήμερον του γλεντιού ως σωτήρια διαφυγή.
Στην περίπτωση της Πάνου υπάρχει και μια επιπλέον παράμετρος, εφόσον πολλά από τα τραγούδια της μοιάζουν να απευθύνονται σε κάποιον συγκεκριμένο -πλην αόρατο- αρσενικό, με τον οποίο και στήνουν διάλογο. Παραθέτω τίτλους: Πάρε το δαχτυλίδι μου(3), Ένα σφάλμα έκανα(4), Το τέλος σου ποιο θα' ναι(5), Εσένα δεν σου άξιζε αγάπη(6), Άλλα μου λεν τα μάτια σου(7), Τι σου 'κανα και πίνεις(8) κ.ά. Πρόκειται για έναν ισχυρά επαναλαμβανόμενο τραγουδιστικό ρόλο, όπου η Πόλυ Πάνου επαναφέρει πειστικά το αρχέτυπο που λανσάρισε στον κινηματογράφο η Μελίνα Μερκούρη: της γυναίκας που όχι μόνο διεκδικεί τη χειραφέτησή της, αλλά συχνά αναφέρεται και στο δικαίωμά της να πορευτεί μέσα από τον «αμαρτωλό» δρόμο, αδιαφορώντας για την αποδοχή της κοινωνίας.
Δεν είναι μάλλον ήσσονος σημασίας το γεγονός πως Η αμαρτωλή(9), ένα τραγούδι μέσα από το πρίσμα μιας γυναίκας που κάνει πεζοδρόμιο για να ζήσει, είχε λατρευτεί από τις ιερόδουλες της εποχής, οι οποίες πήγαιναν κατά μεγάλες παρέες στα μαγαζιά όπου εμφανιζόταν η Πόλυ Πάνου και το ζητούσαν επίμονα, όχι σπάνια μάλιστα χαρακώνοντας τα μπράτσα τους όταν το άκουγαν.
Όπως και να 'χει, η δεκατριάχρονη Πολυτίμη Κολιοπάνου, που έφτασε το 1953 στην Αθήνα από την Πάτρα, ήρθε για να μείνει στη μουσική υπόθεση. Έτσι ώστε αν σήμερα προσπαθήσει κανείς να σκεφτεί το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι, να είναι αδύνατον να το φανταστεί χωρίς το ανεξίτηλο δικό της αποτύπωμα.