Προχτές είχαμε αιθαλομίχλη στο λεκανοπέδιο Αττικής, με αποτέλεσμα τα
Υπουργεία Υγείας και Περιβάλλοντος, σε κοινή τους ανακοίνωση, να
απευθύνουν στους πολίτες έκκληση για περιορισμό της “άσκοπης χρήσης
τζακιών” μέχρι σήμερα το πρωί. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που
γίνονται παρόμοιες συστάσεις -μάλιστα, πριν από δύο μήνες είχε γραφτεί,
μάλλον στα σοβαρά, ότι το Υπουργείο Περιβάλλοντος σχεδιάζει να επιβάλει δακτύλιο στα τζάκια,
δηλαδή να καθιερώσει την εκ περιτροπής χρήση των τζακιών, όπως γίνεται
δηλαδή με τα αυτοκίνητα, που μπαίνουν στον δακτύλιο του κέντρου της
Αθήνας εκ περιτροπής, τη μία μέρα τα μονά και την άλλη τα ζυγά.
Φυσικά, ένα τέτοιο μέτρο για τα τζάκια θα είχε ανυπέρβλητες ίσως πρακτικές δυσκολίες για να οργανωθεί και πολύ περισσότερο στην επιτήρησή του, και ίσως γι’ αυτό δεν προχώρησε -ενώ θα έδινε και άφθονο υλικό στους επιθεωρησιογράφους και τους γελοιογράφους, όχι ότι δεν έχουν δηλαδή έτσι κι αλλιώς. Τα σπίτια με μονό αριθμό θα είχαν δικαίωμα να ανάβουν τζάκι τις μονές μέρες, και με ζυγό αριθμό τις ζυγές, ενώ κλιμάκια επιθεωρητών θα περιπολούσαν την Αθήνα για να εντοπίσουν τις παραβατικές καμινάδες -βέβαια, κατά την περίοδο των γιορτών η αποστολή αυτή θα μπορούσε να ανατεθεί στον Άγιο Βασίλη, σε συνδυασμό με το μοίρασμα των δώρων.
Τα τζάκια λοιπόν, που από διακοσμητικό μάλλον στοιχείο έχουν αρχίσει, από τον περσινό κιόλας χειμώνα, να χρησιμοποιούνται και για τον αρχικό τους σκοπό, τη θέρμανση δηλαδή, μαζί με τις ξυλόσομπες και τις άλλες θερμαντικές συσκευές που έγιναν, ή φαίνονται πως έγιναν, οικονομικότερες ύστερα από τη βάναυση αύξηση της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης πέρυσι. Κι έτσι, ολοένα και περισσότερες πολυκατοικίες αποφασίζουν να μη βάλουν πετρέλαιο τον χειμώνα, κι έτσι ξανάπιασαν δουλειά τα τζάκια.
Εμείς βέβαια εδώ λεξιλογούμε, οπότε θα παρατηρήσουμε ότι η λέξη “τζάκι” είναι υστεροβυζαντινό δάνειο από τα τούρκικα (ocak), που αρχικά πέρασε στην ελληνική γλώσσα ως “οτζάκιον” και “οτζάκι”, και με τον καιρό, από τη συμπροφορά με το άρθρο (τ’ οτζάκι – το τζάκι) έχασε το άτονο αρκτικό της φωνήεν. Οι παλιότερες ελληνικές λέξεις είναι η πολύσημη “εστία”, ή αλλιώς στια και παραστιά, γωνιά και παραγώνι, λέξεις που ακούγονται πολύ λιγότερο σήμερα.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Φυσικά, ένα τέτοιο μέτρο για τα τζάκια θα είχε ανυπέρβλητες ίσως πρακτικές δυσκολίες για να οργανωθεί και πολύ περισσότερο στην επιτήρησή του, και ίσως γι’ αυτό δεν προχώρησε -ενώ θα έδινε και άφθονο υλικό στους επιθεωρησιογράφους και τους γελοιογράφους, όχι ότι δεν έχουν δηλαδή έτσι κι αλλιώς. Τα σπίτια με μονό αριθμό θα είχαν δικαίωμα να ανάβουν τζάκι τις μονές μέρες, και με ζυγό αριθμό τις ζυγές, ενώ κλιμάκια επιθεωρητών θα περιπολούσαν την Αθήνα για να εντοπίσουν τις παραβατικές καμινάδες -βέβαια, κατά την περίοδο των γιορτών η αποστολή αυτή θα μπορούσε να ανατεθεί στον Άγιο Βασίλη, σε συνδυασμό με το μοίρασμα των δώρων.
Τα τζάκια λοιπόν, που από διακοσμητικό μάλλον στοιχείο έχουν αρχίσει, από τον περσινό κιόλας χειμώνα, να χρησιμοποιούνται και για τον αρχικό τους σκοπό, τη θέρμανση δηλαδή, μαζί με τις ξυλόσομπες και τις άλλες θερμαντικές συσκευές που έγιναν, ή φαίνονται πως έγιναν, οικονομικότερες ύστερα από τη βάναυση αύξηση της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης πέρυσι. Κι έτσι, ολοένα και περισσότερες πολυκατοικίες αποφασίζουν να μη βάλουν πετρέλαιο τον χειμώνα, κι έτσι ξανάπιασαν δουλειά τα τζάκια.
Εμείς βέβαια εδώ λεξιλογούμε, οπότε θα παρατηρήσουμε ότι η λέξη “τζάκι” είναι υστεροβυζαντινό δάνειο από τα τούρκικα (ocak), που αρχικά πέρασε στην ελληνική γλώσσα ως “οτζάκιον” και “οτζάκι”, και με τον καιρό, από τη συμπροφορά με το άρθρο (τ’ οτζάκι – το τζάκι) έχασε το άτονο αρκτικό της φωνήεν. Οι παλιότερες ελληνικές λέξεις είναι η πολύσημη “εστία”, ή αλλιώς στια και παραστιά, γωνιά και παραγώνι, λέξεις που ακούγονται πολύ λιγότερο σήμερα.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου