24grammata.com/ ρεμπέτικο
Πάνος Σαββόπουλος , Δεκέμβριος 2013
ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΚΑΙ BLUES ΔΡΟΜΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ Από τη Σμύρνη και τον Πειραιά, ως τον Μισισιπή και την Νέα Ορλεάνη
γράφει ο Πάνος Σαββόπουλος
«Ρεμπέτικα και μπλουζ δρόμοι
παράλληλοι», λοιπόν· είτε το πιστεύετε είτε όχι… Κι επειδή δεν είναι
δυνατόν να εξαντληθεί το ενδιαφέρον αυτό θέμα μόνο με τρεις χιλιάδες
λέξεις, ούτε και να διαταραχθεί η ισορροπία του μεγέθους των κειμένων
στο φιλόξενο περιοδικό «24grammata.com»,
ενώ ταυτόχρονα δεν πρέπει να «μπαϊλντίσει» και να …λοξοδρομήσει ο μέσος
αναγνώστης, περιορίζομαι στο να καταγράψω όσο γίνεται πιο συνοπτικά,
τις πολλές εκπληκτικές ομοιότητες αλλά και κάποιες αποκαλυπτικές
διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στους δύο μεγάλους αυτούς παγκόσμιους
μουσικούς θησαυρούς. Θα χωρίσω το παρόν κείμενο σε μικρές διακριτές
ενότητες, για ευκολία στην ανάγνωση και, ίσως, για διευκόλυνση της
μνήμης. Και ελπίζω να εισπραχθεί με κατανόηση ότι θα δοθεί στα μπλουζ
λίγο περισσότερο «βάρος» (γραπτό και φωτογραφικό…), αφού οι πιο πολλοί
Έλληνες ελάχιστα γνωρίζουν γι’ αυτά, σε σχέση με ό,τι ξέρουν για τα
ρεμπέτικα.
Εισαγωγικά
Για τα ρεμπέτικα και τα μπλουζ έχουν διατυπωθεί διάφορα «αποφθέγματα», πότε με διάθεση ορισμού ή περιγραφής τους, πότε με διάθεση ποιητική ή θυμοσοφική, πότε με διάθεση πολιτική (ή και …επαναστατική) και κάποιες φορές με διάθεση ακαταλαβίστικου βελτσοπαραληρήματος. Αρκούμαι να σημειώσω εδώ, μόνο δύο τέτοιες φράσεις, μία για το κάθε είδος, τις οποίες θεωρώ ιδιαίτερα πετυχημένες και ταυτόχρονα πραγματιστικές: Τα ρεμπέτικα είναι τα πιο καθαρά ελληνικά τραγούδια και Τα blues είναι το κλάμα της ψυχής των νέγρων.
Συχνά ακούμε και διαβάζουμε, κυρίως τα τελευταία χρόνια, ότι τα ρεμπέτικα είναι τα μπλουζ της Ελλάδας και τα μπλουζ είναι τα ρεμπέτικα της Αμερικής. Πρέπει, λοιπόν, να σάς πω ότι αυτός ο παραλληλισμός, μπορεί, στο πρώτο άκουσμα, να προκαλέσει σύγχυση και κάποιες εύλογες απορίες. Μού έχουν πει, για παράδειγμα: «Καλά, δεν υπάρχουν στη Γαλλία, Ρωσία, Ισπανία, Κίνα και σε άλλες χώρες, τραγούδια με …πονηρό περιεχόμενο, όπως υπάρχουν στα ρεμπέτικα και τα blues, αλλά ακόμα – ακόμα και στα τα tango, fado και flamenco, όπως εσύ υποστηρίζεις και όπου δεί …διαλαλείς;». Εξηγούμαι λοιπόν, σύντομα και καθαρά. Τα πέντε προαναφερθέντα μουσικά είδη, έχουν χαρακτηριστικά που δεν έχει κανένα, μα κανένα, άλλο μουσικό είδος στον κόσμο.
1. Ξεκίνησαν και δημιουργήθηκαν από περιφρονημένους, φτωχούς, κυνηγημένους και παντελώς αμόρφωτους (εννοείται ακαδημαϊκώς αμόρφωτους, γιατί κατά τα άλλα …κούνια που σε κούναγε), και κάποιες φορές παράνομους, ανθρώπους. Επιπρόσθετα, τα μπλουζ από μαύρους…
2. Πρόκειται για πανέμορφα τραγούδια, μακρόβια, μάλιστα με χρόνο ζωής μέχρι σήμερα και, ως φαίνεται, έπεται συνέχεια ανθηρά.
3. Από τραγούδια της ντροπής και του κυνηγητού, έγιναν εθνικές μουσικές οι οποίες σάρωσαν όλες τις άλλες
λαϊκές…λιγδογραβατωμένες και τις κουλτουροδήθεν τοιαύτες.
4. Και τα πέντε είδη έχουν ήδη ταξιδέψει σ’ όλον τον κόσμο και έχουν γίνει παγκόσμια, με πρώτα τα μπλουζ, τα τάνγκο και τα φλαμέγκο. Τα ρεμπέτικα και τα φάντο ακολουθούν …καταϊδρωμένα, αφού και από τις οικείες μικρές χώρες τους δεν προβλήθηκαν τόσο. Ό,τι έγινε γι’ αυτά, το έκαναν αποκλειστικά ιδιώτες. Οι …επίσημοι (λέμε τώρα και καμιά μαλακία… εορταστική) υπεύθυνοι (σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την …ερασμία πατρίδα μας) ήταν παντελώς άσχετοι και ανυποψίαστοι με το θέμα. Θέλετε παραδείγματα …ανυποψίαστων; Όλοι οι μ.χ. (ήγουν μεταχουντικοί) υπουργοί πολιτισμού, συμπεριλαμβανομένης και της αστραφτερής και αγαπημένης Μελίνας! Μην ξεχνάτε και τα 100 γυφτομπούζουκα και τα άλλα καραγκιοζιλίκια στην παν-βρόμικη ολυμπιάδα του 2004 (και ο γραφικός …ναι! ούτε που την ήθελε, αλλά τι να κάνει ο έρμος; Να τον πούνε ανθέλληνα;), λέω ολυμπιάδα του 2004 με τα μεγάλα λόγια, τα «μεγάλα έργα», τις μεγάλες ντόπες και το μεγάλο φαγοπότι. (Και τίποτα δεν είναι τυχαίο για τα τωρινά mega χάλια μας, καρντάσια μου και σεις πρετεντέρηδές μου…).
Για τα ρεμπέτικα και τα μπλουζ έχουν διατυπωθεί διάφορα «αποφθέγματα», πότε με διάθεση ορισμού ή περιγραφής τους, πότε με διάθεση ποιητική ή θυμοσοφική, πότε με διάθεση πολιτική (ή και …επαναστατική) και κάποιες φορές με διάθεση ακαταλαβίστικου βελτσοπαραληρήματος. Αρκούμαι να σημειώσω εδώ, μόνο δύο τέτοιες φράσεις, μία για το κάθε είδος, τις οποίες θεωρώ ιδιαίτερα πετυχημένες και ταυτόχρονα πραγματιστικές: Τα ρεμπέτικα είναι τα πιο καθαρά ελληνικά τραγούδια και Τα blues είναι το κλάμα της ψυχής των νέγρων.
Συχνά ακούμε και διαβάζουμε, κυρίως τα τελευταία χρόνια, ότι τα ρεμπέτικα είναι τα μπλουζ της Ελλάδας και τα μπλουζ είναι τα ρεμπέτικα της Αμερικής. Πρέπει, λοιπόν, να σάς πω ότι αυτός ο παραλληλισμός, μπορεί, στο πρώτο άκουσμα, να προκαλέσει σύγχυση και κάποιες εύλογες απορίες. Μού έχουν πει, για παράδειγμα: «Καλά, δεν υπάρχουν στη Γαλλία, Ρωσία, Ισπανία, Κίνα και σε άλλες χώρες, τραγούδια με …πονηρό περιεχόμενο, όπως υπάρχουν στα ρεμπέτικα και τα blues, αλλά ακόμα – ακόμα και στα τα tango, fado και flamenco, όπως εσύ υποστηρίζεις και όπου δεί …διαλαλείς;». Εξηγούμαι λοιπόν, σύντομα και καθαρά. Τα πέντε προαναφερθέντα μουσικά είδη, έχουν χαρακτηριστικά που δεν έχει κανένα, μα κανένα, άλλο μουσικό είδος στον κόσμο.
1. Ξεκίνησαν και δημιουργήθηκαν από περιφρονημένους, φτωχούς, κυνηγημένους και παντελώς αμόρφωτους (εννοείται ακαδημαϊκώς αμόρφωτους, γιατί κατά τα άλλα …κούνια που σε κούναγε), και κάποιες φορές παράνομους, ανθρώπους. Επιπρόσθετα, τα μπλουζ από μαύρους…
2. Πρόκειται για πανέμορφα τραγούδια, μακρόβια, μάλιστα με χρόνο ζωής μέχρι σήμερα και, ως φαίνεται, έπεται συνέχεια ανθηρά.
3. Από τραγούδια της ντροπής και του κυνηγητού, έγιναν εθνικές μουσικές οι οποίες σάρωσαν όλες τις άλλες
λαϊκές…λιγδογραβατωμένες και τις κουλτουροδήθεν τοιαύτες.
4. Και τα πέντε είδη έχουν ήδη ταξιδέψει σ’ όλον τον κόσμο και έχουν γίνει παγκόσμια, με πρώτα τα μπλουζ, τα τάνγκο και τα φλαμέγκο. Τα ρεμπέτικα και τα φάντο ακολουθούν …καταϊδρωμένα, αφού και από τις οικείες μικρές χώρες τους δεν προβλήθηκαν τόσο. Ό,τι έγινε γι’ αυτά, το έκαναν αποκλειστικά ιδιώτες. Οι …επίσημοι (λέμε τώρα και καμιά μαλακία… εορταστική) υπεύθυνοι (σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την …ερασμία πατρίδα μας) ήταν παντελώς άσχετοι και ανυποψίαστοι με το θέμα. Θέλετε παραδείγματα …ανυποψίαστων; Όλοι οι μ.χ. (ήγουν μεταχουντικοί) υπουργοί πολιτισμού, συμπεριλαμβανομένης και της αστραφτερής και αγαπημένης Μελίνας! Μην ξεχνάτε και τα 100 γυφτομπούζουκα και τα άλλα καραγκιοζιλίκια στην παν-βρόμικη ολυμπιάδα του 2004 (και ο γραφικός …ναι! ούτε που την ήθελε, αλλά τι να κάνει ο έρμος; Να τον πούνε ανθέλληνα;), λέω ολυμπιάδα του 2004 με τα μεγάλα λόγια, τα «μεγάλα έργα», τις μεγάλες ντόπες και το μεγάλο φαγοπότι. (Και τίποτα δεν είναι τυχαίο για τα τωρινά mega χάλια μας, καρντάσια μου και σεις πρετεντέρηδές μου…).
Αρχική τοπογραφία και ρίζες
Τα ρεμπέτικα και τα μπλουζ ξεκίνησαν στα τέλη του 1800 σε πόλεις – λιμάνια: Στη Σμύρνη, την Πόλη, τη Σύρα, τον Πειραιά τα ρεμπέτικα. Στην ευρύτερη περιοχή του Δέλτα του Μισισιπή – Νέα Ορλεάνη τα μπλουζ. Το ρεμπέτικο βασίστηκε στη δημοτική μουσική, τη βυζαντινή παράδοση, τα αστικά – λαϊκά τραγούδια και την ευρωπαϊκή μουσική. Τα μπλουζ, απ’ την άλλη, βασίστηκαν στην αφρικάνικη δημοτική μουσική, στα εκκλησιαστικά σπιρίτσουαλς και γκόσπελ (επειδή ο μαύρος σκλάβος υιοθέτησε πολύ πρόθυμα τον χριστιανισμό, γιατί πίστεψε ότι αυτό ήταν το μυστικό της δύναμης του λευκού…), αλλά και στους ύμνους του εμφυλίου.
Τα πρώτα – πρώτα ρεμπέτικα είναι άνευ επώνυμου δημιουργού και πολλοί τα λένε παραδοσιακά. Τα αντίστοιχα μπλουζ είναι τα «χόλλερ», μιά παραλλαγή των ομαδικών τραγουδιών της δουλειάς (work songs) των μαύρων, τραγούδια με αφρικάνικες ρίζες. Μια γριά σκλάβα είχε πει, για ένα «χόλλερ», ότι δεν τραγουδιέται άμα δεν έχεις σεβντάδες στην καρδιά και σκοτούρες στο κεφάλι.
Πολλά από τα πρώτα ρεμπέτικα είχαν αφηγηματικό χαρακτήρα και κατά κάποιο τρόπο θυμίζουν τις παραλογές του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού. Τέτοιο παράδειγμα είναι η «Έλλη», το οποίο τραγουδούσαν (και) πλανόδιοι μουσικοί στις ρούγες και στις ταβέρνες της Σμύρνης, γύρω στα 1918 με 1920. Αντίστοιχα αφηγηματικά μπλουζ τραγουδούσαν οι «songsters». Οι «songsters», ήταν τραγουδιστές και οργανοπαίχτες, κάτι σαν γυρολόγοι ψυχαγωγοί, και οι μπαλάντες τους αντλούσαν πολλά στοιχεία από τα τραγούδια και τη μουσική της νέγρικης λαϊκής παράδοσης. Ιδιαίτερα οι μπαλάντες που αναφέρονταν σε νέγρους λαϊκούς ήρωες ήταν πολύ αγαπητές, και φυσικά οι πιο διαδεδομένες, όπως για παράδειγμα το «John Henry», με πάμπολλες ηχογραφήσεις από το 1928 και μετά.
Τα ρεμπέτικα και τα μπλουζ ξεκίνησαν στα τέλη του 1800 σε πόλεις – λιμάνια: Στη Σμύρνη, την Πόλη, τη Σύρα, τον Πειραιά τα ρεμπέτικα. Στην ευρύτερη περιοχή του Δέλτα του Μισισιπή – Νέα Ορλεάνη τα μπλουζ. Το ρεμπέτικο βασίστηκε στη δημοτική μουσική, τη βυζαντινή παράδοση, τα αστικά – λαϊκά τραγούδια και την ευρωπαϊκή μουσική. Τα μπλουζ, απ’ την άλλη, βασίστηκαν στην αφρικάνικη δημοτική μουσική, στα εκκλησιαστικά σπιρίτσουαλς και γκόσπελ (επειδή ο μαύρος σκλάβος υιοθέτησε πολύ πρόθυμα τον χριστιανισμό, γιατί πίστεψε ότι αυτό ήταν το μυστικό της δύναμης του λευκού…), αλλά και στους ύμνους του εμφυλίου.
Τα πρώτα – πρώτα ρεμπέτικα είναι άνευ επώνυμου δημιουργού και πολλοί τα λένε παραδοσιακά. Τα αντίστοιχα μπλουζ είναι τα «χόλλερ», μιά παραλλαγή των ομαδικών τραγουδιών της δουλειάς (work songs) των μαύρων, τραγούδια με αφρικάνικες ρίζες. Μια γριά σκλάβα είχε πει, για ένα «χόλλερ», ότι δεν τραγουδιέται άμα δεν έχεις σεβντάδες στην καρδιά και σκοτούρες στο κεφάλι.
Πολλά από τα πρώτα ρεμπέτικα είχαν αφηγηματικό χαρακτήρα και κατά κάποιο τρόπο θυμίζουν τις παραλογές του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού. Τέτοιο παράδειγμα είναι η «Έλλη», το οποίο τραγουδούσαν (και) πλανόδιοι μουσικοί στις ρούγες και στις ταβέρνες της Σμύρνης, γύρω στα 1918 με 1920. Αντίστοιχα αφηγηματικά μπλουζ τραγουδούσαν οι «songsters». Οι «songsters», ήταν τραγουδιστές και οργανοπαίχτες, κάτι σαν γυρολόγοι ψυχαγωγοί, και οι μπαλάντες τους αντλούσαν πολλά στοιχεία από τα τραγούδια και τη μουσική της νέγρικης λαϊκής παράδοσης. Ιδιαίτερα οι μπαλάντες που αναφέρονταν σε νέγρους λαϊκούς ήρωες ήταν πολύ αγαπητές, και φυσικά οι πιο διαδεδομένες, όπως για παράδειγμα το «John Henry», με πάμπολλες ηχογραφήσεις από το 1928 και μετά.
Charley Patton
Η μεγαλύτερη μορφή της πρώτης περιόδου των μπλουζ ήταν ο Charley Patton, γνωστός σαν ο Πατέρας του Delta Blues (1891 – 1934). Γεννήθηκε στο Μισισιπή και πέθανε 43 ετών από καρδιοπάθεια, μη δεχόμενος θεραπεία. Αν και ήταν κοντός και λεπτός, η φωνή του μπορούσε να ακουστεί στα 450 μέτρα χωρίς …ενίσχυση! Ήδη 19 χρονών ήταν πετυχημένος μουσικός και τραγουδοποιός. Κάποιοι τον θεωρούν αντίστοιχο του δικού μας Μάρκου Βαμβακάρη επειδή η φωνή του …έφερνε προς αυτή του Μάρκου, ήταν δηλαδή κάπως τραχιά. Ακούστε το «Μπουζούκι γλέντι του ντουνιά» και το «High Sheriff Blues» και θα καταλάβετε.
Η μεγαλύτερη μορφή της πρώτης περιόδου των μπλουζ ήταν ο Charley Patton, γνωστός σαν ο Πατέρας του Delta Blues (1891 – 1934). Γεννήθηκε στο Μισισιπή και πέθανε 43 ετών από καρδιοπάθεια, μη δεχόμενος θεραπεία. Αν και ήταν κοντός και λεπτός, η φωνή του μπορούσε να ακουστεί στα 450 μέτρα χωρίς …ενίσχυση! Ήδη 19 χρονών ήταν πετυχημένος μουσικός και τραγουδοποιός. Κάποιοι τον θεωρούν αντίστοιχο του δικού μας Μάρκου Βαμβακάρη επειδή η φωνή του …έφερνε προς αυτή του Μάρκου, ήταν δηλαδή κάπως τραχιά. Ακούστε το «Μπουζούκι γλέντι του ντουνιά» και το «High Sheriff Blues» και θα καταλάβετε.
Αδέσποτα στιχάκια
Αρκετά από τα πρώτα – πρώτα μπλουζ, αλλά και τα ρεμπέτικα, αποτελούνταν από αδέσποτα στιχάκια και μάλιστα χωρίς εννοιολογική σχέση μεταξύ τους. Στα ρεμπέτικα, τα στιχάκια αυτά, προέρχονταν, κυρίως, από τον κόσμο της μαγκιάς και την αστική – λαϊκή παράδοση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το «Έρχομαι τον τοίχο – τοίχο», με τον Γιώργο Κατσαρό, από το 1930: Έρχομαι τον τοίχο-τοίχο δε μπορώ να σε πετύχω (αδέσποτο), Έρχομαι τη μάντρα-μάντρα και σε βρίσκω μ’ άλλον άντρα (αδέσποτο δίστιχο το οποίο απαντάται και σε δημοτικά). Το στιχάκι Τούτ’ οι μπάτσοι που ‘ρθαν τώρα τι γυρεύουν τέτοια ώρα, είναι γνωστότατο αδέσποτο, που έχει περάσει σε τουλάχιστον 5 ρεμπέτικα. Τα ίδια και στα μπλουζ. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1929, ο Charley Patton, τραγουδούσε στο «Hammer Blues»: Κάνε ότι θέλεις μωρό μου, αλλά καθενός έρχεται η ώρα του… (παροιμία), Πήγα στο σταθμό κι η ταμπέλα έλεγε ότι το τρένο είχε ήδη φύγει (υπάρχει και σε …100 άλλα μπλουζ), Ήμουνα στο Κόκκινο Ποτάμι (Μισισιπή) πάνω σ’ ένα δέντρο, κι άκουσα το καράβι «Bob Lee» να σφυρίζει (υπάρχει σε κάμποσα μπλουζ).
Αρκετά από τα πρώτα – πρώτα μπλουζ, αλλά και τα ρεμπέτικα, αποτελούνταν από αδέσποτα στιχάκια και μάλιστα χωρίς εννοιολογική σχέση μεταξύ τους. Στα ρεμπέτικα, τα στιχάκια αυτά, προέρχονταν, κυρίως, από τον κόσμο της μαγκιάς και την αστική – λαϊκή παράδοση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το «Έρχομαι τον τοίχο – τοίχο», με τον Γιώργο Κατσαρό, από το 1930: Έρχομαι τον τοίχο-τοίχο δε μπορώ να σε πετύχω (αδέσποτο), Έρχομαι τη μάντρα-μάντρα και σε βρίσκω μ’ άλλον άντρα (αδέσποτο δίστιχο το οποίο απαντάται και σε δημοτικά). Το στιχάκι Τούτ’ οι μπάτσοι που ‘ρθαν τώρα τι γυρεύουν τέτοια ώρα, είναι γνωστότατο αδέσποτο, που έχει περάσει σε τουλάχιστον 5 ρεμπέτικα. Τα ίδια και στα μπλουζ. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1929, ο Charley Patton, τραγουδούσε στο «Hammer Blues»: Κάνε ότι θέλεις μωρό μου, αλλά καθενός έρχεται η ώρα του… (παροιμία), Πήγα στο σταθμό κι η ταμπέλα έλεγε ότι το τρένο είχε ήδη φύγει (υπάρχει και σε …100 άλλα μπλουζ), Ήμουνα στο Κόκκινο Ποτάμι (Μισισιπή) πάνω σ’ ένα δέντρο, κι άκουσα το καράβι «Bob Lee» να σφυρίζει (υπάρχει σε κάμποσα μπλουζ).
Οι λέξεις ρεμπέτικο και blues
Δεν είναι εύκολη η ανίχνευση της καταγωγής των λέξεων ρεμπέτικο και blues. Η λέξη ρεμπέτικο πρωτοεμφανίστηκε το 1910 σε μια ετικέτα δίσκου και έχει πιθανά αρχαιοελληνική καταγωγή. (Καταπιάστηκα με το θέμα στο βιβλίο μου Περί της λέξεως «ρεμπέτικο» το ανάγνωσμα …και άλλα, εκδόσεις Οδός Πανός, 2006). Η λέξη blues καταγράφτηκε για πρώτη φορά το 1862 στο ημερολόγιο μια μαύρης δασκάλας, με την έννοια της «ψυχικής κατάστασης». Κάποιοι υποστηρίζουν ότι, η λέξη blues, προέρχεται από τη blue note (μπλε νότα), δηλαδή παίξιμο με ύφεση στην 5η νότα της κλίμακας, κάτι άλλως τε που τονίζει και το μπλουζίστικο ύφος.
Δεν είναι εύκολη η ανίχνευση της καταγωγής των λέξεων ρεμπέτικο και blues. Η λέξη ρεμπέτικο πρωτοεμφανίστηκε το 1910 σε μια ετικέτα δίσκου και έχει πιθανά αρχαιοελληνική καταγωγή. (Καταπιάστηκα με το θέμα στο βιβλίο μου Περί της λέξεως «ρεμπέτικο» το ανάγνωσμα …και άλλα, εκδόσεις Οδός Πανός, 2006). Η λέξη blues καταγράφτηκε για πρώτη φορά το 1862 στο ημερολόγιο μια μαύρης δασκάλας, με την έννοια της «ψυχικής κατάστασης». Κάποιοι υποστηρίζουν ότι, η λέξη blues, προέρχεται από τη blue note (μπλε νότα), δηλαδή παίξιμο με ύφεση στην 5η νότα της κλίμακας, κάτι άλλως τε που τονίζει και το μπλουζίστικο ύφος.
Κοινή θεματολογία στίχων
Τα πρώτα, προπάντων, ρεμπέτικα και μπλουζ αποτελούνται από στιχάκια με ίδιες θεματολογίες και αφορούν τη ζωή και τις δραστηριότητες της μαγκιάς απ’ τη μια και των μαύρων δούλων απ’ την άλλη. Τέτοιες θεματολογίες ήταν, κυρίως, οι φυλακές, οι ουσίες, οι τσακωμοί, οι τραυματισμοί και οι φόνοι, η φτώχεια, οι κλοπές, η παρανομία γενικότερα και ο θάνατος. Και τα δύο είδη ασχολήθηκαν, επίσης, με σοβαρά κοινωνικά, και άλλα, θέματα. Πολλά ρεμπέτικα αναφέρονται στη φυματίωση, τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, την κατοχή, τον εμφύλιο κ.ά. Τα μπλουζ ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με το μεγάλο κραχ του 1928, με τις συνέπειές του, όπως επίσης και με τη φυματίωση. Να σταθώ, για λίγο, στις φυλακές. Εμβληματικό ρεμπέτικο της φυλακής είναι το «Αντιλαλούν οι φυλακές» του Μάρκου Βαμβακάρη, από το 1935, στο οποίο τον ακούμε να λέει στη μάνα του: Αν είσαι μάνα και πονείς έλα στη δίκη να με δεις, έλα πριν με δικάσουνε κλάψε να μ’ απαλλάξουνε. Αντίστοιχο μπλουζ είναι το «Governor Pat Neff», επίσης από το 1935, σύνθεση του Leadbelly, μίας από τις μεγάλες μορφές του μπλουζ. (Ο Leadbelly, στην αρχή, ήταν βαμβακοσυλλέκτης, εργάτης στους σιδηροδρόμους, ποτιστής σε αγρούς, αλλά και κιθαρίστας. Ήταν ζόρικος και καβγατζής τύπος και θύμιζε τους δικούς μας Μάθεση, Σκριβάνο και Σαρκαφλιά). Στα 35 του, ο Leadbelly, σκότωσε άνθρωπο και καταδικάστηκε 30 χρόνια φυλακή με σκληρή καταναγκαστική εργασία στη φυλακή του Τέξας. Βγήκε, όμως, μετά από 7 χρόνια με χάρη, από τον κυβερνήτη Pat Neff, γιατί τού έγραψε το «Governor Pat Neff», ένα μπλουζ συγνώμης και υπόσχεσης ότι θα γίνει καλός πολίτης. Λέει λοιπόν στον κυβερνήτη, ο Leadbelly (παραφράζω το …ζουμί): Σε παρακαλώ κυβερνήτη Neff δείξε έλεος για να σώσω την ψυχή μου… και συ αν ήσουνα στη θέση μου, θα ήθελες κάποιος να σ’ ελευθέρωνε…κλπ. Έτσι τον έψησε… Δεν έβαλε, πάντως, τη μάνα του… (Αν όντως διορθώθηκε; Μα τι με ρωτάτε! Αλλάζει ο άνθρωπος;).
Σ’ ότι αφορά τα «όπλα», τώρα, στα ρεμπέτικα εμφανίζεται πολύ συχνά το μαχαίρι, σύμβολο άλλωστε της μαγκιάς, μαζί με το ζουνάρι και το κομπολόι. Χαρακτηριστικό ρεμπέτικο είναι το «Κουτσαβάκι» του Ανέστη Δελιά, από το 1936. Η …μπλουζίστικη μαγκιά χρησιμοποιούσε κυρίως πιστόλια, αλλά και μαχαίρια. Πάρα πολλά μπλουζ αναφέρονται σε χρήση όπλων, όπως για παράδειγμα τα μισά μπλουζ που ηχογράφησε ο Barefoot Bill. Μάλιστα στη ζωή κάποιων, συναντά κανείς και ακραία δραματικά περιστατικά όπως π.χ. του Leadbelly, που έλεγα πριν, αλλά και του θεϊκού Muddy Waters, οι οποίοι κατέληξαν στη φυλακή για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Άλλοι, και μάλιστα γνωστοί μπλουζίστες, πέθαναν από πυροβολισμό ή από μαχαιριά ή σε απόπειρα ληστείας. Πολλοί έχασαν το φως τους από σφαίρα που δέχτηκαν στο πρόσωπο. Χαρακτηριστικό, σχετικό, μπλουζ είναι το παραδοσιακό «Stack Ο’ Lee Blues» σε ηχογράφηση του 1928.
Και κάτι άλλο. Στα ρεμπέτικα κυριαρχεί το χασίσι, ενώ στα μπλουζ, κυρίως, η κόκα και το αλκοόλ.
Τα πρώτα, προπάντων, ρεμπέτικα και μπλουζ αποτελούνται από στιχάκια με ίδιες θεματολογίες και αφορούν τη ζωή και τις δραστηριότητες της μαγκιάς απ’ τη μια και των μαύρων δούλων απ’ την άλλη. Τέτοιες θεματολογίες ήταν, κυρίως, οι φυλακές, οι ουσίες, οι τσακωμοί, οι τραυματισμοί και οι φόνοι, η φτώχεια, οι κλοπές, η παρανομία γενικότερα και ο θάνατος. Και τα δύο είδη ασχολήθηκαν, επίσης, με σοβαρά κοινωνικά, και άλλα, θέματα. Πολλά ρεμπέτικα αναφέρονται στη φυματίωση, τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, την κατοχή, τον εμφύλιο κ.ά. Τα μπλουζ ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με το μεγάλο κραχ του 1928, με τις συνέπειές του, όπως επίσης και με τη φυματίωση. Να σταθώ, για λίγο, στις φυλακές. Εμβληματικό ρεμπέτικο της φυλακής είναι το «Αντιλαλούν οι φυλακές» του Μάρκου Βαμβακάρη, από το 1935, στο οποίο τον ακούμε να λέει στη μάνα του: Αν είσαι μάνα και πονείς έλα στη δίκη να με δεις, έλα πριν με δικάσουνε κλάψε να μ’ απαλλάξουνε. Αντίστοιχο μπλουζ είναι το «Governor Pat Neff», επίσης από το 1935, σύνθεση του Leadbelly, μίας από τις μεγάλες μορφές του μπλουζ. (Ο Leadbelly, στην αρχή, ήταν βαμβακοσυλλέκτης, εργάτης στους σιδηροδρόμους, ποτιστής σε αγρούς, αλλά και κιθαρίστας. Ήταν ζόρικος και καβγατζής τύπος και θύμιζε τους δικούς μας Μάθεση, Σκριβάνο και Σαρκαφλιά). Στα 35 του, ο Leadbelly, σκότωσε άνθρωπο και καταδικάστηκε 30 χρόνια φυλακή με σκληρή καταναγκαστική εργασία στη φυλακή του Τέξας. Βγήκε, όμως, μετά από 7 χρόνια με χάρη, από τον κυβερνήτη Pat Neff, γιατί τού έγραψε το «Governor Pat Neff», ένα μπλουζ συγνώμης και υπόσχεσης ότι θα γίνει καλός πολίτης. Λέει λοιπόν στον κυβερνήτη, ο Leadbelly (παραφράζω το …ζουμί): Σε παρακαλώ κυβερνήτη Neff δείξε έλεος για να σώσω την ψυχή μου… και συ αν ήσουνα στη θέση μου, θα ήθελες κάποιος να σ’ ελευθέρωνε…κλπ. Έτσι τον έψησε… Δεν έβαλε, πάντως, τη μάνα του… (Αν όντως διορθώθηκε; Μα τι με ρωτάτε! Αλλάζει ο άνθρωπος;).
Σ’ ότι αφορά τα «όπλα», τώρα, στα ρεμπέτικα εμφανίζεται πολύ συχνά το μαχαίρι, σύμβολο άλλωστε της μαγκιάς, μαζί με το ζουνάρι και το κομπολόι. Χαρακτηριστικό ρεμπέτικο είναι το «Κουτσαβάκι» του Ανέστη Δελιά, από το 1936. Η …μπλουζίστικη μαγκιά χρησιμοποιούσε κυρίως πιστόλια, αλλά και μαχαίρια. Πάρα πολλά μπλουζ αναφέρονται σε χρήση όπλων, όπως για παράδειγμα τα μισά μπλουζ που ηχογράφησε ο Barefoot Bill. Μάλιστα στη ζωή κάποιων, συναντά κανείς και ακραία δραματικά περιστατικά όπως π.χ. του Leadbelly, που έλεγα πριν, αλλά και του θεϊκού Muddy Waters, οι οποίοι κατέληξαν στη φυλακή για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Άλλοι, και μάλιστα γνωστοί μπλουζίστες, πέθαναν από πυροβολισμό ή από μαχαιριά ή σε απόπειρα ληστείας. Πολλοί έχασαν το φως τους από σφαίρα που δέχτηκαν στο πρόσωπο. Χαρακτηριστικό, σχετικό, μπλουζ είναι το παραδοσιακό «Stack Ο’ Lee Blues» σε ηχογράφηση του 1928.
Και κάτι άλλο. Στα ρεμπέτικα κυριαρχεί το χασίσι, ενώ στα μπλουζ, κυρίως, η κόκα και το αλκοόλ.
Κραχ και blues
Θεωρώ ότι αξίζει ιδιαίτερα αυτή η αναφορά. Η μεγάλη οικονομική ύφεση του 1928, αποτέλεσε χτύπημα στο μπλουζ, αφού αναπόφευκτα ο νέγρος υπέφερε περισσότερο από κάθε άλλον. Από άποψη μουσικής, το μπλουζ της περιόδου αυτής ήταν ορισμένες φορές λιγότερο πλούσιο σε σχέση με τα προηγούμενα, αλλά το στιχουργικό περιεχόμενο, το οποίο είχε μεγάλη αξία για τους αγοραστές των δίσκων, αναφερόταν πια στο κοινωνικό περιβάλλον τόσο άμεσα, όσο ποτέ στο παρελθόν. Έτσι, υπήρξαν μπλουζ για την ανεργία, για τα υψηλά ενοίκια, τους χαμηλούς μισθούς, τους πυροβολισμούς, τις μαχαιριές, τους αλυσοδεμένους κατάδικους, τα σωφρονιστήρια, την πορνεία, τα τυχερά παιχνίδια, τις διαλυμένες οικογένειες, τη μετανάστευση, τους αλήτες, τις προλήψεις και τις λαϊκές δοξασίες, τις αρρώστιες, τη φυματίωση, το θάνατο κ.λ.π. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Hard times killin’ floor» του Skip James, ηχογραφημένο τον Φλεβάρη του 1931. Λέει: Οι σκληρές μέρες ήρθαν κι όλα είναι πια δυσκολότερα απ’ ότι δεν ήταν ποτέ μέχρι τώρα. Κι αν λες ότι έχεις λεφτά και τη βγάζεις καλύτερα, μάθε ότι οι σκληρές μέρες θα σε σκοτώσουν κι εσένα. Την ίδια εποχή, το 1934, ο εν Αμερική Γιώργος Κατσαρός «μιμείται» τα μπλουζ της φτώχειας και στο τραγούδι του «Με τις τσέπες αδειανές», περιγράφει τη ζοφερή κατάσταση και τα βάζει με τον Herbert Hoover, τον πρόεδρο της Αμερικής στον οποίον χρεώθηκε το κραχ.
Θεωρώ ότι αξίζει ιδιαίτερα αυτή η αναφορά. Η μεγάλη οικονομική ύφεση του 1928, αποτέλεσε χτύπημα στο μπλουζ, αφού αναπόφευκτα ο νέγρος υπέφερε περισσότερο από κάθε άλλον. Από άποψη μουσικής, το μπλουζ της περιόδου αυτής ήταν ορισμένες φορές λιγότερο πλούσιο σε σχέση με τα προηγούμενα, αλλά το στιχουργικό περιεχόμενο, το οποίο είχε μεγάλη αξία για τους αγοραστές των δίσκων, αναφερόταν πια στο κοινωνικό περιβάλλον τόσο άμεσα, όσο ποτέ στο παρελθόν. Έτσι, υπήρξαν μπλουζ για την ανεργία, για τα υψηλά ενοίκια, τους χαμηλούς μισθούς, τους πυροβολισμούς, τις μαχαιριές, τους αλυσοδεμένους κατάδικους, τα σωφρονιστήρια, την πορνεία, τα τυχερά παιχνίδια, τις διαλυμένες οικογένειες, τη μετανάστευση, τους αλήτες, τις προλήψεις και τις λαϊκές δοξασίες, τις αρρώστιες, τη φυματίωση, το θάνατο κ.λ.π. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Hard times killin’ floor» του Skip James, ηχογραφημένο τον Φλεβάρη του 1931. Λέει: Οι σκληρές μέρες ήρθαν κι όλα είναι πια δυσκολότερα απ’ ότι δεν ήταν ποτέ μέχρι τώρα. Κι αν λες ότι έχεις λεφτά και τη βγάζεις καλύτερα, μάθε ότι οι σκληρές μέρες θα σε σκοτώσουν κι εσένα. Την ίδια εποχή, το 1934, ο εν Αμερική Γιώργος Κατσαρός «μιμείται» τα μπλουζ της φτώχειας και στο τραγούδι του «Με τις τσέπες αδειανές», περιγράφει τη ζοφερή κατάσταση και τα βάζει με τον Herbert Hoover, τον πρόεδρο της Αμερικής στον οποίον χρεώθηκε το κραχ.
Περί του Θεού Muddy Waters (1915-1983)
Είναι ο «νονός» των «Rolling Stones» και πατέρας του σύγχρονου μπλουζ, κατέχει δε τη 17η θέση στη λίστα με τους σημαντικότερους καλλιτέχνες όλων των εποχών. Το πραγματικό του όνομα ήταν McKinley Morganfield. Γεννήθηκε στο Μισισιπή και από μικρός έπαιζε φυσαρμόνικα και ψάρευε στα ποτάμια της περιοχής βουτηγμένος στις λάσπες, για αυτό και το παρατσούκλι «Muddy Waters» δηλαδή «ο λασπόνερας». Στα 15 του άρχισε με την κιθάρα και σε δύο χρόνια είχε δική του μικρή μπάντα. Από τις μεγάλες επιτυχίες του είναι το «Rollin’ Stone», από το 1950, το οποίο όχι μόνο επηρέασε κιθαρίστες όπως ο Τζίμη Χέντριξ, αλλά έδωσε το όνομα σε ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα του ροκ, τους «Rolling Stones». Μάλιστα το όνομα το διάλεξε ο Μπράϊαν Τζόουνς, μέγας θαυμαστής του. Το ίδιο τραγούδι ενέπνευσε τον Μπομπ Ντύλαν και έγραψε, το 1965, το διάσημο «Like A Rolling Stone», το οποίο στη συνέχεια οδήγησε στη δημιουργία του μουσικού περιοδικού «Rolling Stone».
Είναι ο «νονός» των «Rolling Stones» και πατέρας του σύγχρονου μπλουζ, κατέχει δε τη 17η θέση στη λίστα με τους σημαντικότερους καλλιτέχνες όλων των εποχών. Το πραγματικό του όνομα ήταν McKinley Morganfield. Γεννήθηκε στο Μισισιπή και από μικρός έπαιζε φυσαρμόνικα και ψάρευε στα ποτάμια της περιοχής βουτηγμένος στις λάσπες, για αυτό και το παρατσούκλι «Muddy Waters» δηλαδή «ο λασπόνερας». Στα 15 του άρχισε με την κιθάρα και σε δύο χρόνια είχε δική του μικρή μπάντα. Από τις μεγάλες επιτυχίες του είναι το «Rollin’ Stone», από το 1950, το οποίο όχι μόνο επηρέασε κιθαρίστες όπως ο Τζίμη Χέντριξ, αλλά έδωσε το όνομα σε ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα του ροκ, τους «Rolling Stones». Μάλιστα το όνομα το διάλεξε ο Μπράϊαν Τζόουνς, μέγας θαυμαστής του. Το ίδιο τραγούδι ενέπνευσε τον Μπομπ Ντύλαν και έγραψε, το 1965, το διάσημο «Like A Rolling Stone», το οποίο στη συνέχεια οδήγησε στη δημιουργία του μουσικού περιοδικού «Rolling Stone».
Η δισκογραφία
Πολλοί ερευνητές του ρεμπέτικου συμφωνούν ότι το …πρώτο, ας πούμε, ρεμπέτικο εμφανίστηκε στα 1890 στην Πόλη και είναι το ζεϊμπέκικο «Οι μπαγλαμάδες» (Στους απάνω μαχαλάδες, κάθονταν δυο ντερβισάδες…). Οι ερευνητές του μπλουζ λένε ότι στη δεκαετία του 1890 ο κορνετίστας Buddy Bolden, αυτοσχεδίασε στην κορνέτα του ένα μπλουζ, που ήταν μάλλον κάποια οργανική εκτέλεση ενός «χόλλερ» (που ήδη αναφέρθηκα). Και τα δύο κομμάτια ηχογραφήθηκαν πρώτη φορά πολύ – πολύ αργότερα. Τα ρεμπέτικα άρχισαν να ηχογραφούνται από το 1906, περίπου, στην Πόλη και στη Σμύρνη. Το πρώτο μπλουζ το ηχογράφησε η Mamie Smith τον Αύγουστο του 1920 σε δίσκο γραμμοφώνου της εταιρείας «Okeh» και ήταν το «Crazy Blues» μια σύνθεση του Brandfor πάνω σε ένα παραδοσιακό θέμα. Η Mamie Smith άνοιξε την πόρτα για όλους τους μπλουζίστες μ’ αυτήν την ηχογράφηση. Η «Okeh» πουλούσε 75.000 αντίτυπα το μήνα, με τις πρώτες κυκλοφορίες της Mamie Smith. Για ευνόητους λόγους δεν διαφήμιζαν «δίσκους για νέγρους», αλλά «δίσκους φυλής»… Στην εταιρεία «Okeh» κυκλοφόρησαν και γύρω στα 250 ελληνικά τραγούδια, από έλληνες καλλιτέχνες της Αμερικής, από το 1920 ως το 1930, μεταξύ αυτών και το ζεϊμπεκικο «Γιάνναρος», το 1929.
Πολλοί ερευνητές του ρεμπέτικου συμφωνούν ότι το …πρώτο, ας πούμε, ρεμπέτικο εμφανίστηκε στα 1890 στην Πόλη και είναι το ζεϊμπέκικο «Οι μπαγλαμάδες» (Στους απάνω μαχαλάδες, κάθονταν δυο ντερβισάδες…). Οι ερευνητές του μπλουζ λένε ότι στη δεκαετία του 1890 ο κορνετίστας Buddy Bolden, αυτοσχεδίασε στην κορνέτα του ένα μπλουζ, που ήταν μάλλον κάποια οργανική εκτέλεση ενός «χόλλερ» (που ήδη αναφέρθηκα). Και τα δύο κομμάτια ηχογραφήθηκαν πρώτη φορά πολύ – πολύ αργότερα. Τα ρεμπέτικα άρχισαν να ηχογραφούνται από το 1906, περίπου, στην Πόλη και στη Σμύρνη. Το πρώτο μπλουζ το ηχογράφησε η Mamie Smith τον Αύγουστο του 1920 σε δίσκο γραμμοφώνου της εταιρείας «Okeh» και ήταν το «Crazy Blues» μια σύνθεση του Brandfor πάνω σε ένα παραδοσιακό θέμα. Η Mamie Smith άνοιξε την πόρτα για όλους τους μπλουζίστες μ’ αυτήν την ηχογράφηση. Η «Okeh» πουλούσε 75.000 αντίτυπα το μήνα, με τις πρώτες κυκλοφορίες της Mamie Smith. Για ευνόητους λόγους δεν διαφήμιζαν «δίσκους για νέγρους», αλλά «δίσκους φυλής»… Στην εταιρεία «Okeh» κυκλοφόρησαν και γύρω στα 250 ελληνικά τραγούδια, από έλληνες καλλιτέχνες της Αμερικής, από το 1920 ως το 1930, μεταξύ αυτών και το ζεϊμπεκικο «Γιάνναρος», το 1929.
Η παρασημαντική
Κάτι άλλο κοινό στα ρεμπέτικα και τα μπλουζ, είναι η ειδική γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι δημιουργοί τους, δηλαδή η αργκό. Είναι πλουσιότατη και στα δύο είδη και δυστυχώς ακόμα ανεξερεύνητη. Θα είχε ενδιαφέρον η μελέτη της γιατί στην αργκό αυτή κρύβονται πολλά κοινωνιολογικά, ιστορικά και άλλα σημαντικά στοιχεία. Χιλιάδες, πράγματι, είναι τα παραδείγματα και στα δύο είδη.
Ντουζένια και crossed note
Στα ρεμπέτικα, μερικές φορές, οι μουσικοί και οι δημιουργοί, άλλαζαν το κούρντισμα μιας ή και δύο χορδών του μπουζουκιού, π.χ. η λα γινόταν σολ. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα κάποια τραγούδια να έχουν πιο ελκυστικό, πιο ταιριαστό, αλλά και πιο εύκολο παίξιμο. Τα ειδικά αυτά κουρντίσματα τα λένε ντουζένια. Μάλιστα το καθένα έχει και τ’ όνομά του, όπως: συριανό, αραπιέν, καραντουζένι, ίσιο κ.ά. Τα ίδια και στα μπλουζ, όταν μερικές φορές άλλαζε το κούρντισμα μιας χορδής της κιθάρας, π.χ. η μπάσο μι να χαμήλωνε σε ρε. Ο αντίστοιχος όρος ήταν crossed note (σταυρωτή νότα). Και αυτά τα κουρντίσματα είχαν ονομασίες, όπως: Ισπανικό, Χαβανέζικο, Σεβαστούπολης κ.ά. και πιθανά υποδείκνυαν την προέλευση ή την περιοχή χρήσης τους.
Παρατσούκλια
Τα παρατσούκλια ήταν κάτι συνηθισμένο στους καλλιτέχνες τόσο του ρεμπέτικου, όσο και του μπλουζ, κάτι που σπάνιζε στους άλλους «ευπρεπείς» μουσικούς χώρους (Αχ! βρεγμένες σανίδες μου πού είστε…). Έτσι, στον ρεμπέτικο χώρο έχουμε παρατσούκλια, όπως: αγγούρης, μπαγιαντέρας, τρελάκιας, αριστοκράτης, φυστιξής, ντίλιγγερ, κοντραμπάσο, τσάντας, κ.α. Για τους καλλιτέχνες του Μπλουζ έχουμε παρατσούκλια, όπως: κουλοχέρης, φουκαράς, κάλπικος, μπαγιάτικο ψωμί, Γάλλος της Λουιζιάνα, πήλινο κανάτι μπίρας, κινέζος, ζέστα λεφτά κ.ά.
Ο θάνατος
Είναι πολύ ενδιαφέρον το πώς έχει περάσει ο θάνατος και γενικότερα η φιλοσοφία της ζωής στα τραγούδια των …αγράμματων ακαδημαϊκά δημιουργών του μπλουζ και του ρεμπέτικου. Τέτοιου περιεχομένου, βάθους και ομορφιάς κομμάτια, ΔΕΝ συναντάμε σε τραγούδια ακαδημαϊκά μορφωμένων ή και παρά – μορφωμένων τοιούτων… Τα συμπεράσματα φυσικά δικά σας. Χαρακτηριστικά τραγούδια, το ρεμπέτικο «Ψεύτικος Ντουνιάς» του Μάρκου από το 1948 και το μπλουζ «Death don’t have no mercy» από το 1960.
Κάτι άλλο κοινό στα ρεμπέτικα και τα μπλουζ, είναι η ειδική γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι δημιουργοί τους, δηλαδή η αργκό. Είναι πλουσιότατη και στα δύο είδη και δυστυχώς ακόμα ανεξερεύνητη. Θα είχε ενδιαφέρον η μελέτη της γιατί στην αργκό αυτή κρύβονται πολλά κοινωνιολογικά, ιστορικά και άλλα σημαντικά στοιχεία. Χιλιάδες, πράγματι, είναι τα παραδείγματα και στα δύο είδη.
Ντουζένια και crossed note
Στα ρεμπέτικα, μερικές φορές, οι μουσικοί και οι δημιουργοί, άλλαζαν το κούρντισμα μιας ή και δύο χορδών του μπουζουκιού, π.χ. η λα γινόταν σολ. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα κάποια τραγούδια να έχουν πιο ελκυστικό, πιο ταιριαστό, αλλά και πιο εύκολο παίξιμο. Τα ειδικά αυτά κουρντίσματα τα λένε ντουζένια. Μάλιστα το καθένα έχει και τ’ όνομά του, όπως: συριανό, αραπιέν, καραντουζένι, ίσιο κ.ά. Τα ίδια και στα μπλουζ, όταν μερικές φορές άλλαζε το κούρντισμα μιας χορδής της κιθάρας, π.χ. η μπάσο μι να χαμήλωνε σε ρε. Ο αντίστοιχος όρος ήταν crossed note (σταυρωτή νότα). Και αυτά τα κουρντίσματα είχαν ονομασίες, όπως: Ισπανικό, Χαβανέζικο, Σεβαστούπολης κ.ά. και πιθανά υποδείκνυαν την προέλευση ή την περιοχή χρήσης τους.
Παρατσούκλια
Τα παρατσούκλια ήταν κάτι συνηθισμένο στους καλλιτέχνες τόσο του ρεμπέτικου, όσο και του μπλουζ, κάτι που σπάνιζε στους άλλους «ευπρεπείς» μουσικούς χώρους (Αχ! βρεγμένες σανίδες μου πού είστε…). Έτσι, στον ρεμπέτικο χώρο έχουμε παρατσούκλια, όπως: αγγούρης, μπαγιαντέρας, τρελάκιας, αριστοκράτης, φυστιξής, ντίλιγγερ, κοντραμπάσο, τσάντας, κ.α. Για τους καλλιτέχνες του Μπλουζ έχουμε παρατσούκλια, όπως: κουλοχέρης, φουκαράς, κάλπικος, μπαγιάτικο ψωμί, Γάλλος της Λουιζιάνα, πήλινο κανάτι μπίρας, κινέζος, ζέστα λεφτά κ.ά.
Ο θάνατος
Είναι πολύ ενδιαφέρον το πώς έχει περάσει ο θάνατος και γενικότερα η φιλοσοφία της ζωής στα τραγούδια των …αγράμματων ακαδημαϊκά δημιουργών του μπλουζ και του ρεμπέτικου. Τέτοιου περιεχομένου, βάθους και ομορφιάς κομμάτια, ΔΕΝ συναντάμε σε τραγούδια ακαδημαϊκά μορφωμένων ή και παρά – μορφωμένων τοιούτων… Τα συμπεράσματα φυσικά δικά σας. Χαρακτηριστικά τραγούδια, το ρεμπέτικο «Ψεύτικος Ντουνιάς» του Μάρκου από το 1948 και το μπλουζ «Death don’t have no mercy» από το 1960.
Τα όργανα
Τα όργανα της ορχήστρας στο ρεμπέτικο, ποικίλουν ανάλογα με την περίοδο. Από 1900 – 1930 κυριαρχούν τα σαντουρόβιολα, από 1930 – 1946 οι μπουζουκομπαγλαμάδες, κάποιες φορές με ακορντεόν και στη συνέχεια, μετά το 1946, προστέθηκαν κι άλλα όργανα. Τα ίδια και στα μπλουζ. Αρχικά κυριαρχούσε η κιθάρα, η φωνή και συχνά η φυσαρμόνικα. Στη συνέχεια οι ορχήστρες συγκροτούνταν από κιθάρες, πιάνο, κόντρα μπάσο, ντραμς, φυσαρμόνικα και μεταλλικά πνευστά.
Θέλω να αναφερθώ, για το μπλουζ, ιδιαίτερα στη φυσαρμόνικα, ένα όργανο με διαπεραστικό ήχο, που χρησιμοποιούνταν στην αρχή για διάφορες μιμήσεις – διακωμωδήσεις του τρένου ή στην περιγραφή του κυνηγιού της αλεπούς, θέματα ιδιαίτερα αγαπητά στο κοινό αλλά και στους περισσότερους που έπαιζαν φυσαρμόνικα, αφού το μικρό αυτό όργανο παρείχε τη δυνατότητα να μιμείται ο ικανός μουσικός το λαχάνιασμα της ατμομηχανής και το σκούξιμο, ή το ουρλιαχτό, των ζώων.
Πριν αφήσω τα όργανα, να προσθέσω δυο λόγια για τα αυτοσχέδια όργανα. Εδώ, οι μπλουζίτσες έσκιζαν, γιατί «μαστόρευαν» με επιτυχία: αυτοσχέδιο βιολί φτιαγμένο από ένα κουτί πούρων, κόντρα μπάσο από βαρέλι κομμένο στη μέση ή από τενεκέ σκουπιδιών, «κανάτα» για ήχους ή «σκάφη» ή κυματιστό «σανίδι» μπουγάδας και άλλα πολλά. Οι ρεμπέτες περιορίζονταν μόνο σε πρόχειρους σκαφτούς μπαγλαμάδες, τους οποίους συνήθως έκαναν στις φυλακές. Το πιο διάσημο, πάντως, αυτοσχέδιο όργανο, και χρησιμοποιούμενο μέχρι σήμερα στα μπλουζ, είναι η «δαχτυλήθρα», για να γίνει το ονομαζόμενο γλίστρημα στην κιθάρα. Λένε, λοιπόν, ότι το 1903 ένας ρακένδυτος και ξερακιανός νέγρος μουσικός, καθώς έπαιζε την κιθάρα του, πίεσε και «γλίστρησε», πάνω στις χορδές της ένα μαχαίρι, μιμούμενος απλά τους κιθαρίστες της Χαβάης, που χρησιμοποιούσαν όμως μεταλλικές ράβδους. Το ηχητικό αποτέλεσμα ήταν αξέχαστο και το γλίστρημα συνεχίστηκε με σπασμένους λαιμούς από μπουκάλια, περασμένους στο μικρό δάχτυλο του χεριού. Αξέχαστο ήταν το τραγούδι «Yellow dog rag», ηχογραφημένο το 1915 με τον W. C. Handy, καθώς και η φράση Goin’ where the Southern cross the Dog.
Τα όργανα της ορχήστρας στο ρεμπέτικο, ποικίλουν ανάλογα με την περίοδο. Από 1900 – 1930 κυριαρχούν τα σαντουρόβιολα, από 1930 – 1946 οι μπουζουκομπαγλαμάδες, κάποιες φορές με ακορντεόν και στη συνέχεια, μετά το 1946, προστέθηκαν κι άλλα όργανα. Τα ίδια και στα μπλουζ. Αρχικά κυριαρχούσε η κιθάρα, η φωνή και συχνά η φυσαρμόνικα. Στη συνέχεια οι ορχήστρες συγκροτούνταν από κιθάρες, πιάνο, κόντρα μπάσο, ντραμς, φυσαρμόνικα και μεταλλικά πνευστά.
Θέλω να αναφερθώ, για το μπλουζ, ιδιαίτερα στη φυσαρμόνικα, ένα όργανο με διαπεραστικό ήχο, που χρησιμοποιούνταν στην αρχή για διάφορες μιμήσεις – διακωμωδήσεις του τρένου ή στην περιγραφή του κυνηγιού της αλεπούς, θέματα ιδιαίτερα αγαπητά στο κοινό αλλά και στους περισσότερους που έπαιζαν φυσαρμόνικα, αφού το μικρό αυτό όργανο παρείχε τη δυνατότητα να μιμείται ο ικανός μουσικός το λαχάνιασμα της ατμομηχανής και το σκούξιμο, ή το ουρλιαχτό, των ζώων.
Πριν αφήσω τα όργανα, να προσθέσω δυο λόγια για τα αυτοσχέδια όργανα. Εδώ, οι μπλουζίτσες έσκιζαν, γιατί «μαστόρευαν» με επιτυχία: αυτοσχέδιο βιολί φτιαγμένο από ένα κουτί πούρων, κόντρα μπάσο από βαρέλι κομμένο στη μέση ή από τενεκέ σκουπιδιών, «κανάτα» για ήχους ή «σκάφη» ή κυματιστό «σανίδι» μπουγάδας και άλλα πολλά. Οι ρεμπέτες περιορίζονταν μόνο σε πρόχειρους σκαφτούς μπαγλαμάδες, τους οποίους συνήθως έκαναν στις φυλακές. Το πιο διάσημο, πάντως, αυτοσχέδιο όργανο, και χρησιμοποιούμενο μέχρι σήμερα στα μπλουζ, είναι η «δαχτυλήθρα», για να γίνει το ονομαζόμενο γλίστρημα στην κιθάρα. Λένε, λοιπόν, ότι το 1903 ένας ρακένδυτος και ξερακιανός νέγρος μουσικός, καθώς έπαιζε την κιθάρα του, πίεσε και «γλίστρησε», πάνω στις χορδές της ένα μαχαίρι, μιμούμενος απλά τους κιθαρίστες της Χαβάης, που χρησιμοποιούσαν όμως μεταλλικές ράβδους. Το ηχητικό αποτέλεσμα ήταν αξέχαστο και το γλίστρημα συνεχίστηκε με σπασμένους λαιμούς από μπουκάλια, περασμένους στο μικρό δάχτυλο του χεριού. Αξέχαστο ήταν το τραγούδι «Yellow dog rag», ηχογραφημένο το 1915 με τον W. C. Handy, καθώς και η φράση Goin’ where the Southern cross the Dog.
Η φυματίωση
Είναι η αρρώστια που είχε θερίσει πλούσιους και φτωχούς, διάσημους και άσημους, χρήσιμους και …άχρηστους, με παραδείγματα τον Μότσαρτ, τον Σοπέν, την Ε. Ρούσβελτ, κ.ά., ακόμα και τον εφευρέτη του στηθοσκόπιου, του «μαγικού» εργαλείου διάγνωσής της, τον Ρενέ Λενέκ. Στα ρεμπέτικα υπάρχουν τουλάχιστον 30 τραγούδια και μανέδες με περιεχόμενο τη φθίση. Στα μπλουζ δεν έχω ακριβή εικόνα, πάντως είναι πολλά. Καταπληκτικό είναι ότι τόσο τα ρεμπέτικα όσο και τα μπλουζ με θέμα τη φθίση, άρχισαν να ηχογραφούνται …ταυτόχρονα, γύρω στο 1928.
Είναι η αρρώστια που είχε θερίσει πλούσιους και φτωχούς, διάσημους και άσημους, χρήσιμους και …άχρηστους, με παραδείγματα τον Μότσαρτ, τον Σοπέν, την Ε. Ρούσβελτ, κ.ά., ακόμα και τον εφευρέτη του στηθοσκόπιου, του «μαγικού» εργαλείου διάγνωσής της, τον Ρενέ Λενέκ. Στα ρεμπέτικα υπάρχουν τουλάχιστον 30 τραγούδια και μανέδες με περιεχόμενο τη φθίση. Στα μπλουζ δεν έχω ακριβή εικόνα, πάντως είναι πολλά. Καταπληκτικό είναι ότι τόσο τα ρεμπέτικα όσο και τα μπλουζ με θέμα τη φθίση, άρχισαν να ηχογραφούνται …ταυτόχρονα, γύρω στο 1928.
Μπουφετζής και How dry I am
Ο ερευνητής του ρεμπέτικου, αλλά και συλλέκτης δίσκων, ο πολιτικός μηχανικός Σπύρος Παπαϊωάννου, μάς εξέπληξε τα μέγιστα πριν χρόνια, όταν μάθαμε από ένα σημείωμά του, ότι η μελωδία από τον διάσημο Μπουφετζή του Γιώργου Μπάτη (1935), προέρχεται από ένα μπλουζ της ταβέρνας, με καταγωγή κάποιο «γκόσπελ» από τα τέλη του 1800. Το πολύ διαδεδομένο και πολυηχογραφημένο, λοιπόν, How dry I am (διαθέτω μία ηχογράφησή του από τις 28 – 8 – 1929), φαίνεται ότι άκουσε ο ευφυέστατος Γιώργος Μπάτης κι έτσι μάς χάρισε τον Μπουφετζή που επιβιώνει αγέραστος μέχρι σήμερα.
Ο ερευνητής του ρεμπέτικου, αλλά και συλλέκτης δίσκων, ο πολιτικός μηχανικός Σπύρος Παπαϊωάννου, μάς εξέπληξε τα μέγιστα πριν χρόνια, όταν μάθαμε από ένα σημείωμά του, ότι η μελωδία από τον διάσημο Μπουφετζή του Γιώργου Μπάτη (1935), προέρχεται από ένα μπλουζ της ταβέρνας, με καταγωγή κάποιο «γκόσπελ» από τα τέλη του 1800. Το πολύ διαδεδομένο και πολυηχογραφημένο, λοιπόν, How dry I am (διαθέτω μία ηχογράφησή του από τις 28 – 8 – 1929), φαίνεται ότι άκουσε ο ευφυέστατος Γιώργος Μπάτης κι έτσι μάς χάρισε τον Μπουφετζή που επιβιώνει αγέραστος μέχρι σήμερα.
Τι σε μέλλει εσένανε και Tee Say Malee
Ο διάσημος μουσικός διασκεδαστής Slim Gillard (1916; – 1991), όταν ήταν μικρός, ακολουθούσε τον πατέρα του στα καράβια που δούλευε. Έτσι, μ’ ένα απ’ αυτά, βρέθηκε στην Κρήτη, όπου και τον …ξέχασε, όντως!, ο πατέρας του. Το καράβι έφυγε κι ο μικρός Slim έμεινε για ένα μεγάλο διάστημα στο νησί, όπου έμαθε να μιλάει κάμποσα ελληνικά, αλλά και συγκράτησε μερικά δικά μας τραγούδια. Αγαπημένο του το Τι σε μέλλει εσένανε, το οποίο ηχογράφησε πρώτη φορά το 1945 στο Λος Άντζελες και μετά το 1946 στο Χόλλυγουντ με τίτλο Tee Say Malee, κάνοντάς το αγαπημένο και στους πολυπληθείς θαυμαστές του. Τραγουδάει φυσικά ο ίδιος στα ελληνικά και κάνει σχόλια και στις δύο γλώσσες. Ψάξτε το στο διαδίκτυο και …γκουντ λακ, γιατί είναι σκέτη απόλαυση.
Ο διάσημος μουσικός διασκεδαστής Slim Gillard (1916; – 1991), όταν ήταν μικρός, ακολουθούσε τον πατέρα του στα καράβια που δούλευε. Έτσι, μ’ ένα απ’ αυτά, βρέθηκε στην Κρήτη, όπου και τον …ξέχασε, όντως!, ο πατέρας του. Το καράβι έφυγε κι ο μικρός Slim έμεινε για ένα μεγάλο διάστημα στο νησί, όπου έμαθε να μιλάει κάμποσα ελληνικά, αλλά και συγκράτησε μερικά δικά μας τραγούδια. Αγαπημένο του το Τι σε μέλλει εσένανε, το οποίο ηχογράφησε πρώτη φορά το 1945 στο Λος Άντζελες και μετά το 1946 στο Χόλλυγουντ με τίτλο Tee Say Malee, κάνοντάς το αγαπημένο και στους πολυπληθείς θαυμαστές του. Τραγουδάει φυσικά ο ίδιος στα ελληνικά και κάνει σχόλια και στις δύο γλώσσες. Ψάξτε το στο διαδίκτυο και …γκουντ λακ, γιατί είναι σκέτη απόλαυση.
Ο άλλος Θεός του μπλουζ, ο Robert Johnson
Δεν εννοείται αναφορά στα μπλουζ χωρίς μνεία στον Robert Johnson (1911 – 1938), μια «φιγούρα» που θυμίζει από πολλές πλευρές τον Ανέστη Δελιά. Από παιδί έπαιζε μπλουζ με φυσαρμόνικα και στα 16 του πέρασε οριστικά στην κιθάρα. Υιοθέτησε δικό του ύφος, ήταν πρωτοπόρος, μάλιστα τον θαυμάζαν και μεγαλύτεροί του, τους οποίους επηρέαζε μουσικά. Δεν έδειχνε σε κανέναν πώς έπαιζε τα τραγούδια του και όταν έβλεπε κάποιον να κοιτάζει έντονα και προσεκτικά τα χέρια του την ώρα που έπαιζε, σταματούσε το τραγούδι στη μέση και εξαφανιζόταν για μήνες. Δεν ήθελε να ξέρει κανείς τη μέθοδο που κούρντιζε την κιθάρα του και δεν το αποκάλυπτε ούτε στους μαθητές του. Οι γυναίκες ήταν τρελαμένες μαζί του, γι’ αυτό και σε κάθε πόλη που πήγαινε είχε εξασφαλισμένη διαμονή. Στα 19 του ήταν ήδη ξακουστός επαγγελματίας μουσικός (όπως, στα 19 του, κι ο Γιουβάν Τσαούς). Προφανώς τον μισούσαν όλοι τον Robert Johnson. Οι μουσικοί γιατί έπαιζε καλύτερα απ’ αυτούς, οι γυναίκες γιατί κοίταζε άλλες και οι άντρες επειδή οι γυναίκες κοιτούσαν αυτόν. Το τέλος του ήρθε πρόωρα και άδοξα, γιατί επειδή φλερτάριζε τη γυναίκα του ιδιοκτήτη του μαγαζιού στο οποίο έπαιζε, αυτός τού έριξε στρυχνίνη στο ουίσκι του. Μόνο 11 δίσκους γραμμοφώνου ηχογράφησε, αλλά ήταν αρκετοί για να τον στείλουν στην αιωνιότητα. Δημοφιλέστατες διασκευές τραγουδιών του έχουν ηχογραφήσει οι Rolling Stones, οι Led Zeppelin, ο Eric Clapton και πολλοί άλλοι. Πολυαγαπημένο και σημαντικότατο το Sweet home Chicago. Ηχογραφήθηκε στο San Antonio του Texas την Δευτέρα 23-11-1936 στο δωμάτιο 414 του ξενοδοχείου Gunter Hotel και σε δίσκο κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1937. Γιατί γράφω αυτές τις λεπτομέρειες; Για να συγκρίνετε με τα (ανύπαρκτα) στοιχεία που δεν κράτησε το ημεδαπό επίσημο κοπριταριό, το οποίο αποκαλούσε τον Μάρκο Βαμβακάρη χασικλή και δεν τού χορηγούσε διαβατήριο να πάει στην Αμερική, τη στιγμή που εκεί αποκαλούσαν τον Robert Johnson Θεό!
Δεν εννοείται αναφορά στα μπλουζ χωρίς μνεία στον Robert Johnson (1911 – 1938), μια «φιγούρα» που θυμίζει από πολλές πλευρές τον Ανέστη Δελιά. Από παιδί έπαιζε μπλουζ με φυσαρμόνικα και στα 16 του πέρασε οριστικά στην κιθάρα. Υιοθέτησε δικό του ύφος, ήταν πρωτοπόρος, μάλιστα τον θαυμάζαν και μεγαλύτεροί του, τους οποίους επηρέαζε μουσικά. Δεν έδειχνε σε κανέναν πώς έπαιζε τα τραγούδια του και όταν έβλεπε κάποιον να κοιτάζει έντονα και προσεκτικά τα χέρια του την ώρα που έπαιζε, σταματούσε το τραγούδι στη μέση και εξαφανιζόταν για μήνες. Δεν ήθελε να ξέρει κανείς τη μέθοδο που κούρντιζε την κιθάρα του και δεν το αποκάλυπτε ούτε στους μαθητές του. Οι γυναίκες ήταν τρελαμένες μαζί του, γι’ αυτό και σε κάθε πόλη που πήγαινε είχε εξασφαλισμένη διαμονή. Στα 19 του ήταν ήδη ξακουστός επαγγελματίας μουσικός (όπως, στα 19 του, κι ο Γιουβάν Τσαούς). Προφανώς τον μισούσαν όλοι τον Robert Johnson. Οι μουσικοί γιατί έπαιζε καλύτερα απ’ αυτούς, οι γυναίκες γιατί κοίταζε άλλες και οι άντρες επειδή οι γυναίκες κοιτούσαν αυτόν. Το τέλος του ήρθε πρόωρα και άδοξα, γιατί επειδή φλερτάριζε τη γυναίκα του ιδιοκτήτη του μαγαζιού στο οποίο έπαιζε, αυτός τού έριξε στρυχνίνη στο ουίσκι του. Μόνο 11 δίσκους γραμμοφώνου ηχογράφησε, αλλά ήταν αρκετοί για να τον στείλουν στην αιωνιότητα. Δημοφιλέστατες διασκευές τραγουδιών του έχουν ηχογραφήσει οι Rolling Stones, οι Led Zeppelin, ο Eric Clapton και πολλοί άλλοι. Πολυαγαπημένο και σημαντικότατο το Sweet home Chicago. Ηχογραφήθηκε στο San Antonio του Texas την Δευτέρα 23-11-1936 στο δωμάτιο 414 του ξενοδοχείου Gunter Hotel και σε δίσκο κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1937. Γιατί γράφω αυτές τις λεπτομέρειες; Για να συγκρίνετε με τα (ανύπαρκτα) στοιχεία που δεν κράτησε το ημεδαπό επίσημο κοπριταριό, το οποίο αποκαλούσε τον Μάρκο Βαμβακάρη χασικλή και δεν τού χορηγούσε διαβατήριο να πάει στην Αμερική, τη στιγμή που εκεί αποκαλούσαν τον Robert Johnson Θεό!
Ευχαριστώ το ηλ. περιοδικό 24grammata.com για τη φιλοξενία
και ευχές σ’ όλους σας για τις γιορτές.
Υ.Γ. Όλα τα τραγούδια που αναφέρονται στο παρόν κειμενάκι, φρόντισα
να υπάρχουν στο διαδίκτυο, στο You Tube. Απολαύστε τα λοιπόν.Πάνος Σαββόπουλος , Δεκέμβριος 2013
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου