Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

Όνειρα που λιώνουν σαν παγάκια

9:39 π.μ.


Χρήστος Οικονόμου "Κάτι θα γίνει, θα δεις"

Μια γυναίκα κάθεται στο σκοτάδι, κοιτάζοντας απ' την μπαλκονόπορτα τις λάμψεις από τις φωτοβολίδες και τους φακούς που έχουν ανάψει εργάτες της ΔΕΗ. Στο τραπεζάκι του σαλονιού, η ειδοποίηση της τράπεζας για τις «προβλεπόμενες από το νόμο ενέργειες», παραμένει ανέγγιχτη.

http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=25/07/2010&id=185822


Ο άντρας της, μαραμένος απ' το ξενύχτι, έχει πέσει αμίλητος με τα ρούχα στο κρεβάτι, σαν ζωντανός-νεκρός. «Δεν θέλω να χάσεις το κουράγιο σου», του λέει. «Κάτι θα γίνει, θα δεις. Δεν παίρνουν έτσι τα σπίτια οι τράπεζες. Δεν είναι Αμερική εδώ. Κάπως θα τα καταφέρουμε. Θα δεις».
Δεν παίρνει απάντηση. Κι έτσι όπως κάθεται στο σκοτάδι, «μ' ένα φλιτζάνι καφέ κι ένα τσιγάρο, και με το φως της τηλεόρασης να πέφτει γαλάζιο και θαμπό πάνω στο πρόσωπό της», η γυναίκα αναρωτιέται: πώς θα ζωγράφιζε άραγε ένας ζωγράφος τη σκηνή; «Σιγά τον πίνακα, όμως... Αν κράταγε κάνα μπιστόλι ή κάνα δονητή, μπορεί κάτι να γινόταν. Αλλά έτσι, με τσιγάρο και καφέ, όχι. Δεν εξιτάρεται ο κόσμος σήμερα με τέτοια πράγματα παλιομοδίτικα. Ποιος νοιάζεται για τους μικροαστούς και τα οικονομικά τους και τα οικογενειακά τους; Τρεμπονάλ»...

Οντως, μέχρι προ τινος, λίγοι εξιτάρονταν με τέτοιες εικόνες, σαν αυτές που δίνει ο Χρήστος Οικονόμου στη συλλογή διηγημάτων του «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (εκδ. «Πόλις»). Σε μια εποχή όμως που η οικονομική κρίση δείχνει σε όλο και περισσότερους τα δόντια της, ένας συγγραφέας που αγκαλιάζει με το βλέμμα του ανθρώπους με ανεκπλήρωτους πόθους και κατορθώνει ν' αντλήσει από τις πιο στενόχωρες καταστάσεις μια ομορφιά που ούτε υποψιαζόμασταν, δύσκολα περνά απαρατήρητος.

Σε αντίθεση με τα πρώτα διηγήματα του Οικονόμου, ανάλογου ύφους και θεματικής, που περιλαμβάνονταν στον τόμο «Η γυναίκα στα κάγκελα» (εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2003), δεν υπήρξε κριτικός που να μη σταθεί σ' αυτή τη δεύτερη συλλογή του: Ενα από τα ελάχιστα βιβλία φέτος που συνάντησαν ομόφωνη αποδοχή, πλημμυρισμένο από στιγμιότυπα που διαδραματίζονται στις φτωχογειτονιές του Πειραιά, εκεί όπου η ανεργία δεν φαντάζει απλώς ως απειλή αλλά αποτελεί βιωμένη πραγματικότητα εδώ και χρόνια. Εκεί, στη Νίκαια, το Κερατσίνι, τα Καμίνια, τη Δραπετσώνα, όπου τα «όνειρα λιώνουν σαν παγάκια» και η απόγνωση με την ελπίδα δίνουν μάχες καθημερινά.

Μόρισον και ανέχεια
Εργατικά ατυχήματα, θάνατοι ελλείψει ρευστού για φακελάκια, εξώσεις κι απαλλοτριώσεις, συνταξιούχοι του ΙΚΑ αξημέρωτα ακόμη στην ουρά, ζευγάρια στα πρόθυρα της διάλυσης από την ανέχεια, ψιλοτσαμπουκάδες της νύχτας, απλήρωτα δάνεια, διαμερίσματα-κουτιά. Πατεράδες που ούτε ένα αβγό Κίντερ δεν μπορούν να πάρουν πασχαλιάτικα στο παιδί τους, απηυδισμένες γυναίκες που γαληνεύουν την έντασή τους τραγουδώντας Τζιμ Μόρισον νοσταλγικά, διαδηλωτές χωρίς αποδέκτες και μ' ένα τεράστιο κενό μέσα τους, που ούτε ένα σύνθημα δεν βρίσκουν πια να γράψουν στα πλακάτ. Και παράλληλα, σώματα που αγγίζονται κι έστω και στιγμιαία αλληλοπαρηγοριούνται, φιλίες που αντέχουν, μια περηφάνια και μια αίσθηση αξιοπρέπειας που δεν κάμπτονται, σύγχρονοι προλετάριοι που παρά τη βία που υφίστανται δεν απαρνούνται την ανθρωπιά τους.

«Εκείνο που μου έκανε τρομακτική εντύπωση», λέει ο Χρήστος Οικονόμου, «είναι η άγνοια που είχαν πολλοί γύρω μου για το τι συμβαίνει σ' αυτές τις περιοχές. "Μα γίνονται αυτά τα πράγματα;", με ρωτάνε έκπληκτοι, λες και μιλάμε για το... Κονγκό!». Ο ίδιος, πάντως, έχει φάει τις πειραιώτικες γειτονιές με το κουτάλι, καθώς τριάντα από τα σαράντα χρόνια της ζωής του εκεί τα έχει περάσει. Ωστόσο, δεν προέρχεται από την εργατική τάξη. Γαλουχημένος με σιδερένια πειθαρχία μέσα σ' ένα «ακραία συντηρητικό» περιβάλλον στρατιωτικών και αστυνομικών, υπήρξε για μια περίοδο το «μαύρο πρόβατο της οικογένειας», όπως λέει, μιας και διάλεξε ένα δρόμο διαφορετικό.
«Κάναμε ομηρικούς καβγάδες με τον πατέρα μου για τις σχολικές μου επιδόσεις», θυμάται. «Δεν υπήρχε περίπτωση να μη διαπρέψω ως μαθητής. Μ' άρεσαν όμως από παιδί τα βιβλία, και οι δικοί μου φρόντιζαν να υπάρχουν πάντα στο σπίτι. Στα 11 μου, όταν λόγω μετάθεσης ζούσαμε στην Κρήτη, ανακάλυψα τον Καζαντζάκη και στις σελίδες του "Καπετάν Μιχάλη" ανατρέχω ακόμα με την ίδια ευχαρίστηση. Στην εφηβεία μου οδηγήθηκα στη λογοτεχνία κυρίως από τη μουσική. Ακουγα πολύ ροκ, έπαιζα κιθάρα σ' ένα ροκ συγκρότημα στη Νίκαια, και μέσα από τη λατρεία μου για τον Τζίμ Μόρισον των Doors έπιασα να διαβάζω εκείνους που του ενέπνευσαν τους στίχους του, όπως τον Ουίλιαμ Μπλέικ και τον Νίτσε. Στην αρχή, βέβαια, δεν καταλάβαινα Χριστό, αλλά το ένα βιβλίο σε οδηγεί σε άλλο, σ' ένα ταξίδι που δεν τελειώνει ποτέ...».

Αποφοιτώντας από το λύκειο, το ήξερε: «Δύο πράγματα μου άρεσαν πάνω απ' όλα, να γράφω και να διαβάζω. Κι η μόνη δουλειά που τα συνδυάζει, σκέφτηκα, είναι η δημοσιογραφία. Σπούδασα στο Εργαστήρι, έπιασα δουλειά στην "Αυριανή", πέρασα κι από έντυπα του Τράγκα, κι από το 2000 είμαι στο "Εθνος", όπου σήμερα επιμελούμαι τη στήλη των παραπολιτικών. Η τριβή με το ρεπορτάζ διέλυσε μέσα μου πολλές από τις νεανικές μου ψευδαισθήσεις. Και συμβιβασμούς θα κάνεις και παραχωρήσεις σ' αυτή τη δουλειά. Χρειάζεται αγώνας για να διατηρήσεις τις όποιες αρχές σου και να μην ξεπουληθείς εντελώς. Χάρη στη δημοσιογραφική μου ιδιότητα, όμως, ήρθα σ' επαφή με ανθρώπους και καταστάσεις που αλλιώς δεν θα συναντούσα».

Για τον Χρήστο Οικονόμου, «η πραγματικότητα είναι δεδομένη, το θέμα είναι πώς την προσεγγίζει κανείς». Σίγουρα. Αλλο να εκμαιεύεις τη δυστυχία των οικονομικά περιθωριοποιημένων και να κεντρίζεις μέσα τους το αίσθημα αυτολύπησης για να... βγάλεις θέμα, κι άλλο να παιδεύεις την κάθε σου λέξη για να συλλάβεις τον καημό, τα αδιέξοδα και την υπαρξιακή τους μοναξιά. Εξι χρόνια χρειάστηκε ο ίδιος για να ολοκληρώσει το «Κάτι θα γίνει, θα δεις». Κι όπως επιμένει, «δεν ήθελα να εξιδανικεύσω ή να εξαγνίσω κανέναν, ούτε ν' απαλείψω τις σκοτεινές τους πλευρές. Πρόθεσή μου δεν ήταν να σοκάρω τον αναγνώστη, αλλά να γράψω για όσα συνέβαιναν και εξακολουθούν να συμβαίνουν σ' έναν κόσμο που γνωρίζω καλά».

Αυτή είναι η λογοτεχνική συνθήκη που τον ενδιαφέρει: «Να θέλεις πράγματα, κι όχι μόνο υλικά, να μην τα έχεις και να συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τ' αποκτήσεις. Είναι πολύ τραγικό ν' αντιλαμβάνεσαι την αδυναμία σου και να την αποδέχεσαι». Οσο για τους λογοτεχνικούς του «δασκάλους», «μ' έχουν επηρεάσει πολύ ο Παπαδιαμάντης και ο Ρέιμοντ Κάρβερ, αλλά κι ο Σάλιντζερ, κι ο Τσέχοφ...». Ο κυνισμός που περισσεύει στα έργα συνομηλίκων του πεζογράφων «μπορεί ν' αντικατοπτρίζει ώς ένα σημείο την κοινωνία μας, αλλά εμένα με κάνει κι απορώ», ομολογεί. «Παρ' όλα αυτά, τρελαίνομαι μ' όσους δηλώνουν ότι δεν διαβάζουν ελληνική λογοτεχνία. Τι μεμψιμοιρία! Υπάρχουν τόσοι αξιόλογοι συγγραφείς για τα δεδομένα μας. Ως διηγηματογράφος έχω κερδίσει πολλά από τον Παπαδημητρακόπουλο, τον Σκαμπαρδώνη και τον Δημητρίου».
«Θα βρούμε τις αντιστάσεις;»

Ο Οικονόμου δεν συγκαταλέγεται σ' εκείνους που, με το τηλεκοντρόλ στο χέρι, ονειρεύονται επαναστάσεις από τον καναπέ. Και δεν είναι τυχαίο που κανείς από τους ήρωές του δεν δείχνει πρόθυμος να εξεγερθεί. «Ηταν συνειδητό εκ μέρους μου», λέει. «Οπως τους καταλαβαίνω εγώ αυτούς τους ανθρώπους, δεν εμφορούνται από επαναστατικές διαθέσεις. Κι εδώ πιστεύω πως βρίσκεται η μεγάλη γκρίζα ζώνη σήμερα της ελληνικής αριστεράς. Απούσα από την καθημερινότητά τους, αδυνατεί να τους εμπνεύσει μια τέτοια προοπτική». Απ' τη μεριά του, πάντως, δηλώνει εξαιρετικά ανήσυχος. «Η φτώχεια κόβει τις επιλογές και σ' αγριεύει. Η Ελλάδα δεν είναι Ρουμανία ή Βουλγαρία. Εχει πίσω της πολύ καλύτερες μέρες. Με τρομάζει το ξαφνικό σοκ, η απότομη πτώση. Θα βρούμε τις αντιστάσεις για να μην παραδοθούμε στον κανιβαλισμό;» Βιβλία σαν το δικό του, μας επιτρέπουν να αισιοδοξούμε ότι «κάτι θα γίνει» και θ' αντέξουμε...

Written by

We are Creative Blogger Theme Wavers which provides user friendly, effective and easy to use themes. Each support has free and providing HD support screen casting.

 

© 2013 "στο... Επτά". All rights resevered. Designed by Templateism

Back To Top