Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Στις κινηματογραφικές αίθουσες η τελευταία ταινία του Ορσον Ουέλς

Θεωρείται ένα ημιτελές αριστούργημα που ποτέ δεν είχε την τύχη να βγει στο σινεμά και να προβληθεί στις κινηματογραφικές αίθουσες: το «The Other Side of the Wind» ήταν το τελευταίο -ανολοκλήρωτο- κινηματογραφικό πρότζεκτ με το οποίο καταπιάστηκε ο Όρσον Ουέλς και που τον απασχόλησε σχεδόν για τα 14 τελευταία χρόνια της ζωής του, από το 1972 μέχρι το θάνατο του, το 1985.
Μια αμερικανική εταιρεία παραγωγής, η New Royal Road Entertainment εξασφάλισε τα δικαιώματα του φιλμ και σχεδιάζει να το βγάλει στις κινηματογραφικές αίθουσες την ερχόμενη άνοιξη, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης ενός αιώνα από τη γέννηση του σπουδαίου auteur.
Η ταινία, στην οποία πρωταγωνιστούν ο Τζον Χιούστον, η Σούζαν Στράσμπεργκ, ο Ντένις Χόπερ και ο κριτικός κινηματογράφου και σκηνοθέτης Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, έχει γυριστεί με χαμηλό προϋπολογισμό και ακολουθώντας τις τότε «επιταγές» του ανεξάρτητου guerilla σινεμά.
Μετά από σχεδόν τρία χρόνια γυρισμάτων, το 1975 ο Ουέλς συγκρούστηκε με τους παραγωγούς της ταινίας και κατάφερε να πάρει την, διάρκειας 45 λεπτών, κόπια και να τη μεταφέρει από τον τόπο των γυρισμάτων, το Παρίσι, στην Καλιφόρνια.
Μετά το θάνατό του η ταινία περιήλθε στην κατοχή της κόρης του σκηνοθέτη, της Μπεατρίς, η οποία έβαλε την κόπια σε μια γαλλική τραπεζική θυρίδα. Τελικά, ένας εκ των μοναδικών εμπλεκομένων στην ταινία που ζουν μέχρι σήμερα, ο Μπογκντάνοβιτς, κατάφερε και πήρε την άδεια να ανοίξει τη θυρίδα και να εξετάσει την κόπια, διαπιστώνοντας πως βρίσκεται σε άριστη κατάσταση, παρά τα 30 σχεδόν χρόνια που είχε περάσει κλεισμένη εκεί.
«Είναι σαν ένας αρχαιολόγος να βρίσκει έναν τάφο. Η ταινία είναι σαν η τέχνη να μιμείται τη ζωή και το αντίστροφο κι έχει αποκτήσει τόσο μυθικές διαστάσεις λόγω της συνεχιζόμενης αναβολής στην κυκλοφορία της» λέει ο Τζος Καρπ, συγγραφέας ενός νέου βιβλίου με θέμα το χαμένο φιλμ.
Όλο το 2015 θα γιορτάζονται τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ουέλς και, εκτός από την πρώτη προβολή της συγκεκριμένης ταινίας, έχουν προγραμματιστεί να ανέβουν διάφορα έργα του σε πολλές θεατρικές σκηνές σε αρκετές χώρες του κόσμου.

ΤΟ ΒΗΜΑ

Η γραμματική της γκλαμουριάς. Του Νίκου Σαραντάκου


Τις προάλλες είχα ανεβάσει ένα άρθρο για το ανόητο κείμενο περί “ομηρικής γλώσσας“. Αν θυμάστε, εκείνο το κείμενο είχε έναν κατάλογο με καμιά εξηνταριά λέξεις της αγγλικής γλώσσας που υποτίθεται ότι προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά -και τελικά, από τις 63, αν μέτρησα σωστά, λέξεις, μόνο τρεις έχουν πράγματι ελληνική αρχή· και το αποκορύφωμα της αγυρτείας και της ασχετίλας του κειμένου είναι ότι για τις δύο από αυτές τις τρεις αγγλικές λέξεις το ανόητο κείμενο δίνει λάθος ελληνική ετυμολογία. Ελληνική αρχή έχουν οι λέξεις, αλλά όχι εκείνην που φαντάστηκε ο συντάκτης του.
Η μια από αυτές είναι η λέξη glamour (glamor αμερικανιστί), για την οποία το ανόητο κείμενο γράφει: GLAMOUR = λατινικό gramour από το γραμμάριο. Οι μάγοι παρασκεύαζαν τις συνταγές τους με συστατικά μετρημένα σε γραμμάρια και επειδή η όλη διαδικασία ήταν γοητευτική και με κύρος, το gramour -glamour , πήρε την σημερινή έννοια.
Η ετυμολόγηση αυτή είναι εντελώς ανακριβής. Καταρχάς, λατινική λέξη gramour δεν υπάρχει, ούτε καν gramor απ’ όσο έψαξα. Έπειτα, η λέξη “γραμμάριο”, που δεν είναι βέβαια ομηρική, χρησιμοποιήθηκε μεν στην ελληνιστική εποχή ως μέτρο βάρους (μονάδα βάρους δύο οβολών), αλλά δεν φαίνεται να πέρασε στα λατινικά. Στα λατινικά πέρασε η λέξη γράμμα, με τη σημασία της χάλκινης νομισματικής μονάδας: gramma. Όταν μετά τη γαλλική επανάσταση θεσπίστηκε το μετρικό σύστημα, από το λατινικό gramma φτιάχτηκαν οι αντίστοιχες γαλλικές (gramme) και αγγλικές (gram) λέξεις.
Όμως σε αυτή την επινοημένη ετυμολόγηση υπάρχουν δυο κόκκοι αλήθειας, που θα τους δούμε στο σημερινό άρθρο.
Ο ένας κόκκος αλήθειας είναι ότι πράγματι η αφετηρία της λέξης glamour βρίσκεται σε κάποιο παράγωγο της αρχαίας ελληνικής λέξης “γράμμα” -αν και όχι στο γραμμάριο. Και ο δεύτερος κόκκος αλήθειας είναι ότι πράγματι στην ιστορία της λέξης εμπλέκεται έντονα το θέμα της μαγείας. Και επειδή η πραγματική ιστορία της λέξης είναι όχι απλώς εξίσου, αλλά μάλλον περισσότερο γοητευτική από την επινοημένη, αξίζει να την αφηγηθούμε.

Στην αρχή της ετυμολογικής αλυσίδας βρίσκεται η λέξη “γραμματική”, από το επίθετο γραμματικός, ο αναφερόμενος στα γράμματα. Αρχικά ως επίθετο, η γραμματική τέχνη ή γραμματική επιστήμη, η οποία στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε κυρίως τη μελέτη των γραμμάτων, των γραπτών χαρακτήρων, αργότερα τη μελέτη των γραπτών κειμένων και σιγά-σιγά πήρε τη σημερινή σημασία -πρώτο σύγγραμμα γραμματικής με τη σημερινή σημασία του όρου θεωρείται η Τέχνη γραμματική του Διονυσίου του Θρακός (100 π.Χ.)
Όπως πολύ συχνά συμβαίνει, αργότερα το ουσιαστικό “μαράθηκε” και έπεσε, και το επίθετο ουσιαστικοποιήθηκε -και στο μεταξύ η λέξη περνάει στα λατινικά, grammatica, αρχικά με κάπως ευρύτερη σημασία και στη συνέχεια με τη στενότερη σημερινή, της γραμματικής. Στα μεσαιωνικά λατινικά, που ήταν η κοινή γλώσσα των λογίων της Δυτικής Ευρώπης, grammatica ήταν βεβαίως η γραμματική, αλλά στην ουσία ήταν αποκλειστικά η γραμματική της λατινικής γλώσσας, αφού οι ρωμανικές γλώσσες που βρίσκονταν άλλωστε ακόμα αν όχι στα σπάργανα πάντως σε πρώιμο στάδιο δεν είχαν αρχίσει να αποτελούν αντικείμενο μελέτης.
Από το grammatica, με μια ιδιότυπη λαϊκή φωνητική τροπή -atica > -aire, έχουμε στον 11ο-12ο αιώνα το παλαιογαλλικό gramaire, πάντα με τη σημασία της γραμματικής. Επειδή όμως η γραμματική της λατινικής ήταν προνόμιο των ελάχιστων εγγράμματων, στη γλώσσα του λαού η λέξη συνδέθηκε γενικώς με την ενασχόληση με τα βιβλία και με τη μόρφωση. Κι επειδή την εποχή εκείνη των αλχημιστών πολλή από τη γνώση ήταν ή θεωριόταν απόκρυφη γνώση, κι επειδή οι ασχολούμενοι με αυτό που σήμερα θα λέγαμε επιστήμη φλερτάριζαν και με τη μελέτη του υπερφυσικού, με την αστρολογία, τη μαντεία, γενικά με τη μαγεία (ακόμα κι ο Νεύτωνας, αιώνες αργότερα), το gramaire πήρε και αυτές τις σημασίες -άλλωστε στην εποχή εκείνη δεν ήταν καθόλου σαφής η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε “επιστήμη” και “μαγεία”.
Το να θεωρείς μαγεία αυτό που δεν καταλαβαίνεις, άλλωστε, είναι αντίληψη που τη βρίσκουμε και στα νεότερα χρόνια, αν σκεφτούμε την υποδοχή που είχαν εφευρέσεις όπως το τηλέφωνο ή ο κινηματογράφος -άλλωστε κι εμείς ειρωνικά αποκαλούμε “σύνεργα του διαβόλου” τις υπερεξελιγμένες ή υπερπολύπλοκες συσκευές, ενώ και στην αργκό των πληροφορικάριων έχει φτιαχτεί η λέξη automagic για πράγματα που γίνονται “μόνα τους” χωρίς ο χρήστης να καταλαβαίνει τον μηχανισμό. Αλλά πλατειάζω.
Είχαμε μείνει στο πώς η grammaire πήρε και τις σημασίες της απόκρυφης γνώσης, της ενασχόλησης με τη μαγεία, οπότε γεννήθηκε και ο όρος grimoire ως παραλλαγή του grammaire, αποκλειστικά με τη σημασία της ενασχόλησης με τις απόκρυφες τέχνες. Κάτι ανάλογο έγινε στα αγγλικά, όπου πλάστηκε ο όρος gramarye με τη σημασία και πάλι της μαγείας.
Από το gramarye προέκυψε, στα σκοτσέζικα κυρίως, η λέξη glammar, glamor, glamour, με τη σημασία “ξόρκι” (When devils, wizards or jugglers deceive the sight, they are said to cast glamour o’er the eyes of the spectator εξηγεί τη λέξη μια υποσημείωση του 1721). Η λέξη έμενε πάντως σε σχετικήν αφάνεια, ήταν άλλωστε κι εποχές που καίγαν τις μάγισσες (διότι, όπως έχει πολύ σωστά εξηγήσει ο φίλος μας ο Ρογήρος, η Αναγέννηση έκαψε τις πολλές τις μάγισσες, όχι ο Μεσαίωνας), μέχρι που ήρθε, στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα ο σερ Ουόλτερ Σκοτ και την αναβίωσε, αρχικά με την παλιά της σημασία (This species of Witchcraft is well known in Scotland as the glamour, or deceptio visus, and was supposed to be a special attribute of the race of Gipsies εξηγεί μια υποσημείωση σε έργο του) -όμως, από το ξόρκι και τη μαγεία, η λέξη δεν άργησε να πάρει τη σημασία της γοητείας, και μετά της απαστράπτουσας ομορφιάς. Παρόμοια σημασιακή εξέλιξη υπάρχει σε πολλές άλλες λέξεις (π.χ. fascination, γόης) και θα άξιζε χωριστό άρθρο. Που γοητεύει γητεύει, θα λέγαμε.
Προς τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, η αγγλική λέξη glamour και το επίθετό της glamorous χτυπάνε την πόρτα της ελληνικής γλώσσας, για να εκφράσουν ακριβώς αυτή την απαστράπτουσα χλιδή που θέλησαν (και κατάφεραν) κάποιοι να πλασάρουν σαν νέο ιδανικό για τη μεσαία τάξη. Οπότε, γκλάμουρ, που βάσει των όσων προηγήθηκαν είναι αντιδάνειο. Και από το γκλάμουρ, η αργκοτική γκλαμουριά, και από αυτήν ο γκλαμουράτος, που αποκτά μιαν απρόσμενη ομοιότητα με τον επίσης αργκοτικό ‘μουράτο’.
Το λεξικό του Μπαμπινιώτη καταγράφει από την πρώτη έκδοσή του και το “γκλάμουρ” αλλά και τη “γκλαμουριά”. Ίσως ένας λόγος που το έκανε να σπεύσει να λεξικογραφήσει τον σχετικά νιόφερτο (το 1998) τύπο να ήταν ακριβώς το ότι αποτελεί αντιδάνειο και έχει ενδιαφέρουσα (και ελληνική) ετυμολογία. Αν πάντως παινέψουμε το λεξικό για την ταχύτητα των ανακλαστικών του, δεν θα το συγχαρούμε για την ακρίβεια των ορισμών του, διότι η γκλαμουριά δεν είναι απλώς λέξη της αργκό με σημασία “η αίγλη, η λάμψη και η γοητεία”, δεν είναι ένα απλό αργκοτικό συνώνυμο του “γκλάμουρ”. Είτε το είχαν αρχικά κατά νου εκείνοι που έπλασαν τη λέξη, είτε την απόχτησε στη συνέχεια (λόγω και της κατάληξης; ), η γκλαμουριά έχει πολύ συχνά μειωτική και απαξιωτική απόχρωση. Χωρίς εικονοκλαστική διάθεση, θα παινέψω περισσότερο τον Vrastaman του slang.gr, ο οποίος γράφει:
γκλαμουριά:  Απαστράπτουσα χλιδή, πραγματική ή επινοημένη. Οι φέροντες χαρακτηριστικά γκλαμουριάς αποκαλούνται γκλαμουράτοι. Η έκφραση συνήθως εμπεριέχει ψήγματα σαρκασμού, εκτός εάν ο χρήστης της στερείται παντελώς της αίσθησης του γελοίου.
Μπορεί να περιέχει ψήγματα σαρκασμού, μπορεί και πιο γερή δόση. Πουτάνα γκλαμουριά, λέει το τραγούδι. Πουτάνα, αλλά ελληνικής ετυμολογίας.
Πηγή: sarantakos.wordpress

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Η προστασία των αρχαιοτήτων στα χρόνια της Κατοχής

Αναδημοσίευση από ΤΟ ΒΗΜΑ 

Όταν στις 28 Απριλίου του 1941, την πρώτη μέρα της γερμανικής κατοχής στην Αθήνα, οι Γερμανοί αξιωματικοί έφτασαν για επιθεώρηση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, με έκπληξη βρέθηκαν σε ένα άδειο κτίριο. Οι αίθουσές του, γνωστές για τα χιλιάδες σημαντικά εκθέματά τους, ήταν εντελώς κενές. Μοναδική παρουσία οι αρχαιολόγοι του Μουσείου και οι φύλακες της πρωινής βάρδιας. Στις ερωτήσεις των Γερμανών κατακτητών, λέγεται πως η ελληνική πλευρά απάντησε αόριστα, μάλλον σιβυλλικά, ότι τα αρχαία είναι κάτω από τη γη. Και η φράση αυτή αντικατόπτριζε την πραγματικότητα.
Επιδεικνύοντας φροντίδα ασυνήθιστη για τα ελληνικά δεδομένα, οι ενέργειες για την προστασία των αρχαίων μνημείων είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Το πολεμικό κλίμα στην Ευρώπη δεν άφηνε περιθώρια εφησυχασμού και ήδη από το 1937 η ανάγκη διαφύλαξης των αρχαιοτήτων είχε αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης μεταξύ της Κυβέρνησης και της Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας. Μπροστά  στον υπαρκτό φόβο μιας ευρωπαϊκής σύρραξης, τα δύο μέρη συνεργάζονταν για να εκπονήσουν σχέδιο διαφύλαξης των αρχαίων από αεροπορικές επιδρομές και πιθανές οδομαχίες. Σε αυτό το πλαίσιο, συμφωνούσαν στην ανάγκη διάνοιξης καταφυγίων, ενώ ζητούσαν από τους διευθυντές των μουσείων σε όλη την επικράτεια να ταξινομήσουν τις αρχαιότητες σε κατηγορίες με βάση τη σπουδαιότητά τους και να αποστείλουν τους σχετικούς καταλόγους, ώστε να υπάρξει κεντρικός προγραμματισμός.
Παρά τις εύλογες αντιδράσεις των αρχαιολόγων, οι οποίες εστιάζονταν στην αδυναμία κατάταξης των μνημείων με βάση τη σπουδαιότητά τους –επιλογή εκ φύσεως υποκειμενική- οι προετοιμασίες για την προστασία των αρχαιοτήτων προχωρούσαν συστηματικά και εντείνονταν με τον καιρό. Με την κήρυξη του πολέμου η Αρχαιολογική Υπηρεσία αντέδρασε ταχύτατα, στέλνοντας σε όλες τις διευθύνσεις της τεχνικές οδηγίες για την προστασία των εκθεμάτων των Μουσείων από εναέριους κινδύνους. Οι οδηγίες «διά την προστασίαν των αρχαίων των διαφόρων μουσείων από τους εναερίους κινδύνους» συνοδεύονταν από δύο λεπτομερή σχέδια – ένα για την κατασκευή ορυγμάτων κι ένα για την προστασία των αγαλμάτων.
Για τα αγάλματα, τα άλλα λίθινα εκθέματα και τα μεγάλα πήλινα αντικείμενα, καλύτερος τρόπος προστασίας θεωρούνταν η κατάχωση στα δάπεδα και στις αυλές των μουσείων, στις αυλές άλλων δημοσίων κτιρίων ή στα υπόγειά τους. Οι οδηγίες δίνονταν με μεγάλη λεπτομέρεια, ορίζοντας πως η κατάχωση έπρεπε να γίνει στο μεγαλύτερο δυνατό βάθος, τα αγάλματα να τοποθετηθούν σε οριζόντια θέση και το έδαφος ψηλά να καλυφθεί με τσιμέντο. Μεριμνώντας για την «επόμενη μέρα», οι θέσεις κατάχωσης θα σημειώνονταν σε ειδικά διαγράμματα, με σταθερά σημεία για συντεταγμένες.
Διαφορετική ήταν η μέριμνα για άλλες κατηγορίες κινητών μνημείων. Για τα χρυσά αντικείμενα προτεινόταν η κατάθεση στα θησαυροφυλάκια των κατά τόπους τραπεζών. Για τα χάλκινα προβλεπόταν η φύλαξη σε κιβώτια με τοιχώματα καλυμμένα με κερόχαρτο, κερόπανο ή πισσόχαρτο και πυθμένα στρωμένο με ροκανίδια, άχυρο ή χαρτί. Τα χιλιάδες πήλινα αγγεία και άλλα μικρά αντικείμενα θα φυλάσσονταν σε κιβώτια, τυλιγμένα ένα-ένα σε τσιγαρόχαρτο. Με τη σειρά τους, τα κιβώτια θα κρύβονταν στα υπόγεια των Μουσείων ή άλλων δημόσιων κτιρίων, καλυμμένα με χώμα ή σάκους άμμου για πρόσθετη προστασία.
Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο συστάθηκε με υπουργική απόφαση η Επιτροπή Απόκρυψης και Ασφάλισης των εκθεμάτων του, με επικεφαλής τρεις Αρεοπαγίτες και μέλη τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο, τον προσωρινό διευθυντή του μουσείου Αναστάσιο Ορλάνδο, τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, τους εφόρους Γιάννη Μηλιάδη και Σέμνη Καρούζου, την επιμελήτρια Ιωάννα Κωνσταντίνου, μηχανικούς και αρχιτέκτονες του υπουργείου, αλλά και εθελοντές.
Όπως γράφει η Σέμνη Καρούζου, «πολύ πρωί, πριν να δύσει η σελήνη, συγκεντρώνονταν στο μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη. Νύχτα έφευγαν το βράδυ για να πάνε στα σπίτια τους». Όλη η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου, με τη χρήση αυτοσχέδιων ξύλινων γερανών. Τα μεγάλα γλυπτά τοποθετούνταν όρθια στα βαθιά ορύγματα που είχαν ανοιχτεί στο δάπεδο των βόρειων αιθουσών, σε παράταξη που θύμιζε συγκέντρωση διαμαρτυρίας. Σημαντική για την επιτυχία της ασυνήθιστης επιχείρησης ήταν η συμβολή πολλών, ανάμεσά τους και του εμπειρότατου γλύπτη των ελληνικών μουσείων Ανδρέα Παναγιωτάκη και του αρχιτεχνίτη Γιώργου Κοντογιώργη. Ο αείμνηστος Σπύρος Ιακωβίδης, πρωτοετής φοιτητής Αρχαιολογίας τότε, σε τηλεοπτική του συνέντευξη αναφέρει: «Με έβαλαν σε μία από τις αποθήκες, όπου υπήρχαν τεράστια κασόνια. Η δουλειά μου ήταν να τυλίγω ταναγραίες σε παλιές εφημερίδες και με μεγάλη προσοχή να τις τοποθετώ στα κασόνια. Μετά, τη δουλειά συνέχιζε η ειδική επιτροπή που είχε συσταθεί. Όλοι δουλεύαμε ενάντια στον χρόνο, με τον φόβο της εισβολής των Γερμανών, και βέβαια με τεράστια προσοχή. Οι ταναγραίες τυλίγονταν εύκολα. Όμως τα αγγεία έσπαγαν ακόμα πιο εύκολα...».
Μαζί με τις αρχαιότητες, σε κιβώτια μπήκαν και τα βιβλία καταγραφής και τεκμηρίωσης των αρχαιοτήτων. Στις 29 Νοεμβρίου 1940, τα κιβώτια αυτά παραδοθήκαν στον Γενικό Ταμία της Τράπεζας της Ελλάδος ενώ στις 17 Απριλίου 1941, στο κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας, υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής των ξύλινων κιβωτίων με τα πολύτιμα ευρήματα των Μυκηνών.
Στα χρόνια της Κατοχής, το Εθνικό Μουσείο δεν ερήμωσε, παρά την απουσία αρχαίων. Οι αίθουσές του καταλήφθηκαν από δημόσιες υπηρεσίες, όπως το Κεντρικό Ταχυδρομείο, η Κρατική Ορχήστρα και οι υπηρεσίες του Υπουργείου Πρόνοιας. Σε μια πτέρυγα συγκεντρώθηκαν τα γραφεία των υπαλλήλων του μουσείου, οι άδειες προθήκες και ορισμένοι πίνακες της Εθνικής Πινακοθήκης. Παρά την αλλαγή στο χαρακτήρα του, το κτίριο σώθηκε ως τα Δεκεμβριανά, όταν κάηκε μέρος της στέγης του κι ο πρώτος όροφος μετατράπηκε σε φυλακή.
Η επιχείρηση στο Εθνικό Μουσείο όπως και οι αντίστοιχες ενέργειες στα περιφερειακά μουσεία πέτυχαν να διασώσουν τον αρχαιολογικό πλούτο της χώρας σε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Γρήγορα αντανακλαστικά, καλή προετοιμασία, οργανωμένη δράση και συνεργασία, σε έναν σπάνιο για τη χώρα μας συνδυασμό, προστάτεψαν ένα σημαντικό μέρος των μνημείων παρά τις αντιξοότητες του πολέμου και τις ανάλγητες καταστροφές και κλοπές των ναζί.
Η Αγγελική Κοσμοπούλου είναι Διδάκτωρ Κλασικής Αρχαιολογίας και κάτοχος MBA στο Μάρκετινγκ

Περί βιβλιοθηκών...και βιβλίων

Η διαδρομή του βιβλίου έχει πολλές στάσεις. Αφετηρία της, το μυαλό του δημιουργού του. Μυθοπλασία, επιστήμη, γνώση, γεννημένες από την ανάγκη της έκφρασης. Και η μηχανή ξεκινά. Με παραδοσιακούς ή σύγχρονους τρόπους, στον εκδότη και στους εργαζόμενους του εκδοτικού οίκου, στον τυπογράφο και στους εργαζόμενους στις εκεί ειδικότητες, συνήθως το βιβλίο φτάνει στα ράφια του βιβλιοπωλείου (παραδοσιακού ή ηλεκτρονικού) έτοιμο προς διάθεση σε αυτούς που θα ανταποκριθούν στο κάλεσμα των ιδεών του.
Η διαδρομή όμως του βιβλίου ένα σκοπό έχει και ένα σπίτι. Σκοπός του, η μετάδοση της καταγεγραμμένης πληροφορίας και σπίτι του η βιβλιοθήκη. Βιβλιοθήκη ιδιωτική ή δημόσια, λίγη σημασία έχει. Το βιβλίο είναι φτιαγμένο να έχει συντροφιά. Άλλα βιβλία και ανθρώπους. Είναι εκ φύσεώς του ον κοινωνικό. Μέσα από τα διάφορα κανάλια και στάδια θέλει να βρεθεί στα ράφια μιας βιβλιοθήκης. Και εν τέλει αυτός είναι ο φυσικός του χώρος.
Βιβλιοθήκες λοιπόν, γεμάτες βιβλία. Βιβλιοθήκες ιδιωτικές ή δημόσιες. Και αυτός είναι ο δικός τους σκοπός: να συγκεντρώσουν την καταγεγραμμένη ανθρώπινη δημιουργία. Στις μέρες μας, που η μορφή του βιβλίου μεταλλάσσεται από υλικό σε άυλο και από αντικείμενο σε υπηρεσία, αναφύεται πιο έντονη η ανάγκη της λειτουργίας της βιβλιοθήκης.
Διαφορετικά κοινωνικά υποστρώματα, διαφορετικές οικονομικές συνθήκες, διαφορετικά επίπεδα γραμματισμού και τεχνολογικής επάρκειας οδηγούν στην ανάγκη η σύγχρονη βιβλιοθήκη να συγκεντρώνει, να επεξεργάζεται και να διαθέτει σε όλους την ανθρώπινη δημιουργία. Χωρίς περιορισμούς και εμπόδια. Στην ιστορία της διακίνησης των ιδεών λίγη σημασία είχε το υπόστρωμα που τις φιλοξενούσε. Από τους τοίχους των ναών της Αιγύπτου, στους παπύρους και στις περγαμηνές, στα έντυπα και τα ψηφιακά βιβλία, μία λειτουργία κυριαρχεί. Όλα κατασκευάζονται για να διαβάζονται. Και η βιβλιοθήκη διαμέσου των αιώνων να συγκεντρώνει τις ιδέες.
Την περίοδο αυτή μεγάλη κουβέντα γίνεται σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο για τα δικαιώματα χρήσης των ηλεκτρονικών βιβλίων από τις βιβλιοθήκες. Δικαιώματα αγοράς, κτήσης και διάθεσης. Με τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους και τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων να ορθώνουν εμπόδια, δικαίωμα και υποχρέωση της βιβλιοθήκης είναι να συνεχίσει αυτό που κάνει αιώνες τώρα. Να διασφαλίζει την πρόσβαση στην πληροφορία για πάντα και για όλους. Στην ιστορία της διακίνησης των ιδεών, λοιπόν, διασώθηκαν μόνο όσες βρέθηκαν στην ασφάλεια μιας βιβλιοθήκης. Έξω από αυτές υπάρχει η λήθη.
Απαίτηση λοιπόν το δικαίωμά μας στην ανάγνωση και τη μνήμη να μην είναι στα χέρια των εταιρειών, αλλά των δημοσίων φορέων που υπηρετούν αυτόν τον σκοπό.

Καλλίμαχος

Ηλίας Καζάν: ο γητευτής των ηθοποιών

Tης Ιφιγένειας Καλαντζή*

Από τους συγκλονιστικότερους σκηνοθέτες ανάδειξης ηθοποιών, ο Ηλίας Καζάν υπήρξε και ο ίδιος ηθοποιός. Εμφορούμενος από τις σοσιαλιστικές ιδέες μιας θεατρικής κολεκτίβας, που πρότεινε την στανισλαφσκική τεχνική ψυχολογικού ρεαλισμού, απέναντι στον βεντετισμό του Χόλιγουντ, ίδρυσε το 1947 το Άκτορς Στούντιο. Με την περίφημη πρωτοποριακή «Μέθοδο», άλλαξε καθοριστικά την ερμηνεία στο σινεμά, εκμαιεύοντας εκπληκτικές πρωταγωνιστικές ερμηνείες, ακόμα και από νέους και άσημους ηθοποιούς, πολλοί απ' τους οποίους βραβεύτηκαν με Όσκαρ.
Τι ήταν αυτό όμως που έκανε το σινεμά του Ηλία Καζάν να ξεχωρίζει; αναρωτιόμαστε καθώς δόθηκε η ευκαιρία να ξαναθυμηθούμε τη διαδρομή του μέσα από το εξαιρετικό αφιέρωμα της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, με γεμάτες αίθουσες και εξαντλημένα εισιτήρια. Σε μια εποχή χολιγουντιανών γουέστερν, πολεμικών ταινιών και υπερπαραγωγών βιβλικής θεματολογίας, ο Καζάν στρέφει την κάμερά του στα φτωχικά διαμερίσματα των λαϊκών συνοικιών, για να αφουγκραστεί τις εντάσεις της καθημερινής ζωής των ανθρώπων του μόχθου. Σε συνεργασία με δυνατούς σεναριογράφους και μεγάλους συγγραφείς όπως ο Τζον Στάινμπεκ και ο Τένεσι Ουίλιαμς, κατάφερε να δημιουργήσει πολύ ανθρώπινες ταινίες.
Ο ανθρωποκεντρικός ρεαλισμός, με ψυχοδράματα κοινωνικού χαρακτήρα, επηρέασε όχι μόνο σύγχρονούς του σκηνοθέτες, όπως τους Σάμιουελ Φούλερ και Νίκολας Ρέι, αλλά και τον Σίντνεϊ Λούμετ και τον Τζον Κασσαβέτη, καθώς και μια νεότερη γενιά Αμερικάνων σκηνοθετών, με βασικούς εκπροσώπους τους Κόπολα και Σκορσέζε.
Εγκαινιάζοντας το συμβόλαιό του με τη Φοξ, εντυπωσιάζει με το κινηματογραφικό του ντεμπούτο «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» (1945). Τα σκηνικά των εσωτερικών αυλών κινηματογραφούνται με κάμερα σε γερανό, ενώ οι εξαιρετικοί φωτισμοί δημιουργούν μια ιδιαίτερη λάμψη στα μάτια των ηθοποιών, αγγίζοντας μια συγκινησιακή φόρτιση, στα όρια του ιδεαλισμού.
Το 1947, αρχή του ψυχροπολεμικού κλίματος και της περιόδου του μακαρθισμού, δύο μόλις χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα, στο λιγότερο γνωστό «Συμφωνία Κυρίων», ένας παθιασμένος δημοσιογράφος (Γκρέγκορι Πεκ) υποδύεται τον Εβραίο, για να στηλιτεύσει τις προκαταλήψεις και τους αποκλεισμούς. Ιδιοκτήτες των μεγάλων στούντιο ήταν ήδη στην πλειοψηφία τους Εβραίοι. Ενδεικτικές είναι οι ατάκες πατριωτικής διάθεσης, όταν με το πρόσχημα του αντισημιτισμού, στιγματίζονται ως προδότες όσοι διαφωνούν με τα ιδεώδη του Αμερικάνικου Έθνους, με την υπογραφή ενός σκηνοθέτη που λάτρεψε το αμερικάνικο όνειρο και πάσχισε να αφομοιωθεί, απαλλάσσοντας τον εαυτό του από τη διάκριση του μετανάστη. Το εκθαμβωτικό βιοτικό επίπεδο των μεσοαστικών στρωμάτων των ηρώων, με λαμπερές δεξιώσεις, συσκευασμένα τρόφιμα και με κάθε λογής ηλεκτρικές συσκευές, ανταγωνίζεται την εξαθλιωμένη εικόνα μιας κατεστραμμένης Ευρώπης, προπαγανδίζοντας τον καταναλωτισμό της νικήτριας υπερδύναμης.
Και ποιος δεν θυμάται την πρωτόγονη ερωτική ορμή ενός κάθιδρου Μάρλον Μπράντο που αναστάτωσε την αιθέρια και αλλοπαρμένη Μπλανς Ντιμπουά (Βίβιαν Λι), στο «Λεωφορείον ο Πόθος» (1951)!
Ο Μπράντο θα αποτελέσει τον τέλειο ερμηνευτή στις αριστουργηματικές ταινίες που θα ακολουθήσουν στην κλασική του περίοδο. Γεμάτο από σπάνια επαναστατική ορμή, μεσουρανούντος του μακαρθισμού, το «Βίβα Ζαπάτα» (1952) σε σενάριο Τζον Στάινμπεκ, από πολλούς θεωρήθηκε ως απόπειρα εξιλέωσης του σκηνοθέτη για τη στάση του, ως κοινού καταδότη. Η παραγνωρισμένη ταινία «Άνθρωπος σε τεντωμένο σκοινί» (1953), μετά την ταπεινωτική του στάση, θεωρήθηκε έμπρακτο πειστήριο οριστικής αποκήρυξης του παρελθόντος του, με την ηρωϊκή έξοδο ενός ολόκληρου τσίρκου που αυτομόλησε από τη σοβιετική Τσεχοσλοβακία στην «ελεύθερη» Βαυαρία, στιγματίζοντας την καταπίεση των Σοβιετικών.
Ωστόσο, το θέμα της αδελφικής προδοσίας αλλά και της κατάδοσης μοιάζει να στοιχειώνει τον σκηνοθέτη. Στο οσκαρικό «Λιμάνι της αγωνίας» (1954), ο Μπράντο, στον ρόλο ενός σκληρού πρώην πυγμάχου, καταδίδει τους μαφιόζους, παρουσιάζοντας περίπτωση μαρτυρίας για καλό σκοπό.
Η δύναμη της νεοφερμένης τηλεόρασης καταγράφεται στο εξαιρετικό «Μια μορφή μέσα στο πλήθος» (1957), με έναν άξεστο επαρχιώτη (Άντι Γκρίφιθ) που γίνεται είδωλο, μέσα από μια ραδιοφωνική εκπομπή, καταφέρνοντας να κατακτήσει και την τηλεόραση. Ένα καυστικό σχόλιο για το σταρ σύστεμ, που εγκαινιάζει το φαινόμενο μαζικής υστερίας των φανατικών θαυμαστριών, αλλά και για τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης από έναν τηλεοπτικό δημαγωγό, καθιστώντας την πολιτική άλλο ένα προϊόν.
Απ' τις ωριμότερες στιγμές του «Ο συμβιβασμός» (1969), με έναν πάντα ερωτεύσιμο Κερκ Ντάγκλας, σε κρίση ηλικίας και ταυτότητας, που ερωτεύεται παράφορα τη Φέι Ντάναγουέι και απαρνείται περιουσία, ιδιοκτησία και σύζυγο. Σε μια εντυπωσιακή σκηνοθετική πειραματική προσέγγιση, οι ψυχαναλυτικής διάθεσης φαντασιώσεις του αναμειγνύονται με τις αναμνήσεις, σε αναπαραστατικές αναδρομές στο παρελθόν και σκέψεις, με πολύχρωμα γραφήματα από κόμικς, αποσπάσματα από το «Αμέρικα, Αμέρικα» και μουσικές παρεμβολές με τσιφτετέλι και ταξίμι από μπουζούκι ή κλαρίνο, υποδηλώνουν τις ελληνικές ρίζες του ήρωα.
Το 1999, σε ηλικία 90 ετών, όταν βραβεύτηκε με Όσκαρ που του παρέδωσαν αυτοπροσώπως οι Ντε Νίρο και Σκορτσέζε, υπήρξαν αρκετοί που αρνήθηκαν να χειροκροτήσουν. Και τίθεται το ερώτημα, μπορεί τα αριστουργήματα που μας χάρισε στη μετέπειτα λαμπρή καριέρα του, να αντισταθμίσουν την απόφασή του να καταδώσει, θυσιάζοντας ανθρώπινες ψυχές στον βωμό του κινηματογραφικού του οίστρου; Ο Ντασσέν πάντως δεν του το συγχώρησε ποτέ...

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός, κριτικός κινηματογράφου

Χορεύοντας με την κρίση

Την σπονδυλωτή παράσταση "Open Frontiers" ("Ανοιχτά Σύνορα") ανεβάζει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών η Hellenic Dance Company στις 28,29 και 30 Οκτωβρίου. Μέσα από τα τέσσερα έργα που την συναπαρτίζουν, η ομάδα της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης φιλοδοξεί να προβληματίσει αλλά και ν΄αφυπνίσει το κοινό επάνω στις κοινωνικές συνθήκες και την βαθειά υπαρξιακή κρίση της εποχής μας. Τα έργα των Αkram Khan ("Vertical Road")  Martha Graham ("Panorama"), Pascal Rioult ("Wien")  και Τono Lachky ("No more fairytales") επελέγησαν γιατί από κοινού αποτελούν μια εκρηκτική δήλωση επάνω στα δεινά της ανθρωπότητας και τους κινδύνους για την ίδια τη ζωή. Τέσσερις καλλιτέχνες από διαφορετικές εποχές, τέσσερα έργα σε διαφορετικό στυλ, αλλά με κοινή ανησυχία για το μέλλον, με κοινή αποστροφή στον εφησυχασμό και σαφή προσανατολισμό στην αντίδραση απέναντι σε όσα βάζουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη ευτυχία...

Από την παράδοση των Σούφι στο βιεννέζικο βαλς

Εμπνευσμένο από την παράδοση των Σούφι και τον Πέρση ποιητή και φιλόσοφο Rumi είναι το βραβευμένο "Vertical Road" του Akram Khan. «Σ΄έναν κόσμο που τρέχει τόσο γρήγορα, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και της πληροφορίας, κατά κάποιον τρόπο είμαι διατεθειμένος να κινηθώ αντίθετα σ΄αυτό το ρεύμα, προκειμένου να καταλάβω τί μπορεί να σημαίνει να συνδέομαι όχι μόνο πνευματικά αλλά και κάθετα» αναφέρει χαρακτηριστικά ο δημιουργός.
Η  καταπίεση των μειονοτήτων, η Μεγάλη Υφεση και η άνοδος του Φασισμού απασχολούσαν πολλούς καλλιτέχνες το 1935, όταν η Martha Graham εμπνεύστηκε και δημιούργησε το "Panorama" ως μια προσπάθεια έκφρασης της δύναμης του ανθρώπου ν΄αλλάξει τα πράγματα. Η ομάδα της ΚΣΟΤ ερμήνευσε το εν λόγω έργο στη Νέα Υόρκη και στο Ηρώδειο, αποσπώντας θετικές κριτικές από τον Τύπο αλλά και το θερμό χειροκρότημα του κοινού. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα των New York Times: «Το ηχηρό χειροκρότημα για το Panorama ήρθε για ν' ανταμείψει τους 35 νέους χορευτές που, χωρισμένοι σε τρεις κύριες ομάδες, ερμήνευσαν το έργο με θαυμαστό συγχρονισμό και εντυπωσιακή δύναμη».
Πιστό στις προθέσεις του Ραβέλ, το "Wien" είναι μια φανταστική και μοιραία περιδίνιση με μαγικές διαστάσεις. Το βιεννέζικο βαλς, η τέλεια εικόνα της εξευγενισμένης κοινωνίας, μετατρέπεται σε σύμβολο ενός αποσαρθρωμένου κόσμου που βρίσκεται στη δίνη της βίας και του εξευτελισμού. Το έργο του Pascal Rioult  ανέβηκε για πρώτη φορά το 1995 στην Νέα Υόρκη ενώ ο ίδιος ο δημιουργός έχει χαρακτηριστεί ως ένας «από τους πιο θαραλλέους και με βάθος δημιουργούς του σύγχρονου χορού σήμερα, με ρίζες στην παράδοση και ανοιχτό βλέμμα στο μέλλον».
Το "No more fairytales" του Tono Lackhy αποτελεί μια γιορτή του χορού «αφιερωμένη στους Ελληνες στους καιρούς της κρίσης». Στην νέα του αυτή συνεργασία με την ΚΣΟΤ, ο δημιουργός αποτυπώνει σε κίνηση τον σφυγμό της εποχής με παλμό, χιούμορ και έντονα θεατρικά στοιχεία...

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Ο Ηλίας Καζάν, σε μία ώρα: 1986, μία μακρά, απολαυστική συζήτηση με τον Αχιλλέα Κυριακίδη

Μία σπουδαία συνέντευξη του μεγάλου ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτη ξαναβγαίνει στην επιφάνεια ύστερα από 28 χρόνια. Πηγή http://popaganda.gr

Πρίν από 28 χρόνια, ο Αχιλλέας Κυριακίδης, πολυβραβευμένος συγγραφέας, μεταφραστής και κινηματογραφιστής και τότε επικεφαλής της συντακτικής ομάδας του περιοδικού το Τέταρτοσυναντούσε στην Αθήνα τον Ηλία Καζάν για μία συνέντευξη που θα διαρκούσε πολλές ώρες. Η συνάντηση  οργανώθηκε από την Ιωάννα Καρυστιάνη-Βούλγαρη, που ήταν και παρούσα σ’ όλη τη συζήτηση, στο ξενοδοχείο Εσπέρια της οδού Σταδίου, κλειστό πια εδώ και αρκετά χρόνια. Η συνέντευξη, μια από τις σπουδαιότερες και μεγαλύτερες που έχει παραχωρήσει ο ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτης, δημοσιευθηκε στο τεύχος 15 του Τέταρτου, το Νοέμβριο του 1986. Ο Αχιλλέας Κυριακίδης προσφέρθηκε να παραχωρήσει στην Popaganda το δικαίωμα αναδημοσίευσής της, δίνοντας έτσι την ευκαιρία σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό να την απολαύσει.Τον ευχαριστούμε και την παραθέτουμε αναλλοίωτη, με μοναδική αλλαγή τη μετατροπή του πολυτονικού συστήματος σε μονοτονικό-με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα και, βεβαίως, την προσθήκη των φωτογραφιών και βίντεο που ακολουθούν.
Αχιλλέας Κυριακίδης: Κύριε Καζάν, ας αρχίσουμε με μια τυπική ερώτηση. Κάθε φορά που κάνετε ένα ταξίδι στην Ελλάδα, έχετε την αίσθηση απλώς ότι έρχεστε ή ότι επιστρέφετε;
Ηλίας Καζάν: Θα έλεγα το δεύτερο. Είναι και τόσα πράγματα εδώ – η μυρωδιά, το φαΐ, η γλώσσα που μιλιέται γύρω μου, τα πρόσωπα… Κι εδώ η Αθήνα είναι γεμάτη Ανατολίτες, κοντοπόδαρους, με μεγάλες μύτες και μεγάλα αυτιά. Μοιάζουν όλοι με τους θείους μου. Πώς να μην αισθάνομαι, λοιπόν, πως γυρίζω σπίτι μου… Απ’ την άλλη μεριά, στην Αμερική, αυτό που λέμε «αμερικανικός πολιτισμός» είναι ένα κράμα γλωσσών, παραδόσεων, πολιτισμών. Εδώ αισθάνομαι πιο άνετα, πιο «σαν στο σπίτι μου»!
Ήσαστε τεσσάρων χρονών όταν αφήσατε τη Μικρασία για την Αμερική. Περάσατε απ’ τη Γερμανία, αν δεν απατώμαι… Όχι. Όταν ήμουν δύο χρονών, ο πατέρας και οι θείοι μου αποφάσισαν ν’ανοίξουν μαγαζί στο Βερολίνο. Κουβαλήθηκε, λοιπόν, όλη η οικογένεια – μάλιστα, ο επόμενος αδελφός μου γεννήθηκε εκεί, στο Βερολίνο. Όμως το μαγαζί δεν πήγε καλά, κι έτσι ξαναγυρίσαμε όλοι στο Καντίκιοϊ, ένα προάστιο της Κωνσταντινούπολης. Κι ύστερα άρχισαν οι φήμες, «Θα ’χουμε πόλεμο», «Έρχεται πόλεμος», κι είπαν οι δικοί μου: «Δεν πάμε να φύγουμε από δω πέρα»… κι έτσι μας πήρε πάλι ο πατέρας μου και πήγαμε στην Αμερική. Είχε προηγηθεί, βέβαια, ένας θείος μου, ο Σεραφείμ.
Στη Νέα Υόρκη; Στη Νέα Υόρκη. Κι από τότε, δεν το ξανακούνησα από κει. Έχω πάει δυο-τρεις φορές στην Καλιφόρνια, για δουλειά, αλλά εκεί αισθάνομαι συνέχεια «υπ’ ατμόν», δε μ’αρέσει καθόλου η Καλιφόρνια.
Φύγατε, όμως, και για τις σπουδές σας… Ναι· στα δεκαεπτά μου πήγα στο Ουίλιαμς. Είναι ένα κολέγιο στη Μασαχουσέτη. Σήμερα πας εκεί σε τρεις, τρεισήμιση ώρες. Τότε ήταν ολόκληρο ταξίδι. Έμεινα εκεί τρία χρόνια.
Νομίζω πως αυτά τα τρία χρόνια σάς σημάδεψαν κατά κάποιο τρόπο: εκεί και τότε διαμορφώνονται οι «αιρετικές» πολιτικοινωνικές σας πεποιθήσεις. Ήταν ένα κολέγιο αριστοκρατικό, σνομπίστικο. Κι εγώ ήμουν υποχρεωμένος να δουλέψω για να σπουδάσω. Δούλευα γκαρσόνι, τα βράδια. Σέρβιρα φαγητά σε κάτι καλοντυμένα αγοράκια, κι η δουλειά αυτή μ’ έκανε να νιώθω καθημερινά και να συνειδητοποιώ τη «διαφορά» μας. Σήμερα, βέβαια, που τα σκέφτομαι, λέω μέσα μου: «Δε βαριέσαι, καλά παιδιά ήτανε». Με δυο-τρεις απ’ αυτούς, μάλιστα, γίναμε φίλοι αργότερα.
Αποφοιτήσατε, λοιπόν, είκοσι χρονών…και πήγα στο Γέιλ, να σπουδάσω θέατρο. Δεν ήθελα με τίποτα να γυρίσω στη Νέα Υόρκη, γιατί οι δικοί μου επέμεναν να με βάλουν στη δουλειά. Είχαν ένα μαγαζί κι έφερναν χαλιά απ’ την Ανατολή.
Θέλω να μιλήσουμε λίγο για την παιδική σας ηλικία. Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε; Για αρκετά χρόνια ζούσαμε σ’ ένα είδος ελληνικού «γκέτο». Μέναμε όλοι μαζί, όλες οι οικογένειες, σε γειτονικά διαμερίσματα. Θυμάμαι πως δε μ’ άφηναν να βγω στο δρόμο να παίξω,· φοβόντουσαν. Ώσπου έγινα οκτώ χρονών και πήγα σχολείο. Γενικά μπορώ να πω πως οι Έλληνες τότε στην Αμερική ζούσαν πολύ φοβισμένα, πολύ «κλειστά», είχαν τη νοοτροπία της μειονότητας. Δεν εμπιστεύονταν κανέναν με πιο ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα. Σήμερα δεν είναι έτσι τα πράγματα. 
Όταν οι Έλληνες πήγαιναν τότε στην Αμερική –μιλάμε για τις αρχές του αιώνα– είχαν στο βάθος του μυαλού τους να γυρίσουν πίσω; Οι Έλληνες πήγαιναν –και πηγαίνουν– στην Αμερική για να κάνουν λεφτά. Αν ρωτάτε για τους δικούς μου, δεν πήγαν εκεί για να επιστρέψουν. Να επιστρέψουν πού; Στην Τουρκία; Ακόμα κι αν είχαν μια κρυφή ελπίδα ή επιθυμία να γυρίσουν εκεί, ήρθε η Καταστροφή του ’22 και την αποτελείωσε. Ο Έλληνας που ξεκινάει από εδώ, είναι άλλο πράγμα. Αυτός, ναι: πάει στην Αμερική, κάνει λεφτά, γυρίζει πίσω, αγοράζει ένα σπιτάκι στη Σπάρτη ή δεν ξέρω πού αλλού, βάζει το κεφάλι του και ησυχάζει.
Group_Theater_-_Pinebrook
Η ομάδα του Group Theater στα 1936
Είπατε ότι στο Γέιλ σπουδασατε θέατρο. Τι ακριβώς; Ηθοποιία; Σκηνοθεσία; Τι; Το περίεργο είναι πως δεν είχα απολύτως κανένα ενδιαφέρον για το θέατρο εκείνη την εποχή. Πήγα στο Γέιλ γιατί έπρεπε να κάνω κάτι και δεν ήθελα κατά κανέναν τρόπο να γυρίσω στη Νέα Υόρκη να πουλάω χαλιά. Ήταν κι αυτά πολύ δύσκολα χρόνια. Η μάνα μου μου έστελνε 2 δολάρια, κι αναγκαζόμουν για τα υπόλοιπα να δουλεύω τα βράδια, να πλένω πιάτα.
Εκείνη την εποχή γίνατε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος; Όχι· αυτό έγινε αργότερα. Το 1933. Είχε μεσολαβήσει το κραχ του 1929, που έφερε μια τρομακτική αναστάτωση και γενικότερες ανακατατάξεις, όχι μόνο οικονομικές. Κοινωνικές, ιδεολογικές. Ο πατέρας μου έχασε ό,τι είχε και δεν είχε. Και οι περισσότεροι έχασαν την εμπιστοσύνη τους στο σύστημα και τους θεσμούς του. Η ένταξή μου στο Κομμουνιστικό Κόμμα συνέπεσε χρονικά με το ξύπνημα της αγάπης μου για το θέατρο. Αυτό έγινε μετά το Γέιλ.
Αναφέρεστε στην εποχή που δουλέψατε στο Group Theater. Ήταν μια φοβερή εμπειρία για μένα. Ένα σοκ. Με συνέφερε, με βοήθησε να ξεκαθαρίσω μέσα μου πολλά πράγματα. Για την ομάδα αυτή του Group Theater, το θέατρο είχε περισσότερο να κάνει με τη ζωή των ανθρώπων, παρά με την ψυχαγωγία τους. Μέχρι τότε, το θέατρο ήταν καθαρά ψυχαγωγικό, ένα μέσο για να περνάς την ώρα σου. (Πολύ φοβάμαι πως ξανακαντάντησε έτσι σήμερα… δεν υπάρχουν πια μεγάλοι θεατρικοί συγγραφείς…) Τότε, λοιπόν, με το κραχ, άρχισαν να εμφανίζονται συγγραφείς σαν τον Κλίφορντ Οντέτς, με έργα που επαναπροσδιόρισαν το ρόλο του θεάτρου.
Θα το χαρακτηρίζατε «πολιτικό θέατρο»; «Στρατευμένο»; Οι ηγέτες αυτής της θεατρικής ομάδας ήταν στρατευμένοι πολιτικά, αλλά με την ευρύτερη έννοια του όρου. Ήταν ανθρωπιστές – κάτι που τους έφερνε κοντά στην πολιτική Αριστερά. Θα ’λεγα πως ήταν μια μικρή ομάδα που δούλευε παράλληλα ή στα πλαίσια μεν του Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά χωρίς να ενταχθεί ποτέ σ’ αυτό, όπως έκανα εγώ, έστω και για ένα μικρό χρονικό διάστημα.
Εσείς δουλέψατε στο Group Theatre ως ηθοποιός; Ήμουν μέτριος ηθοποιός. Πολύ φωνακλάς. Αυτό με βοηθούσε να κερδίζω το κοινό, ιδίως όταν φώναζα τη λέξη «Απεργία!» στο τέλος τού Περιμένοντας τον Λέφτι του Οντέτς. Ο κόσμος πεταγόταν όρθιος, φώναζε, χειροκροτούσε.
«Απεργία» είναι μια άκρως πολιτική λέξη. Και το ίδιο το Περιμένοντας τον Λέφτιείναι ένα πολιτικό έργο, όποιο εύρος κι αν δώσουμε στη λέξη. Για μένα, πολιτικό είναι κάτι που συνδέεται άμεσα με προγραμματισμό. Δεν υπήρχε συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα ως προς το τι θ’ ανεβάσουμε ή πώς θα το ερμηνεύσουμε. Η πολιτική σε υποχρεώνει να κάνεις κάτι ανεξάρτητα από το πώς αισθάνεσαι, μόνο και μόνο επειδή υπακούει σ’ ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε ένα πρόγραμμα με το οποίο διαφωνούσα σε πολλά σημεία, και γι’ αυτόν το λόγο τελικά αποχώρησα. Όμως, υπήρχαν στην Ομάδα πολλά αριστερά στοιχεία, ακόμα κι αναρχικοί. Υπήρχε ένα είδος «μποεμισμού», σαν αυτόν που έχει αναβιώσει σήμερα στην Αμερική: «Μισώ τους πάντες», «Μισώ το σύστημα», «Δεν το κάνω γιατί δεν μ’ αρέσει» και τα λοιπά. Ένας απ’ τους γιους μου δεν πιστεύει σε τίποτα

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Μια λίγο διαφορετική ιστορία για την πολυεθνική νύφη του Θερμαϊκού.

Αφιέρωμα από ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
 
Στις 26 Οκτώβρη μαζί με τους πολλούς Δημήτρηδες και τις Δήμητρες γιορτάζει και η Θεσσαλονίκη. Είναι η μέρα του πολιούχου αγίου της «νύφης του Θερμαϊκού», που συνδυάστηκε με τη μέρα της απελευθέρωσής της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (26 Οκτώβρη του 1912) και της προσάρτησής της στο σύγχρονο ελληνικό κράτος. Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις η ιστορία που γράφεται και επιχειρεί αντικειμενικά και εύλογα να να πλαισιώσει τέτοιου μεγέθους κοσμοϊστορικές αλλαγές καταλήγει αναπόφευκτα να απαλύνει, να ξεχνάει ή και να διαστρεβλώνει πλευρές του παρελθόντος που δεν συνάδουν με τις όποιες πεντακάθαρες, νέες, εθνικές αφηγήσεις. Μαζί με αυτές όμως κινδυνεύει να χαθεί ένα κομμάτι της λαϊκής κουλτούρας για ολόκληρες περιοχές, πόλεις και γειτονιές, για ολόκληρες χρονικές περιόδους, βιώματα, στιγμές και ιστορίες. Ιστορίες που αποδεικνύουν τη δυνατότητα υπάρξης μιας άλλης πιο μεγάλης ταυτότητας που μπορεί να χωράει πολλές ταυτότητες μέσα της, αντιμετωπίζοντας τες με σεβασμό και αλληλοκατανόηση χωρίς να τις καταπιέζει ή να προσπαθεί να τις εξαλείψει και η οποία ζει και αναπνέει μέσα από τα κοινά βιώματα του λαού πέρα από τις διαφορές του στη γλώσσα, το χρώμα ή τη θρησκεία. Τις κοινές του ανάγκες και τα προβλήματα που μετουσιώνονται τελικά στον κοινό αγώνα για το ψωμί, τη δουλειά ,την ειρήνη, την ελευθερία. Εκεί που σφυρηλατείται ένα διαφορετικό μέλλον σε έναν διαφορετικό κόσμο.
Τέτοιες ιστορίες δεν αφορούν προφανώς μόνο το παρελθόν. Αντίθετα μπορούν να παίξουν ρόλο και στο παρόν και το μέλλον ενισχύοντας ένα αντίστοιχο πνεύμα συναδέλφωσης, επικοινωνίας και συνεννόησης των διαφορετικών εθνοτήτων, γλωσσών και θρησκειών, κόντρα στην αφήγηση των διαφορετικών εθνικισμών, αυτών που (ειδικά στην περιοχή μας) αναζητούν μανιασμένα την μάταιη και ψεύτικη καθαρότητα του αίματος, της καταγωγής, της φυλής. Με τέτοιο πνεύμα και σε μία δεδηλωμένη προσπάθεια να θυμίσουμε τέτοιες «διαφορετικές» πλευρές που η κυρίαρχη αφήγηση ξεχνάει, αφιερώνουμε το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Βασίλη Τσιράκη,  «Σελανίκ«, στη Θεσσαλονίκη που γιορτάζει σήμερα. Στη Θεσσαλονίκη της Φεντερασιόν, στην όμορφη πόλη των Ελλήνων (ντόπιων και προσφύγων), των Βουλγάρων, των Τούρκων και των Εβραίων. Στην πόλη που η Δύση με την Ανατολή συναντιούνται ξανά και ξανά, στην πόλη που θυμίζει τόσες πολλές φορές και με τόσο αντιφατικό τρόπο την φράση του ποιητή: Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε
filesthessaloniki_1912_414612132

Σελανίκ

Ενός κακού μύρια έπονται, στα τέλη του Σεπτέμβρη η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην αυτοκρατορία και οι ιταλικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην Τριπολίδα,  οι συνέπειες του πολέμου έφτασαν γρήγορα στη Σελανίκ, τον Οκτώβρη κήρυξαν στάση πληρωμών τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της πόλης, ανάμεσα τους και η ελληνική τράπεζα Μυτιλήνης, αιτία η πτώχευση του οίκου Αλλατίνι, η οικογένεια είχε κρατήσει την ιταλική υπηκοότητα και λόγω του πολέμου εξαναγκάστηκε μετά από δύο αιώνες αδιάλειπτης παρουσίας της στην πόλη να την εγκαταλείψει, παραμονή της χρεοκοπίας ο Φαμπιάν είχε αποσύρει τις καταθέσεις του από την τράπεζα Μυτιλήνης και είχε αγοράσει ξένα χρεόγραφα.
σφραγίδα φεντερασιόνΗ οικονομική κρίση επιδεινώθηκε λόγω και της έλλειψης τροφίμων, για δεύτερη συνεχή χρονιά η λειψυδρία είχε μειώσει δραματικά την αγροτική παραγωγή και οι λιτανείες και τα ευχέλαια δεν εισακούονταν από τον Κύριο, αντίθετα οι απεργίες της Φεντερασιόν μετρούσαν ήδη τα πρώτα απτά αποτελέσματα, στο αντιπολεμικό συλλαλητήριο της τετάρτης του Νοέμβρη στην πλατεία Σεμιλιέ οι λόγοι εκφωνήθηκαν σε έξι διαφορετικές γλώσσες, ανάμεσα στους αγορητές ο γνωστός πια στους εργατικούς κύκλους της πόλης Κριστιάν Ρακόφσκι και ο βουλευτής του οθωμανικού κοινοβουλίου Ντιμιτάρ Βλάχωφ που εδώ και ένα χρόνο είχε προσχωρήσει στη Φεντερασιόν.
Το δώδεκα μπήκε αδιάφορα στην πόλη, σαν να μη του έδωσε σημασία κανείς, μα αυτό τούς τα είχε μαζεμένα, ο πόλεμος κηρύχτηκε στις αρχές του Οκτώβρη, παραδόξως τα βαλκανικά κράτη είχαν συμμαχήσει ενάντια στην οθωμανική αυτοκρατορία, τον βόλευε αυτός ο πόλεμος το Φαμπιάν, οι παραγγελίες σε φαρμακευτικό υλικό διπλασιάστηκαν, μα δεξιά και αριστερά διακήρυττε τα φιλειρηνικά του αισθήματα προσδοκώντας να φτάσουν στα αυτιά τού Βαλή, ανήμερα του αϊ – Δημήτρη είχε αλλάξει γνώμη και την επόμενη ξύπνησε χαράματα για να πιάσει πρώτο στασίδι στον άγιο Μηνά, από εκεί δεν απείχε παρά λίγα μέτρα από τον Βασιλέα και τον διάδοχο, η βασιλική οικογένεια είχε καταπλεύσει άρον – άρον με το αντιτορπιλικό Αετός από την Αθήνα και παρίσταντο σύσσωμη στην πανηγυρική δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης.
Και την μεθεπόμενη αρνήθηκε με παρρησία την ομπρέλα που του προσέφεραν στην εξέδρα των επισήμων, η καταρρακτώδης βροχή δεν είχε σταθεί εμπόδιο στην παρέλαση του ελληνικού στρατού στους δρόμους της πόλης, τα παραθυρόφυλλα των μουσουλμάνων και των εβραίων διπλομανταλωμένα, των βούλγαρων μισάνοιχτα και των ελλήνων διάπλατα να ανεμίζουν κομμάτια γαλάζιου κάμποτ βαμμένα με λευκό σταυρό στα μπογιατζίδικα του Προδρόμ.
Δεν άργησε να πάρει τη θέση του στη νέα διοίκηση της πόλης, η ελληνική κυβέρνηση είχε ανάγκη από ανθρώπους σαν το Φαμπιάν, έγινε γρήγορα κολαούζος του γενικού Διοικητή των προσαρτημένων περιοχών, του Ρακτιβάν και συνεργάτης εκ των εμπίστων του νέου Νομάρχη, του Αργυρόπουλου και βέβαια από τη θέση του στη νομική υπηρεσία του Δήμου, υπερθεμάτισε την άποψη πως ο Οσμάν Σαϊτ Μπέης έπρεπε να παραμείνει στη θέση του Δημάρχου ώστε να διατηρηθούν οι ισορροπίες με το τουρκικό στοιχείο της πόλης.
SCANCARD 008a
Η Βικτωρία στα μέσα του Νοέμβρη κατατάχθηκε εθελόντρια νοσοκόμα και έφυγε για το μέτωπο, ο Φαμπιάν δεν της έφερε καμιά αντίρρηση, η ενέργεια της συζύγου του τού έδινε πόντους στο φιλόδοξο στόχο της αναρρίχησης στο νέο κρατικό μηχανισμό, τι κι αν η Βικτωρία το είχε αποφασίσει για λόγους διαμετρικά αντίθετους.
Μπαίνοντας το δεκατρία ο Διονύσης χειρουργούσε δυο και τρεις φορές την ημέρα, οι τραυματίες από το μέτωπο έφταναν κατά κύματα, αρχές του Φλεβάρη τον επισκέφτηκε μαζί με τον εντεκάχρονο πια γιό του, ο γείτονας του  Χικμέτ εφέντης και του ζήτησε τη συνδρομή του, αυτός και άλλες πέντε οικογένειες, ανάμεσά τους και η μητέρα του Κεμάλ, δεν έβλεπαν άλλο το μέλλον τους σ’ αυτή την πόλη, ο Μουσταφά τής είχε στείλει φιρμάνι να εγκαταλείψει το γρηγορότερο τη Σελανίκ, ο Διονύσης έκανε τα απαραίτητα κι ακόμα παραπάνω, δεν είχε ξεχάσει ποτέ την επίσκεψη του Χικμέτ εφέντη στο σπιτικό τους την επόμενη της βύθισης του Γουαλντακιβίρ.
Το Μάρτη τα κίνητρα της δολοφονίας του Βασιλιά Γεώργιου μέρα μεσημέρι στη συνοικία των Εξοχών έμειναν ανεξιχνίαστα, ο δράστης, ένας περιθωριακός ονόματι Σχοινάς, είχε αυτοκτονήσει πέφτοντας από το τρίτο όροφο του Διοικητηρίου, τον Απρίλη ο πόλεμος τέλειωσε με νίκη των βαλκάνιων συμμάχων, η Βικτωρία επέστρεψε από το μέτωπο αρχές του Μάη, παραμονή της γενικής απογραφής του πληθυσμού της πόλης, άφησες τους αρρώστους σου και ήρθες για να μετρηθείς, την πείραξε ο Διονύσης, η Βικτωρία του χαμογέλασε και του απάντησε πως στα χειρουργεία του μετώπου είχε αλλάξει πολλές από τις απόψεις της για τη ζωή, φαινόταν άλλωστε στην ημεράδα του πρόσωπου της και στη σιγουριά των κινήσεων της, αλλαγή που ο Φαμπιάν ως υπεύθυνος της απογραφής δεν είχε χρόνο να παρατηρήσει, η απογραφή έβγαλε εξήντα δύο χιλιάδες εβραίους, σαράντα έξι χιλιάδες τούρκους, σαράντα χιλιάδες έλληνες, έξι χιλιάδες βούλγαρους και τέσσερις χιλιάδες φραγκολεβαντίνους.
kamara
Η Βικτωρία ετοιμάστηκε να ξαναπέσει με τα μούτρα στο θέατρο, μα την πρόλαβε ο δεύτερος πόλεμος, τον Ιούνη κατατάχτηκε και πάλι εθελόντρια, αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε να πάει μακριά, μέχρι το Δημοτικό νοσοκομείο, το σκηνικό του μετώπου είχε μεταφερθεί μέσα στην ίδια της την πόλη, η Ιδαδιέ είχε περικυκλωθεί από βρακοφόρους κρητικούς χωροφύλακες κι οι βούλγαροι δεν έλεγαν να παραδοθούν, όπως και στην αγιά Σοφιά και στον περίβολο της Ροτόντας όπου είχαν στρατοπεδεύσει ως νικητές κι αυτοί του προηγούμενου πολέμου, εκείνη τη μέρα ο Φαμπιάν δεν είχε χρόνο ασχοληθεί με τις μάχες που διεξάγονταν στο κέντρο της πόλης, υποδεχόταν στο λιμάνι το Στέφανο Δραγούμη, το νέο γενικό διοικητή των νέων χωρών, ευτυχώς ο δεύτερος πόλεμος τέλειωσε γρήγορα και το χαρμόσυνο γεγονός ήρθε εν ειρήνη, τον Αύγουστο λίγες μέρες πριν τα δεύτερα γενέθλια του μικρού Ανδρέα, γεννήθηκε η Αθηνά.
Η πόλη ίσα που πρόλαβε να πάρει μερικές ανάσες μέχρι το τέλος του χρόνου, το δεκατέσσερα μπήκε αγριεμένο δείχνοντας από την αρχή τις προθέσεις του, ζήτω η απεργία, ακούστηκε στα μέσα του Μάρτη στο καπνομάγαζο του βαρόνου Χέρτζοκ και η ιαχή μεταδόθηκε αμέσως στα εργοστάσια του Ακίφ, του Εμίν και το Κομέρσιαλ, έξω από το Αμέρικαν Κόμπανι τουρκάλες απεργοσπάστριες οπλισμένες με ρόπαλα επιτέθηκαν σε εβραίες απεργούς, επενέβη η χωροφυλακή, ο βούρδουλας μετά από χρόνια σηκώθηκε ξανά στην πόλη, έγιναν προσαγωγές, ανάμεσα στους συλληφθέντες και ο Ισαάκ Μεναχέμ, η Φεντερασιόν κήρυξε απεργία, την επόμενη εκατοντάδες καπνεργάτες διαδήλωσαν στο κέντρο της πόλης, κάποιο μανιφέστο δυο γερμανών φιλόσοφων κυκλοφορούσε από χέρι σε χέρι, την επαύριο νέες συγκρούσεις, συλλήψεις και καταδίκες απεργών, η Φεντερασιόν οργάνωνε εράνους και θεατρικές παραστάσεις για να εξαγοράσει τις ποινές τους, στους εράνους έδινε πάντα τον οβολόν του ο Διονύσης και στις παραστάσεις έπαιρνε πάντα μέρος η Βικτωρία, ένα βράδυ στο τέλος της παράστασης παράπεσε στα χέρια της το βιβλιαράκι των δυο γερμανών φιλόσοφων.
mais2
Τον Απρίλη η απεργία έληξε νικηφόρα, μα οι λογαριασμοί για κάποιους δεν είχαν κλείσει, το Μάη προφυλακίστηκε ο διευθυντής της «Αβάντι» Αλβέρτος Αρδίτι με την κατηγορία της εξύβρισης της Αυτού Μεγαλειότητος, αφορμή άρθρο της εφημερίδας της Φεντερασιόν πως η καθιέρωση υποχρεωτικής αργίας την ημέρα της ονομαστικής εορτής του Βασιλιά θα στερούσε το μεροκάματο των φτωχών εργατών, αμέσως η «Νέα Αλήθεια» πήρε τη σκυτάλη εξαπολύοντας μύδρους περί πρακτόρων των βούλγαρων κομιτατζήδων, το μήνυμα είχε δοθεί, τον Ιούνη δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε εξορία στη Νάξο ο Μπεναρόγια και ο Γιονάς, μάρτυρας κατηγορίας ο Φαμπιάν, όσο η Βικτωρία ξέφευγε από τον έλεγχό του, τόσο περισσότερα διαπιστευτήρια καλής θέλησης έπρεπε να δίνει στους ανωτέρους του, τον Αύγουστο με την κήρυξη του πολέμου ανάμεσα στην Αντάντ και τις Κεντρικές δυνάμεις ο Φαμπιάν χαμογέλασε, μόλις τον Ιούλη, παράλληλα με τη συνεργασία του με τη γερμανική C.F. Boehringer & Soehne, είχε κλείσει συμφωνία και με μια μεγάλη γαλλική φαρμακευτική εταιρεία, μακάρι ο πόλεμος να βαστούσε καιρό.
selanikomorfi
Βασίλης Τσιράκης, Σελανίκ
Εκδόσεις Τόπος, 2012

Η αρχαιότερη «ανεμοδαρμένη» κοινότητα ανθρώπων

Τίμπιγκεν 
Στα ανεμοδαρμένα, γυμνά και κρύα κατσάβραχα των νoτίων Περουβιανών 'Ανδεων, των λεγόμενων και Ιμαλαϊων της Νότιας Αμερικής, σε υψόμετρο 4,500 μέτρων από το επίπεδο της θάλασσας, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ίχνη προϊστορικής εγκατάστασης, που κατοικείτο πριν από 12.000 έως 12.800 χρόνια από ανθρώπους της εποχής των πάγων, στο τέλος της Πλειστοκαίνου εποχής. Πρόκειται για τον υψηλότερο οικισμό που έχει βρεθεί ποτέ στον κόσμο από εκείνη την παγωμένη εποχή και δείχνει ότι ορισμένοι τολμηροί πρόγονοί μας ήσαν ικανοί για τέτοια εγχειρήματα σχεδόν 1.000 χρόνια  νωρίτερα από ό,τι πίστευαν ως τώρα οι επιστήμονες.
Ζωή στα… άκρα
Οι ιδιαίτερα αρνητικές καιρικές συνθήκες, οι θερμοκρασίες που κατά μέσο όρο φθάνουν τους τρεις βαθμούς Κελσίου, το αραιό οξυγόνο στην ατμόσφαιρα, η έντονη ηλιακή ακτινοβολία και η δυσκολία εύρεσης τροφής δεν εμπόδισαν κάποιες ομάδες προϊστορικών ανθρώπων να φθάσουν τόσο ψηλά και να στήσουν εκεί τη διαμονή τους, αν και παρεμένει άγνωστο αν έμεναν εκεί καθόλη τη διάρκεια του έτους ή εποχικά. Σε τρία ξεχωριστά σημεία εγκατάστασης, στην περιοχή Πουκούντσο, οι ερευνητές βρήκαν ένα καταφύγιο κάτω από βράχους, λίθινα εργαλεία, οστά ζώων, απομεινάρια τροφής και πρωτόγονα τεχνουργήματα.
Οι γερμανοί και αμερικανοί επιστήμονες, με επικεφαλής τον ανθρωπολόγο και αρχαιολόγοΚουρτ Ραντεμάκερ του γερμανικού Πανεπιστημίου του Τίμπιγκεν και του αμερικανικού Πανεπιστημίου του Μέιν, τόνισαν ότι «οι εν λόγω κυνηγοί-συλλέκτες ήταν ικανοί να ζήσουν σε ένα τόσο ακραίο περιβάλλον, στις άνω 'Ανδεις, παρά τις προκλήσεις του τέλους της εποχής των παγετώνων. Και το έκαναν πολύ πετυχημένα. Η ανακάλυψη ωθεί προς τα πίσω την ημερομηνία της πρώτης εγκατάστασης των ανθρώπων σε τέτοιο υψόμετρο».
Λίγοι και τολμηροί
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι οι τολμηροί παλαιολιθικοί άνθρωποι των 'Ανδεων, που λέγονται και Παλαιο-Ινδιάνοι,  δεν θα ξεπερνούσαν τις λίγες δεκάδες, καθώς οι ομάδες των κυνηγών-συλλεκτών παραδοσιακά ήσαν μικρές σε αριθμό μελών. «Βλέπουμε τις προκλήσεις που θα αντιμετώπισαν και σκεφτόμαστε ‘γιατί να κάνεις κάτι τέτοιο, αν μπορείς απλώς να ζήσεις κάπου αλλού;'. Όμως για οποιονδήποτε λόγο πήγαν αρχικά εκεί, θα πρέπει να υπήρχαν επίσης λόγοι που έμειναν παρά τις προκλήσεις», δήλωσε ο Ραντεμάκερ.
Παρά τις δυσκολίες πάντως, υπήρχε τρόπος να τα βγάλουν πέρα, καθώς οι βράχοι παρείχαν καταφύγιο επαρκές για λίγες οικογένειες, τριγύρω μπορούσαν να κυνηγήσουν διάφορα ορεσίβια ζώα, νερό υπήρχε από ρυάκια, καθώς και άφθονη πρώτη ύλη, όπως οψιδιανός, ανδεσίτης και ίασπης, για τα λίθινα εργαλεία τους, με τα οποία έκοβαν και έξυναν το δέρμα των ζώων, τεμάχιζαν το κρέας τους κ.α.
Στις οροφές των πέτρινων καταφυγίων τους βρέθηκαν ίχνη από τις φωτιές που άναβαν για να μαγειρέψουν και να ζεσταθούν, ενώ στα τοιχώματα υπήρχαν πρωτόγονα έργα τέχνης, κυρίως απεικονίσεις ζώων με κόκκινο χρώμα. Επειδή στα 4.500 μέτρα δεν φυτρώνουν πια καθόλου δέντρα, θα ήταν πολύ δύσκολο να βρίσκονται ξύλα για τις φωτιές.
Η εγκατάσταση σε τέτοιο υψόμετρο στις 'Ανδεις έγινε μόλις 2.000 χρόνια αφότου οι πρώτοι άνθρωποι είχαν φθάσει τη Νότια Αμερική, προερχόμενοι από τη Βόρεια, την οποία νωρίτερα είχαν αποικίσει με προέλευση την Ασία, διασχίζοντας τον Βερίγγειο πορθμό.
Στο παρελθόν, έχει βρεθεί ένας ακόμη παλαιότερος οικισμός στο Θιβέτ, ο οποίος χρονολογείται προ 15.000 ετών περίπου, όμως βρίσκεται σε χαμηλότερο υψόμετρο, στα 3.300 έως 3.500 μέτρα, και δεν είναι καθόλου σίγουρο αν πρόκειται για μόνιμη εγκατάσταση ή για προσωρινό προϊστορικό «κάμπινγκ». Η ανακάλυψη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Science».
 ΤΟ ΒΗΜΑ

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Τα βραβευμένα «άγρια» καρέ του 2014

Ένας από τους σημαντικότερους διαγωνισμούς φωτογραφίας στο κόσμο συμπληρώνει φέτος πενήντα χρόνια ζωής. Στο διαγωνισμό «Φωτογράφος Άγριας Ζωής» του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου ένας Αμερικανός πήρε το πρώτο βραβείο ενώ ανάμεσα στους υποψηφίους ένας 8χρονος Έλληνας.

Ο Αμερικανός Michael Nichols από τις ΗΠΑ κέρδισε το πρώτο βραβείο αποτυπώνοντας σε ασπρόμαυρη φωτογραφία, μια αγέλη λιονταριών να ξεκουράζεται στο Εθνικό Πάρκο Σερενγκέτι της Τανζανίας. Χρησιμοποιώντας υπέρυθρο φιλμ για να επεκτείνει το βάθος της εικόνας μέχρι τον ορίζοντα, ο βετεράνος φωτογράφος του National Geographic απαθανάτισε πέντε λέαινες με τα κουτάβια τους να ξεκουράζονται πάνω στα βράχια.
Ο Λέων Πατρινός είναι μόλις 8 ετών. Μπορεί να είναι μικρός, αλλά έχει μεγάλο ταλέντο μιας και η φωτογραφία του «Το άγρυπνο τσιτάχ», του χάρισε μια θέση ανάμεσα στους φιναλίστ του διεθνούς διαγωνισμού για τον καλύτερο φωτογράφο «Άγριας Ζωής» για το 2014. Ο ανήλικος Έλληνας, ο οποίος τράβηξε τη συγκεκριμένη φωτογραφία σε σαφάρι στην Κένυα, συμμετέχει στην κατηγορία για φωτογράφους κάτω των 10 ετών.
Οι κριτές είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε 42.000 φωτογραφίες από 96 χώρες και να ξεχωρίσουν τις 100 καλύτερες. Ας δούμε μερικούς ακόμα νικητές και φιναλίστ στις επιμέρους κατηγορίες:
Νικητής στην κατηγορία «Ο Κόσμος στα Χέριας μας» - Bruno D'amicis (Ιταλία)
Παιδί στην Τυνησία προσπαθεί να πουλήσει μια αλεπουδίτσα ηλικίας τριών μηνών.
Φιναλίστ στην κατηγορία «Ο Κόσμος στα Χέρια μας» - Rodrigo Friscione Wyssmann (Μεξικό)
Σε μια ριψοκίνδυνη κίνηση, καρχαρίας προσπαθεί να κλέψει το δόλωμα από παραγάδι.

Νικητής στην κατηγορία «Περιβάλλον της Γης» - Francisco Negroni (Χιλή)
Εικόνα αποκάλυψης στο ηφαιστειακό σύμπλεγμα Πουγέγουε-Κορντόν Κάουγε στις χιλιανές Άνδεις.

Φιναλίστ στην κατηγορία «Υδρόβια Είδη» - Fabien Michent (Γαλλία)
Μικροσκοπικό καλαμάρι του πλαγκτού, περίπου 20 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της Ταϊτής στη Γαλλική Πολυνησία.

Φιναλίστ στην κατηγορία «Πτηνά» - Jan van der Greef (Ολλανδία)
Το κολίμπρι Ensifera ensifera είναι το μόνο πτηνό με ράμφος μακρύτερο από το σώμα του. Εδώ υπερασπίζεται την περιοχή του από ένα διαφορετικό κολίμπρι του Εκουαδόρ.

Νικητής στην κατηγορία «Φωτογράφοι 15 έως 17 ετών» - Anton Lilja (Σουηδία)
Αρσενικός βάτραχος σε λίμνη της Σουηδίας γονιμοποιεί τα αβγά του θηλυκού μόλις γεννηθούν.

Φιναλίστ στην κατηγορία «Φωτογράφοι 11 έως 14 ετών» - Will Jenkins (Βρετανία)
Ένα πράσινο ιγκουάνα έπεσε από τη στέγη και προσγειώθηκε μπροστά στο νεαρό φωτογράφο στο ξενοδοχείο του στην Κόστα Ρίκα.

Νικητής στην κατηγορία «Φωτογράφοι κάτω των 10 ετών» και γενικός νικητής στην κατηγορία «Νεαρός Φωτογράφος Άγριας Ζωής» - Carlos Perez Naval (Ισπανία)
Κοινός κίτρινος σκορπιός λιάζεται στην Ισπανία.

Οι γυναίκες στην Τέχνη τα τελευταία 500 χρόνια – Δείτε το βίντεο

1883 Portrait of a Woman oil on canvas 75.5 x 99 cmΘηλυκά πορτρέτα που δημιουργήθηκαν μέσα στους αιώνες.
Μούσα, παρθένα, μάγισσα, νοικοκυρά ή Θεά, η Γυναίκα και η αναπαράστασή της αποτελεί ένα από τα πιο κλασσικά και αγαπημένα θέματα στη ζωγραφική μέσα στους αιώνες. Από την εποχή της Αναγέννησης των Τιτσιάνο, Ραφαήλ και Μποτιτσέλι μέχρι το 1946 που ο Πικάσο ζωγραφίζει κυβιστικά την ερωμένη του, ένα βιντεάκι του Philip Scott Johnson παρουσιάζει πορτρέτα γυναικών που δημιουργήθηκαν μέσα στα τελευταία 500 χρόνια. Οι γυναίκες αυτές, βγαλμένες από την αισθητική της εποχής τους και το όραμα του καλλιτέχνη, κοιτάζουν έξω από τον καμβά με ένα βλέμμα ενίοτε ντροπαλό, πλάγιο, άλλες φορές άμεσο, προκλητικό ή νοσταλγικό. Άλλοτε συμβατικά όμορφες και άλλοτε σπάζοντας τους κανόνες της κλασσικής ομορφιάς, παρουσιάζονται με ατημέλητα μαλλιά κατά τον Ντα Βίντσι, αποδομημένες από τον Μάλεβιτς, με επιμηκυμένους λαιμούς κατά τον Μοντιλιάνι ή με απροσδιόριστα λιωμένα χαρακτηριστικά κατά τον Νταλί.
πηγή: tospirto.net

Αιδ” εις Αθήναι …η πριν πόλις (Γραμματικόπουλος, Τσαρούχης, Βασιλείου)

Ιστορικό ντοκιμαντέρ – αφιέρωμα στα νεοκλασικά σπίτια της Αθήνας, με κείμενα Γιάννη Τσαρούχη και εικόνες Σπύρου Βασιλείου, διαρκείας 20 λεπτά, έτος παραγωγής 1980.
Παραγωγή, σενάριο, διεύθυνση φωτογραφίας και σκηνοθεσία: Νίκος Γραμματικόπουλος
Βραβεύθηκε με το Βραβείο Κριτικών στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για τη συμβολή του στη διατήρηση και διάσωση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς το 1980. Αγοράσθηκε από την Σουηδική Τηλεόραση και από την ΕΡΤ. Προβλήθηκε στην εκπομπή «Μια ταινία μια συζήτηση». Επίσης προβλήθηκε στην τελευταία διάλεξη του κύκλου ομιλιών του ΕΙΕ «Αρχαιολογία της Πόλης των Αθηνών» που ήταν αφιερωμένη στα νεοκλασικά κτίρια της Αθήνας (Μάιος 1994).

 Πηγή: eie.gr/archaeologia/gr/video.aspx

Παντελής Βούλγαρης: Κείμενα από την έρευνα για την ταινία «Ψυχή Βαθιά»

Τα κείμενα που θα δημοσιεύει από σήμερα το H&R είναι από την έρευνα του Παντελή Βούλγαρη για την προετοιμασία της ταινίας «Ψυχή Βαθιά».
«Ιστορίες που αξίζει να διαβαστούν ύστερα από τόσα χρόνια, όπως λέει ο ίδιος ο οποίος επιλέγει και επιμελείται τα κείμενα.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι από βιβλίο του Γιώργου Τρικαλινού «Δρόμος μακρύς και δύσκολος».
T

dromos makris kai diskolos1
Διαβάστε το κείμενο και εδώ:IMG_20141013_0001

340439-NaziSquad
katoxi
germanikh-katoxh
saltadoroi

hafies

81B0BF10B72C97971A46D90031E71B74

Αφιέρωμα στον εμπνευστή του αθηναϊκού νεοκλασικισμού

Στον "πατέρα" του αθηναϊκού νεοκλασικισμού, τον Δανό αρχιτέκτονα Θεόφιλο Χάνσεν (1813-1891), είναι αφιερωμένη η μεγάλη έκθεση με τίτλο «Ελληνική Αναγέννηση: H αρχιτεκτονική του Θεόφιλου Χάνσεν», η οποία φιλοξενείται στο Ίδρυμα Β. και Μ. Θεοχαράκη.
Ο Θ. Χάνσεν γεννήθηκε και σπούδασε στην Κοπεγχάγη. Σε ηλικία 24 ετών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου μελέτησε τη βυζαντινή αρχιτεκτονική. Στα εννιά χρόνια της παρουσίας του στην πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου (1837-1846) διαμόρφωσε την αρχιτεκτονική γλώσσα που χαρακτήρισε την Αθήνα του 19ου αιώνα, προσαρμόζοντας το ευρωπαϊκό ιδίωμα του νεοκλασικισμού στις τοπικές συνθήκες.
Το σημαντικότερο έργο του υπήρξε η ολοκλήρωση της λεγόμενης «αθηναϊκή τριλογίας», καθώς το 1859, και ενώ ήταν ήδη στη Βιέννη, προσκεκλημένος του Γ. Σίνα, με αφετηρία το κτήριο του Πανεπιστημίου, έργο του αδελφού του Χριστιανού, σχεδίασε τα κτήρια της Ακαδημίας και της Βιβλιοθήκης. Άλλα σημαντικά κτήρια που σχεδίασε είναι το Αστεροσκοπείο, το πρώτο του έργο επί ελληνικού εδάφους, το Ζάππειο, καθώς και αριθμός ανεκτέλεστων έργων.
Στη Βιέννη θα πολιτογραφηθεί Αυστριακός πολίτης και θα σχεδιάσει σειρά κτηρίων, όπως το Κοινοβούλιο, την Ακαδημία Καλών Τεχνών, την Ελληνική Εκκλησία, το Μέγαρο των Φίλων της Μουσικής κ.ά., διαμορφώνοντας ένα προσωπικό αρχιτεκτονικό ιδίωμα με «αναδρομικά» χαρακτηριστικά, που ο ίδιος ονόμασε «Hellenische Renaissance» (Ελληνική Αναγέννηση).
Στην έκθεση του Ιδρύματος Β. και Μ. Θεοχαράκη παρουσιάζονται περισσότερα από 180 πρωτότυπα σχέδια (υδατογραφίες, μολύβια κ.ά.), προερχόμενα κυρίως από αυστριακά και δανέζικα μουσεία και αρχεία, κατά μεγάλο ποσοστό αδημοσίευτα. Περιλαμβάνει, επίσης, έπιπλα, αντικείμενα και φωτογραφίες του 19ου αιώνα.
Η επιστημονική επιμέλεια της έκθεσης και του καταλόγου ανήκει στον καθηγητή Αρχιτεκτονικής Γεώργιο Α. Πανέτσο και την ιστορικό τέχνης Μαριλένα Κασιμάτη. Η έκθεση θα παραμείνει ανοιχτή στο κοινό έως τις 18 Ιανουαρίου.

Η ΑΥΓΗ

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Βρώμικα κόμικς ή Βίβλοι της Τιχουάνα

Τα Βρώμικα Κόμικς ή Βίβλοι της Τιχουάνα, κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Άγρα και αποτελούν…
… ερωτικά και χιουμοριστικά κόμικς που εμφανίστηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες στην κρίση του 1929, παρουσιάζονται στην ανθολογία αυτή μέσα από 34 ιστορίες.


Πολιτικοί ηγέτες, ηθοποιοί του Χόλλυγουντ, χάρτινοι ήρωες των κόμικς και πρόσωπα-σύμβολα για τον αμερικανικό λαό, κανείς δεν γλίτωνε από το βρόμικο πνεύμα και την ασεβή χυδαιότητα αυτών των φυλλαδίων που παράγονταν παράνομα και πουλιούνταν λαθραία σε όλη τη χώρα. Από τον Ντόναλντ Ντάκ στον Στάλιν και τον Μουσσολίνι, από τον Ταρζάν στην Γκρέτα Γκάρμπο, τους Μάρξ Μπράδερς, τον Κάρυ Γκράντ, τον Χοντρό και τον Λιγνό, όλη η κοινωνία γινόταν έτσι αντικείμενο χλευασμού. Γραμμένα με εύθυμη διάθεση και χωρίς πολλή σκέψη, συχνά πρόχειρα σχεδιασμένα, τα Βρόμικα κόμικς ή οι Βίβλοι της Τιχουάνα συνιστούν σημείο αναφοράς στα ερωτικά κόμικς.


«Εκτός από το να βλέπουμε το σεξ σαν μια θεία ένωση απ’όπου εκπορεύεται ο έρωτας, το σεξ μπορεί να ιδωθεί και ως κάτι τραγελαφικό και κωμικό. Απ’αυτή την οπτική, οι Βίβλοι της Τιχουάνα έχουν ένα γοητευτικό, αβλαβές ατίθασο πνεύμα που φανερώνει μια κρυφή πλευρά της εποχής τους.»
-ROY LICHTENSTEIN


«Οι Βίβλοι της Τιχουάνα ήταν για την εποχή τους τα εκπαιδευτικά εγχειρίδια του σεξ. Μέσα από τα ψυχαγωγικά και ευκολοδιάβαστα καρέ τους, οι Μπήβις και οι Μπάτχεντ του παρελθόντος μπορούσαν να μάθουν ανώδυνα τί να βάλουν που και πού και πώς να το κουνήσουν από τη στιγμή που το έβαλαν. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα βιβλιαράκια αυτά διέδωσαν το συγκλονιστικό νέο πως οι γυναίκες στ’αλήθεια απολάμβαναν το σεξ και πως ακόμα και χοντροί σαν τον Ολιβερ Χάρντυ μπορούσαν να είναι σέξυ. [...] Αυτά τα χαριτωμένα βιβλιαράκια έχουν μια απελευθερωτικά πολύμορφη διαστροφή. Απεικονίζουν έναν εύθυμο πριαπικό κόσμο όπου ο ερωτικός πόθος υπερνικά τα πάντα, ακόμη και το κακό σχέδιο, την κακή σύνταξη, τα κακά αστεία και την κακή εκτύπωση.
-ART SPIEGELMAN


«Οι Βίβλοι της Τιχουάνα δεν έχουν το ταίρι τους στη φευγάτη ασέβεια, τη σάτιρα και τον κοινωνικό σχολιασμό. Εκθέτουν την ψεύτικη αγνότητα του επίσημου Χόλλυγουντ ενώ διαπράττουν το ύψιστο αμάρτημα να παρουσιάζουν το σεξ σαν κάτι ωραίο και διασκεδαστικό».
-IRA GLASER, συγγραφέας του Visions of Liberty



«Είδα για πρώτη φορά μια Βίβλο της Τιχουάνα όταν ήμουν μικρός, και έκτοτε πιστεύω ότι αυτά τα μικρά κόμικς αποτελούν την πεμπτουσία της πορνογραφίας – είναι βρόμικα, αντικοινωνικά, αστεία, σχεδόν ψυχωτικά. Φοβερό είδος τέχνης!»
-O’ ROURKE, συγγραφέας του All the Trouble in the World

Ζίσκιντ: Για τον έρωτα και την αθανασία Ένα απολαυστικό κείμενο για τον έρωτα από τον συγγραφέα Πάτρικ Ζίσκιντ

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΙΕΡΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ισχύει το ίδιο και για τον έρωτα. Όσο λιγότερο τον σκεφτόμαστε, τόσο πιο αυτονόητος μας φαίνεται. Όταν όμως αρχίζουμε και στύβουμε το μυαλό μας για να τον καταλάβουμε, τότε πέφτουμε στο καζάνι του Διαβόλου. ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΩΣ ΚΑΤΙ ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΣ υπάρχει στον έρωτα, κάτι που ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να γνωρίσει απόλυτα και να εξηγήσει πέρα για πέρα. Το ίδιο, βέβαια, θα μπορούσαμε να πούμε και για τη Μεγάλη Έκρηξη που γέννησε τον κόσμο ή για το ερώτημα του πώς θα είναι ο καιρός σε δυο βδομάδες από σήμερα. ΑΛΛΑ ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ του σύμπαντος και οι μετεωρολογικές προβλέψεις εμπνέουν τους ποιητές και το κοινό τους πολύ λιγότερο από οτιδήποτε σχετίζεται με τον έρωτα. Άρα ο έρωτας έχει κάτι περισσότερο από το αινιγματικό και μυστηριώδες. ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΦΑΝΕΣ ΟΤΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ των θεωρούν προσωπική τους υπόθεση -και μάλιστα υπόθεση εξαιρετικά σημαντική για την ύπαρξή τους την ίδια. Τόσο σημαντική, ώστε ακόμα και οι αστροφυσικοί όταν ερωτεύονται, δεκάρα δεν δίνουν για τη γέννηση του σύμπαντος -κι ας μη μιλήσουμε καν για τις μετεωρολογικές προβλέψεις. Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ, ΒΕΒΑΙΑ, ΘΕΟΣ. Δεν είναι ούτε καλός, ούτε κακός. Δεν είναι όμορφος ή άσχημος. Είναι ένας ισχυρός δαίμων, ένας μεσολαβητής μεταξύ θεών κι ανθρώπων, μια δύναμη που ενσταλάζει στους ανθρώπους τον πόθο για όσα του λείπουν: τον πόθο για το ωραίο, για το καλό, για την ευτυχία, για την τελειότητα -όλα χαρακτηριστικά των θεών, αντιφέγγισμα των οποίων ο ερωτευμένος βλέπει στο αντικείμενο του έρωτά του -τον πόθο, εντέλει, για την αθανασία. Αποσπάσματα από το βιβλίο του Πάτρικ Ζίσκιντ, Για τον Έρωτα και το Θάνατο, εκδόσεις Ψυχογιός. Ο Πάτρικ Ζίσκιντ είναι Γερμανός συγγραφέας, σεναριογράφος και δημοσιογράφος. Θεωρείται ένας από τους πλέον καταξιωμένους σύγχρονους συγγραφείς. Σπούδασε μεσαιωνική και σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Το Άρωμα, το πρώτο του μυθιστόρημα, εκδόθηκε το 1985, και έγινε παγκόσμια επιτυχία με αλλεπάλληλες επανεκδόσεις. Μεταφράστηκε σε 37 γλώσσες, πούλησε περισσότερα από 12 εκατομμύρια αντίτυπα και τιμήθηκε με πολλά διεθνή βραβεία. Επιλέχθηκε από τους New York Times ως το βιβλίο της χρονιάς για το 1986 και γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία. Άλλα γνωστά βιβλία του είναι Το Περιστέρι, Το Κοντραμπάσο, Για τον Έρωτα και το Θάνατο.

[Πηγή: www.doctv.gr]

Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Ανακοινώθηκαν οι ταινίες όλων των προγραμμάτων

Φέτος το κοινό έδωσε δυναμικό παρών, συμμετέχοντας ενεργά σε αυτή την επέτειο και ψήφισε την ταινία της επιλογής του, μέσα από μια λίστα 200 ταινιών που είχε αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Φεστιβάλ, από τις αρχές Σεπτεμβρίου. Οι είκοσι ταινίες που συγκέντρωσαν τις περισσότερες ψήφους θα προβληθούν στη Θεσσαλονίκη, στο αφιέρωμα «1914 - 2014: 100 χρόνια ελληνικός κινηματογράφος».

Δείτε όλo το πρόγραμμα εδώ

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος Μέσα από το βλέμμα των γυναικών που αγάπησε…

Στις 21 Οκτωβρίου του 1907 γεννήθηκε ο Νίκος Εγγονόπουλος. Ζωγράφος και ποιητής, θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του ’30, ενώ αποτέλεσε και έναν από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις, κριτικές μελέτες και δοκίμια. Το http://www.toperiodiko.gr αναδημοσιεύει ένα ωραίο αφιέρωμα για τον ποιητή μέσα από τα κείμενα δύο γυναικών που σημάδεψαν τη ζωή του…
 Η πρώτη του σύζυγος Νέλλη Ανδρικοπούλου ( ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια, 1950-54, και απέκτησαν  έναν γιο, τον Παναγιώτη), λέει:
«Γιατί η συμβίωση μου με τον Εγγονόπουλο υπήρξε, αν μη τι άλλο, ασφυκτικά στενή, τόσο στο γύρω χώρο όσο και στο χώρο τον πνευματικό – μπορεί κιόλας να πει κανείς ότι υπέ­κυψε σ” αυτή την ασφυξία. Για μένα ο γάμος αυτός -ο μόνος άλλωστε- δεν ήταν ευκαιριακός. Τον Εγγονόπουλο πάλι, που ήταν άνθρωπος αθεράπευτα μοναχικός, ο έρωτας και η από­φαση ν αλλάξει ριζικά τη ζωή του με το γάμο, τον έριξε σε ταραχή μεγάλη. Έχασε τον ύπνο του κι έτσι με δυο μήνες αρ­ραβώνα παντρευτήκαμε μεσοσαρακοστιάτικα, στις 25 Μαρ­τίου του 1950,δίχως προβλέψεις πρακτικές για τα παραπέρα. Δε θα επεκταθώ εδώ βιογραφικά, τ’ απαραίτητα μόνο θ” ανα­φέρω γιατί είναι, ίσως, ενδιαφέρουσα η αντίληψη του καλλι­τέχνη, τότε, για το γάμο, καθώς και η δουλειά του τον καιρό που ζήσαμε και δουλέψαμε μαζί.
Ένας υπερρεαλιστής δεν παντρεύεται όπως ένας αστός. Οι στόχοι του Εγγονόπουλου στο γάμο -κι ο θεός ξέρει αν ήταν άνθρωπος με στόχους (και με στόχαστρα)- ήταν, όπως και στην τέχνη, ριζοσπαστικοί, βαθιά ανατρεπτικοί. Δε θ” ανεχό­ταν τις συμβατικές -καμιά από τις συμβατικές- αποστάσεις μεταξύ μας. Οδηγό του είχε, όχι μόνο στη ζωγραφική μα και στη ζωή του, τον αγαπημένο δάσκαλο του Κ. Παρθένη, ο οποίος σε κάποια φάση της ζωής του είχε πάψει να μιλά και δίδασκε ζωγραφική .
Ο Εγγονόπουλος έβλεπε τον εαυτόν τον κυρίως σαν ζωγρά­φο – «επαγγελματίας» τόνιζε με τη βαθιά φωνή του χαμογε­λώντας πονηρά, λαξεύοντας το βλέμμα πίσω απ” τα κοκάλινα γυαλιά και στρώνοντας με τη λευκή του χέρα τα ατίθασα μαλλιά του(…)
Όταν ήταν στις καλές του κουβέντιαζες  μ” ευχαρίστηση για όλα τα πνευματικά και καλλιτεχνικά ζητήματα, κι ο νους του έπιανε πουλιά στον αέρα. Τους γνωστούς μας καλλιτέχνες τους αντιμετώπιζε συνήθως μ” επιθετικότητα. Ζήλευε ωστό­σο, έλεγε, την καλλιτεχνική απόδοση στη ζωγραφική της κυρίας Φλωρά-Καράβια, κι ένα στιχάκι, το «μάτια μου σ” ανα­ζητούν τα μάτια μου» από γνωστό τότε ελαφρό τραγουδάκι- θα “θελε, έλεγε, να το “χε γράψει αυτός (…)
Δεν ήθελε ν” αποχωρίζεται τα έργα του, που μας κρατούσαν συ­ντροφιά από τους τοίχους, και σπάνια βρισκόταν κανένας πε­λάτης να μας ζητήσει κάτι άλλο – κι ήταν φορές που κι αν ζητούσε, έπειτα δεν το “παιρνε. Δεν υπήρχε άλλωστε τότε, μετά από δέκα χρόνια πόλεμο κι εμφύλιο, αυτό που λέμε αγορά έργων τέχνης σ’αυτόν τον τόπο ένας δυο συλλέκτες εμφα­νίστηκαν στα τέσσερα αυτά χρόνια, αλλά αμφιβάλλω αν που­λήθηκαν δυο τρία έργα – δεν θυμάμαι, γιατί οι αγοραπωλησίες ήταν πάντα μια υπόθεση οδυνηρή. Υπήρχε μεγάλη ανάγκη χρημάτων, αλλά ο Εγγονόπουλος ήθελε να κρατά τα έργα του κι εγώ δεν τα είδα ποτέ σαν αντικείμενα οικονομικής εκμετάλλευσης.
Κατά τ’ άλλα, ζωγράφιζε πάντα προτάσεις του νου και της φαντασίας του. Κι ό,τι δεν υπήρχαν πρόσωπα να το εκφρά­σουνε στους πίνακες του -τα ελάχιστα που βλέπουμε είναι σαν ξύλινα, εντελώς συμβατικά- το λέγανε, το φωνάζανε τα σώ­ματα με τις τέτοιες ή άλλες στάσεις τους, πάντα δραματικά ως και στην ακινησία.(…)
Το δράμα, η σύγκρουση -η νεύρωση, για να μιλήσει και η ψυχανάλυση- ήταν η μόνιμη θυμική του κατάσταση, απ” όπου πήγαζαν τα κρυφοφάνερα μασκαρέματα, οι παγίδες, τα σε πολλά επίπεδα ανερμήνευτα - μα και η φανερή πικρία, η επιθετικότητα κι ο σαρκασμός. «Τι “μαι εγώ; Εγγλέζος, για να “χω χιούμορ;» έλεγε, τραβώντας αλέγρα κλοτσιά στην αυτοκρατορία, επικυρώνοντας κι ανακαλώ­ντας μαζί τα λεγόμενα, εκφράζοντας κιόλας χωρίς να φαίνε­ται ένα απώτατο πένθος που τον κατείχε, και που συχνά το δήλωνε χαρά. Ίσως μ’ αυτό να συνδέονται οι έντεχνα απρό­σωπες μορφές στους πίνακες τον, που έτσι κερδίζουν σε μυ­στήριο και συμβολισμό.
Όπως στα έργα τον έτσι και στη ζωή τον ο Εγγονόπουλος δεν τα “χε καλά με τα πρόσωπα. Ήξερε τι κερδίζεις παραμέ­νοντας κρυφός. Το πρόσωπο -η προσωπικότητα- τον άλλου δεν του πήγαινε. Ενα πρόσωπο είναι μια πρόκληση. Αν δεν το ανέχεσαι, πρέπει να τ’ αποφύγεις, ή να το εξολοθρεύσεις. Εξ ορισμού όλοι οι άνδρες ήταν κλέφτες, όλες οι γυναίκες πόρνες. «My home is my castle» έλεγε, και το σπίτι μας έμεινε κλει­στό. Που δε σημαίνει βέβαια πως ζούσε σχεδόν αθέατος μόνο για αυτοπροστασία, μα κι από βαρεμάρα αφού, έτσι κι αλ­λιώς, από μέσα του έβγαζε τους κόσμους και τους ανθρώπους  που ζωγράφιζε. Αρπαζε ένα περιστατικό ή ένα πρόσωπο που του ταίριαζε από τη μνήμη ή απ” τα βιβλία και κυριολεκτικά «περνούσε την ώρα» του ζωγραφίζοντας, ιστορώντας με τον χρωστήρα, με την προσεχτική ηδονική του ραθυμία, μορφές και πράγματα κάθε εποχής και τόπου.(…)
Μια ζωή ο Εγγονόπου­λος ζωγράφιζε μονάχα, αναπόδραστα, έκδηλα ή παραπλανη­τικά, τον εαυτό του. Κι είναι, πιστεύω, αυτή η αδιάπτωτη βιωματική του παρουσία που σημαδεύει το έργο του. Και που θα σήκωνε μια γερή ψυχανάλυση -στην οποία φυσικά δε θα προσφερόταν ποτέ- που θα “δειχνε πράγματα πολύ απέ­χοντα από την εικόνα που είχε, που ήθελε να έχει και να έχουμε, του εαυτού του, πολύ απέχοντα από θέσεις μόνιμες που διακήρυττε ή που τις φύλαγε σα μετερίζι – μα τι μ” αυτό; Η ουσία είναι ότι κατόρθωσε ν” αποδώσει το « εσωτερικό του δράμα», τις πολύ υπαρκτές, πιεστικές παρορμήσεις …
(…) Δεν θέλω βέβαια να συμβάλλω στο πρόσφατο, θλιβερό κιτς της μυθοποίησης του καλλιτέχνη. Ο νεκρός δεδικαίωται, αλλά οι νεκροί που μακιγιάρονται μέχρι να γίνουν αγνώριστοι, είναι απωθητικοί. Ο άνθρωπος είναι γεμάτος αντιφάσεις, που στους καλλιτέχνες ειδικά είναι συχνά εντονότατες. Μαζί με την ιδιοφυΐα και τις αρετές του ο Εγγονόπουλος διέθετε όπλα να σκοτώσει κάθε «έρωτα» και κάθε «ερώντα». Η απομό­νωση, η καχυποψία, η συστηματική ζήλια, που ήταν ιδίως μέσο μόνιμης ενοχοποίησης μου, και μια γλώσσα που ήξερε να μην είναι πάντα ποιητική, ξεκάνανε το γάμο μας. Τον πλήρωνες τον Εγγονόπουλο, δεν ήταν παίξε γέλασε…
Ζώντας σ’ αυτή τη μόνιμη θυμική έξαψη -που βέβαια είχε τις πιο απρόβλεπτα οδυνηρές επιπτώσεις- ο Εγγονόπουλος ήταν ωστόσο ο πιο «νοικοκύρης άνθρωπος» τον κόσμου. Ακο­λουθούσε ακριβή ωράρια στη ζωή και στη δουλειά του. Αν δεν ήταν ανάγκη να βγει για την παράδοση στο Πολυτεχνείο ή για καμιά αγγαρεία, καθότανε στο σπίτι ολημέρα και ζωγράφι­ζε, τρεις ώρες το πρωί και τρεις τ” απόγεμα, δημιουργώντας πολλούς από τους πιο ωραίους πίνακες του. Μετά καθάριζε σχολαστικότατα τα εργαλεία της δουλειάς του και με την ίδια επιμέλεια βούρτσιζε τα παπούτσια και τα ρούχα του. Επέμενε στην τάξη μέχρι τρέλας, δεν ανεχόταν γρατσουνιά ούτε σε πιάτο ούτε σε βιβλίο -έπρεπε κάποια ώρα να ξαναγοραστούν- κι έτσι κατάφερνε να ζει αρχοντικά μέσα στη φτώ­χεια. Τα ελάχιστα χρήματα που κέρδιζε μου τα “φερνε κρα­τώντας το χαρτζιλίκι για βιβλία, για τα τσιγάρα Κιρετσιλέρ και για τη μπριγιαντίνη Yardley. Ποτέ τρίτος άνθρωπος δε στάθηκε μεταξύ μας.
(…) Ελάχιστοι – μετρώνται στα πέντε δάχτυλα κι ίσως δεν τα φτάνουν- ήταν οι άνθρωποι που πάτησαν στο σπίτι μας, τα τέσσερα χρόνια του γάμου μας, εκτός από τους συγγενείς μας. Ο ένας απ” αυτούς ήταν ο Μπάμπης Ποταμιάνος που ήρθε δήθεν ν” αγοράσει κανένα έργο αλλά δεν πήρε τίποτε. Ένας άλλος ήταν ο συμπαθής MarioVitti.
 Η τελευταία συλλογή του Εγγονόπουλου που εκδόθηκε πριν παντρευτούμε, το ΕΛΕΥΣΙΣ τελειώνει με το ποίημα «Ποίηση 1948»:
«τούτη η εποχή
του εμφυλίου σπαραγμού
δεν είναι εποχή
για ποίηση
κι” άλλα παρόμοια :
σαν πάει κάτι
να
γραφή
είναι
ως αν
να γράφονταν
από την άλλη μεριά
αγγελτηρίων
θανάτου
γι” αυτό και
τα ποιήματά μου
είν” τόσο πικραμένα
(και πότε – άλλωστε – δεν είσαν;)
κι” είναι
– προ πάντων -
και
τόσο
λίγα»
Ήταν δύ­σκολα χρόνια το 1950-’54. Ήταν η επαύριον δέκα ετών αγώ­να και καταστροφής κι οι άνθρωποι στον τόπο μας μουδιασμέ­νοι. Ζήσαμε μαζί την εκτέλεση του Μπελογιάννη στην Αθήνα, του ζεύγους Ρόζεμπεργκ στις Η.Π.Α. Η αυγή της κατανάλω­σης, ή απλώς της άλωσης των πάντων, θα ξημέρωνε δέκα χρόνια μετά. Τα παιδιά δεν πατούσαν ακόμη, ανίσχυρα και πεισμωμένα, κουμπιά σε πανάκριβα κομπιουτεράκια. Σέρνανε ένα σπιρτόκουτο με μια κλωστή και ταξιδεύανε με το τρε­νάκι αυτό σε τόπους φανταστικούς. Ξέραμε λιγότερα. Μας έλειπαν πάρα πολλά. Οι ελπίδες μας δεν άπλωναν φτερά πολύ μακριά….»
nelliandrikop
Νέλλη Ανδρικοπούλου, 2014, φωτογραφία: Ελευθεροτυπία
ergo eggonopoulou
Η δεύτερη γυναίκα του, Λένα Εγγονοπούλου (Τσιόκου), με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Ερριέτη, παρουσιάζει την δική της εικόνα για τον ποιητή:
«Καθημερινά μου φανέρωνε κόσμους εκπληκτικούς, καινούργιες πνευματικές εμπειρίες. Ήμουν μαγεμένη. Δεν ήθελα να βάλω τίποτε «ξένο» ανάμεσα μας – άλλωστε δέν χωρούσε. Όμως και για κεινον άρχισε μια εποχή μικρότερων σε μέγεθος έργων. Είχε περάσει ο και­ρός των μεγάλων συνθέσεων. «Οταν μπορείς να ζήσεις τη ζωή», έλε­γε, «είναι κι αυτό τέχνη». Και ζούσαμε, ζούσαμε έντονα, συνέχεια μαζί, σε όλα τα επίπεδα. Εκείνος δούλευε πάντα εντατικά, ίσως όχι τόσο πληθωρικά όσο άλλοτε. Ένα κομμάτι της τέχνης του, ήταν η ζωή μας. Μου “λεγε ότι γεννήθηκε για μένα, ότι ζωγράφιζε και έγραφε απο πάντα για μένα, ότι ζούσε για μένα. Με το Νίκο ζούσαμε τον έρωτα, αδιάλειπτα, σαν στάση ζωής, για είκοσιεπτά ολόκληρα χρό­νια. Μοιραζόμασταν τα πάντα. Και όλα εν μεγάλω. Σε τρομερή έντα­ση. Χωρίς τους φόβους των μετρίων ανθρώπων. Είχαμε παραδοθεί ολοκληρωτικά ο ένας στον άλλον.
(…)
Δεν είχαμε «κοινωνική» ζωή. Βλέπαμε μόνο λιγοστούς, επιλεγμέ­νους φίλους, στις ονομαστικές εορτές μας.
Ο Νίκος ξυπνούσε το πρωί στίς 6 και πήγαινε στο ατελιέ, στό δεύ­τερο όροφο του σπιτιού. Εκεί ξυριζόταν, έφτιαχνε τόν καφέ (ήθελε να κάνει μόνος του ορισμένες «οικιακές» προσωπικές εργασίες, όπως το πλύσιμο εσωρούχων – από κομψότητα και διάθεση αυτάρκειας). Στις  9 ανέβαινα κι εγώ στο ατελιέ και καμιά φορά φεύγαμε μαζί για το Πολυτεχνείο ή άλλοτε, όταν δεν είχε μάθημα, έμενε μέχρι τις 2 το μεσημέρι και ζωγράφιζε. Πρέπει να αναφέρω ότι ζωγράφιζε πάντα τα πρωινά, λόγω του φωτός κάθε μέρα. Αν μιά μέρα δεν ζωγράφιζε έστω και μια πινελιά τον στενοχωρούσε. Κάθε μεσημέρι, σταματούσε τη δουλειά του πιό νωρίς για να πλύνει τα πινέλα του όλα με σαπου­νάδα, στην εντέλεια. Διότι έλεγε ότι ο μάστορας πρέπει νά “χει τα σύνεργα του σε άρτια κατάσταση.
Στο ατελιέ μπορούσαμε κι εγώ κι η κόρη μας να πηγαίνουμε ασφα­λώς όποτε θέλαμε. Εκεί έγραφε ή ζωγράφιζε· διάβαζε πάντα στό γραφείο του, ποτέ σε πολυθρόνα ή καναπέ. Χρειαζόταν πολύ καιρό και για το παραμικρό έργο. Απολάμβανε, δεν ασχολιόταν με την πα­ραγωγή έργων (…)
Τό μεσημεριανό τραπέζι ήταν ιερό για το Νίκο. Έτρωγε αργά και μιλούσε πολύ. Συζητούσαμε τα νέα της ημέρας και άλλα πολλά. Στό μεσημεριανό τραπέζι, συνήθι­ζε να μας απαγγέλλει. Τήν ώρα εκείνη, καθώς χαλαρώναμε και συζη­τούσαμε περί παντός  επιστητού, συχνά θα ακούγαμε ένα ποίημα του. Ο τόνος της απαγγελίας του ήταν ακριβώς ο ίδιος με κείνον της καθημερινής του ομιλίας. Ήταν κι αυτό ένα στοιχείο της αυθεντικής, ενιαίας προσωπικότητας του -δεν διαχώριζε τέχνη και καθημερινότη­τα: αυθεντικός και ελεύθερος.
Είχε μιά ακτινοβολία που διαπερνούσε όλους όσους βρισκόταν γύ­ρω του. Είχε τη μοναδική ικανότητα να αφηγείται με τρόπο σπαρτα­ριστό, να ζωντανεύει τις καταστάσεις που περιέγραφε. Άλλα εκπλη­κτική ήταν κι η ικανότητα του να σου μαθαίνει, να σου εξηγεί: όχι στεγνά και δασκαλίστικα, αλλά με χάρη, με χιούμορ, δημιουργώντας ερεθίσματα. Γι’ αυτό ήταν καί σπουδαίος δάσκαλος, ιδιαίτερα στην ζωγραφική, που δεν απαιτεί ξερές γνώσεις, αλλά ξύπνημα της κρυμ­μένης ευαισθησίας καί των δυνάμεων του υποσυνειδήτου.
 (…)
Τά απογεύμα­τα διάβαζε συνήθως. Ανέβαινα πάλι στίς 6.30 γιά νά δούμε ειδήσεις στην τηλεόραση. Παρακολουθούσε μέ έντονο ενδιαφέρον όλη την επι­καιρότητα. Ταυτόχρονα διακωμωδούσε τις ειδήσεις. Όταν όμως ήθελε να είναι σοβαρός, ερμήνευε τα γεγονότα με σοφία και οξυδέρκεια.
Η δικτατορία λ.χ. του ήταν αφόρητη, αλλά και ιδανική πηγή ιλα­ρότητας. Μιά σάτιρα στοχαστική ήταν η στάση του Νίκου απέναντι σε όλα αυτά, χωρίς μελοδραματισμούς. Η  πολιτική επηρέαζε έμμεσα το έργο του.
(…)
Πηγαίναμε τακτικά οι δυό μας στον κινηματογράφο, θά “λεγα συ­στηματικά. Ο Νίκος γνώριζε καλά σκηνοθέτες και είδη. Του άρεσε ο Μπουνιουέλ, ο Βισκόντι, ο Ντέ Σίκα, ο Φελίνι.
Πιστεύω ότι σε πάρα πολλά έχω κοπιάρει τόν Εγγονόπουλο. Υιο­θέτησα τις θέσεις και τη στάση του. Και με αυτές εκφραζόμουν και προς τα έξω και προς τα μέσα. Άρχισα να διαβάζω πολύ. Άλλωστε, πριν από το γάμο, μου “φερνε κάθε μέρα ένα-δύο βιβλία. Ακολούθη­σα τό παράδειγμα του : διαβάζω, πολλές φορές, τους μεγάλους, τους κλασικούς.
Το επαναλαμβάνω: με το Νίκο βιώναμε τον έρωτα συνεχώς. Ήταν, νομίζω, μιά θέση ζωής, που είχαν όλοι οι υπερρεαλιστές. Ανήκει στις επιλογές τους. Ίσο χώρο καταλάμβανε κι η γυναίκα. Ανεξάρτητα απ” όσα έγραψαν κατά καιρούς εναντίον της. Τήν ίδια διάθεση είχα κι εγώ, χωρίς νά είμαι υπερρεαλίστρια.
Ουδέποτε τσακωθήκαμε. Όταν γεννήθηκε η Ερριέττη, στίς 12 Μαρτίου του ’61, ο Νίκος (που πίστευε ότι τα παιδιά ανήκουν στις μητέρες) άρχισε να ζηλεύει ελαφρά. Τον ενοχλούσε η απορρόφηση μου από το παιδί. Μου έλεγε ότι έχω το πάθος της κόρης μου. Από μωρό της φερόταν ως ίσος προς ίση. Δέν ήταν εξουσιαστικός.
Ουδέποτε με απόσπασε από το παιδί. Παρ” όλη την ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του, είχε μιά εξαιρετική σχέση με  την Ερριέττη. Της κληροδότησε την εντολή να είναι αυθεντική κι ελεύθερη.
Στην πεποίθηση του αυτή πιστεύω ότι οφείλεται και η καταδίωξη του.
Δεν υποτασσόταν σε τίποτε.
Και ιδιαίτερα στο χρήμα. Σήμερα, βέβαια, η καταδίωξη αυτή μου φαίνεται πολύ φυσική. Αυτά που έδει­χνε στή ζωγραφική και στην ποίηση του έμοιαζαν παράλογα. Ήταν ρηξικέλευθα, επαναστατικά. Με ποιά μέσα, στα 1938, θα μπορούσε να τα επιβάλει; Όταν, μάλιστα, κοινωνικά, ήταν ένας απλός γρα­φιάς . Ο διασυρμός έφτασε μέχρι το θέατρο. Κορόιδευαν στίχους του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου. Ο Εμπειρίκος το “παιρνε πιό ελαφριά. Ο Νίκος έβλεπε να ποδοπατούν αυτό που είχε δημιουργή­σει με το αίμα της καρδιάς του.
Μου “λεγε χαρακτηριστικά: «Προσπα­θώ να μπω στη μάζα και δεν μπορώ». Δεν ήθελε να γίνεται προκλητι­κός. Έτσι του έβγαινε. Ήταν στο ίδιο το πετσί του. Το ελεύθερο, ανεξάρτητο πνεύμα του, η ειλικρίνεια του, φαίνεται, ενοχλούσαν. Ε­νοχλούσε ακόμη το ότι δεν έπαιζε το κοινωνικό παιγνίδι των φιλο­φρονήσεων, της κολακείας και δεν εκτιμούσε το περίφημο αστικό κα­τεστημένο: «Πολύ καλός αυτός, ψηλός και πλούσιος» όπως έλεγε ο ίδιος διακωμωδώντας τους αστούς.
Όταν τον πρωτοσυνάντησα ήταν πιο ανοιχτός: στο Πολυτεχνείο περιστοιχιζόταν από τους σπουδαστές, τους υπαλλήλους, κι άλλο κό­σμο. Είχε φίλους, έβλεπε ανθρώπους. Διάλεγε, όμως, πάντα με ποιους θα μιλούσε. Ήταν εκλεκτικός. Έκανε κάτι πολύ απλό: επιζη­τούσε νά συναναστρέφεται άτομα που είχαν τη δυνατότητα να επικοι­νωνήσουν μαζί του.
Ο Εγγονόπουλος έκανε οικονομία του χρόνου του, με αυστηρές επιλογές. Δεν χασομερούσε με τούς άλλους.
Απολάμβανε. Είχε αυ­τάρκεια και ανεξαρτησία. Οι φίλοι φέρνουν συχνά φασαρία και κού­ραση. Ο Νίκος γέμιζε τις μπαταρίες του από αλλού.
Από τη ζωγρα­φική και κυρίως από τα βιβλία και την φαντασία του. Τα βιβλία ήταν πολύ πιό πλούσια από τον πραγματικό κόσμο, για εκείνον που τα αξιοποιούσε με τη φαντασία του. Σκέφτομαι όμως ότι ένα στοιχείο που συνετέλεσε στη μοναχικότητά του, ήταν και το ότι αντιπαθούσε τις αυλές -δεν άνηκε ποτέ ο ίδιος σε καμιάν αυλή, κι ούτε την επιθυ­μούσε γύρω του. Φυσικά, η σχέση με τους δασκάλους του και τους μαθητές του, ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό.
Συζητούσαμε τα δημοσιεύματα που τον αφορούσαν. Αν ήταν ανοησίες, τα περιγελούσαμε. Κάποτε-κάποτε, όμως, στενοχωριόταν. Ο καλός λόγος, ωστόσο, τον συγκινούσε. Αντιδρούσε με ανιδιοτελή, σχεδόν παιδικό, τρόπο.
Συμμετείχε πάντα στις Πανελλήνιες ζωγραφικές εκθέσεις που γίνονταν κάθε δύο χρόνια, πάντα με ενα-δύο έργα. Πίστευε ότι έπρε­πε να δηλώνει την παρουσία του. Είχε κάνει στο θέατρο αρκετές σκη­νογραφικές εργασίες, όμως μόνο από οικονομική ανάγκη: γνώριζε την φθορά που υφίσταται ο καλλιτέχνης σ” αυτούς τους χώρους.
(…)
Στά διαλείμματα της ζωγραφικής «σκάρωνε και μερικά τραγούδια» όπως έλεγε. Έχω την εντύπωση πως όταν δεν ζωγράφιζε, δινόταν στην ποίηση. Νομίζω ότι έγραφε απευθείας. Πολλές φορές μου “λεγε το ποίημα πριν το γράψει. Κι υπήρξαν περιπτώσεις που αυτά που άκουσα δεν γράφτηκαν ποτέ. Άλλοτε πάλι μου τα διάβαζε. Την «Ι­κεσία» μου την έφερε ιδιόχειρη όταν ήμασταν αρραβωνιασμένοι. Δεν τον ρωτούσα πάντως για την τύχη των ποιημάτων.
Συχνά σημείωνε διάφορες ανεξάρτητες φράσεις· ίσως ήταν το υλι­κό, από το οποίο αργότερα παρήγε. Τα ακουμπούσε στην άκρη του γραφείου, σε μικρά, προχειρογραμμένα χαρτιά.
Πηγαίναμε πολύ συχνά στα Μουσεία που με ξεναγούσε κατά τον πιο καταπληκτικό τρόπο, γιατί ήταν συγκινημένος και μου μετέδιδε τη συγκίνηση του και την αγάπη για την τέχνη.
Μου διάβαζε πολύ, ποίη­ση άλλων: Μπωντλαίρ, Μαλλαρμέ, Απολλιναίρ. Μου απάγγελνε απ” έξω Καβάφη και Καρυωτάκη. Στους νεότερους δέν ανα­φερόταν.
Ενημερωνόταν συνεχώς για τα βιβλία από τον «Κάουφμαν». Είχε καταλόγους για τον εαυτό του και για μένα· από τη δική του βιβλιο­θήκη, ωστόσο, δεν μου έδινε, ούτε αν ζητούσα. Τό “χε ξεκαθαρίσει από την αρχή. Τα ξαναγόραζε και μας τα “δινε.
(…)
Αγαπούσε πολύ τους νέους· δεν τους έκρινε, τους κατανοούσε. Ευ­γενής με τους σπουδαστές, έλεγε ανέκδοτα στη μέση του μαθήματος, άλλαζε τους τόνους για να μην κουράζει.
Ήταν πολύ υγιής, σκληραγωγημένος. Κρατούσε μόνιμα ανοιχτό το παράθυρο, φορούσε μόνον τη ρόμπα του εργαστηρίου και πέδιλα. Τα τελευταία χρόνια με το ζόρι δέχτηκε ένα αερόθερμο για το κρύο στο εργαστήριο του.
(…)
Ήταν ευαίσθητος με τα όνειρα του και, πιθανόν, με την ιδέα του θανάτου· τα δυσάρεστα όνειρα τον πτοούσαν.
(…)
Έλεγε πάντα πως «πρέπει να ζεις όπως σκέφτεσαι γιατί αν ζήσεις με άλλον τρόπο θα καταλήξεις να σκέφτεσαι όπως ζείς».
(…)
Θά ήθελα να κλείσω το κείμενο αυτό ομολογώντας ότι στα 27 χρό­νια που έζησα tête-à-tête με τον Εγγονόπουλο κάθε μέρα τον θαύμα­ζα πιο πολύ και με γοήτευε και με συγκινούσε πιο έντονα. Όταν δε του το εξέφραζα, μου απαντούσε: «Ποτέ αρκετά!»
eggonopoulou
H Λένα Εγγονοπούλου φωτογραφίζεται μπροστά σε ένα αγαπημένο της έργο από την αναδρομική έκθεση «Νίκος Εγγονόπουλος 1907-1985», στο πλαίσιο εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ζωγράφου και ποιητή που έλαβε χώρα το 2007.
ΠΗΓΕΣ:
  •   Νέλλη Ανδρικοπούλου «Επί τα ίχνη του Νίκου Εγγονόπουλου» («Ποταμός», 2003)
  •   Λένα Εγγονοπούλου, «Ποτέ αρκετά», άρθρο της  στο λογοτεχνικό περιοδικό «Χάρτης» , τεύχος 25/26, Νοέμβριος 1988
  •   Φωτόδεντρο, Τόπος συν-ανάγνωσης και αναζήτησης για τη Λογοτεχνία και τη Γλώσσα

Το ζήτημα πια έχει τεθεί:
Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε
Όπως αυτός Ο δραπέτης
Ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο
απέναντί τους.

Μιχάλης Κατσαρός

όστρια

Συγγενικές σχέσεις

 

© 2013 "στο... Επτά". All rights resevered. Designed by Templateism

Back To Top