Το βιβλίο εκδόθηκε το Μάρτη του 2011 σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και «δεν πωλείται, χαρίζεται σε φίλους»।
Ο Γιώργης Παπάζογλου, ο «καραγκιουλέ», γιος του Βαγγέλη, εξέδωσε ο ίδιος το τρίτο βιβλίο του, ομότιτλο των προηγούμενων και αυτή τη φορά πραγματεύεται τη ζωή και το έργο του Βαγγέλη Παπάζογλου. Με τα 33 κείμενά του, που δεν στερούνται λογοτεχνικής αξίας, παρουσιάζει ανέκδοτα περιστατικά και ιστορίες, που σκιαγραφούν ανάγλυφα τον άνθρωπο και το μουσικό, Βαγγέλη Παπάζογλου.
Η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, η φυγή, η εγκατάσταση στην Ελλάδα, οι προσπάθειες επιβίωσης και στέγασης των προσφύγων, η αντιμετώπιση από τους ντόπιους, η ζωή στην Κοκκινιά, οι κύκλοι των μουσικών, ο πόλεμος και η γερμανική κατοχή είναι μερικά από τα θέματα, που εξελίσσονται συνειρμικά με τον πιο απλό, ζωντανό και συγκινητικό τρόπο, εμπρός στα μάτια του αναγνώστη. Όμως, το πλέον σημαντικό είναι ότι το ήθος, η ευαισθησία, το χιούμορ, ο βαθύτερος στοχασμός, οι αξίες με επίκεντρο τον «άνθρωπο», που έκφραζε ο Β. Π. στα τραγούδια του, έρχεται και τα επιβεβαιώνει η συγκεκριμένη έκδοση, διότι ουσιαστικά διά πένας Γιώργη Παπάζογλου μιλά ο Βαγγέλης. Εικόνες νεορεαλισμού, σκέψεις, στάσεις και συμπεριφορές, που δίνουν ισχυρά ερεθίσματα για αναλύσεις στους σύγχρονους μελετητές του ρεμπέτικου, κοινωνιολόγους, ψυχαναλυτές, επικοινωνιολόγους κλ.π. διαδέχονται η μια την άλλη, διατυπωμένες από έναν άνθρωπο ακαδημαϊκά «αγράμματο», οι οποίες φαίνεται να ξεπερνούν κατά πολύ τις αναζητήσεις των ομότεχνών του και τα εσκαμμένα της εποχής του.
Είναι βέβαιο ότι χάρη στο Γιώργη διαθέτουμε στοιχεία για τον ιδιοφυή μουσικό, το μέγεθος του έργου του και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μουσική. «Εν αρχή ην η μουσική», όπως φαίνεται από το «παράδοξο» γεγονός ότι γνώριζε να γράφει και να διαβάζει μουσική, ενώ δεν γνώριζε γράμματα. «Ο Βαγγέλης δεν ήταν κακογράφος, ούτε ανορθόγραφος. Απλά… δεν ήξερε γράμματα». Γράφει ο Γιώργης Παπάζογλου και σε άλλα σημεία σημειώνει την ευκολία με την οποία έγραφε στίχους και μουσικές, εκτιμώντας ότι αυτό προέκυπτε ως εσωτερική ανάγκη χωρίς να αποσκοπεί σε οφέλη από ενδεχόμενη φωνογράφηση ή πώλησή τους, καθότι συχνά τα χάριζε σε φίλους του μουσικούς. Ακόμη από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν οι Νούρος, Χατζηχρήστος, Παντελίδης, Τούντας, Σκαρβέλης, Στελλάκης, Γιοβάν Τσαούς, Μαργαρώνης, Περιστέρης, Κάβουρας, Αμπατζή, Βαμβακάρης, Δελιάς, Μπάτης, Λορέντζος, Μποτόζης, Δραγάτσης, Χρυσαφάκης, Σέμσης, Κασιμάτης, Παγιουμτζής, Καρίβαλη, Αττίκ, Σουγιούλ, Βέμπο, Κυριακός, Τομπούλης, Εσκενάζυ, κ. α., όπως επίσης δεκάδες πρόσφυγες μουσικοί, λιγότερο γνωστοί στο ευρύ κοινό.
Εκτός των κειμένων, το βιβλίο (585 σελίδες) περιλαμβάνει πλούσιο φωτογραφικό υλικό, τους στίχους από 156 τραγούδια του Β. Π., διάφορους σκόρπιους στίχους, τίτλους από παρτιτούρες, αλληλογραφία, διάφορα ντοκουμέντα, τους «δανεισθέντες» μετά το θάνατό του Β.Π. στίχους, τίτλους και μουσικές, όπως επίσης τους «δανειολήπτες», καθώς και εικαστικά έργα του Γιώργη Παπάζογλου.
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου, που το πραγματικό του όνομα ήταν Καλλίνικος, γεννήθηκε στο χωριό Ντουρμπαλί κοντά στη Σμύρνη το 1897, τα παιδικά του χρόνια τα ζει μετακινούμενος με τον πατέρα του που εργαζόταν στους σιδηροδρόμους, ενώ αργότερα τον βοηθά στη δουλειά ως κοτσαδόρος. Οι μετακινήσεις του αυτές στάθηκαν η αιτία ώστε να παρακολουθήσει μόνο λίγες τάξεις του δημοτικού σχολείου.
Από μικρός μαθαίνει μαντολίνο, κιθάρα, βιολί, πάντζο και μεγαλώνοντας εντάσσεται στην Σμυρναίικη Εστουδιαντίνα του Σιδερή, γνωστής ως «Πολιτάκια», γνωρίζεται με τους Περιστέρη, Τούντα, Σέμση, Δραγάτσηδες κ.λ.π., όπου μαθαίνει να διαβάζει και να γράφει μουσική σε παρτιτούρα. Το 1919 πηγαίνει εθελοντής στον ελληνικό στρατό και στη συνέχεια συμμετέχει στην εκστρατεία στο Σαγγάριο, με την κατάρρευση του μετώπου επιστρέφει στη Σμύρνη και ακολουθώντας την πορεία της προσφυγιάς φθάνει στον Πειραιά. Στην Ελλάδα εργάζεται ως μουσικός και το 1924 ανοίγει δικό του καφενείο-ουζερί στην Κοκκινιά. Τον ίδιο χρόνο γνωρίζεται με την Αγγέλα Μαρωνίτη, Σμυρνιά τραγουδίστρια η οποία κατάγονταν από οικογένεια μουσικών με μακρά παράδοση και συνεργάζονται στο πάλκο. Το 1927 παντρεύονται, εγκαθίστανται στην Κοκκινιά και υιοθετούν τον πρώτο ξάδερφο της Αγγέλας, Γιώργη. Οι ανάγκες της δουλειάς αλλά και οι μουσικές εμπνεύσεις και αναζητήσεις του τον επανασυνδέουν με τους παλιούς Σμυρνιούς συναδέλφους του.
Μπαίνει στη δισκογραφία περί το 1933-34 και φωνογραφεί μοναδικής ποιότητας και ύφους τραγούδια όπως «Οι λαχανάδες», «Βάλε με στην αγκαλιά σου», «Ο αργιλές», «Η μπαμπέσα», «Η φωνή του αργιλέ», «Το παιδί του δρόμου», «Ο ξεμάγκας» κλ.π. κλ.π. Με την επιβολή της λογοκρισίας το 1937, αρνείται να «συμμορφωθεί» στα νέα δεδομένα, επιλέγει την αποχή από τη δισκογραφία και ζει από τη μουσική, κάνει μάλιστα συχνά περιοδείες στην επαρχία. Με την γερμανική κατοχή για λόγους αρχών αρνείται να παίξει μουσική επαγγελματικά, εκδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό το «πένθος» του για την κατάσταση στην οποία περιήλθε η χώρα και αποφασίζει να γίνει παλιατζής. Τα τραγούδια, που συνεχίζει να γράφει, τα χαρίζει σε φίλους και συναδέλφους μουσικούς.
Πεθαίνει από την πείνα και τη φυματίωση στις 27 Ιούνη 1943. Στα μεταπολεμικά χρόνια η Πολιτεία «τίμησε» το Βαγγέλη Παπάζογλου και την οικογένειά του με την σιωπή, την αφάνεια, την ανέχεια, τις διώξεις και την ανοχή της στη λεηλασία του έργου του από «ειδήμονες» και μη.
Πηγή http://www.klika.gr/cms/index.php/ar8rografia/vivlia/286-vivlia-papazoglou.html
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου