Εκείνες οι πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου 1990 έδειχναν πρόθυμες να δεχθούν τη λέξη «τέλος» ως σήμα κατατεθέν τους. Παντού. Αποκτώντας τον τίτλο της βαρόνης, η ξεθωριασμένη Μάργκαρετ Θάτσερ «γιόρταζε» το τέλος της διαδρομής της στην πρωθυπουργία και την ηγεσία των Άγγλων Συντηρητικών. Η συζήτηση για το τέλος των γεωργικών επιδοτήσεων προκαλούσε διένεξη ανάμεσα στις ΗΠΑ και την (τότε) ΕΟΚ. Στην Ελλάδα οι ογκώδεις μαθητικές κινητοποιήσεις προμήνυαν το τέλος της θητείας του Β. Κοντογιαννόπουλου στο Υπουργείο Παιδείας. Και στις 6 Δεκεμβρίου 1990, ημέρα Πέμπτη, το ελληνικό ροκ βίωσε μια οδυνηρή απώλεια: το τέλος της ζωής του Παύλου Σιδηρόπουλου - στα 42 του χρόνια.
Στη διαρκή αναμέτρηση του Σιδηρόπουλου με τους εσωτερικούς του δαίμονες, η ηρωίνη αποδείχθηκε το θανάσιμο όπλο των τελευταίων. Οι «εξωτερικοί δαίμονες», πάντως, είχαν ήδη χάσει κάμποσο έδαφος: στα πρώιμα 80ς αρκετοί μουσικοκριτικοί είχαν περιβάλλει με δυσμενείς «γνωματεύσεις» τον Παύλο και το (τότε) συγκρότημά του, τους «Απροσάρμοστους». Στη δύση της ίδιας δεκαετίας η αναγνώριση ήταν εμφανώς μεγαλύτερη. Το «ξεπέταγμα» του ελληνικού ροκ στα μέσα των 90ς υπήρξε αποτέλεσμα «των σπόρων που είχε φυτέψει ο Παύλος», κατά τη ρήση του Γιάννη Αγγελάκα, μουσικού, ποιητή, ηγετικής μορφής του γνωστού συγκροτήματος «Τρύπες». Ο Αγγελάκας είναι κατηγορηματικός: «Ό,τι συμβαίνει σήμερα (σ. σ. στα middle 90s) ξεκίνησε από τον Παύλο και τον Πουλικάκο».
Ο γράφων θυμάται το πρόσωπο του Σιδηρόπουλου (και) ως σταθερό έναυσμα για ομηρικές συζητήσεις, εφ'όλης της «ροκ ύλης» - από τον αν εξελίσσεται το ροκ, μέχρι το αν αποπνέει αληθινό αντικομφορμισμό. Ποιος φανταζόταν, όμως, ότι χρόνια έπειτα από το θάνατό του ο Σιδηρόπουλος θα εμπλεκόταν και σε τηλεοπτική «πραγματεία» περί ... ανάστασης; «Πολύ ωραίο το τραγουδάκι που μας έπαιξες- εσύ το έγραψες;», ρώτησε η διάσημη παρουσιάστρια τον καλεσμένο της. «Όχι, του Σιδηρόπουλου είναι», απάντησε ο άνθρωπος κι εκείνη τον άφησε εμβρόντητο: «Α, να τον φωνάξουμε κάποια μέρα εδώ, στην εκπομπή»...
Εάν ανασταίνει και νεκρούς η απύθμενη φθήνια, ασχετοσύνη και αμορφωσιά σημαντικού φάσματος της ελληνικής TV, ορισμένοι από τους μύθους που περιβάλλουν το ροκ μπορούν να πετύχουν κάτι άλλο: να διαλαλήσουν το τέλος φαινομένων που ουδέποτε υπήρξαν! Για να το δούμε αυτό εκ του σύνεγγυς, δεν έχουμε παρά να διπλασιάσουμε ακριβώς τα 21 χρόνια που μας χωρίζουν από το θάνατο του Σιδηρόπουλου. Να δώσουμε εντολή στη μηχανή του χρόνου να προσγειωθεί στη Βόρεια Καλιφόρνια, το Σάββατο, 6 Δεκεμβρίου του 1969.
Την ημέρα εκείνη, 300.000 άνθρωποι έσπευσαν να παρακολουθήσουν το μουσικό φεστιβάλ που διεξαγόταν στην πίστα αγώνων αυτοκινήτου Άλταμοντ και στο οποίο συμμετείχαν διάσημοι ροκ καλλιτέχνες- όπως ο Σαντάνα, οι Jefferson Airplane κι άλλοι. Η είσοδος ήταν ελεύθερη. Οργανωτές ήταν οι Rolling Stones. Με το δωρεάν φεστιβάλ, το συγκρότημα θέλησε να εξευμενίσει τους οπαδούς του για τις τσουχτερές τιμές των εισιτηρίων της περιοδείας που μόλις είχε ολοκληρώσει στις ΗΠΑ. Ο υπεύθυνος της περιοδείας των Stones, o Σαμ Κάτλερ, ανέθεσε στους «Αγγέλους της Κόλασης» ρόλο «σεκιουριτάδων». Οι «Hell's Angels» - ιδίως οι Καλιφορνέζοι- ήταν διαβόητοι για την βιαιότητά τους, αλλά επειδή νωρίτερα δεν είχαν προκαλέσει σοβαρά επεισόδια ως «υπεύθυνοι ασφαλείας» των συναυλιών των Grateful Dead o Κάτλερ την έκανε την ανοησία.
Στο Άλταμοντ η ατμόσφαιρα ήταν από νωρίς φορτισμένη, η έξαψη μεγάλη, η συνύπαρξη των «Hell's Angels» με το νεανικό ακροατήριο άκρως προβληματική. Το κακό έγινε κατά τη διάρκεια της παρουσίας των Stones στη σκηνή: οι «Άγγελοι» μαχαίρωσαν και σκότωσαν έναν νέο 18 ετών, τον Μέρεντιθ Χάντερ.
Δικαίως το συμβάν καταγράφηκε ως μια από τις μαύρες σελίδες της ιστορίας του ροκ. Είναι όμως αβάσιμο το διαχρονικό κλισέ που «δείχνει» την 6η Δεκεμβρίου του '69 σαν το «τέλος της εποχής της αθωότητας του ροκ», για τον απλούστατο λόγο ότι τέτοια εποχή δεν υπήρξε ποτέ.
Χωρίς αμφιβολία, η βία κι ο θάνατος ενός ανθρώπου στο Άλταμοντ σε συνδυασμό (πρώτον) με τα ακριβά εισιτήρια των Stones στην αμερικάνικη περιοδεία του '69 και (δεύτερον) με το ...ημερολόγιο που υπενθύμιζε ότι τα sixties εξέπνεαν, αποτελούσε μεγάλο δέλεαρ για τους πιστούς της αέναης συνήθειας να εξωραΐζεται το παρελθόν- πρόσφατο ή μακρινό. Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική, σε αμφότερα τα σκέλη - τόσο στο εμπορικό, όσο και σε αυτό που αφορά τη βία. Ας τα δούμε χωριστά.
Το ροκ ανέκαθεν διέθετε διττή φύση: ήταν μουσική, αλλά και μουσική βιομηχανία. Ανέκαθεν συνυπήρχαν μέσα και γύρω του καλλιτεχνική ουσία και ... περιουσία, όπως συμβαίνει σε όλους τους τομείς της τέχνης. Ενίοτε ηχούσε - ή και ηχεί- ως ιδεολογικό «παράγγελμα» (εξαρτάται φυσικά από τη δύναμη των εξωτερικών ερεθισμάτων), αλλά πάντα είναι και επάγγελμα. Ακόμη κι όταν βάδιζε - ή κι όταν βαδίζει- σε ατραπούς «εκτός ορίου», παρέμενε - και παραμένει - εντός εμπορίου. Η μία πλευρά επηρέαζε ασφαλώς την άλλη, αλλά καμία δεν εξαφάνιζε την ανταγωνίστριά της. Ναι, ανέκαθεν- από καταβολής ροκ. Δεν χρειάζεται να πιστέψει κανείς σε παραμύθια περί κάποιας παλιάς, χαμένης πλέον αθωότητας για να αναγνωρίσει τα πολλά σημαντικά δημιουργήματα του ροκ ή για να παραδοθεί στον πλούτο των συναισθημάτων που αυτό παράγει. Θα ήταν σαν να αδυνατεί κάποιος να απολαύσει τις γιορτές ή τα χριστουγεννιάτικα δώρα που του κάνουν, αν δεν πείθει τον εαυτό του ότι υπάρχει Άγιος Βασίλης...
Αναρίθμητα γεγονότα κονιορτοποιούν τους μύθους που επιμένουν ότι το ροκ κάποτε αντιπροσώπευε μια κιβωτό ανιδιοτέλειας, σε έναν κόσμο γεμάτο από οικονομικούς ανταγωνισμούς και οικονομικές φιλοδοξίες. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τα σκληρά παζάρια του Άλαν Πάρισερ, επικεφαλής των διοργανωτών του φεστιβάλ στο Μοντερέι (Ιούλιος 1967), με καλλιτέχνες όπως οι Mamas & Papas που θεωρούσαν ανεπαρκείς αμοιβές της τάξης των 5.000 δολαρίων; Την πώληση των δικαιωμάτων αναμετάδοσης του φεστιβάλ στο τηλεοπτικό δίκτυο ABC, έναντι του ποσού των 400.000 δολαρίων; Την άρνηση του Τσακ Μπέρι να πάει στο Μοντερέι, διότι «δεν τα βρήκε» με τους διοργανωτές στο οικονομικό;
Ας θυμηθούμε επίσης τους ... τιμοκαταλόγους του θρυλικού φεστιβάλ στο Γούνστοκ (Αύγουστος 1969), που κυμαίνονταν από τα ταπεινά 750 δολάρια του Σαντάνα και τα 3.500 που έλαβε ο Τζόνι Γουίντερ μέχρι τα 15.000 των Blood, Sweat & Tears και τα 18.000 του Χέντριξ. Μπορούμε ακόμη να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας την απειλή των Who ότι θα ακύρωναν τη συμμετοχή τους, εάν δεν διπλασιαζόταν η αρχικώς προσφερθείσα αμοιβή τους, φθάνοντας τα 12.500 δολάρια. Στο τέλος Αυγούστου 1969 ο Μπομπ Ντίλαν εμφανίστηκε στο φεστιβάλ της (βρετανικής) Νήσου Ουάιτ, για πρώτη φορά έπειτα από το τροχαίο ατύχημα που λίγο έλειψε να του στερήσει τη ζωή, το 1966. Αντίτιμο της παρουσίας του; Το ποσό των 38.000 λιρών.
Σε ό,τι αφορά τις παροχές ... ροκ αφορμών για σποραδικά ξεσπάσματα βίας, αυτές ήταν εν πολλοίς απόρροια της ανομοιομορφίας που χαρακτήριζε το ευρύτατο φάσμα των «εμπλεκόμενων» στον πλανήτη ροκ: χίπις (σταθεροί ή «του Σαββατοκύριακου»), ώριμοι μπίτνικς, πολιτικοποιημένοι της αμερικανικής Νέας Αριστεράς, απολίτικοι απλοί λάτρεις της μουσικής, φιλειρηνιστές, «Άγγελοι της Κόλασης»- και άλλοι. Πολύς κόσμος νομίζει ότι κάποτε το ροκ διέθετε σφριγηλούς, αποκρυσταλλωμένους, ενιαίους κώδικες αξιών. Αντιδιαστέλλει μάλιστα αυτήν την απατηλή ιδέα προς το σημερινό μωσαϊκό, συχνά λοιδορώντας το. Μέγα λάθος. Κι αν κάποιος θεωρεί ότι τα φλερτ διαφόρων «φυλών» με τη βία άρχισαν στο Άλταμοντ, έχει χάσει επεισόδια. Μεταξύ άλλων και τους μνημειώδεις ξυλοδαρμούς ανάμεσα στους «μοντς» και τους μηχανόβιους «ρόκερς» στην Αγγλία του 1964.
Εν κατακλείδι, η νοσταλγία είναι σαν τη χοληστερίνη- υπάρχει καλή και κακή. Στη δεύτερη, αχρείαστη κατηγορία ανήκει το είδος της νοσταλγίας που σπέρνει συνεχώς ενοχές και γκρίνια γεροντοκόρης για το (εκάστοτε) παρόν, πλάθοντας μια απατηλή, εξωπραγματική εικόνα «τέλειου» παρελθόντος. Το φαινόμενο αναπαράγεται - κι όχι φυσικά μόνο ως προς τη μουσική. «Σόι πάει το βασίλειο», διότι κάθε γενιά νομίζει ότι ξορκίζει τις ενοχές της υπεραμυνόμενη κάποιων «golden years» που συνήθως συνέπιπταν με την εφηβεία της. Ρηχό, αφελές, αλλά ... ανθεκτικό στο χρόνο! Θα συμφωνούσε, εικάζω, και ο Σιδηρόπουλος...
*Ο Διονύσης Ελευθεράτος είναι δημοσιογράφος.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου