Την «παράδοξη» αντίληψη για το αστείο του πατέρα μου, γνωστού γελοιογράφου Σταμάτη Πολενάκη, κάποιοι τη χαρακτήριζαν «παράλογη» και «υπερρεαλιστική». Μπορεί να είναι και έτσι, δεν αντιλέγω, μα δεν φτάνει αυτό. Πρέπει να θυμίσω ότι η καταγωγή του πατέρα μου ήταν από τη Σίφνο και, για όσους γνωρίζουν τον τόπο και τους ανθρώπους του, αυτό σημαίνει πολλά.
Οι Σιφνιοί, εξωτερικά, δίνουν την εντύπωση ανθρώπων ήρεμων, λογικών και πειθαρχημένων, που κοιτάζουν μόνο τη δουλειά τους. Δεν επαναστατούν μπροστά στην αδικία και μοιάζει να ανέχονται στωικά τα πάντα. Μέσα τους, όμως, «βράζουν». Δεν ανέχονται τον «ξένο» που έρχεται με τη βία να τους επιβάλει τον δικό του νόμο και είναι έτοιμοι κάθε στιγμή να του «ανταποδώσουν», με τα αυτοσχέδια σκωπτικά τραγούδια στις γιορτές και τα πανηγύρια ή με το αιφνιδιαστικό ανατρεπτικό και άσεμνο χωρατό, που τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια κάθε εξουσίας.
Τέτοιοι είναι οι Σιφνιοί, τέτοιος ήταν ο πατέρας μου. Τα αστεία του πήγαζαν από μια βαθιά, ριζωμένη, ενδόμυχη διάθεση αμφισβήτησης... της εξουσίας της ίδιας της πραγματικότητας, που είναι η πιο ακλόνητη από όλες τις εξουσίες. Η φαντασία του ήταν «υπερρεαλιστική» και έτρεχε μπροστά, παρόλο που ο κατά τα άλλα ορθολογιστικός του ψυχισμός δεν τον άφηνε να το δεχτεί. Θεωρούσε τον Πικάσο και τους άλλους υπερρεαλιστές ως... συναδέλφους του, γελοιογράφους! Θα περιγράψω εικόνες του κοινού μας βίου, για να καταλάβετε.
Τότε που ήμουν ακόμη παιδί, ταξιδεύαμε οικογενειακώς στη Σίφνο: πατέρας, μητέρα, η αδελφή μου κι εγώ, η γιαγιά Κατίνα και η ψυχοκόρη μας, η Καλλιόπη, μαζί με τη μικρότερη αδελφή της, την Ευαγγελία. Φορτώναμε όλα μας τα μπαγκάζια σε ένα μεγάλο ταξί με σχάρα, το οποίο οδηγούσε ένας μαύρος από τη Σενεγάλη, ο μοναδικός που ζούσε, τότε, στην Αθήνα: το ξύλινο μπαούλο της γιαγιάς Κατίνας, δώδεκα βαλίτσες, μπόγοι, και από πάνω το κλουβί με τα πουλερικά. Εκτρέφαμε τρεις κότες, τη «Σκουφάτη», την «Ξεσκούφωτη» και μια ανώνυμη, που έβοσκαν αμέριμνες στον κήπο μας της Κυψέλης, για να μας γεννούν φρέσκα αυγουλάκια. Είχαμε και κήπο τότε, δεν είχε ακόμη επικρατήσει ο θεσμός της «αντιπαροχής», έβλεπες ελάχιστες πολυκατοικίες.
Κατεβαίναμε την Πειραιώς για να φθάσουμε στο λιμάνι και μας ακολουθούσε ένα δεύτερο ταξί, παρόμοια φορτωμένο, με τις λοιπές εξαδέλφες, θείες κ.λπ. Μέναμε όλοι στον ίδιο δρόμο. Η μητέρα μου, εμπειρική γνώστρια των καιρών και των ανέμων, περίμενε να φθάσουμε στο Γκάζι, που ήταν ακόμη τότε μια ενεργή μονάδα παραγωγής αεριόφωτος. Παρατηρούσε προς τα πού έγερνε ο πυκνός καπνός από τα φουγάρα, για να βγάλει τελικό χρησμό και να δώσει την έγκρισή της αν οι καιροί είναι μενετοί και να συνεχίσουμε απρόσκοπτα την κάθοδο και να αναφωνήσουμε στο τέλος, όλοι μαζί: «θάλαττα, θάλαττα!».
Ο πατέρας μου, εξ αυτού του λόγου, αποκαλούσε τη μητέρα μου «Ξενοφώντα» και εμάς τους άλλους «μύριους». Η μητέρα εκνευριζόταν λίαν, επειδή Ξενοφών λεγόταν και ο άσωτος σύζυγος της θείας μας της Μαρίας, που την είχε εγκαταλείψει προ ετών για μια άλλη γυναίκα, θανάσιμο αμάρτημα τότε, αλλά εν πολλοίς και τώρα που σας μιλώ... Το «μύριοι» δεν της «μύριζε» άσχημα, θύμιζε μυριστικά της Σίφνου που «ξεπλένουν» παλιές ή νέες κρυφές αμαρτίες.
Αν φυσούσε βοριάς, η μητέρα, που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της υπέφερε από ναυτία, εξέδιδε άνευ συζητήσεως σήμα απαγορευτικό και το ταξίδι μας αναβαλλόταν, μέχρις ότου πνεύσουν άνεμοι ευνοϊκοί. Το «πρόγραμμα» δεν περιλάμβανε, ευτυχώς, τη θυσία καμιάς Ιφιγένειας. Η αδελφή μου, έτσι, τη γλίτωνε. Γυρίζαμε άναυλα στο σπίτι και ξεφορτώναμε βαρυγκομώντας τα μπαγκάζια. Μας ακολουθούσε, σε ένα νεύμα του οδηγού, το δεύτερο ταξί με το υπόλοιπό σόι, τις εξαδελφοθείες. Επειδή ο μαύρος οδηγός μας, γνήσιο τέκνο του μητριαρχικού αφρικανικού πολιτισμού, αναγνώριζε ως αρχηγό της οικογενείας μας μόνον τη μητέρα και έπαιρνε εντολές από εκείνη. «Εγκώ μόνον κυρία ξέρω, κανέναν άλλον» έλεγε.

***

Πρέπει, όμως, επίσης, να πω ότι και ο πατέρας μου, ως γνήσιος Σιφνιός, δεν άφηνε χωρίς τη θέλησή του τη μητέρα μου να κάνει κουμάντο σε όλα. Κάπου τον διευκόλυνε αυτό. Η δομή της οικογένειας στη Σίφνο είναι, ακόμη σήμερα, σε μεγάλο βαθμό μητριαρχική. Η καταγωγή είναι μητρογραμμική, τα παιδιά ανήκουν στη μάνα και βλέπεις παντού οι γυναίκες να κυριαρχούν. Θεωρούνται «θεές». Ερχόντουσαν όμως στιγμές που ο πατέρας μου δεν άντεχε άλλο την παραδοσιακή σιφνέικη γυναικοκρατία. Ξαφνικά και απότομα, αποφάσιζε να «γυρίσει φύλλο». Έτσι, έπιασε μια μέρα να σχεδιάζει αλλιώς τη διαδρομή. Με το απαραίτητο μπαξίσι στον οδηγό, παίρναμε πια τη Συγγρού αντί της Πειραιώς, για να συνεχίσουμε ύστερα παραλιακή, όπου δεν υπάρχουν φουγάρα εργοστασίων και δεν «αναθρώσκει καπνός».
Η μητέρα, απορροφημένη, όπως πάντα, στα δικά της, δεν έπαιρνε αμέσως χαμπάρι την αλλαγή πορείας. Σήκωνε, κάθε τόσο, απλώς, το κεφάλι και αναζητούσε... φουγάρα στη Συγγρού. Δεν έβλεπε και επέστρεφε στους λογισμούς της. Όταν καταλάβαινε την απάτη, ήταν πλέον αργά. Έτσι, μπαίναμε θριαμβευτικά στον «Κανάρη» ή στον «Μιαούλη», τα σαπιοκάραβα των ιταλικών πολεμικών επανορθώσεων. Μετά από δέκα ή δώδεκα ώρες κοπιαστικό ταξίδι, φτάναμε επιτέλους, ταρακουνημένοι, νύχτα, στο σκοτεινό, αφιλόξενο λιμάνι των Καμαρών. Τότε, μόλις, άρχιζε το αληθινό πανηγύρι.
Δεν είχε γίνει ακόμη ο μόλος, και έπρεπε να βγούμε με τις βάρκες. Εκεί να δεις! Μονίμως φουρτουνιασμένη η Καμάρα όλο το καλοκαίρι, με τους αδιάκοπους βοριάδες, ερχόντουσαν οι λάντζες, των Μπουλήδων, των Καμπουράκηδων, του Μπελενιού, και ζυγιάζονταν κάτω από τη στενή βαπορίσια σκάλα, που ανεβοκατέβαινε σαν την τρελή. Έπρεπε να τα υπολογίσεις όλα προσεχτικά, την απόσταση, το ύψος, τη δύναμη του ανέμου, τη φορά των κυμάτων, τη ροπή στρέψης του πλοίου, προτού πηδήξεις. Άλλοτε βρισκόσουν στην κουπαστή της λάντζας, άλλοτε αλλού...
Και, καλά, εμείς τα παιδιά το διασκεδάζαμε κιόλας. Μα οι μεγάλοι; Οι γριές; Αυτές τις είχαν αναλάβει οι χεροδύναμοι μούτσοι του πλοίου. Τις έπαιρναν στα γερά τους μπράτσα, τις τραμπάλιζαν λίγο πάνω από το κύμα για να συνηθίσουν στο κούνημα, σημάδευαν... και τις ξαμολούσαν στην αγκαλιά του «Γιω», του «Για», του «Κω», του «Λευτέ», που περίμεναν στις λάντζες, όρθιοι. Ακουγόταν από κάτω η κραυγή: «Έτοιμος! Αμόλα την... κούκλα!». Στον αέρα η «κούκλα», με αξιοσημείωτα ποσοστά ευστοχίας. Άκουγες, βέβαια, πού και πού ένα «πλουφ», μα κανείς δεν είναι τέλειος. Και οι γριές το διασκέδαζαν, με την ψυχή τους. Κάθε μία είχε τον δικό της, αποκλειστικό βαρκάρη, δεν ήθελε άλλον.
Ο ρόλος του πατέρα μου ήτανε να μετρά τις ψυχές, να μην αφήσουμε καμιά στο παπόρι. Η μητέρα μου τον κατηγορούσε ότι διαλέγει πάντα τα εύκολα. Εκείνος ύψωνε με απορία τους ώμους, λες και αναρωτιόταν: «Εύκολο πράμα είναι να μετράς ψυχές;». Όσο για τα μπαγκάζια, τις πιο πολλές φορές τα μαζεύαμε το πρωί απ' την άμμο όπου τα ξέβγαζε το κύμα. Όσα επέπλεαν ακόμη, ερχόταν το «Σπυ» με τη μικρή του βάρκα, τη «Μαρτιγάνα», και τα ψάρευε με το καμάκι. Ο πατέρας μου δεν συμμετείχε στην επιχείρηση περισυλλογής τους. Άπλωνε τα χαρτιά του σε ένα πρόχειρο τραπέζι, το ίδιο επάνω στο οποίο σχεδίαζε στην κατοχή τα περίφημα σκίτσα του που σατίριζαν τον Μουσολίνι, έπιανε τα μολύβια του και αποτύπωνε τη σκηνή, προς μεγάλη αγανάκτηση της μητέρας, που αγωνιούσε για την τύχη του μπόγου με τα ασπρόρουχα. Τα έφερνε σε λίγο το «Σπυ», τα ξεκουβαριάζαμε και τα απλώναμε να στεγνώσουν.
Θυμάμαι, σε μια τέτοια επεισοδιακή άφιξη, που το αγριεμένο κύμα πήρε από το αυτί της θείας μας της Μαρίας το ακουστικό βαρηκοΐας και την είχαμε κουφή όλο το καλοκαίρι. Προς μεγάλη ικανοποίηση του πατέρα μου, που έτσι δεν θα ήταν πια υποχρεωμένος να απαντά στη μόνιμη απαίτησή της: «Να πας, ως πρεσβύτερος εξάδελφος, και να φέρεις αμέσως πίσω, σπίτι, τον ανεπρόκοπο τον άντρα μου!».
Από τέτοιες «ξεκούρδιστες» καταστάσεις (ή, αν θέλουμε, ανάποδα κουρδισμένες) πήγαζε η «παράδοξη» αντίληψη για το αστείο, του πατέρα μου, Σταμάτη Πολενάκη. Όχι υποχρεωτικά «υπερρεαλιστική» ή «παράλογη», σκέτα ανθρώπινη. Είχε συλλάβει ότι η πραγματικότητα είναι, κάποιες φορές, υπερρεαλιστική, αλλά εμείς απλώς... την έχουμε συνηθίσει ως τέτοια, και δεν το καταλαβαίνουμε. Έτσι, σε δύσκολους καιρούς, κατεδάφιζε μέσα του όλα τα υπολείμματα της στενής, κοντόθωρης, άκαρδης, καθημερινότητας, ανατίναζε με όπλο του το γέλιο τη στυγνή δικτατορία της και μας χάριζε τις αμίμητες γελοιογραφίες του.

Λέανδρος Πολενάκης